Ἀπόσπασμα παλαιότερης ἑσπερινῆς Ὁμιλίας στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη (Η΄ Λουκᾶ)

Σεβ/του Μητροπολίτου Λαρίσης και Πλαταμώνος Κλήμεντος

Ένας νομικός, λέει το άγιο Ευαγγέλιο, δηλαδή ένας κάτοχος του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, ένας νομοδιδάσκαλος, όχι δηλαδή δικηγόρος όπως θα λέγαμε σήμερα με την σημερινή σημασία της λέξεως, «πειράζει» τον Κύριο. Δηλαδή είναι, όπως λέγουν οι Άγιοι, υπερήφανος και υπερφίαλος -αν και πανούργος και δολερός- και θέλει ν’ αποδείξει κάποιο λάθος στα λόγια του Κυρίου, να τον «πιάσει», όπως λέμε κάπου στα λόγια, γιατί θέλει να «ρίξει» τον Κύριο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι χαμηλά και να αναδειχθεί αυτός πάνω από τον Κύριο!

Επιθυμεί δηλαδή να ταπεινώσει -με την κακή έννοια της λέξεως- τον Κύριο, για να αναβαθμιστεί η δική του θέση στα μάτια των ανθρώπων, γιατί αυτό το «πείραγμα» δεν το κάνει κατ’ ιδίαν, αλλά κάπου σ’ έναν χώρο που ήταν κι άλλοι άνθρωποι, δεν ξέρουμε αν ήταν έξω στο ύπαιθρο ή κάπου μέσα σε κλειστό χώρο· πάντως, Τον πλησιάζει γιατί έχει κακό σκοπό.

Και στην πραγματικότητα, ενώ επιθυμεί το κακό του Χριστού, εμφανίζεται με μία δήθεν πολύ καλή επιθυμία: ότι αναρωτιέται, πώς θα σωθεί, τί να κάνει για να σωθεί. Πλησιάζει τον Κύριο μ’ ένα ερώτημα, τί να πράξει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή.

Πειραστής είναι ο διάβολος, όπως ξέρουμε, αυτός πείραξε πρώτος τον Κύριο όταν ο Κύριός μας βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη και πήγε στην έρημο πριν να αρχίσει το δημόσιο έργο Του· εκεί τον πείραξε ο σατανάς. Τον πείραξε με τους τρεις κύριους πειρασμούς: της φιλοδοξίας, της φιληδονίας, της φιλοκτημοσύνης, τους τρεις βασικούς πειρασμούς κάθε ανθρώπου κι ο Κύριός μας τον απέρριψε αποφασιστικά: «ύπαγε οπίσω μου σατανά!» και λέει στο άγιο Ευαγγέλιο για τον σατανά, πως απομακρύνθηκε άχρι καιρού, πως σύρθηκε με νέους τρόπους για πειράξει τον Κύριο.

Γιατί να Τον πειράξει ο πειραστής; Γιατί θέλει να πιστοποιήσει την ταυτότητά του, ποιός είναι Αυτός, αφού βλέπει ότι είναι κάποιος πολύ εξαιρετικός. Τον ομολογεί κάποτε και ως Υιό Θεού. Αλλά δεν γνωρίζει ακριβώς, τί είναι ο Κύριος; Δεν γνωρίζει ακριβώς την Θεανθρωπότητά του, το μυστήριο που κρύπτεται πίσω από τον Κύριο. Ο «τελευταίος πειρασμός» που υποβάλλει στον Κύριο είναι πάνω στον Σταυρό, όταν βάζει τους ανθρώπους να πάνε κάτω από τον Κύριο και να του πουν, «αν είσαι Θεός, κατέβα να πιστέψουμε!»… Μέχρι τότε όμως, μέχρι τον τελευταίο αυτόν πειρασμό, δεν σημαίνει ότι δεν πείραζε τον Κύριο και πάλι ο πειραστής, όχι ὀμως με τρόπο που πειράζει εμάς μέσω λογισμών, μέσω περιστάσεων, μέσω δυσκολιών, δυσχερειών. Όχι. Ο πειραστής «πείραζε» τον Κύριο, αν και ο Κύριός μας ήταν απείραστος ως Θεός Παντοδύναμος, η ανθρωπότητά του υπετάσσετο στην θεότητα, ήταν ανεπίδεκτη αμαρτίας, δεν ήταν δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο, δεν μπορούσε να πλήξει τον Κύριο πουθενά. Αλλά έβαζε όργανά του, ανθρώπους του, ανθρώπους που του έκαναν υπακοή, που του είχαν δηλαδή παραδοθεί εσωτερικά, που ανήκαν στο «βασίλειό του» και όχι στο βασίλειο του Κυρίου, να πειράξουν τον Κύριο.

Ένας τέτοιος ήταν και ο σημερινός νομικός! Και αυτός ο πειρασμός συνεχίζει μέχρι σήμερα… Ο πειραστής, ο διάβολος, δεν πειράζει μόνον εμάς του πιστούς αδιαλείπτως και συνεχώς με διαφόρους τρόπους που μεθοδεύεται ο ίδιος με τις μεθοδείες του, που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, αλλά μας πειράζει, πειράζει πάντα τους πιστούς, πειράζει πάντα τους χριστιανούς και μέσω των οργάνων του! Είναι γνωστό αυτό ιδίως μέσω αυτών που είναι δούλοι του, που είναι δούλοι της φθοράς, όπως αναφέρουν οι Απόστολοι στην Καινή Διαθήκη, αλλά επαγγέλλονται στους άλλους ελευθερία.

Επαγγέλλονται την ελευθερία! Ποιά ελευθερία; Την ελευθερία από τα δήθεν δεσμά της πίστεως!… Από τα δεσμά του Χριστού, από τα δεσμά της Εκκλησίας! Δήθεν, ότι αν τα απορρίψεις όλα αυτά, αν τα αποστραφείς όλα αυτά, θα αποκτήσεις την αληθινή ελευθερία!… Και ο Απόστολος Πέτρος στην Καθολική του Επιστολή λέει, ότι αυτοί είναι τραγικές υπάρξεις, είναι δούλοι της φθοράς, γατί, όπου κανείς υποκύπτει, εκεί είναι δούλος της αμαρτίας· κι ὀμως εμφανίζονται ως απελευθερωμένοι -έτσι δεν εμφανίζονται-; Απελευθερωμένοι μέχρι σήμερα όλοι αυτοί οι δήθεν προοδευτικοί άνθρωποι, που απορρίπτουν την πίστη και θέλουν να ξερριζώσουν την πίστη κι από τους άλλους ανθρώπους. Λένε, ότι εμείς εμείς είμαστε απελευθερωμένα μυαλά, απελευθερωμένοι άνθρωποι! Μέχρι σήμερα είναι αυτό κι έτσι θα είναι. Εμφανίζονται ως απελευθερωμένοι για να απελευθερώσουν και τους άλλους και να τους κάνουν -δηλαδή- τί; Να τους οδηγήσουν στην δική τους τραγική δουλεία!

Η δουλεία του διαβόλου δεν κρύπτεται πίσω από όλα αυτά; Βέβαια δεν μπορούν να πειράξουν αυτούς που έχουν πείρα, αυτούς που έχουν εμπειρία της χριστιανικής ζωής και είναι βέβαια αμετακίνητοι, αδιαπραγμάτευτοι από τις αρχές της πίστεως! Και όλος ο κόσμος να πέσει επάνω τους, αυτοί θα μείνουν με τον Χριστό και ότι και να τους κάνει ο κόσμος, αυτοί θα μείνουν με τον Χριστό, σαν τον απόστολο Παύλο: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού»; […]

Γυρίζουμε στην διήγησή μας την ευαγγελική. Αυτός ο νομικός, που πήγε να παγιδέψει τον Κύριο, με την απάντηση που άκουσε από τον Κύριο παγιδεύτηκε ο ίδιος. Διότι αισθάνθηκε, ότι τα λόγια του Χριστού τί ήταν; Μία επιτίμηση γι’ αυτόν τον ίδιο, ότι «ωραία τα είπες για την αγάπη, αλλά ξέρεις, πρέπει να τα τηρήσεις εσύ ο ίδιος για να ζήσεις, για να σωθείς δηλαδή»! Η θέσις του Κυρίου, ο λόγος του Κυρίου προς αυτόν ήταν τρόπον τινά ελεγκτικός: ότι, «αφού δεν τηρείς την αγάπη για τον Θεό και δεν τηρείς την αγάπη για τον πλησίον, δεν αγαπάς τον πλησίον ως εαυτόν, που είπες εσύ ο ίδιος μόνος σου, τί θέλεις άλλο να σου πω εγώ»;

Γιατί το θέτουμε έτσι, γιατί το καταλαβαίνουμε έτσι; Γιατί αυτός αισθάνεται να θίγεται απ’ τον έλεγχο του Κυρίου -ως έλεγχο το εξέλαβε αυτό που του είπε ο Κύριος- και προσπάθησε, λέγει το Ευαγγέλιο, να δικαιωθεί, να δικαιολογήσει την θέση του, γιατί έγινε όλο αυτό το πράγμα κι αυτός βρέθηκε σε δύσκολη θέση και πρέπει κάτι να πει, να βγει απ’ το αδιέξοδο κι απ’ τη δύσκολη θέση. Και εκφράζει -χωρίς να το θέλει ίσως- το μέγεθος του σκοτασμού του, της υπερηφάνειας του και της πλάνης του! Λέγοντας, «τις εστί μου πλησίον», αυτός ρωτούσε ουσιαστικά τον Χριστό: «ποιός είναι σαν εμένα τέλος πάντων να τον αγαπήσω, εάν Χριστέ δεν αγαπάω; Εάν δεν αγαπάω, όπως μου το θέτεις το θέμα σε μένα είναι, διότι δεν βλέπω κάποιον, ο οποίος να είναι πλησίον μου. Δεν αισθάνομαι κάποιον πλησίον μου, γιατί αισθάνομαι εγώ τόσο ψηλά πνευματικά, είμαι ας πούμε τόσο αυτοδικαιωμένος, τόσο ενάρετος, τόσο υψηλής αξίας, είμαι τόσο ενάρετος, που κανείς δεν είναι στο επίπεδό μου κι έτσι κανέναν δεν μπορώ να θεωρήσω πλησίον μου και να τον αγαπήσω. Γι’ αυτό δεν αγαπώ».

Αυτή την δικαιολογία λέει τώρα ο νομικός. Ότι «είμαι τόσο ενάρετος που δεν αντιλαμβάνομαι κάποιον πλησίον μου»! Όλοι είναι δηλαδή πιο κάτω από μένα! […]

Και τότε ο Χριστός αποφασίζει να παίξει το ρόλο, ποιού; Του πλησίον! Γιατί Αυτός είναι ο Καλός Σαμαρείτης της Παραβολής και όταν λέμε ότι είναι ο Καλός Σαμαρείτης της Παραβολής, την Παραβολή δεν την είπε απλώς για τους άλλους… Την Παραβολή, την είπε πρωτίστως γι’ αυτόν που είχε μπροστά του, για να του αποδείξει, να τον φέρει σε συναίσθηση, ότι Αυτός που του ομιλεί, είναι γι’ αυτόν που μιλάει η Παραβολή, είναι -δηλαδή- ο Καλός Σαμαρείτης!..

Και «τίς εστί μου πλησίον»; «Θα σου πω, ποιος είναι ο πλησίον», του λέει ο Χριστός. Δεν το λέει άμεσα, αυτό το συμπέρασμα βγαίνει στο τέλος. Δεν του λέει, «εγώ είμαι ο πλησίον», αλλά από όλη την Παραβολή που λέει, δείχνει ότι ο ίδιος σκύβει πάνω του θεραπευτικά, στην ψυχή του! Θεραπευτικά, για να του βάλει «έλαιον και οίνον» και να τον πάρει και πάνω του, αν θέλει. Και να τον πάει και στην Εκκλησία, που θα ίδρυε σε λίγο, εάν το επιθυμούσε βέβαια.

Παρ’ όλα αυτά, ο Κύριος σκύβει πάνω από όλους και θέλει όλους να τους ελεήσει και σε όλους να δώσει την Αλήθεια Του και σε όλους να δώσει το Φως Του και σε όλους να δώσει την Ζωή Του! Και όλους να τους ανεβάσει και όλους να τους σπρώξει και όλους να τους βάλει στο Πανδοχείο, στο Νοσοκομείο -δηλαδή- που είναι η Εκκλησία!

Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να ασκήσει τώρα βία. Σου αποκαλύπτει πώς έχουν τα πράγματα και σου προσφέρει την θεραπεία δωρεάν και βέβαια έχεις όλη την ευθύνη, αν θέλεις να το δεχτείς αυτό που λέει ο Κύριος, αυτό που κάνει ο Κύριος. Αν το αποδεχτείς, αναγκαστικά θα κάνεις υπακοή, αναγκαστικά θα πέσεις και θα ταπεινωθείς! Βέβαια -κατ’ επέκτασιν- ο Κύριος λέει την Παραβολή για όλους. Για όλους τους ανθρώπους, που μας βλέπει λίγο έως πολύ να μοιάζουμε σ’ αυτόν τον νομικό.

Σε σύγκριση με τον νομικό μπορεί κανείς να πει, ότι «εμείς δεν είμαστε τόσο άθεοι και δεν είμαστε τόσο απάνθρωποι!». Μακάρι να είμαστε και ένθεοι και φιλάνθρωποι. Μακάρι! Αλλά έχουμε πολύ δουλειά να κάνουμε μπροστά μας, αν διαθέτουμε λίγη αγάπη για τον Θεό και λίγη για τους ανθρώπους. φυσικά πρέπει να αυξηθεί. Αυτή η αύξηση δεν έχει τελειωμό, πρέπει να γνωρίζουμε. Κι ο Κύριος θέλει -ακριβώς- πάντα να μας διεγείρει και να μας διανοίγει την οδό, τον δρόμο που μας περιμένει μέχρι τον Ουρανό! Απέραντη οδός, απέραντο πεδίο δράσης!

Ο Κύριος -δηλαδή- αρχίζοντας να λέει αυτή την Παραβολή, ότι κάποιος άνθρωπος ἠταν στην Ιερουσαλήμ, η ανθρωπότητα όλη, και κατέβηκε από εκεί για να πάει στην Ιεριχώ και έπεσε στους ληστές και τραυματίστηκε και έπεσε ημιθανής και μισοπεθαμένος. Θέλει να πει, πως η ανθρωπότητα ὀπως και «συ αγαπητέ μου νομικέ, που σε έχω απέναντί μου και ήρθες να με πειράξεις», όλη η ανθρωπότητα είναι σε κατάσταση πτώσεως, είσαστε σε κατάσταση πτώσεως!

«Και εγώ σαν Θεός», δεν λέει βέβαια εγώ, αλλά αυτό εξάγεται, «αφήνω τους Πατρικούς κόλπους, διότι σας είχα πλησίον μου και σεις αποστατήσατε… Σας έπλασα, για να είσαστε πλησίον μου, κοντά μου και να με έχετε πλησίον σας και αποστήσατε και φύγατε και με όλο το δίκαιο θα μπορούσα να πω, ότι δεν αναγνωρίζω πλησίον, δεν σας αναγνωρίζω! Γιατί φύγατε! Όμως δεν το είπα αυτό. Αλλά ήρθα για να γίνω πλησίον σας, δηλαδή σας έδειξα οδό ταπεινώσεως και καταβάσεως και κενώσεως και σμίκρυνα τον εαυτό μου και τον εκένωσα. Και πήρα την μορφή σας, δηλαδή ήρθα να σας βρω εκεί στον δρόμο που ήσασταν πεσμένοι στο χάλι σας, στην φοβερή δυσκολία σας. Και εκεί, που δεν ήταν κανείς να σας βοηθήσει και να σας συμπαρασταθεί και να σας σηκώσει και να σας θεραπεύσει και να σας αναστήσει και να σας σηκώσει πάλι ψηλά!

»Λοιπόν, Εγώ έπεσα, καταλαβαίνεις τίποτα νομικέ; Ήρθα, κατήλθα και πήρα την μορφή Σαμαρείτου, μάλιστα, Σαμαρείτου! Πήρα την μορφή σας, χωρίς να πάρω την αμαρτία σας -βέβαια- και την ενοχή σας, για να σας πλησιάσω, να συνομιλήσω, να συνδιαλεχτώ μαζί σας, να σας αγγίξω. Να σας βάλω έλαιον και οίνον στα τραύματά σας, να σας ανασηκώσω! Δεν γινόταν αλλιώς».

Δηλαδή, ο Κύριος υποδεικνύει οδό ταπεινώσεως για να φθάσουμε στην θεραπεία και στην αγάπη, στην φιλανθρωπία και στο ἐλεος. «Εάν πέσεις -λέει ο Κύριος- και αναγνωρίσεις στους άλλους επίσης την πτώση τους και γίνεις ένα μαζί τους, χωρίς να συμμεριστείς την αμαρτία τους, τον τρόπο που τους οδήγησε στην πτώση, να πας όμως στην πτώση τους, τότε αισθάνεσαι πλησίον σου, όχι έναν και δύο, αλλά όλη την ανθρωπότητα!».

Έτσι αν πέφτουμε, αν κατεβαίνουμε και ταπεινωνόμαστε, βλέπουμε τους άλλους συνανθρώπους μας ως συναμαρτωλούς, ως συμπάσχοντας, ως συνασθενείς. Έτσι καμπτόμεθα μέσα μας, σπάει αυτή η σκληρότητα που έχουμε μέσα μας κι αρχίζουμε και μαλακώνουμε και να βλέπουμε τους συνανθρώπους μας ως αδελφούς, ως μέλη της σαρκός μας, του σώματός μας, τους θεωρούμε ένα με εμάς! Όπως λέγει ο απόστολος Παύλος «κλαίουμε μετά κλαιόντων». Δεν είναι δυνατόν -ύστερα- εμείς να είμαστε αδιάφοροι για την ανθρωπότητα και για το δράμα της ανθρωπότητας! […]

(Ιστολόγιο «Αγιοκυπριανίτης», 24-11-2023, με ελαφρές τακτοποιήσεις.
Η ως άνω ανάλυση βασίζεται σε θέσεις του αγ. Επισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς)

Scroll to Top