ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 26ο)

Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

26. Η στάση προς τον Θεό

Η αμοιβαία σχέση μεταξύ της αγάπης κάποιου για τον Θεό,
για τον πλησίον και για τον εαυτό του. Η άρρηκτη σχέση μεταξύ
της αγάπης προς τον Θεό και της αγάπης προς τον πλησίον.
Η διάθεση της παιδικής αφοσίωσης ως η κύρια διάθεση του Χριστιανού.

Ανεβαίνοντας από τα χαμηλότερα καθήκοντα στα υψηλότερα, έχουμε ανέλθει στο απόγειό τους: στα καθήκοντά μας σε σχέση με τον Θεό. Σύμφωνα με τις σαφείς και ακριβείς οδηγίες της Αγίας Γραφής, το κύριο καθήκον του ανθρώπου σε σχέση με τον Θεό είναι η αγάπη προς Αυτόν. Αυτή η αγάπη διατάχθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ειπώθηκε: «Καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου»[1]. Και στην Καινή Διαθήκη, ο ίδιος ο Χριστός είπε γι’ αυτήν την εντολή: «Αὕτη πρώτη ἐντολή… Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι»[2].

Σε αυτή την κύρια εντολή του Νόμου του Θεού, ο Σωτήρας πρόσθεσε μια δεύτερη, την αγάπη του πλησίον σου σαν τον εαυτό σου[3]. Είπε γι’ αυτήν την εντολή ότι είναι «ὁμοία αὕτη»[4], δηλαδή παρόμοια με την πρώτη εντολή για την αγάπη προς τον Θεό. Και η Αγία Εκκλησία, βασισμένη σε αυτά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, καθιέρωσε για πάντα την ακόλουθη τάξη στα ηθικά καθήκοντα του ανθρώπου: αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, και, σε σχέση με τον εαυτό του, μέριμνα για την σωτηρία της ψυχής. Επομένως, η αγάπη προς τον εαυτό πρέπει να θυσιαστεί στο όνομα της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον. Η αγάπη για τον πλησίον κατατάσσεται στην μέση. Κυριαρχεί σε σχέση με την αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του, αλλά με την σειρά της υπόκειται στην ύψιστη αγάπη, την αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό, τον Οποίο πρέπει να αγαπάμε περισσότερο απ’ όλα.

Στις μέρες μας μπορείτε συχνά να ακούσετε ανθρώπους να λένε ότι η έντονη αγάπη ενός ανθρώπου για τον Θεό βλάπτει και παρεμποδίζει την αγάπη του για τον πλησίον του. Γι’ αυτό (έτσι λένε αυτοί που το σκέφτονται) ένας άνθρωπος πάνω απ’ όλα πρέπει να σκέφτεται και να νοιάζεται για τα καθήκοντά του απέναντι στον πλησίον του, και κάνοντάς το αυτό θα εκπληρώσει και τα καθήκοντά του απέναντι στον Θεό. Οι άνθρωποι που σκέφτονται και μιλούν έτσι είναι ιδιαίτερα επιθετικοί απέναντι στα κατορθώματα της ζωής ενός ερημίτη. Κατά την άποψή τους, ο ερημικός τρόπος ζωής είναι μια εκδήλωση εγωισμού και αντιπάθειας για τους άλλους. Ερημίτης (κατά τη γνώμη τους) είναι ένας άνθρωπος που ασχολείται αποκλειστικά με τον εαυτό του και την σωτηρία της ψυχής του και δεν σκέφτεται καθόλου τους άλλους.

Υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτά τα επιχειρήματα. Δύσκολα κανείς θα αντιταχθεί στο γεγονός ότι υπηρετώντας τον πλησίον του, ένας Χριστιανός εκπληρώνει έτσι τα καθήκοντά του απέναντι στον Θεό. Επί πλέον, σύμφωνα με την διδασκαλία του Αποστόλου της Αγάπης Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, η αγάπη προς τον πλησίον είναι δείκτης της αγάπης προς τον Θεό: «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[5]. Και κανένας Χριστιανός δεν αμφιβάλλει ότι, κάνοντας καλό στον πλησίον μας, υπηρετούμε τον Θεό, γιατί εκπληρώνουμε τον νόμο της αγάπης Του.

Ωστόσο, δεν είναι λιγότερο βέβαιο ότι, αγαπώντας τον Θεό, δεν μπορούμε ποτέ να εμποδίσουμε την αγάπη μας για τον πλησίον μας με αυτή την αγάπη γι’ Αυτόν: «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν»[6]. Αγαπώντας τον Θεό, μεταφέρουμε τον εαυτό μας σε μια ανώτερη πνευματική ατμόσφαιρα -μια ατμόσφαιρα αγάπης και μια νέα «πνοή ζωής». Και η καρδιά του Χριστιανού, γεμάτη με τέτοια θεϊκή αγάπη, στρέφει και στέλνει παντού τις ακτίνες αυτής της χριστιανικής αγάπης σε όλους. Έτσι, αντίθετα με την άποψη που αναφέραμε παραπάνω, η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό όχι μόνο δεν εμποδίζει την αγάπη του για τον πλησίον, αλλά, αντίθετα, την ενισχύει και την εμβαθύνει.

Μια εξαιρετική εξήγηση για την σύνδεση της αγάπης για τον Θεό και της αγάπης για τον πλησίον έδωσε ένας από τους ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, ο Αββάς Δωρόθεος[7]. Μας δίνεται στην παρακάτω μαθηματική απεικόνιση.

Στον κύκλο Α, το κέντρο είναι ο Θεός και οι άνθρωποι είναι σημεία στον κύκλο. Οι ακτίνες τους συνδέουν με τον Θεό και ο κύκλος τους συνδέει με τον εαυτό τους. Και έτσι, βλέπουμε ότι οι άνθρωποι, πλησιάζοντας τον Θεό (κατά μήκος της ακτίνας), την ίδια στιγμή πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, με τα σημεία του κύκλου να πλησιάζουν το κέντρο. Αλλά ένας άνθρωπος μπορεί να πλησιάσει τόσο τον Θεό, όσο και τους συνανθρώπους του μόνο μέσω της αγάπης.

Και από εδώ προκύπτει αναμφίβολα ότι αγαπώντας τον Θεό, ο άνθρωπος σίγουρα θα αγαπήσει τον πλησίον του. Ο κύκλος Β μας δείχνει ότι η χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, με την σειρά της, οδηγεί ένα άτομο στην αγάπη για τον Θεό και, φέρνοντας τον εαυτό του πιο κοντά μέσω της αγάπης για τους άλλους ανθρώπους, το άτομο μέσω αυτής πλησιάζει τον Θεό. Έτσι και οι δύο αυτοί τύποι χριστιανικής αγάπης είναι άρρηκτα και στενά συνδεδεμένοι.

Στην ιστορία του χριστιανικού ασκητισμού, βλέπουμε συνεχώς πως οι ασκητές, φλεγόμενοι από αγάπη για τον Θεό, άφησαν τον κόσμο με τους πειρασμούς του. Το έκαναν αυτό σύμφωνα με την εντολή του Αποστόλου της Αγάπης, Ιωάννη του Θεολόγου, ο οποίος είπε: «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ»[8]. Αλλά είναι μάταιο να σκεφτόμαστε ότι απαρνήθηκαν έτσι την αγάπη τους για τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο. Όχι, οι ίδιοι επεσήμαιναν συνεχώς ότι έφευγαν όχι από τους ανθρώπους, αλλά από τις αμαρτίες που εξαπλώθηκαν στον κόσμο, από τους πειρασμούς μιας αμαρτωλής εγκόσμιας ζωής. Όμως αγαπούσαν τα αδέρφια τους που παρέμειναν στον κόσμο, πολύ περισσότερο απ’ όσους έζησαν σε αυτόν τον κόσμο και συμμετείχαν στις αμαρτίες του.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μοναξιά αυτών των ασκητών ήταν πάντα γεμάτη με προσευχή, και η χριστιανική προσευχή δεν αφορούσε μόνο τον εαυτό τους, αλλά και τους άλλους. Από τον βίο του Αγίου Παχωμίου του Μεγάλου, ο οποίος καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας, είναι γνωστά τα εξής. Μια μέρα έμαθε ότι στην πατρίδα του, στην Αλεξάνδρεια, μαίνονταν η πείνα και οι επιδημίες ασθενειών. Τότε ο ασκητής πέρασε τρεις μέρες με δάκρυα και εγκατέλειψε τελείως την πενιχρή τροφή που επέτρεπε στον εαυτό του. Οι μαθητές του τον παρακάλεσαν να δυναμώσει με τροφή, αλλά ο Άγιος Παχώμιος απάντησε: «Πώς να φάω όταν τα αδέρφια μου δεν έχουν ψωμί…»; Πόσο απέχει από μια τέτοια αγάπη και συμπόνια ακόμη και ο καλύτερος από εμάς!

Έτσι, η αγάπη ενός Χριστιανού για τον Θεό δεν είναι μόνον η κορυφή της ηθικής του εξύψωσης, αλλά και η βάση της πνευματικής του ύπαρξης. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική ζωή, επίτευγμα, αρετή. Και η ύψιστη υπηρεσία της χριστιανικής αγάπης -η ποιμαντική διακονία- μπορεί να υπάρξει μόνο για εκείνον που αγαπά τον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Σωτήρας, καλώντας τον Απόστολο Πέτρο να κηρύξει, τον ρώτησε: «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων;»[9].

Αλλά και γενικά η θρησκεία μας είναι θρησκεία αγάπης. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»[10], είπε ο Κύριος. Εδώ μιλάμε όχι μόνο για την αμοιβαία χριστιανική αγάπη των ανθρώπων του ενός για τον άλλον, αλλά ακόμη περισσότερο για την υιική αγάπη και την παιδική αφοσίωση σε Εκείνον που το Ευαγγέλιο αποκαλεί συνεχώς Επουράνιο Πατέρα μας. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η βάση μιας αληθινής χριστιανικής ζωής σ’ έναν άνθρωπο είναι μια καρδιά που όχι μόνο πιστεύει στον Θεό, αλλά είναι επίσης παιδικά αφοσιωμένη σε Αυτόν, και εμποτισμένη με μια ειλικρινή έλξη προς Αυτόν, ως στοργικό και αγαπημένο Πατέρα.


(συνεχίζεται)


[1] Δευτ. ϛ΄ 5.
[2] Μαρκ. ιβ΄ 30-31.
[3] «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μαρκ. ιβ΄ 31).
[4] Στο ίδιο.
[5] Α΄ Ιω. δ΄ 20.
[6] Α΄ Ιω. δ΄ 8.
[7] Συγγραφέας του περίφημου έργου «Ασκητικά». Τα «Ασκητικά» του Αββά Δωροθέου, μαζί με τα «Ασκητικά» του Αββά Ισαάκ του Σύρου, θεωρούνται, κατά κοινή ομολογία, από τα εκλεκτότερα πνευματικά αναγνώσματα.
[8] Α΄ Ιω. β΄ 15.
[9] Ιω. κα΄ 15.
[10] Ιω. ιγ΄ 35.

Scroll to Top