Γιὰ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀφοβία τοῦ θανάτου

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ ἄλλην αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸν θάνατο; Γιατί δὲν ζοῦμε ἐνάρετη ζωὴ καὶ δὲν ἔχουμε καθαρὴ συνείδηση. Ἀλλιῶς ὁ θάνατος δὲν θὰ μᾶς τρόμαζε. Ἀπόδειξέ μου ὅτι θὰ κληρονομήσω τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ σφάξε με τώρα κιόλας. Θὰ σοῦ χρωστάω μάλιστα καὶ χάρη γιὰ τὴν σφαγή μου, ἀφοῦ θὰ μὲ στείλεις γρήγορα σ’ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά.

«Ἀλλά φοβᾶμαι νὰ πεθάνω ἄδικα», ἴσως θὰ μοῦ πεῖς. Ὥστε ἤθελες νὰ πεθάνεις δίκαια; Καὶ ποιὸς εἶναι τόσο ταλαίπωρος, πού, ἐνῶ μπορεῖ νὰ πεθάνει ἄδικα, προτιμάει νὰ πεθάνει δίκαια; Ἂν πρέπει νὰ φοβόμαστε θάνατο, πρέπει νὰ φοβόμαστε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς βρίσκει δίκαια. Ὅποιος πεθαίνει ἄδικα, μοιάζει στοὺς ἁγίους. Γιατί οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εὐαρέστησαν τὸν Θεό, θανατώθηκαν ἄδικα. Καὶ πρῶτος ὁ Ἄβελ. Δὲν δολοφονήθηκε γιατί ἔφταιξε στὸν Κάιν, ἀλλὰ γιατί τίμησε τὸν Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ γίνει αὐτὸς ὁ φόνος γιατί ἀγαποῦσε τὸν Ἀβελ ἢ γιατί τὸν μισοῦσε; Ὁλοφάνερα γιατί τὸν ἀγαποῦσε καὶ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει πιὸ λαμπρὸ στεφάνι, λόγω τῆς ἄδικης σφαγῆς του.

Βλέπεις ποὺ δὲν πρέπει νὰ φοβᾶσαι μήπως πεθάνεις ἄδικα, ἀλλὰ μήπως πεθάνεις φορτωμένος μὲ ἁμαρτίες; Ὁ Ἀβελ πέθανε ἄδικα, μὰ ὁ Κάιν πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή του ἔχοντας τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ, στενάζοντας καὶ τρέμοντας ἀκατάπαυστα. Ποιός ἀπὸ τοὺς δύο ἦταν πιὸ μακάριος; Ἐκεῖνος ποὺ ἔπαψε νὰ ζεῖ μέσα στὴν ἀρετὴ ἢ αὐτὸς ποὺ ἔζησε μέσα στὴν ἁμαρτία; Ἐκεῖνος ποὺ ἄδικα πέθανε ἢ αὐτὸς ποὺ δίκαια τιμωρήθηκε;

Ἃς μὴν κλαῖμε, λοιπόν, ἀδιάκριτα ὅλους ὅσοι πεθαίνουν, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ πεθαίνουν ἔχοντας πολλὲς ἁμαρτίες. Σ’ αὐτοὺς πρέπουν τὰ δάκρυα καὶ οἱ θρῆνοι. Γιατί ποιὰ ἐλπίδα ἔχουν, ἀφοῦ δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸ νὰ καθαριστοῦν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους; Ὅσο βρίσκονταν στὴν παροῦσα ζωή, ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ μετανοήσουν. Ἐκεῖ ποὺ πῆγαν, ὅμως, δὲν κερδίζει κανεὶς τίποτα μὲ τὴν μετάνοια. Ἄς τοὺς κλαῖμε, ναί, ὄχι ὅμως μὲ τρόπο ὑστερικὸ καὶ ἄπρεπο, ὄχι τραβώντας τὰ μαλλιά μας, ξεσκίζοντας τὸ πρόσωπό μας, οὐρλιάζοντας καὶ τσιρίζοντας, ἀλλὰ μὲ σεμνότητα, ἀφήνοντας τὰ δάκρυα νὰ κυλοῦν ἤρεμα ἀπὸ τὰ μάτια μας. Αὐτὸ ὠφελεῖ κι ἐμᾶς. Γιατί, πενθώντας ἔτσι τὸν νεκρό, πολὺ περισσότερο θὰ προσπαθήσουμε νὰ μὴν πέσουμε καὶ οἱ ἴδιοι σὲ παρόμοια ἁμαρτήματα. Μὲ τὸ τράβηγμα τῶν μαλλιῶν καὶ τὶς κραυγὲς ὁ νοῦς σκοτίζεται, ἐνῶ μὲ τὸ ἤρεμο πένθος διατηρεῖ τὴν διαύγειά του καὶ μπορεῖ νὰ φιλοσοφήσει ὠφέλιμα γύρω ἀπὸ τὸν θάνατο.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ φιλοσοφεῖς ὄχι μόνο ὅταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μὰ κι ὅταν βλέπεις ἕναν ἄγνωστο νεκρὸ νὰ ὁδηγεῖται μὲ πομπὴ μέσ’ ἀπὸ τοὺς δρόμους στὴν τελευταία του κατοικία καὶ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ὀρφανὰ παιδιά του, τὴν χήρα γυναίκα του, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, ὅλους κλαμμένους καὶ συντριμμένους. Νὰ συλλογίζεσαι τότε πὼς ἡ ζωὴ καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἔχουν καμιὰν ἀξία καὶ καμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὶς σκιὲς καὶ τὰ ὄνειρα.

Κοίτα, πόσα κάστρα καὶ παλάτια βασιλιάδων, ἡγεμόνων καὶ ἀρχόντων εἶναι σωριασμένα σὲ ἐρείπια! Σκέψου, πόση δύναμη καὶ πόσο πλοῦτο εἶχαν κάποτε! Τώρα ἔχουν ξεχαστεῖ καὶ τὰ ὀνόματά τους. Λέει ἡ Γραφή: «Πολλοὶ ἄρχοντες ἔχασαν τὴν ἐξουσία τους καὶ κάθησαν στὸ χῶμα· κι ἕνας ἄσημος, ποὺ κανεὶς δὲν φανταζόταν ὅτι θὰ γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σοφ. Σειρ. 11:5).

Δὲν σοῦ φτάνουν αὐτά; Συλλογίσου τότε, ποιά εἶναι ἡ ἀξία σου ὅταν κοιμᾶσαι; Μήπως δὲν μπορεῖ κι ἕνα ζωύφιο νὰ σὲ θανατώσει; Ναί, πολλοὶ πέθαναν ἔτσι στὸν ὕπνο τους. Ἀλήθεια, ἀπὸ μιὰ κλωστὴ κρέμεται ἡ ζωή μας! Κόβεται ἡ κλωστὴ καὶ τελειώνουν ὅλα.

Ἔτσι νὰ φιλοσοφεῖς καὶ νὰ μὴ σαγηνεύεσαι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά, τὰ πλούτη, τὴν δόξα, τὶς ἀπολαύσεις. Ἕνα μόνο νὰ σὲ ἀπασχολεῖ: Ὅτι τελειώνουν ὅλα αὐτά. Θαυμάζεις ὅσα βλέπεις ἐδῶ στὴν γῆ; Πιὸ ἀξιοθαύμαστα, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὶς ἅγιες Γραφές.

Δεῖξε μου ἕναν ἀγέρωχο ἄρχοντα ἢ ἕναν λαμπροντυμένο πλούσιο, ὅταν ψήνεται ἀπὸ τὸν πυρετό, ὅταν ψυχομαχεῖ, καὶ τότε θὰ σὲ ρωτήσω: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καμαρωτὸς καὶ περήφανος μὲ ἀκολούθους καὶ σωματοφύλακες; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ φοροῦσε πανάκριβα ροῦχα; Ποῦ εἶναι ἡ χλιδὴ τῆς ζωῆς του, ἡ πολυτέλεια τῶν συμποσίων του, οἱ ὑπηρέτες, οἱ παρατρεχάμενοι, τὰ γέλια, οἱ ἀνέσεις, οἱ σπατάλες; Ὅλα ἔφυγαν καὶ πέταξαν. Τί ἀπέγινε τὸ σῶμα, ποὺ ἀπολάμβανε τόση ἡδονή; Πλησίασε στὸν τάφο καὶ κοίτα τὴν σκόνη, τὴν σαπίλα, τὰ σκουλήκια. Κοίτα καὶ στέναξε πικρά. Καὶ μακάρι τὸ κακὸ νὰ περιοριζόταν σὲ τούτη τὴν σκόνη, ποὺ βλέπεις. Ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὰ σκουλήκια φέρε τὴν σκέψη σου στὸ ἀκοίμητο σκουλήκι τῆς ἄλλης ζωῆς, στὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, στὸ αἰώνιο σκοτάδι, στὴν ἄσβεστη φωτιά, στὶς πικρὲς καὶ ἀφόρητες ἐκεῖνες τιμωρίες, ποὺ δὲν θὰ ἔχουν τέλος. Ἐδῶ, στὴν γῆ, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ κάποτε, ἀργὰ ἢ γρήγορα, τελειώνουν· ἐκεῖ, ὅμως, καὶ τὰ δύο διαρκοῦν αἰώνια. Καὶ διαφέρουν ὡς πρὸς τὴν ποιότητα ἀπὸ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ τοῦ κόσμου τούτου τόσο, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκφράσει κανεὶς μὲ λόγια.

Τί ἔγιναν, λοιπόν, ὅλα ἐκεῖνα τὰ μεγαλεῖα; Τί ἔγιναν τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα; Ποιός ἄνεμος φύσηξε καὶ τὰ πῆρε καὶ τὰ σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αὐτή ἡ ἀνώφελη δαπάνη γιὰ τὴν κηδεία, ποὺ καὶ τὸν νεκρὸ δὲν ὠφελεῖ καὶ τοὺς οἰκείους του ζημιώνει; Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γυμνὸς ἀπὸ τὸν τάφο. Ἄς μὴ γίνεται, λοιπόν, ἡ κηδεία ἀφορμὴ ἱκανοποιήσεως τῆς μανίας μας γιὰ ἐπίδειξη. Ὁ Κύριος εἶπε: «Πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω· δίψασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ πιῶ· ἤμουνα γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Ὅμως δὲν εἶπε: «Ἤμουνα νεκρὸς καὶ μὲ θάψατε». Γιατί, ἂν μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἕνα σκέπασμα, ὅταν ζοῦμε, πολὺ περισσότερο ὅταν πεθάνουμε. Ποιάν ἀπολογία θὰ δώσουμε στὸν Θεό, λοιπόν, ὅταν ξοδεύουμε τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ κηδέψουμε ἕνα νεκρὸ σῶμα, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστός, μὲ τὴν μορφὴ τῶν φτωχῶν συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος καὶ γυμνός, κι ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτό;

Ὅλα ὅσα σᾶς λέω, βέβαια, εἶναι ἀνώφελα γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἤδη πεθάνει. Ἄς τ’ ἀκούσουν, ὅμως, οἱ ζωντανοὶ καὶ ἄς συνέλθουν, ἄς λογικευτοῦν, ἄς διορθωθοῦν. Ὅπου νά ’ναι θὰ ἔρθει καὶ ἡ δική τους ὥρα. Δὲν θ’ ἀργήσουν νὰ βρεθοῦν κι αὐτοί, δὲν θ’ ἀργήσουμε νὰ βρεθοῦμε ὅλοι μας, μπροστὰ στὸ φοβερὸ Κριτήριο, ὅπου θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὶς πράξεις μας. Ἄς ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, νὰ γίνουμε καλύτεροι, ἐγκαταλείποντας τὴν ἁμαρτία καὶ ἀκολουθώντας τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά, ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ μᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος.

(Ἱστολόγιο «Μικρὸ Ὡρολόγιο», 13-11-2020)

Scroll to Top