Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
1) Θανάσιμα 2) Συγγνωστὰ 3) τῆς Ἐλλείψεως
(1) Θανάσιμα εἶναι τὰ προαιρετικὰ ἐκεῖνα ἁμαρτήματα, ὁποῦ φθείρουν ἢ τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην μόνην, ἢ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ὁμοῦ καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀποκατασταίνουν ἐκεῖνον ὅπου τὰ κάνει, ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον τῆς κολάσεως.
Ταῦτα τὰ καθολικώτερα εἶναι: Ἡ ὑπερηφάνια, ἡ φιλαργυρία, ἡ πορνεία, ὁ φθόνος, ἡ γαστριμαργία, ὁ θυμὸς καὶ ἡ ακηδία ἤτοι ἀμέλεια. Τῆς μὲν ὑπερηφανίας ἐνέργειαι καὶ ἀποτελέσματα εἶναι ταῦτα: Κενοδοξία, καύχησις, οἴησις, φιλοτιμία, ἀνυποταξία, καταγέλασις, ὑπόκρισις, τὸ πεῖσμα καὶ ἄλλα. Τῆς δὲ φιλαργυρίας ταῦτα: Πλεονεξία, ἀνελεημοσύνη, σκληρότης τῆς καρδίας, κλεψιά, ἁρπαγή, ψεῦδος, ἀδικία, δολιότης, ἐπιορκία, σιμωνία, ἱεροσυλία, ἀπιστία, καὶ τὸ διάφορον τῶν ἄσπρων (τόκος). Τῆς πορνείας ταῦτα: Μοιχεία, ἀρσενοκοιτία, κτηνοβασία, αἱμομιξία, παιδοφθορία, παρθενοφθορία, συγκυλισμός, μαλακία, ἀναίδεια, τύφλωσις τοῦ νοὸς καὶ ἀθεοφοβία. Τοῦ φθόνου ταῦτα: Ἐπιβουλή, ἔχθρα, χαιρεκακία, φιλονεικία, καταλαλιά, ἀπάτη, προδοσία, φόνος, ἀχαριστία, λύπη ἐπὶ τοῖς καλοῖς τοῦ φθονουμένου. Τῆς γαστριμαργίας ταῦτα: Λαιμαργία, μέθη, ἀσωτεία, καρηβαρία, λαγνεία, ἀκηδία καὶ ἄλλα. Τοῦ θυμοῦ ταῦτα: Βλασφημία, μίσος, μνησικακία, φιλονεικία, ἐπιορκία, κατάρα, ὕβρις, μάχη, διαπληκτισμός καὶ φόνος. Τῆς ἀκηδίας ταῦτα: Μικροψυχία, θηλυπρέπεια, λύπη καὶ ἀγανάκτησις διὰ τὸ καλὸν ποὺ ἔχει νὰ κάνῃ, προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, ἀπόγνωσις, ἀπιστία καὶ νοθρώτης καὶ ἔλλειψις τῶν καλῶν ὁποῦ ἐδύνατο νὰ πράξῃ. Σημείωσε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι τὰ θανάσιμα ταῦτα νοοῦνται ὡσὰν πάθη τινὰ καὶ ἕξεις ἐρριζωμέναι εἰς τὴν ψυχήν, ἀφ’ ὧν βλαστάνουν τὰ ἀνωτέρῳ ἀποτελέσματα. Καὶ ὅτι ἄλλα ἐξ αὐτῶν εἶναι μεγαλύτερα καὶ ἄλλα μικρότερα, ἄλλα εἶναι αἴτια τῶν ἄλλων καὶ ἄλλα αἰτιατά, ὡς εἶδες, ὅτι ἀπὸ τὴν γαστριμαργίαν γεννᾶται ἡ λαγνεία καὶ ἡ ἀκηδία καὶ ὅτι ἄλλα ἐξ αὐτῶν γεννοῦν διάφορα ἀποτελέσματα, καὶ ἄλλα γεννοῦν τὰ αὐτά, καθὼς ὁ φθόνος καὶ ὁ θυμὸς γεννοῦν τὸν φόνον καὶ τὴν φιλονεικίαν.
(Ἐξομολογητάριον, σελ.15)
(2) Συγγνωστὰ δὲ εἶναι ἐκεῖνα τὰ προαιρετικὰ ἁμαρτήματα, ὁποὺ δὲν φθείρουν τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην, μηδὲ κατασταίνουν τὸν ἄνθρωπον ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον, εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι ὑποκείμενοι καὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, κατὰ τὸ ρητὸν τοῦ Ἀδελφοθέου: «Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες» ( Ἰάκ. 3, 2). Καὶ τὸ τοῦ Ἰωάννου «Ἐὰν εἴπωμεν, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν» (Α΄ Ἰωάν. 1, 8) καὶ κατὰ τὸν ρκε΄, ρκστ΄, ρκζ΄ Κανόνα τῆς ἐν Καθαργένῃ. Ταῦτα δέ εἶναι κατὰ τὸν Κορέσιον καὶ τὸν Χρύσανθον, ὁ ἀργὸς λόγος, ἡ πρώτη κίνησις καὶ ταραχὴ τοῦ θυμοῦ, ἡ πρώτη κίνησις τῆς ἐπιθυμίας, ἡ πρώτη κίνησις τοῦ μίσους, τὸ παιγνιῶδες ψεῦδος, ὁ κατὰ πάροδον φθόνος, ἤτοι ὁ κοινῶς λεγόμενος ζῆλος (ζήλεια), ὅστις εἶναι λύπη μικρὰ διὰ τὰ καλὰ τοῦ πλησίον, καὶ τὰ ὅμοια. Συγγνωστὰ δὲ γίνονται τὰ ἀνήκοντα εἰς τὸ σῶμα θανάσιμα ἁμαρτήματα, ὅταν ἔλθουν εἰς μόνην τὴν διάνοιαν καὶ τὸν λόγον, δηλ. ἡ θανάσιμος πορνεία, ὅταν συλληφθῇ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διανοίᾳ ἢ καὶ λαληθῇ δι’ αἰσχρολογίας εἶναι συγγνωστή, διὸ καὶ ὁ Ἀδελφόθεος εἶπεν: «Ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα, τίκτει ἁμαρτίαν (συγγνωστὴν δηλαδὴ) ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα (διὰ τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἔργου) ἀποκύει θάνατον». Ὁμοίως καὶ ἡ τῷ λόγῳ ἀνήκουσα θανάσιμος ἐὰν γίνῃ μόνον μὲ τὸν νοῦν, εἶναι συγγνωστή, δηλ. ἡ θανάσιμος βλασφημία, ὅταν γίνεται ἐν μόνῳ τὸ νοῒ ἀκουσίως, εἶναι συγγνωστή. Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, τὰ γινόμενα θανάσιμα εἰς τὰ κατώτερα καὶ χονδρότερα μέρη, ὅταν γίνονται εἰς τὰ ἀνώτερα καὶ λεπτότερα μέρη, εἶναι συγγνωστά.
(Ἐξομολογητάριον, σελ.17)
(3) Ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως ὀνομάζονται ἐκεῖνα τὰ καλὰ ἔργα, ἢ λόγια, ἢ νοήματα, ὁποὺ ἐδύνατο τινὰς νὰ κάνῃ ἢ νὰ νοήσῃ, ὅμως ἀμέλησε καὶ δὲν τὰ ἔκανε, οὔτε τὰ εἶπε, οὔτε τὰ ἐννόησε. Ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως λέγονται, καὶ ὅσα κακὰ ἐδύναντο καὶ εἶχαν τὸν τρόπον νὰ ἐμποδίσουν τινές, λόγῳ ἢ ἔργῳ, καὶ δὲν τὰ ἐμπόδισαν· διὰ τοῦτο καὶ ἐπιτιμῶνται παρομοίως μὲ ἐκείνους, ὅπου τὰ κάνουν, κατὰ τὸν κε’ Κανόνα τῆς ἐν Ἁγκύρᾳ, τὸν οα’ Κανόνα τοῦ Μεγ. Βασιλείου, καὶ τὸν κε’ Κανόνα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ. Ἠξεύρω πολὺ καλά, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ταῦτα τῆς ἐλλείψεως, οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ γνωρίζουν πὼς εἶναι ὅλως ἁμαρτήματα· διότι ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, ὅπου στοχάζονται διὰ ἁμαρτίαν ἄν δὲν ἔκαμαν τὴν τάδε ἐλεημοσύνην, ὅπου ἐδύναντο νὰ δώσουν εἰς τὸν πλησίον, ἢ νὰ κάνουν τὴν τόσην προσευχήν, ἤ ἄλλην ἀρετήν. Ἀλλ’ ὅμως καὶ τοῦτο ἠξεύρω καλώτατα, ὅτι ὁ Θεὸς καὶ διὰ αὐτὰ ἔχει νὰ ζητήσῃ λογαριασμὸν ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως. Ποῖος μᾶς βεβαιώνει; Τὸ παράδειγμα τοῦ ὀκνηροῦ ἐκείνου δούλου, ὅπου εἶχε τὸ ἕνα τάλαντον, καὶ τὸ ἔχωσεν εἰς τὴν γῆ, ὁ ὁποῖος κατεδικάσθη ὄχι διατὶ ἔκαμε καμμίαν ἁμαρτίαν, ἢ ἀδικίαν εἰς τοῦτο, ἀλλ’ ὅτι δυνάμενος νὰ τὸ αὐξήσῃ, ἀμέλησε καὶ δὲν τὸ ηὔξησεν. Μᾶς βεβαιώνει καὶ τὸ παράδειγμα τῶν πέντε μωρῶν παρθένων, αἱ ὁποῖαι κατεκρίθησαν ὄχι δι’ ἄλλο, ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν ἔλλειψιν τοῦ ἐλαίου. Καὶ ἡ παράστασις τῶν ἐξ ἀριστερῶν ἑστώτων ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν νὰ κατακριθοῦν, ὄχι διατὶ ἔκαμαν καμμίαν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ διατὶ ἔλειψαν καὶ δὲν ἠλέησαν τὸν ἀδελφόν τους: «Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25, 42).
(Ἐξομολογητάριον, σελ. 19