Παραθέτουμε ἐπίκαιρο ἀπόσπασμα ἀπὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἀνατρέπει τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ μεγάλη ζέστη καὶ ὁ καύσωνας τοῦ θέρους ἀποτελοῦν δῆθεν αἰτία ἀποφυγῆς ἐκκλησιασμοῦ. Παράλληλα, μέμφεται ὅσους πιστοὺς πηγαίνουν στὸν Ναό, διότι δὲν φροντίζουν ὅσο θὰ ἔπρεπε γιὰ νὰ φέρουν καὶ ἄλλους μαζί τους, ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπικαλοῦνται διάφορες δικαιολογίες γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν ἐκκλησιασμό. Τὸ ἀπόσπασμα παρατίθεται μόνον στὴν νεοελληνική του ἀπόδοση:

ΓΙ’ ΑΥΤΟ σὲ ὀνόμασε [ἡ Γραφή] «ζύμη». Γιατὶ πραγματικὰ καὶ ἡ ζύμη δὲν ζυμώνει τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ τὸ ὑπόλοιπο φύραμα, τὸ πολὺ καὶ ἀνυπολόγιστο, αὐτὴ ἡ μικρὴ καὶ ἐλάχιστη. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σεῖς, ἄν καὶ στὸν ἀριθμὸ εἶστε λίγοι, γίνεστε ὅμως πολλοὶ καὶ δυνατοὶ στὴν πίστη καὶ στὸ ἐνδιαφέρον ποὺ θέλει ὁ Θεός. Ὅπως λοιπὸν ἡ ζύμη δὲν ἀδυνατεῖ ἐξ αἰτίας τῆς μικρῆς ποσότητος, ἀλλὰ ὑπερισχύει ἐξ αἰτίας τῆς θερμότητος ποὺ περιέχει καὶ τῆς δύναμης τῆς φύσεώς της, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σεῖς θὰ μπορέσετε, ἄν θέλετε, νὰ ἐπαναφέρετε πολὺ περισσότερους στὸ ἴδιο μὲ σᾶς ἐνδιαφέρον [ὡς πρὸς τὸν ἐκκλησιασμό].

    Ἄν ὅμως προβάλλουν σὰν πρόφαση τὸ καλοκαίρι –γιατὶ πραγματικὰ ἀκούω νὰ λέγουν καὶ αὐτά, ὅτι εἶναι τώρα ὑπερβολικὴ ἡ ζέστη, ὁ καύσωνας ἀφόρητος, δὲν μποροῦμε νὰ πιεζόμαστε καὶ νὰ στενοχωριόμαστε μέσα στὸ πλῆθος, νὰ περιβρεχόμαστε παντοῦ ἀπὸ τὸν ἱδρώτα καὶ νὰ μᾶς ἐνοχλεῖ ἡ ζέστη καὶ ἡ στενότητα τοῦ χώρου [τοῦ Ναοῦ]- ντρέπομαι γι’ αὐτούς, πιστέψτε με. Διότι οἱ δικαιολογίες αὐτὲς εἶναι γυναικώδεις, ἤ καλύτερα οἱ προφάσεις αὐτὲς δὲν ἀρκοῦν γιὰ συγγνώμην οὔτε στὶς γυναῖκες, στὶς ὁποῖες τὰ σώματα εἶναι πιὸ ἁβρὰ καὶ ἡ φύση πιὸ ἀδύναμη. Ἄν καὶ εἶναι αἰσχρὸ νὰ ἀπαντήσουμε σὲ τέτοια δικαιολογία, ὅμως εἶναι ἀναγκαῖο. Γιατί, ἄν ἐκεῖνοι προβάλλουν τέτοιες προφάσεις καὶ δὲν κοκκινίζουν ἀπὸ ντροπή, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ ντρεπόμαστε ἐμεῖς ποὺ ἀντιλέγουμε σ’ αὐτά.

Τί λοιπὸν μπορῶ νὰ πῶ σ’ αὐτοὺς ποὺ προβάλλουν τέτοιες προφάσεις; Θέλω νὰ τοὺς θυμίσω τοὺς τρεῖς νέους οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν μέσα στὸ καμίνι καὶ στὴν φλόγα, ποὺ βλέποντας τὴν φωτιὰ νὰ τοὺς περικυκλώνει ἀπὸ παντοῦ καὶ νὰ χύνεται στὸ στόμα καὶ στὰ μάτια καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ἀναπνοή τους, δὲν σταμάτησαν νὰ ψάλλουν στὸν Θεὸ τὸν ἱερὸ καὶ μυστικὸ ἐκεῖνον ὕμνο μαζὶ μὲ τὴν κτίση, ἀλλὰ μολονότι βρίσκονταν τότε μέσα στὴν φωτιὰ ἀνέπεμπαν στὸν κοινὸ Κύριο τῶν ὅλων τὴν δέηση πιὸ πρόθυμα καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν σὲ εὐώδη κῆπο (Δαν. 3, 20-33). Καὶ μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς νέους, νὰ τοὺς θυμίσω καὶ τὰ λιοντάρια τῆς Βαβυλῶνος καὶ τὸν [Προφήτη] Δανιὴλ καὶ τὸν λάκκο (Δαν. 6, 10-22). Καὶ ὄχι μόνον αὐτόν, ἀλλὰ θέλω νὰ θυμηθοῦν πάλι καὶ ἄλλο λάκκο καὶ Προφήτη καὶ βόρβορο ποὺ ἔπνιγε τὸν Ἱερεμία μέχρι τὸν λαιμὸ (Ἱερ. 45, 6). Καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τοὺς λάκκους θέλω νὰ ὁδηγήσω αὐτοὺς -ποὺ προβάλλουν σὰν πρόφαση τὸν καύσωνα- μέσα στὴν φυλακὴ [στοὺς Φιλίππους] καὶ νὰ τοὺς δείξω ἐκεῖ τὸν [Ἀπόστολο] Παῦλο καὶ τὸν [μαθητή του] Σίλα, δεμένους στὸ ξύλο, γεμάτους μώλωπες καὶ πληγές, μὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τους καταξεσχισμένο ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πληγῶν, νὰ ὑμνοῦν τὰ μεσάνυχτα τὸν Θεὸ καὶ νὰ κάνουν τὴν ἱερὴ ἐκείνη ἀγρυπνία (Πράξ. 16, 16-33).

Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι παράλογο οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν σὲ καμίνι καὶ σὲ φωτιὰ καὶ σὲ λάκκο καὶ θηρία καὶ βόρβορο καὶ δεσμωτήριο καὶ [τιμωρητικὸ] ξύλο καὶ πληγὲς καὶ φυλακὲς καὶ στὰ ἀφόρητα δεινὰ νὰ μὴν κατηγοροῦν ποτὲ τίποτε ἀπ’ αὐτά, ἀλλὰ μὲ πολλὴ δύναμη καὶ μὲ θερμὴ προθυμία νὰ ἐπιμένουν διαρκῶς στὶς προσευχὲς καὶ στοὺς ἱεροὺς ὕμνους, ἐνῶ ἐμεῖς, χωρὶς νὰ ὑποστοῦμε οὔτε κάποιο μικρὸ οὔτε μεγάλο ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἀριθμήσαμε, ἐξ αἰτίας τοῦ καύσωνα [ἁπλῶς] καὶ τῆς λίγης ζέστης καὶ τοῦ ἱδρῶτα ν’ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία καί, ἀφήνοντας τὸν ἐκκλησιασμό, νὰ περιφερόμαστε ἔξω φθειρόμενοι σὲ συναθροίσεις καὶ παρέες ποὺ δὲν ἔχουν τίποτε ὑγιές; Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δροσιὰ τῶν θείων λόγων καὶ προφασίζεσαι τὸν καύσωνα; «Τὸ ὕδωρ, ὅ [ἐγὼ] δώσω αὐτῷ», λέγει ὁ Χριστός, «γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 4, 14) (Τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνει μέσα του πηγὴ νεροῦ ποὺ θ’ ἀναβλύζει ζωὴ αἰώνια). Καὶ πάλι· «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38) (ὅποιος πιστεύει σὲ ἐμένα, ὅπως εἶπε ὁ Γραφή, θὰ ρεύσουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποτάμια νεροῦ ποὺ χαρίζει ζωή).

Πές μου, ἔχεις πηγὲς καὶ πνευματικοὺς ποταμούς, καὶ φοβᾶσαι τὸν αἰσθητὸ καύσωνα; Στὴν ἀγορὰ ὅμως, ὅπου ὑπάρχει τόσος θόρυβος καὶ στενότητα καὶ πολὺς καύσωνας, πές μου, πῶς [ἐκεῖ] δὲν προβάλλεις τὸν καύσωνα καὶ τὴν ζέστη; Γιατὶ βέβαια δὲν θὰ μποροῦσες νὰ ἰσχυρισθεῖς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖ μπορεῖ ν’ ἀπολαμβάνει κανεὶς πιὸ δροσερὸ ἀέρα, ἐνῶ ἐδῶ ἔχει [δῆθεν] συγκεντρωθεῖ σὲ μᾶς ὅλη ἡ ζέστη. Ἀλλὰ τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο, ἐδῶ καὶ ἀπὸ τὴν πλάκα ποὺ βρίσκεται στὸ δάπεδο καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη κατασκευὴ τοῦ Ναοῦ -ποὺ ἀνέρχεται σὲ μεγάλο ὕψος- ὁ ἀέρας εἶναι πιὸ ἐλαφρὸς καὶ πιὸ δροσερός, ἐνῶ ἐκεῖ [ἔξω] ὑπάρχει παντοῦ πολὺς ἥλιος καὶ μεγάλη στενότητα καὶ καπνὸς καὶ σκόνη καὶ ἄλλα πολὺ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ αὐξάνουν τὴν δυσχέρεια καὶ ἀηδία. Ἑπομένως, εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ παράλογες αὐτὲς προφάσεις εἶναι ἀπόδειξη ραθυμίας καὶ ψυχῆς καταπεσμένης ποὺ στερεῖται τὴν φλόγα τοῦ Πνεύματος.

Αὐτὰ τὰ λέγω τώρα ἀπευθυνόμενος ὄχι τόσο σ’ ἐκείνους, ὅσο σὲ σᾶς ποὺ δὲν τοὺς προσελκύετε, ποὺ δὲν τοὺς ἀφυπνίζετε ἀπὸ τὴν ραθυμία καὶ ἀδιαφορία καὶ δὲν τοὺς ὁδηγεῖτε στὴν σωτήριο αὐτὴ τράπεζα. Καὶ οἱ ὑπηρέτες βέβαια ὅταν πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν μιὰ κοινὴ ὑπηρεσία καλοῦν τοὺς συνδούλους τους, ἐνῶ σεῖς ποὺ πρόκειται νὰ κάμετε τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ὑπηρεσία παραβλέπετε τοὺς ὁμοδούλους σας ποὺ στεροῦνται τὸ κέρδος. Τί λοιπόν, λέγει, ἄν δὲν θέλουν; Κάμε τους νὰ θελήσουν μὲ τὴν συνεχῆ φροντίδα σου! Γιατί, ἄν μᾶς δοῦν νὰ τοὺς προτρέπουμε πιεστικά, ὁπωσδήποτε θὰ θελήσουν. Ἀλλὰ πραγματικὰ αὐτὰ εἶναι δικαιολογία καὶ πρόφαση. Πόσοι λοιπὸν πατέρες βρίσκονται ἐδῶ καὶ δὲν ἔχουν τὰ παιδιὰ μαζί τους; Μήπως σοῦ ἦταν δύσκολο νὰ προσελκύσεις καὶ τὰ παιδιά σου; Ἑπομένως, εἶναι φανερὸ πὼς καὶ οἱ ἄλλοι ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν δική τους ραθυμία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν δική σας ἀδιαφορία μένουν ἐκτὸς τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.  

Ἀλλά, ἄν ὄχι προηγουμένως, τουλάχιστον τώρα ἀφυπνισθεῖτε καὶ ὁ καθένας ἄς εἰσέρχεται στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ δικό του μέλος, διεγείροντας καὶ παρακινώντας γιὰ τὴν ἐδῶ σύναξη ὁ πατέρας τὸν υἱὸ καὶ ὁ υἱὸς τὸν πατέρα, οἱ ἄνδρες τὶς γυναῖκες καὶ οἱ γυναῖκες τοὺς ἄνδρες, τὸ ἀφεντικὸ τὸν ὑπάλληλο, ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφό, καὶ ὁ φίλος τὸν φίλο. Ἤ καλύτερα ὄχι μόνον τοὺς φίλους ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἄς καλοῦμε στὸν κοινὸ αὐτὸ θησαυρὸ τῶν ἀγαθῶν. Ἄν δεῖ τὴν φροντίδα σου ὁ [θεωρούμενος] ἐχθρός σου, ὁπωσδήποτε θὰ παύσει τὴν ἀπέχθειά του ἐναντίον σου.

(Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Ὁμιλία πρὸς τοὺς μὴ ἀπαντήσαντας εἰς τὴν σύναξιν…», ΕΠΕ, τ. 26
[86], Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 551-557· ἡ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ὑπέστη βελτιωτικὴ ἐπεξεργασία)

Scroll to Top