Ἕνα πρωινό, ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐσήμανε διαφορετικὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες φορὲς καὶ ἔκαμε φωτεινὰ καὶ χαρούμενα τὰ πρόσωπα ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ Χωριοῦ.
Ὕστερα ἀπὸ τόσων ἡμερῶν διακοπές, ἄνοιξε πάλι τὸ σχολεῖο. Ἀπὸ τὶς γειτονιὲς ἦλθαν ἀγόρια καὶ κορίτσια, ὅλα καλοκτενισμένα καὶ καθαρά, μὲ παπούτσια γυαλισμένα. Ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ εἶναι καὶ τὰ δυὸ ἐξαδέλφια, ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα.
Ἀφοῦ ἔγινε ὁ ἁγιασμὸς καὶ ὁ παπᾶς, μ᾽ ἕνα ματσάκι βασιλικό, ἐρράντισε ὅλες τὶς τάξεις μὲ ἁγίασμα, ὁ Διευθυντὴς τοῦ σχολείου ἐμίλησε στὰ παιδιά. Τοὺς εἶπε πολλὰ γιὰ τὴν ἀρχὴ ποὺ θὰ κάνουν τῆς δουλειᾶς καὶ στὸ τέλος τοὺς ἐπρόσθεσε:
― Ὅλα τὰ παιδιά, σὰν ἀδέλφια ἀγαπημένα, θὰ ἐργασθῆτε μαζὶ μὲ τοὺς δασκάλους σας, ποὺ θὰ σᾶς φωτίσουν τὸ μυαλὸ καὶ θὰ κάμουν καλὴ τὴν καρδιά σας. Θὰ γίνετε ὅλοι χαρούμενοι σύντροφοι στὴ δουλειὰ καὶ στὸ παιγνίδι. Πόσα καινούργια πράγματα ἔχετε νὰ μάθετε ἐφέτος! Ἱστορίες γιὰ ζῷα, γιὰ φυτά, γιὰ τὴ ζωή σας, τὴ ζωὴ τοῦ Χωριοῦ σας καὶ τὴ ζωὴ τῆς Πατρίδος σας. Κάθε σας καλὴ κι εὐγενικὴ πρᾶξι θὰ σᾶς δίνῃ χαρὰ κι εὐχαρίστησι.
Πηγή : Ἀναγνωστικό Γ’ Δημοτικοῦ 1955
Ἡ ὄμορφη χώρα
Στὸν τοῖχο τῆς τάξεως, ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν ἕδρα, κρέμεται ὁ χάρτης τἢς Εὐρώπης. Ὁ δάσκαλος, δείχνοντας στὰ παιδιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀκούει τὸν Κωστάκη νὰ φωνάζῃ:
— Πόσο εἶναι μικρή, κύριε, ἐμπρὸς σὲ τόσες χῶρες καὶ τόσες θάλασσες!
— Εἶναι μικρή, ὅμως εἶναι ὄμορφη, ἀπαντᾷ ἡ Ἑλενίτσα.
— Ναί! εἶναι πολὺ ὄμορφῃ ἡ Ἑλλάδα. Μοῦ τὸ εἶπε καὶ ὁ θεῖός μου, ποὺ ἐταξίδευσε κι ἐγύρισε ὅλη σχεδὸν τὴν Ἑλλάδα καὶ πολλοὺς ξένους τόπους.
— Σωστά, λέγει ὁ δάσκαλος. Ἐμεῖς ἔχομε τὸ δῶρο ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ ἔχωμε πατρίδα ἀπὸ τὶς πιὸ ὄμορφες. Καταπράσινοι λόφοι, ἥμερα βουνὰ μὲ δάση καὶ νερά, γόνιμες κοιλάδες καὶ πεδιάδες, τοπία γελαστὰ τὴν στολίζουν. Ἔπειτα μεγάλες πολιτεῖες, ὅπως ἡ Ἀθήνα μὲ τὴν Ἀκρόπολί της, ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Πάτρα κι ἄλλες πολλές. Καὶ ἐπάνω ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ὀμορφιές, ἕνας φωτεινὸς καὶ γαλάζιος οὐρανός, ὁ ὡραιότερος τοῦ κόσμου.
Κι ἐξακολούθησε ὁ δάσκαλος:
— Γιὰ νὰ τὴν ἀγαπήσετε πιὸ πολὺ αὐτὴ τὴν ὄμορφη χώρα, πρέπει, παιδιά, νὰ μάθετε τὴν ἱστορία της. Πρέπει νὰ μάθετε τὶς θυσίες, τοὺς ἡρωϊσμούς, ποὺ ἔχουν κάνει οἱ πρόγονοί μας, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐμεῖς ἐλεύθεροι. Κι ἀκόμη πρέπει νὰ μάθετε τὸν πολιτισμό της, γιὰ νὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σας ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶσθε Ἕλληνες.
Πῶς εἶναι δυνατόν, λέγει τώρα ὁ δάσκαλος, ὅσοι ἀναγκάζονται νὰ ξενιτευθοῦν, νὰ λησμονήσουν μιὰ τέτοια πατρίδα; Ὅσοι Ἕλληνες σκορπίζονται στὰ διάφορα μέρη τῆς γῆς ἠμπορεῖ νὰ κάμουν νέα ζωὴ ἐκεῖ. Ἠμπορεῖ ν’ ἀγαποῦν τὴν ξένη γῆ σὰν δεύτερη πατρίδα τους. Ἠμπορεῖ νὰ γίνωνται ἐκεῖ πλούσιοι καὶ εὐτυχισμένοι. Μὰ τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ ἀπὸ τὸν νοῦ τους τὴν Ἑλλάδα.
Εἴδατε καὶ τὸν θεῖο τῆς Ἑλενίτσας. Ἐξενιτεύθηκε στὴν Ἀμερική. Καὶ ὅμως ποτὲ δὲν ἐξέχασε τὸ χωριό του. Ξαναγύρισε νὰ ζήσῃ ἐδῶ, ποὺ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα καὶ ποὺ ποτὲ δὲν τὸ ἐλησμόνησε.
Πηγή : Ἀναγνωστικό Γ’ Δημοτικοῦ 1955
(Ἀπὸ τὸν Ἱστότοπο: https://www.kapodistrias.info)