Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο, έξω από την εκκλησιά, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Το ελληνικό Έθνος και τουλάχιστον το Κράτος τού χρωστάει ένα αγιοκέρι και μια χλωρή δάφνη. Το πολιτικό μνημόσυνό του μας συμφέρει γιατί το έργο του και το ήθος του χαράσσει στους καιρούς μας την οδό της εθνικής σωτηρίας για την έξοδο από την φρικτή παρακμή.
Η παρακαταθήκη του παραδειγματίζει, φρονηματίζει και απαντά καταλυτικά στα θεμελιώδη αιτήματα της εποχής μας. Αποκαλύπτει πώς, στο ελάχιστο διάστημα μιας πυρακτωμένης τριετίας, ένας μοναδικός άνθρωπος -αλλά Καποδίστριας- διέσωσε και δικαίωσε την Εθνεγερσία, κατοχύρωσε την εθνική ανεξαρτησία, διοργάνωσε σύγχρονο Κράτος μέσα από το χάος και την εσχάτη πενία, αντιμετώπισε την έξωθεν επικυριαρχία των ξένων και την έσωθεν αποσχιστική εξουσία ιδιοτελών τοπαρχών και αδιστάκτων υποτελών πολιτικών, υπερασπίσθηκε την εθνική ταυτότητα του Ελληνισμού και διεμόρφωσε το ελληνικό Έθνος σε αμφίδρομο δημοκρατικό δίκτυο πολιτικής κυριαρχίας και αυτοπειθαρχίας. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή του δεν άγγιξε ούτε έναν οβολό του Δημοσίου και πάταξε την διαφθορά. Τα γράμματά του είναι αποκαλυπτικά.[1]
* 1 Αυγούστου 1829, με το αρ. 9 Ψήφισμά της, η Εθνική Συνέλευση όρισε τα έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας και απεφάσισε, μόλις μπορέσει το Έθνος, να τον αποζημιώσει για όσα πολλά είχε ήδη δαπανήσει ο ίδιος από την περιουσία του. Αρνείται αμέσως την χορηγία. Και, σε τρεις μέρες, γράφει στην Εθνική Συνέλευση: “Επράξαμεν όσα ηδυνήθημεν δια να αποδείξωμεν ότι οι Έλληνες μόνον με τας θυσίας των, και όχι δια προσωπικών πλεονεκτημάτων, δύνανται να φθάσουν όσα υπόσχεται εις αυτούς η εθνική ανεξαρτησία και η ελευθερία. Είμεθα ευτυχείς ότι δι’ αυτό το τόσον θεάρεστον έργον ηδυνήθημεν να προσφέρωμεν εις το θυσιαστήριον της Πατρίδος τα λείψανα της μετρίας καταστάσεώς μας (περιουσίας). Δια τούτον τον λόγον θέλομεν αποφύγει να δεχθώμεν την προσδιοριζομένην ποσότητα δια τα έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας απεχόμενοι να εγγίσωμεν μέχρι και οβολού τα δημόσια χρήματα προς ιδίαν ημών χρήσιν”.
* 30 Αυγούστου 1829, γράφει στους Επιτρόπους Οικονομικών Αργολίδος, Αχαΐας και Λακωνίας: “Μετά μεγάλης απορίας και λύπης μανθάνομεν ότι δεν εδώκατε ακόμη λόγον της οικονομικής σας διαχειρίσεως. Ουδέν άλλο πράγμα εγγίζει τόσον την υπόληψιν των δημοσίων υπηρετών όσον το περί την διαχείρισιν των δημοσίων χρημάτων. Η κυβέρνησις σάς έταξεν επί τούτω εις κεφαλήν διοικήσεων ίνα σας παραστήση ως παράδειγμα πολιτείας εις πάντας τους πολίτας. Εκ των κακών τούτων έξεων του παρελθόντος, το κοινόν κρίνει ότι η κυβέρνησις σάς παρέχει αφορμάς πλουτισμού. Και τω όντι πώς η κυβέρνησις δύναται να σώση τα συμφέροντα του δημοσίου ταμείου όταν αδυνατή να εμποδίση τους ιδικούς της υπηρέτας από του να τα βλάπτουν διηνεκώς; Το κακόν υφίσταται και δύσκολος, αν όχι αδύνατος, θα είναι μετέπειτα η θεραπεία του”.
* 10 Ιουνίου 1827 περιγράφει: “Δεν ευρίσκεται άλλος τόπος γνωστός εις εμέ, καθώς εν Ελλάδι, όπου χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών ανεστίων και καταπείνων υφίστανται πλησίον των κλεπτών. Αι άθλιαι αύται οικογένειαι πάσχουσιν εξ αιτίας των κλεπτοτάτων αρχόντων, υπουργών και καπιτάνων”.
* 22 Νοεμβρίου 1827 παραγγέλλει: “Ως πληροφρούμεθα, οι Τούρκοι αιχμάλωτοι εν Αιγίνη, εν Πόρω και εν Ναυπλίω, ταλαιπωρούνται, γυμνοί όντες ενεστώτος χειμώνος. Η Κυβέρνησις οφείλει να προνοήση υπέρ αυτών. Αν η δαπάνη δεν υπερβαίνη τα 30 ή 40 γρόσια τον άνθρωπον, να διατάξητε να ενδυθώσιν αμέσως”.
Οι Μαυρομιχαλαίοι στη Μάνη επαναστατούν εναντίον του και ετοιμάζονται να τον δολοφονήσουν, αλλά ο αδελφός του Πετρόμπεη Κυριακούλης πέφτει σε μια από τις τελευταίες μάχες κατά των Τούρκων. 26 Αυγούστου 1830 διατάσσει στην Σπάρτη: “Ερευνήσαντες και υμείς επιτοπίως, μοι αναφέρετε ποίαν βοήθειαν δύναται να δώση η Κυβέρνησις εις την οικογένειαν του μακαρίτου. Εάν άλλα μέλη της αυτής γενεάς έσφαλον προς την Κυβέρνησιν, δεν είναι δίκαιον να πάσχη εκ τούτου και η οικογένεια του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη του πεσόντος υπέρ Πατρίδος”.
Ενας κορυφαίος Ευρωπαίος
Είναι κορυφαίος Ευρωπαίος. Στο Συνέδριο της Βιέννης εξισορρόπησε αριστοτεχνικά τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και έτσι διεσφάλισε την 99ετή ευρωπαϊκή ειρήνη από το τέλος των ναπολεοντείων πολέμων το 1815 μέχρι την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Ενωρίτερα ειρήνευσε την σπαρασσομένη Ελβετία, της έδωσε το έως σήμερα προοδευτικότερο και δημοκρατικότερο πολίτευμα της Ευρώπης σε ομοσπονδιακή βάση και κατοχύρωσε την διεθνή αναγνώριση της ουδετερότητάς της. Η Ελβετία τον τιμά εσαεί. Είχε βαθειά ευρωπαϊκή παιδεία, κυκλοφορούσε σε όλη την Ευρώπη και τον σέβονταν οι επιφανέστεροι Ευρωπαίοι. Θεμελίωσε το πρώτο ελληνικό Κράτος στα πιο προηγμένα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ωστόσο, παρέμεινε άχρι θανάτου ακίβδηλος Έλληνας πιστός στην Ορθοδοξία και στις παραδόσεις του Γένους. Αυτός ο κατ’ εξοχήν Ευρωπαίος μερίμνησε άγρυπνος να διατηρήσει την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων και τον κατέτρεχε ο φόβος μη ενστερνισθεί η ελληνική νεολαία τα λαμπερά δυτικά πολιτισμικά, φιλοσοφικά και ηθικά κηρύγματα. Ήθελε την Ελλάδα και το ελληνικό Έθνος μέσα στους ευρωπαϊκούς κόλπους αλλά με πλήρη αυτονομία, αυτάρκεια και εθνική ταυτότητα.
Από την αγαπημένη του ιδιαίτερη πατρίδα, την αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα, οι Άγγλοι κυρίαρχοι τον καλούν, μέσω του Κ. Λεβέου, να τους στείλει μαθητές σε σχολεία του Λονδίνου. 13 Μαρτίου 1830 απαντά στον Λεβέο: “Η πείρα, άριστος εν πάσιν διδάσκαλος, ήδη κατέδειξεν εις ημάς τα άμουσα αποτελέσματα της επί ξένης αγωγής των νέων. Επιστρέφουσιν εις την Ελλάδα τόσον αποξενωμένοι των ηθών, της γλώσσης και αυτής της θρησκείας των πατέρων των ώστε, και μάθησιν αν απέκτησαν, ευρίσκουν βαρείας δυσκολίας γενέσθαι ωφέλιμοι εις την Πατρίδα. Δεν δύναμαι να αναδεχθώ εις την συνείδησιν και την ευθύνην μου εκπαιδευτικόν σύστημα καταλήγον εις το να αποξενώση και να διαφθείρη την νέαν εκείνην γενεάν εφ’ ης μάλιστα η Ελλάς ελπίζει”.
Ενωρίτερα, ευρισκόμενος στη Μπολώνια, πληροφορείται ότι δεκάδες Ελληνόπουλα ορφανά του Αγώνα φιλοξενούνται και εκπαιδεύονται από Φιλέλληνες στην Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία και Γαλλία. Ευγνωμονεί αλλά ανησυχεί. 6 Νοεμβρίου 1827 γράφει στον Α. Μουστοξείδη: “Ταύτα μοι διαγράφουσι χρέη πλατέα να εκπληρώσω με την βοήθειαν του Θεού ίνα προφυλάξω την νεολαίαν ταύτην, την μόνην καλλίστην ελπίδα της Ελλάδος, εκ των κινδύνων των επαπειλούντων αυτήν εις ξένην γην και μάλιστα όπου λείπει Ορθόδοξος Εκκλησία. Παραδεδομένοι εις των ξένων τα παραδείγματα οι νέοι ούτοι θέλουσι γίνει χαμένοι και το όνειδος της εξουθενώσεώς των θέλει πέσει εις την Ελλάδα”.
Αφιερωμένος μέχρι τελευταίας πνοής στην Πατρίδα υποφέρει αγόγγυστα όλα τα μαρτύρια και τις τραγικές συνέπειες του εναντίον του εμφυλίου πολέμου. Γνωρίζει άριστα ότι η Γαλλία και προ πάντων η Αγγλία απεργάζονται με τους κοτζαμπάσηδες των εξουδετέρωσή του. Διαισθάνεται ότι έρχεται το τέλος του αλλά μένει πιστός στο εθνικό χρέος του. Την 1η Ιουνίου 1831, εκατόν δεκαοκτώ μέρες πριν δολοφονηθεί, γράφει:
“Εάν πάντα ταύτα είναι δυστυχία δια τον πολυπαθή τούτον τόπον, είναι όμως ευτυχία δι’ εμέ διότι άρχομαι να ελπίζω ότι εντός ολίγου ελευθερούμαι από την άπειρον ευθύνην μου. Θέλω, όμως μείνει εις την χαλάστραν έως της τελευταίας στιγμής και ας κινδυνεύσω να χαθώ”.
Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας είναι σήμερα πιο επίκαιρος παρά ποτέ.
(Νίκος Ι. Μέρτζος, δημοσιογράφος-συγγραφέας, Εφημ. «Έθνος», 07.06.2021)
[1] Ιωάννης Καποδίστριας, ο Άγιος της Πολιτικής, Ιωάννης Σ. Κορνιράκης, εκδόσεις Ελαία, Πειραιάς.