ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 19ο)

Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς (+1985)

19. Αμαρτήματα κατά του πλησίον

Η αμαρτία του φθόνου και της συκοφαντίας.
Οι αρετές της πραότητας και της ειρήνης.
Το καθήκον να νικάς το κακό με το καλό.
Το αμάρτημα της εκδίκησης. Θυμός (οργή).
Το αμάρτημα της μονομαχίας.

Όταν ο Κύριος μίλησε με τους Αποστόλους για τους έσχατους καιρούς, είπε ότι τότε «διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν»[1]. Αυτή η πρόβλεψη φαίνεται να εκπληρώνεται ήδη στις μέρες μας -μέρες αμοιβαίας αποξένωσης και ψυχρότητας των σχέσεων. Και είναι ιδιαίτερα αισθητό τώρα ότι αντί για χριστιανική αγάπη και καλοσύνη, οι εχθροί της χριστιανικής πίστης ενσταλάζουν επιμελώς φθόνο και κακία στο πλήθος των ανθρώπων. Και ο «φθονερός [πονηρός] οφθαλμός» ταξινομήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα ως είδος βαριάς αμαρτίας[2]. Ναι, ο φθόνος είναι ουσιαστικά αδύνατος για τους Χριστιανούς. Εξάλλου, σε κάθε καλή οικογένεια δεν μπορεί να υπάρχει φθόνος μέσα της, και όλα τα μέλη αυτής της οικογένειας χαίρονται (και δεν ζηλεύουν) την επιτυχία οποιουδήποτε από αυτά. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και στις αμοιβαίες σχέσεις όλων των Χριστιανών -ως παιδιών ενός στοργικού Επουράνιου Πατέρα. Και ως εκ τούτου, εφαρμόζοντάς το ο Απόστολος Παύλος μας ενθαρρύνει όχι μόνο να κλαίμε με εκείνους που κλαίνε, αλλά και να χαιρόμαστε με εκείνους που χαίρονται[3] -σε αντίθεση με εκείνους που ζηλεύουν την επιτυχία των άλλων. Και για να απαλλαγούμε από το αίσθημα του φθόνου, πρέπει να θυμόμαστε ότι η βάση αυτού του αμαρτωλού συναισθήματος είναι η ματαιοδοξία και η εγωιστική αντιπαλότητά μας. Συνήθως οι άνθρωποι στον εγωισμό τους φοβούνται ότι δεν θα «αναγνωριστούν», δεν θα τους δοθούν «αυτά που τους αξίζουν», άλλοι θα τεθούν ψηλότερα κ.λπ. Ο Χριστιανός φοβάται το αντίθετο -φοβάται να μη βάλει τον εαυτό του πάνω από τους άλλους, να μη τους προσβάλει.

Μαζί με τον φθόνο, ένας ισχυρός εχθρός των καλών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων είναι επίσης διάφορα είδη συκοφαντίας -ψεύτικα λόγια, διαμάχες και όρκοι. Και είναι περίεργο: οι άνθρωποι έχουν γίνει τόσο ανόητοι και τυφλοί που θεωρούν ότι όλες αυτές οι αμαρτίες δεν είναι τίποτα, και συνεχώς αμαρτάνοντας με τις συκοφαντίες, δεν το παρατηρούν πλέον. Ιδού όμως τί λέει ο Απόστολος Ιάκωβος για τις αμαρτίες της γλώσσας: «Ἰδοὺ ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! Καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας… ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου…»[4]. Και σε άλλο σημείο λέει: «Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία…»[5]. Και ο ίδιος ο Κύριος είπε ευθέως: «Ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ…»[6]. Τόσο επικίνδυνες είναι οι αμαρτίες του λόγου (της γλώσσας)!

Αλλά η πιο αποκρουστική από όλες τις αμαρτίες της συκοφαντίας πρέπει σίγουρα να αναγνωριστεί ως η επαίσχυντη και αποκρουστική συνήθεια των αισχρότατων λέξεων, που δεν τολμώ να καταγράψω -στην οποία πολλοί άνθρωποι είναι επιρρεπείς. Τί ντροπή είναι αυτή, τί ντροπή, τί αγανάκτηση ενάντια στην αγνότητα και την καθαρότητα που ο Κύριος περιμένει από εμάς και μας πρόσταξε! Και οι άνθρωποι πιστεύουν ότι όλα αυτά είναι «μικροπράγματα», «τιποτένια», ξεχνώντας αυτές τα τρομερά λόγια: «Με τα λόγια σου θα δικαιωθείς και με τα λόγια σου θα καταδικαστείς», τα οποία έχουν ήδη αναφερθεί. «Αλμυρό και γλυκό νερό ρέει από την ίδια πηγή;», αναρωτιέται ο Απόστολος Ιάκωβος[7]. Κι εμείς, όταν μολύνουμε τα χείλη μας με άσεμνα λόγια, μη νομίζουμε ότι μέσα από αυτά τα ίδια χείλη θα ρέουν στον Θεό τα ευωδιαστά λόγια της καθαρής προσευχής, και με αυτά τα ίδια μολυσμένα και ακάθαρτα χείλη θα δεχτούμε τα άγια των αγίων, δηλαδή τα άχραντα Μυστήρια του Χριστού… Όχι, αφήστε τα στην άκρη τώρα όλα: οργή, θυμό, κακία, συκοφαντία, βωμολοχία του στόματος· όποιος έχει αυτιά να ακούσει, ας ακούσει!

Σε αντίθεση με όλες αυτές τις πηγές αμοιβαίας πικρίας και φιλονικιών, ο Χριστιανισμός μας καλεί να είμαστε φιλειρηνικοί και να συγχωρούμε τις προσβολές. Και πάλι λοιπόν ερχόμαστε στους Μακαρισμούς: «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν… Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται…»[8]. Ένας πράος άνθρωπος είναι, πρώτα από όλα, ένα ευγενικό και απλό πρόσωπο που είναι άνευ όρων αντίπαλος κάθε εγωισμού. Δεν υπάρχει φιλαυτία ή συμφέρον σε αυτόν· αντίθετα, αναζητά κυρίως αυτό που χρειάζεται όχι για τον εαυτό του, αλλά για τους άλλους. Ενώ η μάζα των εγωιστών αντιπροσωπεύει συνήθως μια αγέλη πεινασμένων λύκων, που συναγωνίζονται μεταξύ τους για να επιτεθούν στο θήραμα, απομακρύνοντάς το ο ένας από τον άλλο, οι πράοι άνθρωποι υποχωρούν έναντι όλων και τους βοηθούν σε όλα. Αλλά το αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, η γραμμή συμπεριφοράς τους είναι η πιο άμεση και σταθερή. Διότι δεν είναι άλλοι που θα κληρονομήσουν την γη, εκτός από αυτούς τους πράους, έστω και αν περνούν την ζωή τους σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους, κατά την αποκαλυπτική εικόνα που παραθέτει ο Σωτήρας[9].

Ακόμη υψηλότερη είναι η αρετή της ειρήνης. Και η ανταμοιβή γι΄ αυτήν είναι πιο υψηλή, θεϊκή: «Θα ονομαστούν γιοί του Θεού». Ο Χριστιανός ειρηνοποιός είναι παρόμοιος στην δραστηριότητά του με τον πρώτο «Ειρηνοποιό», τον Υιό του Θεού, κατά την γέννηση του Οποίου οι Άγγελοι έψαλλαν: «Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Ο πράος άνθρωπος δημιουργεί άνεση και γαλήνη γύρω του και δεν ενοχλεί τους άλλους. Ο ειρηνοποιός προσπαθεί να διαδώσει αυτή την ατμόσφαιρα ειρήνης και καλών σχέσεων όσο το δυνατόν ευρύτερα· και προσπαθεί να συμφιλιώσει τους άλλους. Και ένα τέτοιο κατόρθωμα απαιτεί μεγάλη πνευματική προσπάθεια, υπομονή και ετοιμότητα να αντιμετωπίσει την ψυχρή παρεξήγηση, την γελοιοποίηση, την εχθρότητα και την αντίθεση. Αλλά ένας Χριστιανός ειρηνοποιός είναι πάντα έτοιμος για όλα αυτά, επειδή γνωρίζει καλά πως κάθε χριστιανικό κατόρθωμα μιας καλής πράξης είναι τόσο πιο πολύτιμο και υψηλότερο, όσο περισσότερες δυσκολίες και εναντίωση συναντά.

Άρρηκτα συνδεδεμένη με την πραότητα και την ειρήνη είναι αυτή η ευαγγελική καλοσύνη, που πρέπει να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε Χριστιανού. Εκδηλώνεται περισσότερο στην συγχώρεση των προσωπικών προσβολών και ύβρεων, που μας πρόσταξε ο Σωτήρας, ο οποίος είπε: «Ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην…»[10]. Με άλλα λόγια, να μην απαντάτε στην βία με βία, αλλά στο κακό να απαντάτε με καλό. Και ο Απόστολος Παύλος εξηγεί: «Ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν… Μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν»[11]. Και αντίστροφα: αν κάποιος απαντά στο κακό με κακό, τότε ο ίδιος, προφανώς, έχει γίνει δέσμιος αυτού του κακού και νικιέται από αυτό (βέβαια, εδώ μιλάμε για προσωπικές προσβολές που προκλήθηκαν σε έναν Χριστιανό).

Στην ζωή παρατηρούμε συνεχώς ότι ένας άνθρωπος που προσβάλλεται από κάποιον θυμώνει και μάλιστα εκδικείται. Αλλά η εκδίκηση είναι σίγουρα αμαρτωλή και απαράδεκτη για έναν Χριστιανό. «Μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί»[12], λέει ο Απόστολος Παύλος. Η εκδίκηση είναι μια πλήρης προδοσία του χριστιανικού πνεύματος της πραότητας και της συγχώρεσης, που δείχνει έλλειψη χριστιανικής αγάπης σε έναν άνθρωπο. Όσο για τον θυμό, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική. Ο Κύριος δεν απαγόρευσε κάθε θυμό, αλλά τον «μάταιο» θυμό[13]. Και ο Απόστολος λέει: «Ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε»[14], δηλώνοντας έτσι ότι υπάρχει και οργή η οποία δεν είναι αμαρτωλή.

Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήταν οργισμένος με τον δόλο και το πείσμα των Φαρισαίων[15]. Έτσι, η οργή μπορεί να τυγχάνει φυσικά νόμιμη και δίκαιη. Ο Άγιος Νικόλαος ο Θαυματουργός φούντωσε με τέτοια οργή όταν στην [Πρώτη] Οικουμενική Σύνοδο χτύπησε στο μάγουλο τον βλάσφημο αιρετικό Άρειο. Αυτός ο θυμός προήλθε από καθαρή πηγή: τον φλογερό ζήλο για την δόξα του Θεού. Η οργή είναι αμαρτωλή, κυρίως, όταν είναι άδικη και μάταιη. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά, ειδικά όταν η αλήθεια κοιτάει στα μάτια τον άνθρωπο και χτυπά τον εγωισμό και την υπερηφάνειά του. Και ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης συμβούλευε όχι μόνο να μην θυμώνουμε με όσους πληγώνουν την υπερηφάνειά μας, αλλά και να τους εκτιμούμε ως πνευματικούς γιατρούς που αποκαλύπτουν τα έλκη της περήφανης και μάταιης ψυχής μας. Επιπλέον, ακόμη και ο θυμός, που είναι μόλις στην αρχή του, μπορεί να αποδειχθεί αμαρτωλός όταν παρατείνεται από ένα πρόσωπο εσκεμμένα, ως εκδήλωση μιας κακής καρδιάς. Τότε το ίδιο το πρόσωπο προδιαθέτει την καρδιά του στον θυμό και έτσι σίγουρα αμαρτάνει. Απέναντι σε αυτό ο Απόστολος λέει: «ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν»[16]. Ο εσκεμμένα διογκωμένος και παρατεταμένος  θυμός μπορεί ήδη να μετατραπεί σε εκδικητικότητα· την τόσο αντίθετη με το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης.

Είπαμε ήδη ότι η εκδίκηση είναι ανεπίτρεπτη για τον Χριστιανό. Επιπλέον, η μονομαχία[17] απαγορεύεται γι΄ αυτόν -αποτελεί ένα παράλογο λείψανο του Μεσαίωνα. Ήταν διαφορετικό στον Μεσαίωνα, όταν οι άνθρωποι πίστευαν ζωηρά ότι η Αλήθεια του Θεού δεν θα επέτρεπε στους αθώους να υποφέρουν, και έβλεπαν την μονομαχία ως κρίση του Θεού. Τώρα δεν υπάρχει τέτοια πεποίθηση, και η αποκαλυφθείσα χριστιανική συνείδηση μάς λέει ξεκάθαρα ότι ο Κύριος δεν έδωσε σε κανέναν από εμάς τέτοιο δικαίωμα να χρησιμοποιούμε την κρίση Του στην αμαρτωλή ζωή μας. Όντως, οι μονομάχοι τώρα συνήθως το λιγότερο από όλα όσα σκέφτονται είναι ο Θεός, ενώ καθοδηγούνται μόνον από την προσβεβλημένη υπερηφάνεια, τον θυμό και τις γελοίες έννοιες της «τιμής». Όπως γνωρίζετε, αυτή ακριβώς η «τιμή», η «αυτοεκτίμηση», η «ευγενής υπερηφάνεια» κ.λπ. είναι στην ουσία η ίδια ασεβής υπερηφάνεια και αυτο-εξύψωση για την οποία τόσο μας προειδοποιεί ο Χριστιανισμός. Και η έκβαση μιας μονομαχίας τώρα, σύμφωνα με την γενική πεποίθηση, εξαρτάται από την επιδεξιότητα των αντιπάλων και από την τυφλή «τύχη», ώστε να μην έχει απομείνει τίποτα από το μεσαιωνικό ιδεολογικό υπόβαθρο στην τρέχουσα μονομαχία. Και δεν είναι μάταιο που σε μια μονομαχία επισημαίνεται η κολασμένη συνένωση τριών αμαρτιών: αυτοδικία, δολοφονία και αυτοκτονία. Μια μονομαχία αποτελεί αυτοδικία γιατί τίθεται θέμα αυθαιρεσίας των μονομάχων. Αποτελεί δολοφονία διότι ο καθένας από τους αντιπάλους πηγαίνει να σκοτώσει τον άλλον και αυτοκτονία επειδή και οι δύο αντίπαλοι βάζουν τον εαυτό τους κάτω από τη σφαίρα ή το σπαθί του εχθρού…


(συνεχίζεται)


[1] Ματθ. κδ΄ 12.
[2] Βλ. Ματθ. κ΄ 15· βλ. και Μάρκ. ζ΄ 22.
[3] «Χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ΄ 15).
[4] Ιακ. γ΄ 5-6, 8.
[5] Ιακ. α΄ 26.
[6] Ματθ. ιβ΄ 37.
[7] «Μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν; … οὐδεμία πηγὴ ἁλυκὸν καὶ γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ» (Ιακ. γ΄ 11-12).
[8] Ματθ. ε΄ 5, 9.
[9] «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ι’ 16).
[10] Ματθ. ε΄ 39.
[11] Ρωμ. ιβ΄ 20-21.
[12] Ρωμ. ιβ΄ 19.
[13] «Πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει» (Ματθ. ε΄ 22). Το επίρρημα  «εἰκῆ» σημαίνει μάταια, χωρίς σοβαρό λόγο.
[14] Εφ. δ΄ 26.
[15]  «Καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν».
[16] Εφ. δ΄ 26.
[17] Την περίοδο που έγραψε το κείμενο αυτό ο Άγιος Φιλάρετος, προπολεμικά, υπήρχε ακόμη ο θεσμός της μονομαχίας.

Scroll to Top