Ἡ θέση τοῦ ἀνθρώπου

Ἀρχιμ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τοποθετημένος στὸν δρόμο ἀνάμεσα στὸν παράδεισο καὶ στὴν κόλαση, ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὸν διάβολο. Κάθε σκέψη καὶ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ κάθε αἴσθησή του φέρνει λίγο τὴν ψυχὴ ἢ στὸν παράδεισο ἢ στὴν κόλαση. Ἐὰν εἶναι ἔλλογος (δηλ. κατὰ Θεὸν) ἡ σκέψη καὶ ὁ λογισμὸς συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, τὸν Ἀπερινόητο καὶ Ἀκατάληπτο καὶ αὐτὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἤδη εἶναι παράδεισος. Ἐὰν ὅμως ἡ σκέψη εἶναι χωρὶς καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου, τότε ἀναπόφευκτα συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ παράλογο καὶ τὸ ἀνόητο, μὲ τὸ Διάβολο, καὶ αὐτὸ εἶναι ἤδη κόλαση. Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὴν σκέψη ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν αἴσθηση. Ὅλα λοιπὸν ἀρχίζουν ἐδῶ στὴν γῆ, καὶ ὁ παράδεισος καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτὸ τὸν πλανήτη εἶναι ἕνα τεράστιο δράμα: ἐδῶ συνεχῶς συγκρούονται τὸ ἐφήμερο καὶ τὸ αἰώνιο, τὸ θνητὸ καὶ τὸ ἀθάνατο, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι κατάρα ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, ὅταν δὲν θέλει νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ προσευχὴ καὶ νὰ τελειωθεῖ μὲ τὴν προσευχή. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ὑπάρχει σκέψη ἡ ὁποία ἐμπρὸς στὸ μυστήριο τῶν κόσμων δὲν μεταβάλλεται σὲ προσευχητικὴ ἀνάταση καὶ διάθεση. Τίποτε δὲν εἶναι πιὸ θαυμάσιο ἀπὸ τὴν σκέψη, ἡ ὁποία ἐμπρὸς στὴ θέα τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ ἀσυναίσθητα ἐκχέεται σὲ προσευχή.

Σὲ κάθε γήινο ὑπάρχει κάτι τὸ οὐράνιο, σὲ κάθε φυσικὸ ὑπάρχει κάτι τὸ ὑπερφυσικό. Στὸν κόκκο τοῦ σίτου ὑπάρχει ἕνα μέρος τοῦ οὐρανοῦ, γιατί ὥσπου νὰ γεννηθεῖ ἀπορρόφησε μέσα του πολὺ φῶς τοῦ οὐρανοῦ καὶ θερμότητα καὶ ἀνέμους. Κάτι ἀπὸ τ’ ἀστέρια ὑπάρχει σὲ κάθε φυτικό, σὲ κάθε ὀρυκτό, σὲ κάθε ζωντανὸ ὀργανισμὸ ἀλλὰ ἰδιαίτερα σὲ κάθε ἀνθρώπινο ὅν. Τὰ πάντα σ’ αὐτὸν τὸν γήινο κόσμο εἶναι στενὰ δεμένα μὲ τὸν ἐπουράνιο κόσμο. Εἶναι ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια ὅτι ἡ γῆ συγκρατεῖται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ὑπάρχει διὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἡ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν πάνω της. Ἡ δίοδος τοῦ φυσικοῦ στὸ ὑπερφυσικὸ καὶ τοῦ ὑπερφυσικοῦ στὸ φυσικὸ εἶναι πολὺ μυστικὴ καὶ ἀνεξιχνίαστη καὶ δὲν ὑπόκειται σὲ κανένα ἔλεγχο ἀνθρώπινου ἐρευνητικοῦ πνεύματος. Διαμέσου τῶν ἀοράτων πρωτονίων καὶ φωτονίων τελεῖται ἡ μυστηριώδης διάχυση τοῦ ὑπερφυσικοῦ στὸ φυσικό, τοῦ ἀόρατου στὸ ὁρατό. Καὶ μέσα ἀπὸ τὰ μυστικὰ φωτόνια τῆς ψυχῆς οἱ φωτεινὲς ἔλλογες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ Λόγου διαχέονται στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἔτσι πράγματι δὲν ὑπάρχουν στεγανὰ ὅρια μεταξὺ ὑπερφυσικοῦ καὶ φυσικοῦ, μεταξὺ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων. Σὲ κάθε γήινο ὑπάρχει πολὺς οὐρανός.

Ἐκεῖνο ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς εἶναι νὰ οἰκοδομήσουμε καὶ νὰ καλλιεργήσουμε μέσα μας ὅ,τι εἶναι αἰώνιο καὶ θεανθρώπινο, νὰ ἀναπτύξουμε ὡς τὸ ἄπειρο τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ἐξάλλου καὶ ὁ Θεὸς Λόγος «ἐνηνθρώπησεν», γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πῶς μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν αἰώνια ζωὴ σ’ αὐτὸ τὸν ἐφήμερο κόσμο. Ἡ πίστη μας δὲν εἶναι παρὰ ἀδιάλειπτος ἀγῶνας γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀδιάλειπτο μαρτύριο γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ (Α’ Τιμ. 6, 12). Καὶ ἡ γῆ εἶναι πεδίο μάχης καὶ μαρτυρίου γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ κλήση μας. Ὅποιος σκέπτεται διαφορετικὰ δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ.

Γνώση καὶ Πίστη! Ἀνάμεσά τους συνωθοῦνται ἀναρίθμητα βάσανα καὶ κόποι τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Ἄν κάτι ἀποτελεῖ μόχθο γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, αὐτὸ εἶναι ἡ γνώση· μήπως ἄραγε ὄχι καὶ ἡ πίστη; Βεβαίως καὶ αὐτή. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκονται ἀναρίθμητοι ναυαγοί· ἀλλὰ καὶ σωσμένοι. Καὶ ἡ γνώση καὶ ἡ πίστη ἔχουν φυσικὰ καὶ λογικὰ τὴν ἴδια ἰσχύ. Στὴν οὐσία της ὁλόκληρη ἡ γνώση εἶναι βασισμένη πάνω στὴν πίστη. Στὴν πίστη ὅτι ἡ συνείδησή μας εἶναι κάτι τὸ ὑγιές, λογικό, φυσιολογικὸ καὶ ἄξιο ἐμπιστοσύνης. Δεχόμαστε τὸν κόσμο ἔτσι, ὅπως μᾶς τὸν παριστοῦν καὶ παρουσιάζουν τὰ δικά μας ὄργανα τῆς γνώσεως, καὶ αὐτὸ συμβαίνει γιατί ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν ἀνθρώπινη γνώση μας, ποὺ κατὰ τὴν φύσῃ της εἶναι καὶ ἀόρατη καὶ ἀψηλάφητη. Ἡ πίστη, ὡς ὄργανο τῆς γνώσεως, συλλαμβάνει ὅ,τι εἶναι γιὰ τὴν αἰσθητὴ ἀνθρώπινη γνώση πάνω ἀπὸ τὴν νόηση καὶ σύλληψη. Διαθέτει τὸν δικό της ὀφθαλμό, ὁ ὁποῖος βλέπει τὰ ἀόρατα. Βέβαια καὶ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τῆς πίστεως καὶ ἡ γνώση τῆς πίστεως κινοῦνται μέσα σὲ περιορισμένα ὅρια. Καὶ τότε αὐτὸ ποὺ εἶναι ὑπερσύλληψιν καθίσταται ἀσύλληπτο. Ἐντοῦτοις εἶναι προσφιλές, μαρτυρικὰ προσφιλές, στὴν ψυχὴ ποὺ πιστεύει καὶ μὲ χαρὰ ἀσπάζεται τὴν ἐπιταγὴ τῆς φλογερῆς πίστεως τοῦ Τερτυλλιανοῦ: Credo quia absurdum est, πιστεύω γιατὶ εἶναι παράλογο, ἢ μᾶλλον ὑπέρλογο καὶ ἀσύλληπτο. Ἡ γνώση γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι τόσο ὑπερλογική, ὥστε συχνὰ φαίνεται παράλογη.

Μόνον ὁ νοῦς ποὺ ἔχει καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔχει ἁγιασθεῖ μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σὲ θέση νὰ αἰσθανθεῖ καὶ νὰ συλλάβει καὶ νὰ ἀγαπήσει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἅγιο, καὶ νὰ ζήσει δι’ αὐτοῦ καὶ χάρη σ’ αὐτό. Μόνον οἱ καθαροὶ μποροῦν νὰ γνωρίσουν τὸν Μόνο – Καθαρό. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Πρῶτα θὰ Τὸν δοῦν στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων Του, γιατὶ ὁ Θεὸς «ἐν ἁγίοις ἐπαναπαύεται». Καὶ ἐκεῖ θὰ δοῦν καὶ κάθε θεῖο δῶρο, τὸ ὁποῖο ἔχει δοθεῖ σὲ κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ.

Ἔξω ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ εἶμαι ὅλος θνητός, αἰσθάνομαι ὅλος «μηδὲν ὤν». Πράγματι ὁ νοῦς μου εἶναι στεῖρος καὶ ἄγονος σὰν ἕνα ἄπειρο «μηδὲν» καὶ ὅλος ἐγώ, μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν συνείδηση, ἀκατάπαυστα εἶμαι ὑπερφυσικὰ ἀλλὰ καὶ φυσικὰ ἕνα ἀτελείωτο «μηδέν». Εἶμαι καὶ φυσικὰ ὅλος «μηδέν», ἀφοῦ κατὰ τὴν φυσικὴ πλευρὰ τῆς ὑπάρξεώς μου εἶμαι ὑποταγμένος στὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς. Ἐφόσον ὁ νοῦς καὶ ἡ σκέψη ἡ ἀνθρώπινη δὲν λογοποιηθεῖ καὶ χριστοποιηθεῖ, παραμένει ὁριστικὰ φανταστικὴ «φρεναπάτη», καὶ πρῶτα γι’ αὐτὴ τὴν ἴδια.

Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη εἶναι ἀνόητη, ἄφρων ὥσπου νὰ σωφρονισθεῖ, νὰ λογοποιηθεῖ διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου —τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία Του—, ὥσπου νὰ καταστεῖ ἐκκλησιαστική, καθολική, ἁγία, κεχαριτωμένη, θεανθρώπινη.

Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο «ἄλγημα» (Ἐκκλ. 1, 18) καὶ βάσανο ἀπὸ τὴν σκέψη, αὐτὴ καθεαυτήν! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη κόλαση ἀπὸ τὴν σκέψη μόνη στὸν ἑαυτό της καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό της, τελείως ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ καὶ Θεὸ τῆς σκέψεως, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεὸ Λόγο. Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη χωρὶς τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίσει οὔτε νὰ ἐπιγνώσει τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν κόσμο γύρῳ της. Καὶ ὅταν φαντάζεται ἡ σκέψη «εἰδέναι τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς δεῖ γνῶναι» (Α’ Κορ. 8, 2). Πράγματι ὅλη ἡ ἱκανότητα τῆς σκέψεως δὲν βρίσκεται σ’ αὐτὴ καθεαυτήν, ἀλλὰ στὸν Θεὸ Λόγο καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «οὐχ’ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ’ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ’ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 3, 5). Σ’ αὐτὸ ἔγκειται ἡ λογικότητα καὶ ἡ λογικὴ τῆς σκέψεως, ἡ θεία φρόνηση καὶ τὸ νόημά της. Χωρὶς Αὐτὸν εἶναι πάντοτε ἄλογη φαντασία, ἄλογο κατασκεύασμα καὶ τέρας, ποὺ συνεχῶς περιστρέφεται μόνο του στὶς ἐρήμους τῆς ὑπάρξεως, ὥσπου τελικὰ νὰ καταντήσει στὰ πέρατα τοῦ μή – εἶναι.

(Ὁδὸς Θεογνωσίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1985,
στὸν Ἱστότοπο «Ἁγία Ζώνη» – Ψηφιακὴ Βιβλιοθήκη – Ἐκκλησιαστικὸ Ἦθος, 11/12/2023)

Scroll to Top