Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
ΔΕΝ ὑπάρχει τίποτε, πραγματικὰ τίποτε, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς συγκρατεῖ καὶ νὰ μᾶς διαφυλάσσει τόσο, ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ τὸ νὰ εἴμαστε μετριόφρονες καὶ συνεσταλμένοι καὶ νὰ μὴ σχηματίζουμε καμιὰ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα γνωρίζοντας καλὰ καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ἀρχίζοντας τὴν πνευματικὴ ἐκείνη διδασκαλία, ἄρχισε πρῶτα τὴν παραίνεση ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη, καὶ ὅταν ἄνοιξε τὸ στόμα Του αὐτὸν τὸν νόμο παρουσίασε πρῶτα, λέγοντας τό: «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι» [μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, δηλ. οἱ ταπεινόφρονες] (Ματθ. 5, 3).
Ὅπως λοιπὸν ὅταν πρόκειται κάποιος νὰ χτίσει ἕνα μεγάλο καὶ ἐπιβλητικὸ σπίτι, βάζει καὶ ἀνάλογο θεμέλιο, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ βαστάξει τὸ προστιθέμενο ἀργότερα βάρος, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστός, σηκώνοντας στὶς ψυχές τους τὴν μεγάλη ἐκείνην οἰκοδομὴ τῆς πίστεως, βάζει πρῶτα, σὰν κάποιο θεμέλιο καὶ ἀρχὴ σταθερὴ καὶ βάση μόνιμη καὶ ἀκίνητη, τὴν παραίνεση τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐπειδὴ γνώριζε πὼς ὅταν αὐτὴ ριζώσει στὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν ὅλα τὰ ἄλλα μέρη τῆς ἀρετῆς μποροῦν νὰ χτίζονται μὲ ἀσφάλεια. Ὅπως λοιπὸν ὅταν αὐτὴ ἀπουσιάζει καὶ ἄν ἀκόμη κατορθώσει κάποιος ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἀρετή, κόπιασε ἄσκοπα καὶ μάταια καὶ ἄχρηστα, σὰν ἐκεῖνον ποὺ ἔχτισε τὸ σπίτι του ἐπάνω στὴν ἄμμο, ὁ ὁποῖος βέβαια ὑπέμεινε τὸν κόπο, ἀλλὰ δὲν χάρηκε τὸ κέρδος, γιατὶ δὲν ἔβαλε σταθερὸ θεμέλιο (βλ. Ματθ. 7, 26-27), ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ χωρὶς ταπεινοφροσύνη ἐπιδιώκει ὁποιοδήποτε ἀγαθό, τὰ ἔχασε καὶ τὰ κατέστρεψε ὅλα.
Καὶ λέγοντας ταπεινοφροσύνη, δὲν ἐννοῶ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ βρίσκεται στὰ λόγια, οὔτε ἐκείνην ποὺ βρίσκεται πάνω στὴν γλῶσσα, ἀλλὰ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ βρίσκεται μέσα στὸν νοῦ, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ψυχή, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν συνείδηση, ποὺ μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὴν βλέπει. Φθάνει αὐτὴ ἡ ἀρετή, καὶ ὅταν παρουσιάζεται μόνη της πολλὲς φορές, νὰ ἐξιλεώσει τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ τὸ φανέρωσε ὁ Τελώνης. Γιατὶ αὐτὸς παρ΄ ὅλο ποὺ δὲν εἶχε κανένα ἀγαθὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ φανεῖ ἀπὸ τὰ κατορθώματά του, λέγοντας μόνον «ἱλάσθητί μου τῷ ἁμαρτωλῷ» [ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλό] (Λουκ. 18, 13), κατέβηκε ἀπὸ τὸν Ναὸ δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεό, παρὰ ὁ Φαρισαῖος· μολονότι βέβαια, τὰ λόγια ἐκεῖνα δὲν ἦταν ἀπόδειξη ταπεινοφροσύνης, ἀλλὰ μόνον εὐγνωμοσύνης. Διότι ταπεινοφροσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἄν καὶ ἀναγνωρίζει στὸν ἑαυτό του μεγάλη ἀξία, δὲν φαντάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό του τίποτε τὸ μεγάλο· ἐνῶ εὐγνωμοσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἐνῶ εἶναι ἁμαρτωλός, τὸ ὁμολογεῖ αὐτό.
Ἄν ὅμως ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀναγνώριζε στὸν ἑαυτό του κανένα ἀγαθὸ ἀπέσπασε τόση εὔνοια ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐπειδὴ ὁμολόγησε αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἦταν, πόση παρρησία θ΄ ἀπολαύσουν αὐτοὶ ποὺ μποροῦν νὰ ποῦν τὰ πολλά τους κατορθώματα, ἀλλὰ ὅλα τὰ ξεχνοῦν καὶ συγκαταλέγουν τὸν ἑαυτό τους ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους; Ἔτσι ἀκριβῶς ἔκαμε καὶ ὁ Παῦλος. Γιατί, ἄν καὶ ἦταν πρῶτος ἀπ΄ ὅλους τοὺς δικαίους, ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἦταν πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς (βλ. Α’ Τιμ. 1, 15)﮲ καὶ ὄχι μόνο τὸ ἔλεγε, ἀλλὰ τὸ εἶχε πιστέψει. Ἐπειδὴ ἀπὸ τὸν Διδάσκαλό Του διδάχθηκε πὼς ὅταν τὰ κάνουμε ὅλα πρέπει νὰ ὀνομάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀχρείους (ἄχρηστους) δούλους (βλ. Λουκ. 17, 10).
Αὐτὸ εἶναι ταπεινοφροσύνη, αὐτὸν μιμηθεῖτε ἐσεῖς ποὺ ἔχετε κατορθώματα, ἐνῶ τὸν Τελώνη ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε γεμᾶτοι ἁμαρτήματα﮲ καὶ ἄς ὁμολογοῦμε αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἴμαστε καὶ ἄς χτυποῦμε τὸ στῆθος μας καὶ ἄς πείθουμε τὸν νοῦ μας νὰ μὴ φαντάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό μας τίποτε τὸ μεγάλο. Γιατί, ἄν συμπεριφερόμαστε ἔτσι, μᾶς ἀρκεῖ αὐτὸ γιὰ προσφορὰ καὶ θυσία, ὅπως καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» [θυσία εὐπρόσδεκτη στὸν Θεὸ εἶναι ψυχὴ συντριμμένη· καρδιὰ συντριμμένη καὶ ταπεινωμένη ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὴν περιφρονήσει] (Ψαλμ. 50, 19). Δὲν εἶπε ἁπλῶς ταπεινωμένη, ἀλλὰ καὶ συντριμμένη, γιατὶ τὸ συντριμμένο εἶναι καὶ θρυμματισμένο· οὔτε βέβαια καὶ νὰ θέλει, δύναται νὰ ὑπερηφανευθεῖ. Ἔτσι λοιπὸν καὶ μεῖς ἄς μὴ ταπεινώσουμε μόνο τὴν ψυχή μας, ἀλλὰ καὶ ἄς τὴν συντρίψουμε καὶ ἄς τὴν θρυμματίσουμε· καὶ συντρίβεται ὅταν θυμᾶται συνέχεια τὰ δικά της ἁμαρτήματα. Ἄν τὴν ταπεινώσουμε ἔτσι, δὲν θὰ μπορέσει, ἔστω καὶ νὰ τὸ θέλει, νὰ ὑπερηφανευθεῖ, διότι ἡ συνείδηση σὰν κάποιο χαλινὸ τὴν σταματάει ὅταν σηκώνεται καὶ τὴν συγκρατεῖ καὶ τὴν πείθει νὰ εἶναι μετρημένη σὲ ὅλα.
Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ βροῦμε καὶ χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· «ὅσῳ γὰρ μέγας εἶ, τοσούτῳ ταπείνου σεαυτόν, καὶ ἐναντίον Κυρίου εὑρήσεις χάριν» [διότι ὅσο μεγάλος εἶσαι, τόσο περισσότερο νὰ ταπεινώνεις τὸν ἑαυτό σου καὶ ἔτσι θὰ βρεῖς χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ] (Σοφ. Σειρ. 3, 18). Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ βρῆκε χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ αἰσθανθεῖ καμιὰ δυσκολία, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ θὰ μπορέσει μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ξεπεράσει εὔκολα ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά, [ὅπως] καὶ τὶς τιμωρίες νὰ ξεφύγει ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἄλλη ζωὴ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, διότι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ προηγεῖται παντοῦ καὶ τοῦ ἐξευμενίζει τὰ πάντα.
Αὐτὴ τὴν χάρη εἴθε νὰ ἀπολαμβάνουμε ὅλοι μας μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσῳ τοῦ Ὁποίου καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ὁμιλία «πρὸς τοὺς μὴ ἀπαντήσαντας εἰς τὴν σύναξιν», παρ. 6,
στὸ ΕΠΕ, τ. 26 [86], Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 481-485,
μὲ βελτιωτικὲς τακτοποιήσεις στὴν ἀπόδοση)