Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων Α’ ὁ Ἡγιασμένος,
Ἀρχιεπίσκοπος Λαρίσης (15/9/1525)
ΜΕΧΡΙ τὸ 1920 ἀρχιεπίσκοπος Λαρίσης μὲ τὸ ὄνομα Βησσαρίων θεωροῦνταν μόνον ἕνας. Τὴ χρονιὰ ἐκείνη ἀποκαλύφθηκε μία τοιχογραφία στὸν Ἱ. Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Τρικάλων, στὴν ὁποία εἰκονίζονται ἑπτὰ Ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης. Τέταρτος στὴ σειρὰ τῶν Ἁγίων αὐτῶν εἰκονίζεται ὀνοματιζόμενος ὁ «Ἅγιος Βησσαρίων (Α’) ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Λαρίσης ὁ Ἡγιασμένος» καὶ ἕβδομος ὁ «Ἅγιος Βησσαρίων ὁ τοῦ Σωτῆρος Ἀρχιεπίσκοπος Λαρίσης». Ἀπὸ αὐτό, καὶ ἀπὸ διάφορες ἄλλες πηγές, διαπιστώθηκε ὅτι οἱ δύο Ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης μὲ τὸ ὄνομα Βησσαρίων ἐνθρονίστηκαν μὲ διαφορὰ δύο περίπου δεκαετιῶν, ἔχοντας ἕδρα τῆς ποιμαντορίας τους τὰ Τρίκαλα. Γιὰ τὸν Βησσαρίωνα τὸν Α΄ οἱ ἱστορικὲς πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν ὅτι διετέλεσε προηγουμένως ἐπίσκοπος Δημητριάδος.
«Σκεῦος ἀρετῶν ὑπάρξας Βησσαρίων, ἔνθεν Λαρίσης σοφὸς ποιμὴν ἐγένου».
Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων Β’ ὁ τοῦ Σωτῆρος,
Ἀρχιεπίσκοπος Λαρίσης (15/9/1541;)
Πατρίδα τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε ὁ οἰκισμὸς τῆς Μεγάλης Πόρτας (Μεγάλες Πύλες) στὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Πύλης τῶν Τρικάλων. Οἱ γονεῖς του, ποὺ ἦταν εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἀνέθρεψαν τὸ γιό τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Ἀπὸ τὴν πρώτη παιδικὴ ἡλικία ὁ μικρὸς Βησσαρίων μάθαινε τὰ ἱερὰ γράμματα (κοινὰ) ἀπὸ δασκάλους-ἱερωμένους τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδας. Ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 10-12 ἐτῶν εἶχε ἀποβάλλει ἀπὸ τὴν καρδιά του κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ πλοῦτο, δόξα, γάμο κ.ἄ. Θέλησε μάλιστα ἀπὸ πολὺ μικρὸς νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἀγγελικὸ βίο τῶν μοναχῶν. Ἔτσι ἀγαπημένα του ἀναγνώσματα ἦταν τὰ βιβλία τῶν βίων τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη νέος, ἐγκατέλειψε τὸ πατρικὸ σπίτι του καὶ προσκολλήθηκε στὸν ἅγιο Μητροπολίτη Λαρίσης Μᾶρκο στὰ Τρίκαλα. Ἀπὸ τότε ἔμενε στὸ Γέροντα αὐτὸ γιὰ πολλὰ ἔτη, τηρώντας μεγάλη ὑπακοὴ καὶ τέλεια ὑποταγή.
Ὅταν, μετὰ ἀπὸ μερικὰ ἔτη, χήρεψε ἡ θέση τῆς Ἐπισκοπῆς Ἐλασσόνας καὶ Δομενίκου, ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης μαζὶ μὲ τὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων τῆς Θεσσαλίας ψήφισαν τὸν Βησσαρίωνα ἐπίσκοπό τους. Ὅμως ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς καὶ σὲ λίγα χρόνια ἀναγκάστηκε νὰ ἀποχωρήσει. Οἱ δύο λόγοι ποὺ δὲν ἔγινε δεκτὸς ὁ Ἅγιος ἦταν πρῶτα ὁ φθόνος κάποιων Χριστιανῶν πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ ἔπειτα ἡ ἀπαίτηση τῶν κατοίκων τῆς Ἐλασσόνας νὰ μὴν ὑποτάσσεται ἡ ἐπισκοπή τους στὴ Μητρόπολη Λαρίσης, ἀλλὰ ἀπ΄ εὐθείας στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἔτσι, ὁ πατριάρχης τῆς Κωνσταντινούπολης Θεόληπτος (1513-22) τοποθέτησε ἀντὶ τοῦ Ἁγίου κάποιον Νεόφυτο (1516-38). Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἔκτοτε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐλασσόνας ὁριζόταν πάντα ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη μέχρι καὶ τὴν ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων χωρὶς νὰ ληπηθεῖ γιὰ τὴν ἔξωσή του ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, ἐπέστρεψε στὰ Τρίκαλα κοντὰ στὸν πνευματικό του πατέρα. Συνέχισε μάλιστα νὰ ὑπηρετεῖ σὰν ὁ ταπεινότερος τῶν δούλων μὲ εὐλάβεια καὶ τὸν Γέροντά του καὶ τοὺς φτωχοὺς ἤ ξένους ποὺ προσέτρεχαν γιὰ βοήθεια στὴ Μητρόπολη.
Γύρω στὸ 1520 ἐκοιμήθη ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Νικάνωρ καὶ ὁ λαὸς τῆς Ἐπισκοπῆς ζήτησε τὸν Ἅγιο Βησσαρίωνα γιὰ τὴ διαποίμανσή του. Στοὺς Σταγοὺς (Καλαμπάκα) λοιπὸν ὁ Ἅγιος διετέλεσε ἐπίσκοπος, ἐπιτροπικά, γιὰ ἕξι ἔτη.
Ὅταν ὁ πνευματικός του πατέρας Μητροπολίτης Μᾶρκος ἀναχώρησε γιὰ τὶς ἄνω μονές, ὁ Βησσαρίων τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Λαρίσης μὲ ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία Α’ (1522-46). Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνα ἦταν ἀπὸ ΄κεῖ καὶ πέρα ὁσιακός. Ἦταν ἡ «φιλότεκνος μήτηρ ὁμοῦ καὶ φιλόστοργος, ἀγκαλιζομένη ὅλους, τρέφουσα ὅλους, προνοοῦσα δι΄ ὅλους…».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πνευματικό του ἔργο, ὁ Ἅγιος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὰ ἔργα κοινῆς ὠφέλειας ποὺ μὲ μέριμνά του ἔγιναν σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς ἐπαρχίας του. Φημισμένα εἶναι τὰ γεφύρια, ποὺ μὲ δαπάνες καὶ φροντίδες του κατασκευάστηκαν, τὰ ὁποῖα ἔζωναν τὶς ὄχθες τῶν ὁρμητικῶν ποταμῶν τῆς Δυτ. Θεσσαλίας. Σημαντικότερο, ἀλλὰ καὶ δυσκολότερο στὴν κατασκευή του, γεφύρι, ἦταν αὐτὸ τοῦ Κοράκου στὸν Ἀσπροπόταμο (Ἀχελῶο). Μερικὰ ἀπὸ τὰ γεφύρια τοῦ Ἁγίου σώζονται ὥς τὶς μέρες μας, ὅπως γιὰ παράδειγμα τῆς Πόρτας-Παναγιᾶς στὸν Πορταΐτικο ποταμό.
Ὁ Ἅγιος εἶχε τὴν ἄριστη συνήθεια νὰ μὴν χειροτονεῖ ἐπισκόπους τῆς Μητροπόλεώς του τυχαίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ τοὺς ἀξίους καὶ τοὺς ἱκανούς, τοὺς ἀνεπίληπτους, τοὺς μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ, τοὺς νηφάλιους, τοὺς ἀφιλάργυρους, τοὺς εἰρηνικούς.
Λίγα ἔτη πρὶν τὴν κοίμησή του, οἰκοδόμησε Ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καθὼς καὶ Ἱερὰ Μονὴ δίπλα στὸ Ναὸ αὐτό, σὲ συνεργασία μὲ τὸν τότε ἐπίσκοπο Καπούης καὶ Φαναρίου Ἰγνάτιο. Τέλος, ἔγραψε τὴ διαθήκη του, στὴν ὁποία συμπεριλαμβάνονταν καὶ οἱ κανόνες τῆς μοναχικῆς ζωῆς γιὰ τοὺς ἀσκητὲς ποὺ ἄρχισαν νὰ ἐγκαταβιοῦν στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως ἤ Δουσίκου, ὅπως λεγόταν ἀλλιῶς.
Νιώθοντας, ὅτι τὸ τέλος τῆς ἐπίγειάς του ζωῆς πλησίαζε, λόγῳ μιᾶς χρόνιας ἀρρώστιας ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε, προσκάλεσε τοὺς ἀρχιερεῖς τῶν Ἐπισκοπῶν του καὶ ὅλους τοὺς μοναχούς, τοὺς ὁποίους νουθέτησε γιὰ τελευταία φορὰ καί, ἀφοῦ τοὺς χαιρέτισε ἀσπαζόμενος ἕναν πρὸς ἕναν, ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ τὴν 15η Σεπτεμβρίου τοῦ 1541.
Τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάστηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μία ὥρα μακρύτερα ἀπὸ τὴ Μονή. Πλῆθος θαυμάτων ἀποδίδονται στὸν Ἅγιο Βησσαρίωνα, ἐκτενεῖς ἀναφορὲς περὶ τῶν ὁποίων μποροῦμε νὰ δοῦμε στὸν Βίο τοῦ Ἁγίου στὸν Μέγα Συναξαριστή.
«Χαίροις Βησσαρίων, Πάτερ σοφέ, Πρόεδρε Λαρίσης καὶ Ὁσίων ὁ μιμητής· Χαίροις Βησσαρίων, συνώνυμε τοῦ πρώτου, ποιμένες Λαρισαίων, ἀξιοθαύμαστοι».
«Ὁ τῶν Λαρισαίων μέγας ποιμήν, καὶ τῶν μοναζόντων ὁ προστάτης καὶ ὁδηγός, Βησσαρίων πάτερ, παμμάκαρ Ἱεράρχα, ἡμῶν τῶν σὲ τιμώντων, ἀεὶ μνημόνευε».
(Τοῦ Κων. Α. Οἰκονόμου, δασκάλου, στὴν ἐφημερ. «Ἐλευθερία» Λαρίσης, 15.09.2011, ὅπως ἀναδημοσιεύθηκε στὸ Ἱστολόγιο «Ἀκτῖνες» τῆς αὐτῆς ἡμέρας).