ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 23ο)

Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

23. Οικογένεια και κράτος

Ο κοσμοπολιτισμός και η μονομέρειά του.
Ο πατριωτισμός στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Τα παραδείγματα του Μωυσή, του Αποστόλου Παύλου
και το ίδιου του Σωτήρος Χριστού.
Η νομιμότητα της αγάπης για τον πλησίον.

Μια υγιής και δυνατή οικογένεια είναι η πρώτη και κύρια μονάδα της κοινωνίας και του κράτους. Το ισχυρότερο και πιο οργανωμένο κράτος πέφτει σε κατάσταση παρακμής και καταρρέει εάν η οικογένεια διαλυθεί σε αυτό και δεν υπάρχουν γερά θεμέλια οικογενειακής ζωής και ανατροφής. Αντίθετα, εάν η οικογένεια είναι ισχυρή και η εκπαίδευση διεξάγεται σε υγιείς βάσεις, τότε ακόμη και με μεγάλη εξωτερική καταστροφή των μορφών κρατικής ζωής, ο λαός παραμένει βιώσιμος και μπορεί να αποκαταστήσει την κρατική εξουσία και ενότητα.

Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι μια χριστιανική οικογένεια δεν πρέπει να αποτραβηχτεί εντελώς στη μοναξιά της και να μετατραπεί σε «γκέτο»[1]. Μια τέτοια ζωή είναι μια ζωή οικογενειακού εγωισμού. Το άτομο που το βιώνει αυτό δεν έχει ενδιαφέροντα έξω από την οικογένειά του, δεν θέλει να μάθει τίποτα για τις χαρές και τις λύπες του κόσμου γύρω του και δεν τον υπηρετεί με κανένα τρόπο. Φυσικά, μια τέτοια ζωή δεν είναι χριστιανική ζωή, και μια τέτοια οικογένεια δεν είναι χριστιανική οικογένεια. Όπως ήδη έχει ειπωθεί, η χριστιανική οικογένεια είναι ακριβώς μια μονάδα της κοινωνίας, ένα μέρος της, άρρηκτα συνδεδεμένο με το σύνολό της. Συμμετέχει ενεργά στην δημόσια ζωή και υπηρετεί τους γείτονές της, παρέχοντάς τους πάντα στήριξη και κάθε δυνατή βοήθεια.

Ωστόσο, ούτε αυτό είναι αρκετό. Σύμφωνα με την σαφή διδασκαλία του Ευαγγελίου, η ζωντανή σχέση ενός Χριστιανού δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στα οικογενειακά όρια, αλλά και στα εγχώρια, εθνικά και κρατικά. Όχι, στην αγάπη του ο Χριστιανισμός είναι πανανθρώπινος. Για τον Χριστιανό, κάθε άνθρωπος, σε όποιο έθνος κι αν ανήκει, είναι ο πλησίον του, τον οποίο πρέπει να αγαπά, σύμφωνα με την εντολή του Σωτήρος. Αυτό μας το δείχνει ξεκάθαρα η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη και, κυρίως, το κατηγορηματικό της συμπέρασμα. Σε αυτή την παραβολή, ο Σωτήρας επεσήμανε στον Ιουδαίο Νομικό το έλεος και την αγάπη με την οποίαν ο Καλός Σαμαρείτης περιέθαλψε έναν τραυματισμένο και ληστευμένο Ιουδαίο, δηλαδή έναν εκπρόσωπο ενός λαού εχθρικού προς τους Σαμαρείτες. Και μετά είπε στον Νομικό: «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»[2]. Αυτός είναι ο νόμος της χριστιανικής αγάπης!

Αλλά αν εμείς, οι Χριστιανοί, καλούμαστε σε μια τέτοια ολοκληρωτική αγάπη, αυτό δεν συνιστά Διεθνισμό/Κοσμοπολιτισμό, δηλαδή αποδοχή του δόγματος της αδελφοσύνης των λαών, σύμφωνα με το οποίο το άτομο είναι «πολίτης όλου του σύμπαντος», και καθόλου του δικού του κράτους. Σύμφωνα με αυτή την διδασκαλία, δεν πρέπει να υπάρχουν κρατικές-εθνικές διαφορές και διαχωρισμοί στην ανθρωπότητα, αλλά να αντιπροσωπεύουν όλοι μια οικογένεια.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο θετικό κομμάτι της διδασκαλίας του, ο Κοσμοπολιτισμός πλησιάζει τον Χριστιανισμό. Και πάλι, είναι αναμφίβολο ότι τις εκκλήσεις του για αδελφοσύνη, αγάπη και αλληλοβοήθεια τις πήρε ακριβώς από τον Χριστιανισμό. Και αυτές οι εκκλήσεις είναι καθαρά χριστιανικές. Αλλά μόνον αυτές οι χριστιανικές ιδέες είναι πολύτιμες στον κοσμοπολιτισμό. Διότι με αυτή την αλήθεια, ο Κοσμοπολιτισμός ανακάτεψε πολύ περισσότερες άσχημες αναλήθειες και αυταπάτες. Λόγω αυτού, η διδασκαλία του αποδείχθηκε στενά μονόπλευρη και τεχνητή, και επομένως άνευ ζωτικής σημασίας. Τέτοιες λανθασμένες αντιλήψεις είναι όλα τα συμπεράσματα του Κοσμοπολιτισμού ενάντια στο αίσθημα του πατριωτισμού, ενάντια στην ορθόδοξη διδασκαλία για το καθήκον της υπηρέτησης της πατρίδας, της ευημερίας και της ασφάλειάς της.

Αλλά ποιός δεν ξέρει πόσο σκληροί και ανίκανοι για μια εγκάρδια, συμπονετική στάση είναι οι μακροχρόνιοι κήρυκες του Κοσμοπολιτισμού στην ζωή; Φωνάζουν αφρίζοντας υπέρ της αγάπης τους για τον άνθρωπο και δεν ξέρουν πώς να αγαπούν τον πλησίον τους όπως πρέπει. Το να αγαπάς τον πλησίον σου σημαίνει να αγαπάς κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στον δρόμο σου από την πρόνοια του Θεού και συχνά έχει ανάγκη από συμπόνια και υποστήριξη.

Ο Χριστιανισμός δεν έχει την ψεύτικη μονομέρεια του Κοσμοπολιτισμού. Ο Χριστός δεν μας διέταξε μια τεχνητή αγάπη για την «ανθρωπότητα», αλλά ακριβώς αγάπη για τον πλησίον μας. Τέτοιος πλησίον για έναν Χριστιανό είναι κάθε άνθρωπος γενικά (γι’ αυτό ο Χριστιανός πρέπει να αγαπά τους πάντες) και ειδικότερα κάθε άνθρωπο που συναντά στην καθημερινή ζωή. Και η χριστιανική αγάπη εκδηλώνεται περισσότερο απ’ όλα, ακριβώς σε αυτές τις προσωπικές συναντήσεις, στην ζωντανή αλληλεπίδραση, την αλληλοϋποστήριξη και την συμπάθεια. Πόσο μακριά απ’ αυτό απέχει η μονόπλευρη διδασκαλία του Κοσμοπολιτισμού με τις τεχνητές, αποσπασμένες από την ζωή εκκλήσεις για αγάπη υπέρ της «ανθρωπότητας!»[3].

Όταν ένας άνθρωπος είναι ακόμη παιδί, τότε στα παιδικά του χρόνια πλησίον του είναι οι γονείς, τα αδέρφια και οι συγγενείς του γενικότερα. Και εκείνη την στιγμή είναι αρκετό και καλό γι’ αυτόν να είναι καλό, στοργικό, ανταποκρινόμενο και αφοσιωμένο μέλος της οικογένειας. Αλλά, προφανώς, η έννοια της αγάπης για τους άλλους ανθρώπους, δηλαδή εκτός της οικογένειάς του, είναι ακόμα απρόσιτη γι’ αυτόν. Δεν έχει ζωντανή σχέση μαζί τους, και ως εκ τούτου είναι, ακριβώς, «ξένοι» γι’ αυτόν.

Σταδιακά μεγαλώνοντας, στην εφηβεία και στη νεότητά του, δημιουργεί ήδη προσωπικές, ζωντανές σχέσεις με πολλούς ανθρώπους, γίνονται «δικοί του». Και εδώ η καλή ανατροφή θα πρέπει να διδάξει το παιδί να συμπεριφέρεται σ’ αυτούς τους καινούριους «πλησίον» του με χριστιανικό τρόπο -φιλικό, καλοπροαίρετο, με ειλικρινή διάθεση να βοηθήσει, να παρέχει κάθε δυνατή υπηρεσία (αν και, φυσικά, οι συγγενείς του εξακολουθούν να είναι οι πλησιέστεροι σ’ αυτόν). Αλλά και εδώ, ο έφηβος δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί στους πνευματικούς του ορίζοντες σε σημείο που να είναι δυνατό να απαιτήσει από αυτόν τις ίδιες εγκάρδιες σχέσεις αγάπης προς οποιονδήποτε κάτοικο άλλων λαών και χωρών.

Και μόνον όταν ένας Χριστιανός ενηλικιωθεί και αναπτυχθεί πλήρως, ο ορίζοντάς του ανοίγει διάπλατα και κάθε άνθρωπος, σε όποιο έθνος κι αν ανήκει, γίνεται «πλησίον» γι’ αυτόν. Αλλά, φυσικά, πρώτα και πάνω απ’ όλα αγαπά, πρώτον, την οικογένειά του, τους συγγενείς του, ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσε και ζει, και δεύτερον, την χώρα του, τους ανθρώπους του στους οποίους ανήκει. Με αυτούς τους ανθρώπους τον συνδέουν όλες οι πολιτειακές, πολιτικές και αστικές του ευθύνες. Η ιστορία, ο πολιτισμός, τα έθιμά του, όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συντοπιτών του, και ιδιαίτερα τα ιερά του, είναι επίσης «δικά του», «εγγενή» γι’ αυτόν. Είναι προσκολλημένος με τον λαό του, με την πατρίδα του και την αγαπά, και αυτή η αγάπη για την πατρίδα είναι εκείνος ο χριστιανικός πατριωτισμός, που τόσο σκληρά τον πολεμούν οι κοσμοπολίτες [σημ.ημ.: θα λέγαμε σήμερα οι παγκοσμιοποιητές] μέσα στην αυταπάτη τους.

Αλλά, φυσικά, ο χριστιανικός πατριωτισμός είναι ξένος προς εκείνα τα άκρα και τα λάθη στα οποία συχνά πέφτουν άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται «πατριώτες». Ο Χριστιανός πατριώτης, αγαπώντας τον λαό του, δεν κλείνει τα μάτια στα ελαττώματά του και κοιτάζει νηφάλια τις εθνικές του ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Και επομένως, δεν θα συμφωνήσει ποτέ με εκείνους τους «πατριώτες» που τείνουν να εξυψώνουν κάθε τι εγγενές (ακόμα και τις εθνικές κακίες και ελλείψεις -αλκοολισμό, βλασφημία κ.λπ.) θεωρώντας τα νόμιμα και καλά. Διότι παρατηρεί ότι δεν πρόκειται πια για πατριωτισμό, αλλά για διογκωμένη εθνική υπερηφάνεια, δηλαδή για το αμάρτημα εναντίον του οποίου μάχεται τόσο έντονα ο Χριστιανισμός. Όχι, ο αληθινός πατριώτης δεν κλείνει τα μάτια του στις αμαρτίες και τις ασθένειες του λαού του -τις βλέπει, λυπάται, τις πολεμά και μετανοεί ενώπιον του Θεού και των άλλων ανθρώπων για τον εαυτό του και για τον λαό του. Επιπλέον, ο χριστιανικός πατριωτισμός είναι εντελώς ξένος προς το μίσος έναντι των άλλων λαών. Αν αγαπώ τον λαό μου, τότε γιατί να μην αγαπώ τους Κινέζους, τους Τούρκους, τους Εβραίους ή οποιονδήποτε άλλο λαό; Αυτό [δηλαδή, το να μην αγαπώ τους άλλους λαούς] θα ήταν ένα αντιχριστιανικό συναίσθημα. Όχι, ο Θεός να τους δώσει ευημερία, γιατί είμαστε όλοι άνθρωποι – παιδιά του ίδιου Πατέρα.

Όμως τα σημαντικότερα στοιχεία υπέρ του πατριωτισμού μπορούμε να τα βρούμε στις Γραφές. Ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη, ολόκληρη η ιστορία του εβραϊκού λαού είναι γεμάτη με στοιχεία για το πώς οι Εβραίοι αγαπούσαν την Σιών τους, την Ιερουσαλήμ τους, τον Ναό τους. Αυτό ήταν το καλύτερο παράδειγμα αληθινού πατριωτισμού, αγάπης για τον λαό και τα ιερά του. Και δεν είναι τυχαίο που η Χριστιανική μας Εκκλησία πήρε στην λατρεία της αυτή την δοξολογία των ιερών της από τους Εβραίους, αν και, φυσικά, κατά την χριστιανική τους έννοια, ψάλλει: «εὐλογητὸς Κύριος ἐκ Σιών, ὁ κατοικῶν Ἱερουσαλήμ, ἀλληλούια»[4].

Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα αγάπης για τον λαό βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο προφήτης Μωυσής φανέρωσε την Διαθήκη. Όταν όμως, αμέσως μετά την σύναψη της Διαθήκης με τον Θεό, ο λαός του Ισραήλ πρόδωσε τον Θεό του και λάτρεψε το χρυσό μοσχάρι, η οργή της δικαιοσύνης του Θεού φούντωσε πολύ. Ο Μωυσής τότε άρχισε να προσεύχεται για τους αμαρτωλούς ανθρώπους, χωρίς να εγκαταλείψει το όρος στο οποίο προσευχόταν για 40 ημέρες και 40 νύχτες. Ο Κύριος όμως απάντησε: «και τώρα άφησέ με να ξεσπάσει η οργή μου εναντίον τους και να τους καταστρέψω»[5]. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε αυτά τα λόγια του Θεού είναι η απόδειξη της δύναμης της προσευχής ενός δίκαιου ανθρώπου, με την οποίαν αυτός, κατά την τολμηρή έκφραση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, φαίνεται να δένει τον Θεό! Ο μέγας προφήτης άρχισε να προσεύχεται ακόμη πιο θερμά, και τελικά αναφώνησε: «συγχώρεσέ τους την αμαρτία τους, και αν όχι, τότε σβήσε με από το βιβλίο σου, στο οποίο με έχεις γράψει…»[6]. «Και ο Κύριος τον άκουσε και αυτή την φορά, και δεν θέλησε να τους καταστρέψει»[7], λέει η Αγία Γραφή. Δεν είναι αυτό το υψηλότερο κατόρθωμα ανιδιοτελούς πατριωτισμού;

Παρόμοιο παράδειγμα βλέπουμε και στην Καινή Διαθήκη στον βίο του μεγάλου Αποστόλου Παύλου. Κανείς δεν τον παρεμπόδισε στο έργο του κηρύγματος τόσο μοχθηρά και επίμονα όσο οι συμπατριώτες του που δεν πίστευαν στον Χριστό. Μισούσαν τον Παύλο, θεωρώντας τον προδότη της πίστης των πατέρων τους. Τι λέει ο Απόστολος γι’ αυτούς τους συμπατριώτες του; Ιδού: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται»[8]. Από αυτά τα λόγια βλέπουμε την αγάπη του για τους συμπατριώτες του. Αυτή η αγάπη ήταν τόσο μεγάλη που ήταν έτοιμος, όπως και ο Μωυσής, να θυσιάσει την προσωπική του αιώνια σωτηρία (και όχι μόνο την προσωρινή του ζωή) για την σωτηρία αυτού του λαού.

Αλλά ιδού και το παράδειγμα του ίδιου του Σωτήρος. Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε πως είπε ότι ήρθε πρώτα απ’ όλα για τον λαό Του[9]. Σε άλλη περίπτωση, απευθύνθηκε στην Ιερουσαλήμ και είπε: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε!»[10]. Και όταν διέσχισε την Ιερουσαλήμ με τις κραυγές «Ωσαννά», όταν όλος ο λαός χάρηκε με χαρά, ο Σωτήρας έκλαψε… Αλλά δεν έκλαψε για τον εαυτό του, παρά γι’ αυτή την πόλη Του, για τον θάνατο εκείνων που τώρα φώναζαν «Ωσαννά» σε Αυτόν, αλλά σε λίγες μέρες θα φώναζαν «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ Τον…». Έτσι αγάπησε ο Ίδιος τον λαό Του -με συγκινητική, βαθιά αγάπη.

Έτσι, το αίσθημα του πατριωτισμού δεν το αρνείται ούτε το καταδικάζει ο Χριστιανισμός. Σε αντίθεση με την ψευδή άποψη των κοσμοπολιτών, δεν καταδικάζει τη νομιμότητα της προνομιακής αγάπης για την οικογένεια και τους φίλους του. Γνωρίζουμε ήδη τα λόγια του Αποστόλου: «Αν κάποιος δεν φροντίζει για τους δικούς του, και ιδιαίτερα για τα μέλη της οικογένειάς του, έχει απαρνηθεί την πίστη και είναι χειρότερος από άπιστο»[11]. Και σε άλλο μέρος, μιλώντας για την εκλογή κάποιου στην υπηρεσία της Εκκλησίας, ο Απόστολος θέτει τον όρο ότι ο εκλεγμένος «κυβερνάει καλά τα παιδιά του και το σπιτικό του»[12]. Αλλά τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι μια τέτοια αγάπη και φροντίδα δεν πρέπει να είναι εγωιστική ή εγωκεντρική. Όχι, φροντίζοντας για εκείνους που έρχονται άμεσα σε επαφή μαζί του στην ζωή, ο Χριστιανός πρέπει πάντα, με την χριστιανική του αγάπη, να μην ξεχνά τους άλλους ανθρώπους -τους γείτονες και τους εν Χριστώ αδελφούς του. 

Εν κατακλείδι, ας παραθέσουμε μερικά ακόμη λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως»[13].

(συνεχίζεται)


[1] Εννοεί να απομονωθεί εντελώς, αδιαφορώντας για την κοινωνία.
[2] Λουκ. ι΄ 37.
[3] Την υποκρισία του Διεθνισμού/Κοσμοπολιτισμού είχε παρατηρήσει και ο Ζαν Ζακ Ρουσώ (1712-1778), ο διάσημος φιλόσοφος και παιδαγωγός (συμφωνεί εν πολλοίς με τον Πλούταρχο, που υπήρξε ο αγαπημένος του συγγραφέας), γράφοντας χαρακτηριστικά γι’ αυτήν: «Δυσπιστείτε απέναντι στους κοσμοπολίτες που γυρεύουνε μακριά, μες στα βιβλία τους, καθήκοντα που περιφρονούν όταν είναι να τα εκπληρώσουνε γύρω τους. Ο τάδε φιλόσοφος αγαπά τους Τάταρους, για ν᾿ απαλλαγεί ν᾿ αγαπά τους διπλανούς του» (Αιμίλιος ή Για την Εκπαίδευση, εκδ. Αναγνωστίδη, χ.χ., σελ. 26).
[4] Ψαλμ. ρλδ΄ 21.
[5] «Καὶ νῦν ἔασόν με καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ εἰς αὐτούς ἐκτρίψω αὐτούς» (Εξ. λβ΄ 9).
[6] «Καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας» (Εξ. λβ΄ 32).
[7] «Καὶ εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς» (Δευτ. ι΄ 10).
[8] Ρωμ. θ΄ 3-4. Βλέπουμε ότι από όσα παραθέτει εδώ ο Άγιος Φιλάρετος, ο Χριστιανισμός αποδέχεται τον πατριωτισμό, αλλά απορρίπτει τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και όλες τις ιδεολογίες μίσους.
[9] «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. ιε΄ 24).
[10] Λουκ. ιγ΄ 34.
[11] Βλ. Α΄ Τιμ. ε΄ 8.
[12] «Τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος» (Α΄ Τιμ. γ΄ 4).
[13] Γαλ. ϛ΄ 10.

Scroll to Top