Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ο Κορίνθιος (14.2.1554)

Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΟΡΦΑΝΙΑ: Ο Νεομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε λίγο μεταξύ των ετών το 1510-1520 μ.Χ., από φτωχούς γονείς, στο Ψάρι Κορινθίας, ένα μικρό άσημο χωριό, στο βουνό Ζάρηκα. Τον πατέρα του τον λέγανε Ιωάννη και την μητέρα του Καλή. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί και ξεχώριζαν στο χωριό για την πίστη τους. Ο Νικόλαος, από μικρός ανετρέφετο από τους ευσεβείς γονείς του με την Ορθόδοξο πίστη. Όταν όμως έγινε δώδεκα χρονών, πέθαναν και οι δυο του γονείς και ο Νικόλαος έμεινε ορφανός και μόνος. Για να ζήσει αναγκάστηκε να ξενιτευτεί και πήγε στη Συληβρία της Θράκης.

ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ: Εκεί έζησε αρκετά χρόνια και κατόπιν μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Κάποιος Συληβρινός τον εκτίμησε βαθύτατα και λόγω εμπιστοσύνης, τού ανέθεσε την φροντίδα του σπιτιού του. Ο Νικόλαος εκεί στην Πόλη εργάστηκε ευσυνείδητα. Όταν όμως έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, αποφάσισε να κάνει οικογένεια. Νυμφεύθηκε λοιπόν μια φτωχή, αλλά καλή γυναίκα. Απέκτησε μάλιστα αρκετά παιδιά. Για να θρέψει την οικογένειά του εργαζόταν στην αγορά ως παντοπώλης. Είχε ανοίξει μαγαζί τροφίμων σε καλή θέση, στην αγορά σε κεντρικό δρόμο. Κι ενώ έβγαζε χρήματα πολλά, δεν ξεχνούσε τη σωτηρία του και την πρόοδο της ψυχής του αλλά και την πνευματική υγεία της οικογενείας του.

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΦΘΟΝΟ: Κατά το 34ο έτος της βασιλείας του Σουλτάνου Σουλεϊμάν [1553-4] του λεγομένου και “Μεγαλοπρεπούς”, κι αφού ο σουλτάνος αυτός φόνευσε τον μεγαλύτερο υιό του, εξεστράτευσε κατά των Περσών. Κατά την απουσία του άφησε στην Κωνσταντινούπολη έναν Έπαρχο, Σινάν ονομαζόμενο. Αλλά αυτός ήταν θηρίο ανήμερο και όχι άνθρωπος. Ήταν η εποχή που ο κάθε Οθωμανός, όταν μισούσε ένα Χριστιανό, μπορούσε να τον καταγγείλει στον Σινάν. Αυτό έκαναν και στον Νικόλαο. Μερικοί Τούρκοι από τη Συληβρία, που ήταν γείτονες και ανταγωνιστές του στην ίδια οδό που είχε το μαγαζί του ο Νικόλαος, κινούμενοι από φθόνο, διότι ο Νικόλαος ήταν τίμιος και ο κόσμος τον προτιμούσε, τον συκοφάντησαν στις Αρχές, ότι ύβρισε τον Προφήτη τους, τον Μωάμεθ.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΒΕΖΥΡΗ: Ο Έπαρχος, άναψε από τον θυμό του και ζήτησε να συλλάβουν τον Νικόλαο. Όταν τον φέραν μπροστά του τον ρώτησε: “Ώστε είναι αλήθεια αυτό που μου είπανε για σένα, ότι δηλαδή παραδέχεσαι τον Χριστό ως Θεό, αντίθετα από το Κοράνιο μας; Είναι αλήθεια, ότι τον αρχηγό της πίστεώς μας, τον αληθινό Προφήτη τον αποκαλείς, αθεόφοβε, παιδί του διαβόλου;” “Μάλιστα, Έπαρχε”, του αποκρίθηκε ο Άγιος, “εγώ δεν μπορώ να πω τον ήλιο, ότι είναι σκοτεινός. Ούτε την νύκτα, ότι είναι φωτεινή. Έτσι και τον Χριστό μου. Είναι -και το λέγω παντού- Ήλιος της δικαιοσύνης. Είναι φως και φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενο εις τον κόσμο. Ενώ ο δικός σας Μωάμεθ είναι σκότος αφεγγές, και όσους τον ακολουθούν τους γκρεμίζει σε βάραθρα απώλειας. Αυτό άλλωστε το είπε και ο Χριστός μου: «Τυφλός τυφλόν, εάν οδηγή αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Και σεις επομένως, όσοι ακολουθείτε ένα τυφλόν άνθρωπο, τον Μωάμεθ, θα πέσετε εις βυθό απώλειας. Αλίμονο σας, δύστυχοι!”

ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ: Μετά από τη γενναία απάντηση του Μάρτυρα, ο Έπαρχος έγινε έξω φρενών και διέταξε να ρίξουν στο έδαφος τον Νικόλαο και με σκληρά ραβδιά να τον χτυπήσουν αλύπητα στα πόδια, ώσπου να τα ματώσουν και να μη μπορεί να βαδίσει. Οι στρατιώτες, για να αρέσουν στον Έπαρχο, τον χτυπούσαν με όλη τους την δύναμη. Πονούσε ο Μάρτυς αφόρητα. Για να του προξενήσουν ακόμη περισσοτέρους πόνους, βάζανε στα νύχια των ποδιών του αγγίδες. Έτρεχε το αίμα σαν αυλάκι. Αλλά ο Άγιος παρ’ όλον τον πόνο, που υπέφερε, δεν έβγαζε μιλιά. Μόνο προσευχόταν. Έτσι ο Άγιος Νικόλαος έμεινε σταθερός και ακλόνητος.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Ο Έπαρχος διέταξε κατόπιν και τον κλείσαν στη φυλακή. Εκεί στο σκοτάδι, με χειροπέδες κι αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια, τον άφησαν τέσσερις μέρες. Αυτό το διάστημα ο Νικόλαος προσευχόταν συνεχώς και ευχαριστούσε δοξολογώντας το Θεό, που τον αξίωνε να πάθει γι’ Αυτόν. Εκεί όμως, μέσα στη νύχτα που προσευχόταν, ξαφνικά έλαμψε το κελί της φυλακής, από υπέρλαμπρο φως. Τότε του παρουσιάστηκε ο Χριστός λέγοντάς του: “Νικόλαε, έχε θάρρος. Παρακολουθώ τον αγώνα σου. Να υποφέρεις μέχρι τέλους”. Μετά από τα λόγια αυτά χάθηκε από τα μάτια του φυλακισμένου ο Κύριος. Ο Άγιος πήρε μεγάλο θάρρος από την επίσκεψη του Χριστού. Πετούσε από τη χαρά του και φτερούγιζε η καρδιά του.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΡΑΝΝΟ: Την πέμπτη μέρα μετά τον εγκλεισμό του μάρτυρα, διέταξε ο Έπαρχος να τον παρουσιάσουν μπροστά του στο δικαστήριο. Αλλά τη φορά αυτή ο άγριος και αιμοβόρος Έπαρχος, άλλαξε όψη και “ντύθηκε” με γλυκύτητα και καλοσύνη, με υποσχέσεις και προσφορές αξιωμάτων για να δελεάσει τον Άγιο. Όμως ο Νικόλαος κατατρόπωσε τον Έπαρχο. Δεν φανταζόταν ποτέ, ότι βρισκόνταν άνθρωπος με τόσο θάρρος και γενναιότητα να του τα πει κατά πρόσωπον. Ο τύραννος αγρίεψε ακόμη περισσότερο. Γι’ αυτό διέταξε τους δήμιους να τον γδύσουν και να τον ντύσουν μια φόρμα κατάσαρκα. Του κρέμασαν κατόπιν δύο βαριές αλυσίδες στο λαιμό και τον περιέφεραν σε όλη την κεντρική οδό της αγοράς. Φώναζαν δε και έλεγαν: “Αυτά παθαίνει, οποίος βρίζει τον Μωάμεθ”. Ο Άγιος πήγαινε χαρούμενος σ’ αυτήν την διαπόμπευση του.

ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ: Υπάρχει νόμος στους Μωαμεθανούς -δυστυχώς ισχύει ακόμη και σήμερα σε πιστούς τηρητές της “σαρίας”, όπως στους Τζιχαντιστές και σε “θεο”κρατικά καθεστώτα του Ισλάμ- που επιτάσσει να καίγεται στη φωτιά, οποίος βρίζει την θρησκεία τους. Αυτή η τιμωρία ορίστηκε και για τον Νικόλαο. Άναψαν λοιπόν στον Ιππόδρομο μεγάλη φωτιά. Τραβούσαν τον Άγιο οι άπιστοι να τον κάψουν. Αυτός όμως ο μακάριος ατάραχος, σαν αρνί άκακο, πήγαινε κοντά τους πρόθυμα. Ο Έπαρχος κάλεσε κοντά του τον Άγιο, μακριά από την πυρά και προσπαθούσε να τον πείσει ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Όταν όμως είδε ότι και πάλι τον ελέγχει και παραμένει στην πίστη του, διέταξε τους δήμιους να σύρουν τον Άγιο κοντά στη φωτιά. Οι τύραννοι έσφιξαν τα χέρια του δένοντάς τα πισθάγκωνα. Κι’ ενώ η φωτιά έκαιγε και τριζοβολούσαν απειλητικά κοντά στον αμίλητο Μάρτυρα, που θερμά προσευχόταν στον Κύριο, το πλήθος των βαρβάρων απίστων αλάλαζε με αγριότητα. Το μαρτύριο, που ακολούθησε ήταν φοβερό. Οι δήμιοι έβαλαν το ημίγυμνο σώμα του Μάρτυρος Νικολάου στην άκρη της φωτιάς. Το ξεροψήνανε καγχάζοντας και βρίζοντας την Χριστιανική Πίστη. Ήθελαν με τον τρόπο αυτό να παρατείνουν τους φρικτούς πόνους του, γιατί έτσι πίστευαν πως ο Νικόλαος θα εγκατέλειπε τον αγώνα. Ήλπιζαν ακόμη να τον γελοιοποιήσουν την στιγμή που θ’ άρχιζε να ζητεί βοήθεια. Η φωτιά συγκλόνιζε το σώμα του Μάρτυρος. Πόνοι φοβεροί τον σπάθιζαν. Η φωτιά άρχισε να τον λειώνει, να τον παραμορφώνει, να του προκαλεί ατέλειωτη οδύνη. Άδικα περίμεναν, οι δήμιοι και το πλήθος των Μωαμεθανών, που παρακολουθούσε το μαρτύριο να διαμαρτυρηθεί ή να κλονισθεί η πίστη του Αγίου. Πονούσε, φλεγόταν, συγκλονιζόταν, αλλά με προσευχή προχωρούσε στο στάδιο του Μαρτυρίου του. Το πλήθος των Τούρκων τού φώναζε να ακούσει και υποχωρήσει στα λόγια του Έπαρχου, αλλά ο Νικόλαος έμενε ανένδοτος και σταθερός σα βράχος. Μάλιστα, όσο είχε ακόμη πνοή προσευχόταν στον Θεό και ήλεγχε τον Έπαρχο για την ασέβεια και το ψεύδος της θρησκείας του. Κήρυττε δε τον Χριστό με θέρμη μέχρι, που δεν μπορούσε πλέον να αρθρώσει λέξη. Και όταν η φωτιά σχεδόν κατέφαγε το σώμα και τις αισθήσεις του, τότε ο Μάρτυς έκλινε το κεφάλι του προς τα δεξιά ευτυχισμένα και νικητήρια. Πλησίασε κατόπιν βουβός και βλοσυρός ο δήμιος, τράβηξε το σώμα του Μάρτυρα έξω από τις φλόγες, έβγαλε τις αλυσίδες από το λαιμό του Αγίου και του έκοψε την αγία του κεφαλήν. Ήταν η 14 Φεβρουαρίου του 1554. Ήταν ημέρα Πέμπτη και ώρα 12 το μεσημέρι. Για να μη πάρουν οι Χριστιανοί τα οστά του αγίου και τα έχουν για αγιασμό, καθώς έκαναν πάντοτε με τους μάρτυρες, έριξαν στη φωτιά και κόκκαλα σκυλιών, και πτώματα άλλων ζώων(!), για να γίνουν στάχτη και για να μη μπορούν να τα διακρίνουν οι Χριστιανοί. Ο Θεός όμως φρόντισε να μείνει στους πιστούς η κάρα του Αγίου. Διότι, μόλις την έκοψε ο δήμιος ένας Χριστιανός την αγόρασε αμέσως αντί είκοσι χρυσών νομισμάτων. Έτσι διασώθηκε από τη φωτιά. Από την Κωνσταντινούπολη τη στείλαν στη Μονή του Αγίου Αθανασίου στα Μετέωρα [Μεγάλο Μετέωρο].

ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ: Το μαρτύριο του Αγίου Νικολάου έκανε μεγάλη εντύπωση και ωφέλησε αφάνταστα τους σκλαβωμένους Χριστιανούς. Τους τόνωσε το ηθικό και τους κράτησε στην πίστη. Η Εκκλησία τον αναγνώρισε αμέσως Άγιο. Μετά τέσσαρα μόλις έτη, το 1558, γράφτηκε και η Ακολουθία του Αγίου. Την έγραψε ο σπουδαίος και λογιώτατος Ιερομόναχος Δαμασκηνός Στουδίτης, ο Θεσσαλονικεύς.

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Ο Άγιος Νικόλαος, ήταν και ίσως ακόμη είναι, άγνωστος στον χριστιανικό κόσμο. Πολλοί ως και σήμερα δεν έχουν ακούσει γι’ αυτόν. Είναι μόνον γνωστός στην πατρίδα του. Έγινε όμως, γνωστός τελευταίως και ως έξης: Το 1930, ο λόγιος, φιλομάρτυς Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων Ιεζεκιήλ, περιοδεύοντας την Πίνδο, έφτασε στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος της Σιάμου. Το Μοναστήρι ήταν ερημωμένο. Ήταν από τα τετρακόσια είκοσι(!) Μοναστήρια που διέλυσαν οι Προτεστάντες Βαυαροί, όταν έφτασαν μαζί με τον νεαρό βασιλέα Όθωνα. Ψάχνοντας, λοιπόν, ο Δεσπότης στο Ιερό Βήμα του ερειπωμένου Μοναστηριού, βρήκε σε ένα σαρακοφαγωμένο συρτάρι έναν απρόσμενο θησαυρό: έναν χειρόγραφο κώδικα, που περιείχε και την Ακολουθία του Αγίου Νικολάου του Νεοφανούς, ο οποίος εορτάζεται την 14 Φεβρουαρίου. Στον ίδιον κώδικα υπάρχει και εγκωμιαστικός λόγος του ίδιου Αγίου. Τον έγραψε ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός, ο Στουδίτης. Ευτυχώς, στις ημέρες μας έχει αρχίζει να τιμάται ο Άγιος Νικόλαος ο Κορίνθιος. Στο χωριό του, το Ψάρι της Κορινθίας, κτίστηκε πριν λίγα χρόνια με την προθυμία των συμπατριωτών του, μεγαλοπρεπής Ναός εις τιμήν του Αγίου τούτου.

Δοξαστικό: “Τάδε λέγει Κύριος τῷ ἀθλοφόρω: γενναῖε, τί ἐποίησάν σοι, ἀδίκως οἱ παράνομοι· ταῖς πληγαῖς σέ κατέστιξαν, τῇ φρουρᾷ ἐπανέκλεισαν, ὥσπερ θύμα ἐπί φλόγᾳ ὠλοκαυτώθης· γενναῖε, νῦν ἐγώ σοι ταῦτα πλουσίως ἀνταμείψομαι· ἀντί τῶν πόνων τρυφήν, ἀντί τῶν ἄθλων σου στέφος, ἀντί τῶν ἐπικήρων, τά ἄφθαρτα δωρήσομαι, καί χαίρων ἴθι λοιπόν, εἰς δόξαν τήν ἀγείρω· κἀκεῖ με ἀνευφήμησον, σὺν τῷ Πατρί καί Πνεύματι, γνῶθί μοι τοῖς ἔργοις μου, Θεόν ἀληθέστατον.”

(Larissanet.gr, 14 Φεβαρουαρίου 2024)

Scroll to Top