ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα
1. Ποιός θὰ εἶναι ὁ ὀρθὸς τρόπος γιὰ ὑπέρβαση τῶν ἐπιπλοκῶν στὸν ἑορτασμὸ τῶν μεγάλων Ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ περιβάλλοντα ποὺ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξα;
Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τοὺς πιστούς της σὲ ἕναν βίο ἑορταστικό, μὲ συμμετοχὴ στὶς Ἑορτές της, στὸν ἑορτολογικό της κύκλο, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν τὴν θεία Παρουσία καὶ εὐλογία καὶ νὰ προγευθοῦν τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἀτελείωτη ἑορτὴ τῶν Ἐσχάτων.
Τὸ νόημα τοῦ κόσμου εἶναι ἀκριβῶς νὰ βρεῖ τὴν ἔνταξή του σὲ αὐτὴ τὴν οὐρανο-γήϊνη χαρμόσυνη καὶ ἑορταστικὴ ἀτμόσφαιρα προσφορᾶς τῆς θείας ζωῆς, ἰδίως μέσα στὴν Θεία Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ζήσει τὴν ὄντως ζωὴ ὡς κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, μὲ τὸν Πατέρα, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Κάθε πιστὸς ζεῖ ἑορταστικά, διότι στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε κάθε ἡμέρα ἑορτή. Ἡ ζωὴ μεταμορφώνεται σὲ αὐτὸ τὸ ἑόρτιο κλῖμα, ἀπὸ τὴν πίστη καὶ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν θείων Ἐνεργειῶν Του. Ὁ πιστὸς ὅ,τι ἐργασία ἤ δραστηριότητα καὶ ἄν κάνει, τὴν ἐπιτελεῖ μὲ εὐχαριστία καὶ δοξολογία Θεοῦ καὶ γενικὰ ζεῖ «ἐντέχνως», μὲ διάκριση, βαθύτερο περιεχόμενο καὶ ποιότητα.
Χωρὶς νὰ ἀγνοοῦμε τὶς δυσκολίες καὶ πιέσεις τῆς ζωῆς στὸν παρόντα κόσμο, ὅπως καὶ τὴν ἀπαιτούμενη ἄσκηση καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ πάθη του, γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐσωτερικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο τοῦτο τῆς φθορᾶς καὶ τῶν δοκιμασιῶν χαρακτηρίζεται καλύτερα μὲ τὸν ὅρο «χαρμολύπη». Χαρὰ γιὰ τὴν σωτηρία, ἡ ὁποία μᾶς προσφέρεται καθημερινὰ γιὰ βίωση, ἀλλὰ καὶ λύπη γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάθε μορφῆς ἀποτυχία, ποὺ μᾶς προσκαλεῖ σὲ διαρκῆ μετάνοια.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ μὲ λειτουργικὴ εὐσέβεια καὶ λειτουργικὴ συνείδηση ζοῦσαν ἀνέκαθεν αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἀκόμη καὶ σὲ μὴ φιλικὰ περιβάλλοντα γιὰ τὴν πίστη τους ἤ ἀκόμη καὶ σὲ φανερῶς ἐχθρικά.
Πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε ὅμως ὅτι σήμερα, ἀκόμη καὶ στὰ θεωρούμενα ὡς παραδοσιακὰ ὀρθόδοξα χριστιανικὰ κράτη, αὐτὸ ἐν πολλοῖς δὲν ἰσχύει πλέον. Οἱ ἄνθρωποι, λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τῆς ἐπικρατήσεως ἄλλων προτύπων καὶ μορφῶν ζωῆς καὶ ἄλλων κοσμοθεωριῶν, εἶναι σχεδὸν ἀκατήχητοι λειτουργικά, μὲ μεγάλα κενὰ στὴν γνώση ἀλλὰ καὶ στὴν διάθεση βιώσεως τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Σὲ μία κοινωνία μάλιστα, ὅπου ἐπικρατεῖ λανθασμένη μορφὴ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπών, ἡ δὲ ἱερότητα τῆς ζωῆς ἔχει λησμονηθεῖ ἤ περιφρονηθεῖ καὶ κυριαρχοῦν ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς ἤ καὶ ὁ ἀθεϊσμός, τὸ νὰ βιώσει κάποιος συνειδητὰ καὶ μὲ συνέπεια τὶς Ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαιρετικὰ δὐσκολο, ἀλλὰ ὄχι ἀδύνατο.
Ἀκόμη καὶ στὴν σύγχρονη κοινωνία τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ θεάματος καὶ τῆς ψηφιακῆς καὶ διαδικτυακῆς πραγματικότητος, δύναται νὰ ὑπάρξει καλλιέργεια λειτουργικῆς συνειδήσεως καὶ δυναμικὴ ἐπανεύρεση τοῦ νοήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπου ὑπάρχουν ἀληθινὲς Ἐνορίες καὶ ὁμάδες πιστῶν, μὲ Ποιμένες γεμάτους ζῆλο καὶ μὲ ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀνακαινιστικὴ ζωὴ τῆς μετανοίας καὶ ἡ μυσταγωγία τῶν θείων Μυστηρίων προσφέρονται καὶ σήμερα σὲ ὅλους ὅσοι ἔχουν διάθεση καρδίας νὰ ἀκολουθήσουν τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη, ἀλλὰ καὶ ἔνδοξη ὁδὸ τῆς ἀρετῆς καὶ σωτηρίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς ζητεῖ νὰ διατηρηθοῦμε «ἄσπιλοι» (βλ. Ἰακ. 1:27), δηλ. ἀμόλυντοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα καὶ πνεῦμα, μέσα σὲ μία γενεὰ διατελοῦσα ἐν πολλοῖς σὲ ἀποστασία ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὸ ἦθος της.
Ἡ μέθοδος προφυλάξεώς μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀνοικτότητός μας στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατορθώνεται διαφορετικά, παρὰ μέσῳ τῆς προσευχῆς. Ἄν γνωρίζουμε νὰ διατηροῦμε ἕνα προσευχητικὸ πνεῦμα, ἄν ἡ θέρμη τῆς προσευχῆς παραμένει μέσα μας, παρὰ τὶς μεταπτώσεις μας, ἄν ἐπιμένουμε στὴν καλλιέργεια τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ μὲ ἐκδίωξη τῶν φαντασιῶν καὶ τῶν λογισμῶν, ποὺ μᾶς ἐνοχλοῦν συνήθως, τότε δὲν θὰ δυσκολευόμαστε νὰ ἑορτάζουμε τὶς Ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας πνευματικῶς καὶ χαρμοσύνως, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν σταθμοὺς ἀνεφοδιασμοῦ στὴν πορεία μας πρὸς Οὐρανόν.
Οἱ Ἑορτὲς βιώνονται λειτουργικὰ στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ, στὴν Σύναξη τῆς Θείας Λειτουργίας, μὲ κέντρο τὸ Μυστήριο τῆς Ἀγάπης καὶ Θυσίας, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Πρόκειται γιὰ Μυστήριο Ἀγάπης καὶ Ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ μας. Στὸν βαθμὸ καθάρσεώς μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη καὶ μειώσεως ἤ καὶ ἐκδιώξεως τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, θὰ μᾶς δίδεται ἄνωθεν ἡ θεία δωρεὰ τῆς Ἑνότητος καὶ Ἀγάπης, ὥστε νὰ δυνάμεθα νὰ ἑορτάζουμε πνευματικῶς μὲ ψυχοσωματικὴ ἀνακαίνιση, παρὰ τὶς ὅποιες δυσκολίες ἀντιμετωπίζουμε στὴν ζωή μας, ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικές.
2. Ποιές εἶναι οἱ ὁδηγίες τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὶς σχέσεις μὲ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας ποὺ ἀνήκουν στὴν «ἐπίσημη Ἐκκλησία» ἤ γενικὰ σὲ αἵρεση; Γιὰ παράδειγμα, τί γίνεται στὶς περιπτώσεις συμμετοχῆς σὲ θρησκευτικὲς ἤ οἰκογενειακὲς ἐκδηλώσεις κ.λπ.;
Ὁ Κύριός μας ἔχει βεβαιώσει στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ τὰ ἑξῆς: «Δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παραγενόμην δοῦναι τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἤ διαμερισμόν. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί· διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν αὐτῆς» (Λουκ. 12:51-53).
Τὸ «πῦρ» τοῦ θείου ζήλου, τὸ ὁποῖο ἦλθε νὰ ἀνάψει στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ σὲ ἔργα αὐτοθυσίας καὶ ἀγάπης, προξενεῖ ἐπίσης καὶ μία ἀναπόφευκτη διαίρεση, ἐπιφέροντας μάλιστα διάσταση ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῆς ἴδιας τῆς οἰκογένειας μεταξὺ τῶν μελῶν αὐτῆς. Ἡ προτεραιότητα τῆς ἀγάπης πρέπει ὡς γνωστὸν νὰ εἶναι γιὰ τὸν Θεό, καὶ μετὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους. Μόνον ἐν Χριστῷ μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε ἀληθινὰ καὶ πραγματικά. Ὅμως, ὅσοι δὲν ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ὅμοιο τρόπο, ὀρθοδόξως καὶ ἀπὸ καρδίας, ἀναμένεται νὰ στρέφονται ἐναντίον τῶν ὑπολοίπων ποὺ κάνουν αὐτό, καὶ τοῦτο συμβαίνει ἐκτὸς τῶν ἄλλων διότι ἐλέγχονται ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους.
Βέβαια, ἡ ὑποχρέωση ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ γιὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἀντιφρονοῦντα, ἰσχύει πάντοτε καὶ μόνον ὅταν ἀπαιτοῦν πράγματα ποὺ εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἄρνηση συμμορφώσεως, ἐφ’ ὅσον γνωρίζουμε ὅτι πρέπει τότε νὰ πειθαρχοῦμε στὸν Θεὸ μᾶλλον παρὰ στοὺς ἀνθρώπους (πρβλ. Πράξ. 5:29).
Στὸ πνεῦμα αὐτό, οἱ κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις τῶν Ὀρθοδόξων μελῶν μιᾶς οἰκογένειας ἔναντι τῶν εὐχάριστων ἤ δυσάρεστων γεγονότων τῶν ὑπολοίπων μελῶν, ἤ γενικὰ τῶν συγγενικῶν καὶ φιλικῶν προσώπων, πρέπει νὰ τηροῦνται σὰν ἔκφραση τιμῆς καὶ συμπαθείας. Ὅμως, ἄν πρόκειται γιὰ ὑποχρέωση συμμετοχῆς σὲ λατρευτικὴ ἐκδήλωση σὲ χῶρο μὴ ἐπιτρεπόμενο σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, τότε αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποφευχθεῖ. Ὡς ἕνα σημεῖο δὲν δυνάμεθα νὰ μὴν ἐπιδείξουμε κατανόηση καὶ συγκατάβαση. Γιὰ παράδειγμα, σὲ μία τέτοια περίπτωση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποφευχθεῖ κοινὸ γεῦμα, ἤ παροχὴ φιλοξενίας σὲ πρόσωπο μὲ τὸ ὁποῖο δὲν ἐπιτρέπεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία. Αὐτὸ ποὺ συνιστᾶται νὰ ἀποφευχθεῖ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ λατρευτικὴ ἐπικοινωνία ἰδίως σὲ ἀλλότριο χῶρο λατρείας.
Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι τὰ Ὀρθόδοξα μέλη σὲ μιὰ οἰκογένεια ὀφείλουν νὰ δίδουν μαρτυρία Ἀληθείας μὲ τὸ παράδειγμά τους περισσότερο, μὲ κατανόηση, ἀγάπη καὶ ὑπομονή, παρὰ μὲ τὰ λόγια. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ προσωπικὴ προσευχὴ γιὰ τὰ μὴ ὀρθόδοξα μέλη πρέπει νὰ ἐκπηγάζει εἰλικρινὰ ἀπὸ καρδίας μήπως δώσει ὁ Κύριος ἐπίγνωση καὶ ἐπιστροφὴ στὸν πατρικὸ Οἶκο.
Ἡ διαφορὰ στὴν πίστη δὲν ἐμποδίζει κάθε ἄλλη ἀπὸ κοινοῦ δραστηριότητα τῆς ζωῆς σὲ πνεῦμα οἰκογενειακῆς ἀγάπης καὶ θαλπωρῆς. Σὲ κατηγορίες ἤ εἰρωνίες, τὰ Ὀρθόδοξα μέλη ὀφείλουν νὰ δεικνύουν ἀνωτερότητα καὶ νὰ μὴν ἀνταποδίδουν κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Σὲ προκλήσεις γιὰ τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεως χρειάζεται ἡ διάκριση γιὰ τὸ τὶ λέγουμε, πότε τὸ λέγουμε καὶ πῶς τὸ λέγουμε.
Νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ διάκριση καὶ θὰ μᾶς καταπέμπει τὰ ἀναγκαῖα, ὅταν διατελοῦμε σὲ κατάσταση πνευματικῆς ἐγρηγόρσεως.
3. Αὐτοὶ ποὺ ἑνώνονται στὴν Ἐκκλησία μας, εἴτε προερχόμενοι ἀπὸ τὴν «ἐπίσημη Ἐκκλησία» εἴτε ἀπὸ τὸν Παπισμὸ ἤ Προτεσταντισμό, ἀντιμετωπίζουν τὴν ὑποχρέωση νὰ τηρήσουν τοὺς Ὀρθόδοξους κανόνες νηστείας. Ποιά συμβουλὴ δίδετε γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσετε στὴν ἐκπλήρωση τοῦ Χριστιανικοῦ αὐτοῦ καθήκοντος;
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἰσχυρὰ βοηθήματα ποὺ μᾶς ἔχουν δοθεῖ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ προοδεύσουμε στὴν ἐν Χριστῶ ζωὴ εἶναι ἡ νηστεία, διότι ἀποτελεῖ ὁδὸ καὶ μέσον γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς θεώσεως καὶ σωτηρίας τοῦ ὅλου ἀνθρώπου.
Γι’ αὐτὸ καὶ μόνον σοβαρὴ ἀσθένεια δύναται νὰ τὴν μετριάσει, μὲ ὑπόδειξη βεβαίως εὐλαβοῦς ἰατροῦ καὶ κατόπιν συμβουλῆς τοῦ Πνευματικοῦ πατρὸς ἑκάστου.
Ἡ νηστεία δὲν εἶναι μιὰ μορφὴ ἁπλῆς δίαιτας, γιὰ λόγους ὑγείας καὶ εὐεξίας τοῦ ὀργανισμοῦ, ἄν καὶ ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν διάσταση. Οὔτε ἀποτελεῖ κάποιο ἠθικὸ ἐπίτευγμα, ἕνα μέσο κυριαρχίας ἐπὶ τῶν ἐνστίκτων, κάτι ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μόνον θέληση καὶ προσπάθεια.
Ἡ νηστεία εἶναι κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. Ἀποτελεῖ μία ἔμπρακτη ἐκδήλωση μετανοίας, φανερώνει τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν θεία Ἐντολή, ἐκφράζει τὴν ταπείνωση τοῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζει τὴν ἀνεπάρκειά του, ὥστε νὰ δεχθεῖ τὴν δωρεὰ τῆς Χάριτος καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ ψυχοσωματικὰ σὲ ὕπαρξη ἀνοικτὴ στὴν θεία Ἐνέργεια.
Ἡ ἡμέρα ἤ ἡ περίοδος τῆς νηστείας εἶναι συνδεδεμένη ἀπαραιτήτως μὲ τὴν ἔνδειξη φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης πρὸς τὸν πλησίον, διότι διαφορετικὰ χάνει τὴν ἀξία καὶ δύναμή της.
Χωρὶς τὴν νηστεία δὲν ἔρχονται εὔκολα δάκρυα μετανοίας. Χωρὶς νηστεία καὶ ταπείνωση δὲν δύναται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀνέλθει στὴν κλίμακα τῆς ὄντως ἱερᾶς προσευχῆς. Ἡ νηστεία συνδεδεμένη μὲ τὴν προσευχὴ ἀποτελοῦν, σύμφωνα μὲ τὸν Κύριό μας (βλ. Ματθ. 17:21), τὸν τρόπο ἐκδιώξεως τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Οἱ δαίμονες δὲν φοβοῦνται τὸν ἄνθρωπο ὅσο ἡ πίστη του εἶναι θεωρητικὴ καὶ ἀρκεῖται μόνον στὰ λόγια περὶ Θεοῦ καὶ σωτηρίας. Τρέμουν ὅμως καὶ φυγαδεύονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζει τὴν πίστη του στὴν πράξη καὶ ὅταν ἀποδύεται σὲ ἀγῶνα προσευχῆς καὶ νηστείας.
Ἡ νηστεία, σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἔχει ἴδια ἡλικία μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, διότι εἶναι ἡ ἐντολὴ ποὺ δόθηκε στοὺς Πρωτοπλάστους στὸν Παράδεισο. Ὅμως, αὐτοὶ δὲν τὴν ἐτήρησαν καὶ ἐξεβλήθησαν τοῦ Παραδείσου. Ἄν λοιπὸν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπανέλθουμε εἰς αὐτόν, δὲν ἔχουμε ἄλλον τρόπο παρὰ διὰ μέσου τῆς νηστείας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν παρακάμψουμε.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μεγάλος Ὅσιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας τὸν ΙΘ’ αἰῶνα Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε, ὅτι ὅποιος δὲν νηστεύει, αὐτὸς δὲν εἶναι Χριστιανός!
Ὅσο δύσκολη κι ἄν φαίνεται ἡ νηστεία γιὰ κάποιον ποὺ συνήθισε νὰ εἶναι κρεατοφάγος καὶ γενικῶς νὰ καταλύει τροφὲς ἀρτύσιμες, μὲ τὴν θεία ἐνίσχυση καὶ βοήθεια, ὅταν τὴν ζητήσει εἰλικρινὰ καὶ ἀπὸ καρδίας, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀποφασιστικὴ προσπάθεια, ἡ ἐντολὴ αὐτὴ γίνεται ὄχι μόνον δυνατὴ καὶ ὠφέλιμη, ἀλλὰ καὶ εὔκολη καὶ εὐχάριστη.
4. Ὑπάρχει ἕνα μεγάλο πρόβλημα στὸ ἐξωτερικὸ μὲ τοὺς μικτοὺς γάμους· οἱ στατιστικὲς δείχνουν ὅτι στοὺς ἕνδεκα μικτοὺς γάμους, οἱ ὁποῖοι τελοῦνται στὴν «ἐπίσημη ἐκκλησία», μόνον μία οἰκογένεια δὲν καταλήγει νὰ μεταστραφεῖ στὸν Παπισμό. Τί πρέπει νὰ κάνει ἕνα μέλος μιᾶς τέτοιας οἰκογένειας, ὅταν αὐτὸς/αὐτὴ πεισθεῖ εἰλικρινὰ ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς;
Τὸ πρόβλημα τῶν μικτῶν γάμων εἶναι πολὺ ἔντονο στὴν ἐποχή μας, ὄχι μόνο στὴν λεγόμενη διασπορά, ἀλλὰ καὶ στὰ παραδοσιακὰ ὀρθόδοξα χριστιανικὰ κράτη. Μόλις πρόσφατα ἄκουσα σὲ συνέντευξη ὑψηλοβάθμου κληρικοῦ, ὅτι στὴν Ἀμερική, στὴν ἐκεῖ ἑλληνικὴ ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (βαθύτατα οἰκουμενιστική), τὸ 85 % τῶν τελουμένων γάμων εἶναι μικτοί, ἤ ὅπως λέγονται στὴν ἐκεῖ ὁρολογία interfaith marriages.
Ὁ λεγόμενος μικτὸς γάμος ἑνὸς μέλους ποὺ ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἕτερο μέλος ποὺ ἀνήκει σὲ κάποια αἵρεση, εἶναι ὡς γνωστὸν ἀπαγορευμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας διὰ τοῦ 72ου Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ μὴ ἀνήκοντες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχουν μυστηριακὴ χάρη, καὶ μάλιστα τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Ὁ Γάμος ἐπιτρέπεται μόνον κατόπιν μεταστροφῆς τοῦ ἑτεροδόξου μέλους στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ ἡ μεταστροφὴ πρέπει νὰ εἶναι συνειδητή, καὶ ὄχι λόγῳ ἀνάγκης. Διότι, πῶς μποροῦν νὰ λάβουν κοινὴ εὐλογία καὶ νὰ μοιρασθοῦν τὰ πάντα στὴν ζωή τους ἀπὸ κοινοῦ, σὰν μία σάρκα, δύο ἄνθρωποι, ἕνας ἄνδρας καὶ μία γυναίκα, οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦν στὸ πρῶτο καὶ κύριο, δηλαδὴ στὴν ὀρθὴ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ καὶ αἰωνίου σωτηρίας; Πῶς μποροῦν νὰ συναφθοῦν σώματα, ὅταν ἀντιμάχονται οἱ ψυχές;
Στὴν ἐποχή μας, ἡ δῆθεν κατ’ οἰκονομίαν ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων ἀπὸ τὶς Οἰκουμενιστικὲς κατ’ ὄνομα ὀρθόδοξες δικαιοδοσίες τοῦ Νέου ἤ τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, στηρίζεται ἀκριβῶς στὸ ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα διαμορφωθὲν Οἰκουμενιστικὸ κλῖμα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται πλέον λόγος γιὰ αἱρετικοὺς ἤ σχισματικούς, ἀλλὰ γιὰ δῆθεν «βαπτισμένους Χριστιανοὺς ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν». Μία ἀπὸ τὶς κακοδοξίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὅτι διευρύνει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας πέραν τῶν Κανονικῶν-Ὁμολογιακῶν, στὰ λεγόμενα «βαπτισματικά», μὲ ἀναγνώριση κάθε εἴδους βαπτίσματος τὸ ὁποῖο τελεῖται στὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀσχέτως ὑπάρξεως ὀρθῆς Πίστεως, μυστηριακῆς ὑποστάσεως, ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ τρόπου καὶ τύπου τελέσεώς του. Καὶ τοῦτο διότι, σὺν τοῖς ἄλλοις, οἱ λεγόμενες ἐπίσημες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἔχουν νοθεύσει τὸν τύπο τοῦ Βαπτίσματος, ἐκτὸς σπανίων ἐξαιρέσεων, κατ’ ἐπίδρασιν προφανῶς τῆς πρακτικῆς τῶν αἱρετικῶν.
Ἄν λοιπὸν ἕνα μέλος ζεύγους, τὸ ὁποῖο συνδέθηκε μὲ ἀντικανονικὸ μικτὸ γάμο, ἐπιθυμεῖ νὰ προσέλθει καὶ νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Γνησία Ὀρθοδοξία, θὰ πρέπει νὰ ἐξετασθεῖ προσεκτικὰ ἡ περίπτωσή του ἀπὸ τὸν ἐντεταλμένο Πνευματικὸ πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Ἐπίσκοπό του, προκειμένου νὰ ὁρισθεῖ ἡ ἀπαιτούμενη διαδικασία ἐντάξεως. Ἐπ’ αὐτοῦ δὲν παρέχεται ἕνας γενικὸς τύπος, ἀλλὰ τὸ θέμα ρυθμίζεται κατὰ περίπτωσιν.
5. Ποιὰ εἶναι ἡ ἄποψή σας γιὰ τὴν γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιεῖται στὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ζήτημα τῶν μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων στὶς σύγχρονες γλῶσσες;
Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος μὲ τὴν ἐπινόηση τοῦ σλαβονικοῦ ἀλφαβήτου καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ λατρείας στὴν γλῶσσα τῶν γηγενῶν κατοίκων τῆς Μοραβίας κατὰ τὸν Θ’ αἰῶνα, γνωρίζουμε ὅτι ἀντιτάχθηκαν ἀποφασιστικὰ στὴν λανθασμένη θεώρηση ὅτι ὑπάρχουν δῆθεν «ἱερὲς γλῶσσες» καὶ ὅτι μόνο μέσῳ αὐτῶν λατρεύεται ὁ Θεός. Ὑποστήριξαν ὅτι κάθε λαὸς λατρεύει τὸν Θεὸ στὴν γλῶσσα του, ὅπως τονίζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ (βλ. Ψαλμ. 95:1, Ψαλμ. 116, Μάρκ. 16:17, Φιλιπ. 2:11 κ.λπ.).
Τὸ θέμα τῆς γνώσεως καὶ κατανοήσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ γενικὰ τοῦ λόγου τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κάθε τόπου καὶ κάθε ἐποχῆς εἶναι πράγματι σημαντικό. Ὅμως, τὸ καθοριστικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι γιὰ τὴν ποιότητα τῆς μεταφράσεώς του στὴν μία ἤ τὴν ἄλλη σύγχρονη γλῶσσα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔννοια τῆς κατανοήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀντίληψη.
Ἡ κατανόηση τῆς γλώσσας τῶν ἱερῶν κειμένων στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι θέμα πρωτίστως γνωστικὸ καὶ ἐγκεφαλικό, ἀλλὰ βαθύτατα πνευματικό. Βεβαίως, γιὰ νὰ ἐπέλθει πνευματικὴ κατανόηση, εἶναι ἀνάγκη πρωτίστως νὰ ὑπάρξει γνωριμία μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν διδασκαλία, τὴν κατ’ ἰδίαν μελέτη καὶ τὴν χρήση του στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν Θεία Λειτουργία.
Ἡ ἐπίτευξη αὐτῶν τῶν σκοπῶν προϋποθέτει πράγματι τὴν μετάφραση τῶν ἱερῶν κειμένων στὴν γλῶσσα τῆς κάθε περιοχῆς, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἱεραποστόλων τῆς Πίστεώς μας. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλὸ καὶ εὔκολο ἔργο, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐκπονεῖται μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ διασώζεται ἡ ἱερότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας. Ἡ χρησιμοποιούμενη γλῶσσα στὰ ἱερὰ Κείμενα ὀφείλει νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν πεζὴ καὶ καθημερινή της ἐκδοχή, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ μὲν τὴν καθομιλούμενη γλῶσσα τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ σὲ κάποιο ἀνώτερο καὶ ἱεροπρεπὲς ἐπίπεδο.
Ὅμως, τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ σημαντικὸ εἶναι ὅτι γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ πνευματικὴ καὶ ὄχι ἁπλῶς γνωστικὴ κατανόηση τῶν ἱερῶν Κειμένων, ἡ ἔμφαση πρέπει νὰ δοθεῖ ὄχι τόσο στὴν ἀπόκτηση ἐξωτερικῶν γνώσεων (ἄν καὶ ἡ ἀναγκαία λειτουργικὴ Κατήχηση δὲν δύναται νὰ παραβλεφθεῖ), ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν ἀποδεκτῶν-ἀκροατῶν, δηλαδὴ στὸ ἐπίπεδο καθάρσεώς τους ἀπὸ τὰ πάθη καὶ διανοίξεώς τους στὴν θεία Χάρη.
Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ τοῦτο, ὁ πιστὸς ἄνθρωπος εἶναι ἀπαραίτητο νὰ μὴν εἶναι παράλληλα ἀνοικτὸς στὸν ἄμεσο ἐπηρεασμὸ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, στὰ νοήματα καὶ τὶς πλεκτάνες του, στοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐκεῖνος σπέρνει γιὰ νὰ τὸν ἀποπροσανατολίσει. Εἶναι δηλαδὴ ἀνάγκη νὰ γνωρίζει κατὰ κάποιον τρόπο, μὲ τὴν βοήθεια ἐμπείρου Πνευματικοῦ πατρός, τὴν νηπτικὴ-ἡσυχαστικὴ μέθοδο ἀποδιώξεως τῶν κακῶν λογισμῶν καὶ προφυλάξεως τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ ἐμπαθῆ νοήματα, προκειμένου νὰ διατηρεῖ καθαρὸ τὸ ἔσοπτρο (τὸν καθρέπτη) τῆς ψυχῆς του, ὥστε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ γίνεται κατανοητὸς μέσα του, ὄντως νὰ σπείρεται, νὰ προσλαμβάνεται καὶ νὰ ἀφομοιώνεται.
Αὐτὸ ποὺ προσλαμβάνουμε, ἡ θεία σπορά, χρειάζεται καλλιέργεια γιὰ νὰ δώσει καρπό, διότι δὲν πρόκειται γιὰ κάποια πρόχειρη καὶ εὔκολη διεργασία, ἀλλὰ γιὰ ἐπίπονη καὶ εὐαίσθητη. Γιὰ νὰ ριζώσει καὶ καρποφορήσει ἐντός μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ χρειάζεται ἐργασία εἰς βάθος μὲ ἀγῶνα καὶ προσευχή. Γιὰ νὰ παραμείνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ γιὰ νὰ ἀποφέρει πλούσια καρποφορία, ἀπαιτεῖται ἡ μὴ προσκόλλησή μας στὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, στὰ χρήματα, στὶς ἡδονές, στὸ κοσμικὸ φρόνημα, στὰ πάθη. Διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐχθρικὰ καὶ ἀποξενώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δυνατότητα κατανοήσεως καὶ προσλήψεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ βεβαίως ἐφαρμογῆς του.
Μὲ προσοχὴ καὶ ἐπιμονὴ ὁ πιστὸς καὶ φρόνιμος δοῦλος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει τὴν χάρη μέσα στὴν ἁγία ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας νὰ κατανοεῖ τὰ λεγόμενα καὶ τελούμενα καὶ νὰ αὐξάνει σὲ θεία γνώση καὶ αἴσθηση. Ἄρα, τὸ πρόβλημα μὴ κατανοήσεως τῆς γλώσσας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔγκειται στὴν καλὴ ἤ ὄχι μετάφραση στὴν σύγχρονη ἐκδοχὴ αὐτῆς κάθε τόπου καὶ περιοχῆς, ἀλλὰ ἑστιάζεται ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς πρὸς τὴν πνευματική του πρόοδο καὶ ἀντιληπτικότητα. Χρειάζεται βαθιὰ ἀλλαγὴ καὶ πνευματικὴ καλλιέργεια μέσα μας, γιὰ νὰ κατανοοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν φυλάσσουμε καὶ νὰ τὸν τηροῦμε αἴσια καὶ καρποφόρα.
6. Ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι -εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη θάρρους εἴτε ἀπὸ μία λανθασμένη κατανόηση τῶν Ἁγίων Πατέρων- ἤ παραμένουν στὴν «ἐπίσημη Ἐκκλησία» ἤ ἁπλῶς δὲν μνημονεύουν (ἀποτειχίζονται) μετὰ τὴν λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης (Κολυμβάρι, 2016). Ἐντούτοις, δὲν ἀποφασίζουν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, διότι ὅταν ἦταν σὲ κοινωνία μὲ τὴν Οἰκουμενιστικὴ ἱεραρχία εἶχαν ἐμπειρία τῆς δράσεως τῆς θείας Χάριτος (γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἐδέχοντο τὸ Βάπτισμα διὰ καταδύσεων σὲ περίπτωση μεταστροφῆς ἀπὸ τὸν Παπισμό). Πῶς βλέπετε αὐτὸ τὸ θέμα;
Ὑπάρχουν πράγματι κάποιοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι μετὰ μάλιστα τὴν σύνοδο τῶν Οἰκουμενιστῶν στὴν Κρήτη τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, προβαίνουν στὴν ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας της, ἀλλὰ πιστεύουν ἐσφαλμένα ὅτι αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὴν κοινωνία τους μὲ τοὺς κακοδόξους, στὴν προοπτικὴ ὅτι κάποτε στὸ μέλλον θὰ συγκληθεῖ ἄλλη δῆθεν ὀρθόδοξη σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ διορθώσει τὶς λανθασμένες ἐκφράσεις κάποιων κειμένων τῆς συναθροίσεως στὴν Κρήτη. Αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ εἶναι ἀσυνεπὴς καὶ συνιστᾶ ἐν γνώσει κοινωνία μὲ τοὺς κακοδόξους, κάτι τὸ ἀπορριπτέο καὶ καταδικαστέο ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (βλ. Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, Ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς κ.λπ.).
Εἶναι καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ παραμένουν σὲ Ἀποτείχιση, μερικὴ ἤ ὁλική, ἀλλὰ δὲν δίνουν βαρύτητα στὸ Ἡμερολογιακὸ θέμα· αὐτοί, ἄν καὶ πεπεισμένοι Ἀντι-οικουμενιστές, ἀδυνατοῦν νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ πασιφανές, ὅτι ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία, ἡ ὁποία καταδικάσθηκε ἀπὸ Πανορθοδόξους Συνόδους τοῦ ΙΣΤ’ αἰῶνος, ἐφαρμόσθηκε τὸ 1924 ἀντικανονικῶς, μονομερῶς καὶ παρανόμως ἀπὸ μερικὲς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, παρὰ τὴν ἀντίδραση τῶν λοιπῶν, εἰς ἐκπλήρωσιν τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1920, πρὸς ἐπίτευξιν συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ καταστεῖ ὁρατὴ ἡ δῆθεν ὑπάρχουσα ἀόρατη ἑνότητα μεταξύ τους.
Ἀλλὰ τὸ Ἡμερολογιακὸ θέμα εἶναι ἀδιάσπαστα συνδεδεμένο μὲ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔγινε μὲ δική του ἔμπνευση, χάριν αὐτοῦ, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθεῖ καὶ νὰ θεωρηθεῖ ὡς θέμα ἐπουσιῶδες καὶ ἀδιάφορο. Ἡ κατανόηση αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως εἶναι θέμα πληροφορίας ὄχι διανοητικῆς, ἀλλὰ καρδιακῆς. Οἱ εἰλικρινεῖς καὶ ταπεινοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὄντως ἐραστὲς τῆς Ἀληθείας, πιστεύω ὅτι λαμβάνουν θεία πληροφορία καὶ προσεγγίζουν τὴν Ἐκκλησία μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἡ ὁποία διακρατεῖ τὴν «ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς Πίστεως ὁμολογίαν» (Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς) μὲ ἐκκλησιολογικὴ πληρότητα καὶ καθολικότητα.
Ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη στὴν ἀνόθευτη μορφή της, καὶ ἡ κανονικὴ βεβαίως ἀποστολικὴ διαδοχή, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Μυστηριακὴ πληρότητα καὶ μάλιστα ἡ Θεία Εὐχαριστία, δηλ. ὁ ὅλος καὶ ἀκέραιος Χριστός, μὲ τὸν ἄπειρο πλοῦτο τῶν θείων δωρεῶν Του καὶ τὴν ἄπειρη δύναμη καὶ ἀγαθότητά Του, ὥστε νὰ πραγματοποιεῖται ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁλοκληρωτικὴ ἕνωση μαζί Του.
Ὅπου ἡ Ὁμολογία τῆς Πίστεως ἀλλοιώνεται, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν κακοδοξία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τότε πλήττονται ταυτοχρόνως καὶ ἡ ἐκκλησιαστικότητα καὶ ἡ μυστηριακὴ πληρότητα, διότι αὐτὰ εἶναι ἀλληλένδετα καὶ ἀδιαχώριστα. Ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὁδηγεῖ σὲ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία (βλ. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου, § 3).
Ἡ σωτηριώδης Χάρη, οἱ Ἄκτιστες Ἐνέργειες, παρέχονται μόνον στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία διατηρεῖ-διακρατεῖ τὴν Πίστη ἀναλλοίωτη καὶ τὴν Παράδοση ἀνόθευτη. Σωτηρία σημαίνει μετοχὴ στὶς θεῖες Ἐνέργειες, μὴ ἐκδηλούμενες ὅμως ὅπου ἐπικρατοῦν κακοδοξίες λόγῳ ὑπερηφανίας καὶ πλάνης τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν τὰ παραδεδομένα ὡς φύλακες, μὲ ὑπακοή, ταπείνωση καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ στὸ ὄνομα μιᾶς ψευδοῦς ἀγάπης, χωρισμένης ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, κατασκευάζουν δικές τους ἐπινοήσεις καὶ θεωρίες περὶ Ἐκκλησίας καὶ Σωτηρίας, ἀσύμφωνες καὶ ἀντίθετες πρὸς τὴν διαχρονικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Τοῦτο βεβαίως καλὸν εἶναι καὶ ἀσφαλὲς νὰ διακηρύσσεται διαπιστωτικῶς καὶ τελεσιδίκως ἀπὸ Μεγάλη Γενικὴ Σύνοδο τῶν ἀληθινῶν Ὀρθοδόξων Ποιμένων, σύμφωνα μὲ τὴν Κανονικὴ Παράδοση καὶ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἐλέους καὶ τῆς Προνοίας Του γιὰ ὅλη τὴν κτίση, καλεῖ στὴν σωτηρία ἐντὸς τοῦ Μοναδικοῦ Σώματός Του «πάντας ἀνθρώπους». Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς φθάνουν στὴν ἐπίγνωση τῆς Ἀληθείας σταδιακά, καὶ μάλιστα σὲ καιρὸ οἰκουμενικῆς συγχύσεως σὰν τὸν δικό μας. Ἡ πιθανὴ δράση τῆς θείας Χάριτος σὲ χώρους ἀμφιβόλους καὶ πάσχοντας -ἄν μή τι ἄλλο γιὰ τὴν ἀνοχὴ ἤ κοινωνία τους μὲ τοὺς φιλαιρετικοὺς ἤ αἱρετικοὺς- ὅταν αὐτὸ συμβαίνει, σκοπὸ ἔχει προφανῶς νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀποδέκτες αὐτῆς ὄχι σὲ μία ἐπανάπαυση, ὅτι ἔφθασαν στὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ σὲ μία βαθύτερη κατανόηση καὶ μία περαιτέρω ὤθηση, ὥστε νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ ὅπου αὐτὴ ὁμολογεῖται καὶ τηρεῖται ἐπακριβῶς λόγῳ καὶ ἔργῳ. Ὅταν ἀποκτᾶς χάριτι Θεοῦ ἐπίγνωση ὅτι ἐκεῖ ποὺ εἶσαι ὑπάρχει ἄμεση ἤ ἔμμεση συμμετοχὴ στὴν ὁδὸ τῆς ἀποστασίας, τότε πλέον καθίστασαι ὑπεύθυνος γιὰ τὶς ἐπιλογές σου.
Ἡ ἀποκάλυψη τῆς θείας Ἀληθείας στοὺς δεκτικοὺς αὐτῆς δὲν γίνεται βέβαια μὲ τρόπο ἐξαναγκαστικό, ἀλλὰ θεοπρεπῆ καὶ παρακλητικό, γιὰ προσάρτησή τους στὴν ὄντως Ὀρθοδοξία, σὰν σὲ ἀσφαλὲς λιμάνι σωτηρίας στὸ πέλαγος τοῦ παρόντος βίου, μὲ δυνατότητα τέλειας γνώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ μετοχῆς στὶς θεοποιὲς Ἐνέργειές Του.
Εἴθε τοῦτο νὰ συμβεῖ μὲ κάθε καλοπροαίρετο καὶ εἰλικρινῆ ἐρευνητὴ καὶ ἀναζητητὴ τῆς θείας Ἀληθείας καὶ Σωτηρίας, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι νὰ διατηρηθοῦμε ἐν τῇ Χάριτι καὶ νὰ αὐξηθοῦμε ἐν Αὐτῇ!
(Τὰ ἐρωτήματα ὑπέβαλαν πρὸ ἀρκετοῦ καιροῦ πιστοί μας τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς Μοραβίας
στὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη, τῆς ὁποίας ὁ Σεβ. Λαρίσης κ. Κλήμης τυγχάνει Τοποτηρητής.
Γιὰ τὴν παράθεση ἐνταῦθα ὑπέστησαν ἐλαφρὰ διασκευή)