Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης (1910-1973)

Ἐπὶ τῇ συμπληρώσει 50 ἐτῶν ἀπὸ τῆς μακαρίας Κοιμήσεώς του

Ὁ Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος, κατὰ κόσμον Χρῆστος Νασλίμης, γεννήθηκε στὸν Βόλο τὸ ἔτος 1910. Οἱ γονεῖς του, Ἐμμανουὴλ καὶ Εὐαγγελία, ἐκοιμήθησαν νωρὶς ὅταν αὐτὸς ἦταν τριῶν ἤ πέντε ἐτῶν, καὶ τὴν ἀνατροφὴ τοῦ ὀρφανοῦ ἀνέλαβε ἡ εὐσεβὴς θεία του Γλυκερία, μία ἀφιερωμένη ψυχὴ ποὺ ζοῦσε στὸν κόσμο, στὸν συνοικισμὸ Παλαιῶν.

Αὐτὴ μετέδωσε στὸν μικρὸ Χρῆστο τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς εὐσεβείας, τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς τιμιότητος καὶ ἐργατικότητος. Ὅμως, ἡ θετὴ μητέρα τοῦ Χρήστου ἐκοιμήθη ὅταν αὐτὸς εἶχε φθάσει στὴν ἐφηβεία. Παρὰ τὴν δεύτερη ὀρφάνια του, αὐτὸς ὡς φιλομαθὴς καὶ θαρραλέος περάτωσε τὴν ἐκπαίδευσή του καὶ φοίτησε σὲ Ἐμπορικὴ Σχολή, ἐργαζόμενος παραλλήλως σὲ παραγγελιοδοχικὰ γραφεῖα τοῦ Βόλου, καὶ τελειοποιούμενος στὴν γνώση τῆς ἀγγλικῆς καὶ γαλλικῆς γλώσσης. Σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν βρῆκε νέα ψυχομητέρα, τὴν κα Ἀσπασία, ἡ ὁποία πρόσφατα τότε εἶχε χάσει τὸν μονάκριβο γυιό της καὶ τελικὰ ἐκοιμήθη τὸ 1952 ὡς Μοναχὴ Ἐλευθερία.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, περὶ τὰ 1930, ὁ Χρῆστος Νασλίμης συνδέθηκε μὲ τὴν δημιουργηθεῖσα Ἐνορία τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου στὸν Βόλο, πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ συνέγραψε μάλιστα Πραγματεία περὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου. Ἔκτοτε ἀφιέρωσε ὅλη του τὴν ζωὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ μάλιστα στοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τοὺς ὁποίους ὁλόψυχα ὑπηρέτησε.

Ἤδη ἀπὸ τὸ 1931 ἀρθρογραφοῦσε στὸν τύπο, τοπικὸ καὶ ἐκκλησιαστικό, ἐπὶ θρησκευτικῶν θεμάτων, μὲ σπάνια σοβαρότητα καὶ ἐμβρίθεια, μὲ τρόπο καὶ λεκτικὸ ἄψογο καὶ χάρη ἀπαράμιλλη. Τὰ κείμενά του, τὰ ὁποῖα ἀνέρχονται σὲ πολλὲς δεκάδες ἤ καὶ ἑκατοντάδες, εἴτε σύντομα εἴτε ἐκτενῆ, ἀσχολοῦνται μὲ πλούσια καὶ εὐρεία ἐκκλησιαστικὴ θεματολογία καὶ καλύπτουν ἐπαρκῶς οὐσιαστικὲς ἐκκλησιαστικὲς καὶ ποιμαντικὲς ἀνάγκες.

Ὁ νεαρὸς Χρῆστος συνδέθηκε μὲ τὴν οἰκογένεια τῶν Ἀδελφῶν Ζωγράφου (Θεοδοσίου καὶ Γλυκερίας), στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας τῶν ὁποίων εὑρίσκετο ὁ Ναὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ἀνετέθη ἡ ἔκδοση τῶν πολύτομων Ἑρμηνευτικῶν Ὑπομνημάτων στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τὶς λοιπὲς Καθολικὲς Ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὰ ὁποῖα εἶχε συγγράψει ὁ κεκοιμημένος Ἀδελφός τους Θεόδωρος († 1921), Καθηγητὴς Θεολογίας, καθὼς καὶ τόμους Κυριακοδρομίων. Ἡ ἀπαιτητικὴ αὐτὴ ἔκδοση ἀποτέλεσε ἕναν πραγματικὸ ἆθλο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ποὺ ἀπεδείκνυε τὶς ἱκανότητες, τὴν συγκρότηση ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ τοῦ νεαροῦ ἀκόμη Χρήστου Νασλίμη.

Ὁ Θεοδόσιος Ζωγράφος τὸν κατέστησε ἐπίσης στὴν Διαθήκη του διαχειριστή, ὁμοῦ μὲ ἄλλα δύο πρόσωπα, τοῦ Ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς διωρόφου οἰκίας πρὸ αὐτοῦ, καὶ ἀκόμη τοῦ κληροδότησε τὴν ἐγκυκλοπαιδική τους βιβλιοθήκη, θεωρῶν τοῦτον «πνευματικὸν υἱόν» του.

Ὁ νεαρὸς Χρῆστος Νασλίμης ἦταν ὄντως εὐρυμαθέστατος, μὲ πνεῦμα σπινθηροβόλο, καὶ μὲ μία τεράστια μνήμη. Ἐμπλούτιζε δὲ τὶς γνώσεις του διαρκῶς μὲ τὴν ἱερὰ μελέτη. Ἀρκετὰ ἀργότερα, τὸ 1946, ὡς Κληρικός, εἰσήχθη καὶ ἐφοίτησε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, χωρὶς ὅμως νὰ περατώσει τὶς σπουδές του καὶ νὰ καταστεῖ πτυχιοῦχος, λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν Παλαιοημερολογίτης!

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1936 ὁ Χρῆστος Νασλίμης κατῆλθε στὴν πρωτεύουσα γιὰ νὰ συμμετάσχει ὡς ἀντιπρόσωπος Παραρτήματος Βόλου στὸ Πανελλήνιο Συνέδριο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Μαρίνης Πειραιῶς. Τότε ὅμως ἦταν ποὺ κυριολεκτικῶς «συνελήφθη», γιὰ νὰ μὴ διαφύγει, ἀπὸ τοὺς προσχωρήσαντας πρὸ ἔτους στὸ Πάτριο Ἡμερολόγιο Ὁμολογητὰς Ἀρχιερεῖς Δημητριάδος Γερμανὸ (Μαυρομμάτη) καὶ Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο (Καβουρίδη), καὶ ἀφοῦ ἐκάρη Μοναχὸς ἀπὸ τὸν Πνευματικό του πατέρα Ἀρχιμ. π. Ἀκάκιο Παππᾶ, τὸν μετέπειτα Ἐπίσκοπο Ταλαντίου, λαβὼν τὸ ὄνομα Χρυσόστομος, χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος (18-6-1936) ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανὸ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κερατέας Ἀττικῆς, προχειρισθεὶς καὶ Πνευματικός, καὶ ἀργότερα (Μάϊος 1937) Ἀρχιμανδρίτης. Ἦταν ὁ πρῶτος Κληρικὸς ποὺ χειροτονήθηκε γιὰ τὸν Ἱερὸ Ἀγῶνα ἀπὸ τοὺς ἀναλαβόντας αὐτὸν Ἀρχιερεῖς καὶ ἀπετέλεσε ἔτσι τὴν ἀπαρχὴ τοῦ ὑπὸ Παλαιοημερολογιτῶν Ἀρχιερέων κατασταθέντος ἱεροῦ Κλήρου τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας μας.

Εἶχε δὲ διορισθεῖ ἐκτὸς ἀπὸ Ἐφημέριος Βόλου καὶ Μαγνησίας, Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Θεσσαλίας, Μακεδονίας καὶ λοιπῆς Ἑλλάδος, καὶ γενικὰ ὅπου δὲν ὑπῆρχε σταθερὸς Ἐφημέριος, καὶ ἔκτοτε ἀπεδύθη σὲ τεράστιο ἔργο λειτουργικό, ποιμαντικό, κατηχητικό, κηρυκτικό, ἐξομολογητικὸ καὶ πνευματικὸ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, διατρέχοντας πρόθυμα τὶς ἐπαρχίες τῆς Πατρίδος μας πρὸς στερέωσιν τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὁ ὑπέρμετρος ζῆλος του συναντοῦσε παράλληλα καὶ ἀντιμετώπιζε τὶς συνεχεῖς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμούς.

Διατηροῦσε ἐπικοινωνία μὲ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, καὶ μάλιστα μὲ τὸν λόγιο Ζηλωτὴ Μοναχὸ Ἀντώνιο (Μουστάκα) Καυσοκαλυβίτη, καὶ ὅποτε τοῦ τὸ ἐπέτρεπε τὸ πρόγραμμά του μετέβαινε στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό.

Ὁ Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Νασλίμης διεκρίνετο γιὰ τὴν ἱεροπρέπεια καὶ σοβαρότητά του, τὴν θυσιαστικότητα καὶ ἀποφασιστικότητά του, τὸ ἰδιαίτερα ἔκδηλο κηρυκτικό του χάρισμα μὲ τὴν καταπληκτικὴ εὐφράδεια καὶ ρητορικότητά του, καὶ γενικὰ γιὰ τὴν θέρμη καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του ποὺ μετέδιδε στὸ Ποίμνιο, κομίζοντας τὴν εἰρήνη καὶ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ τὸ 1938 ἕως τὸ 1943 ὑπηρέτησε στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στὴν Ἀθήνα ὡς Συνοδικὸς Γραμματεύς, ἐφημερεύοντας παράλληλα σὲ Ναοὺς τοῦ κέντρου, καὶ συντείνοντας τὰ μέγιστα στὴν εὐόδωση τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος σὲ ἐποχὴ δύσκολη ἐσωτερικῶν διαστάσεων, ἐξωτερικοῦ διωγμοῦ, πολιτικῶν ἀναταραχῶν, πολέμου, κατοχῆς, πείνας, δυστυχίας κλπ.

Ἐνασχολεῖτο ἐκτὸς ἄλλων καὶ μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ ἐπισήμου Περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπως καὶ μὲ τὴν ἔκδοση καὶ κυκλοφορία τῶν ἐτησίων Ἡμεροδεικτῶν κ.ἄ.. Ἐπίσης, τοῦ ἀνετίθετο ἡ διεκπεραίωση δυσκόλων καὶ εὐαισθήτων ἀποστολῶν, λόγῳ τοῦ κύρους του καὶ τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀρχιερεῖς.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη συνδέθηκε ἐπίσης καὶ διδάχθηκε τὴν ἐκκλησιαστικὴ βυζαντινὴ μουσικὴ ἀπὸ τὸν περίφημο Μουσικοδιδάσκαλο Μοναχὸ Δοσίθεο Κατουνακιώτη τὸν ἀόμματο († 1991), ὁ ὁποῖος ἔψαλλε σὲ Ναοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὴν γλυκύφθογγη λαλιά του.

Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1943 καὶ ἑξῆς εἶχε πλέον ἕδρα τὴν γενέτειρά του πόλη τοῦ Βόλου, ἀπὸ ὅπου μετέβαινε ὅπου τὸ καλοῦσε ἡ ἀνάγκη σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια καὶ κυρίως στὴν Θεσσαλία καὶ Μακεδονία. Ἀξίζει νὰ τονισθεῖ, ὅτι τὸν ἐνδιέφερε πάντοτε ἡ Ἐπαρχία καὶ ἡ ἐνίσχυση καὶ τόνωση τῶν ἀγωνιζομένων πιστῶν της, παρὰ τὸ κέντρο, ὅπου συνήθως συνωστίζονται οἱ περισσότεροι γιὰ ἐπιδίωξη καλυτέρων συνθηκῶν διαβιώσεως καὶ διακονίας.

Ἡ συμβολή του στὴν Ἐκκλησιολογική, Κανονικὴ καὶ Ὀργανωτικὴ σταθεροποίηση καὶ πρόοδο τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος, ἡ ἀπολογητική του δεινότητα στὴν ἀντιμετώπιση ποικίλων ἐκτροπῶν, ἡ προσπάθειά του γιὰ ὑπέρβαση ἐμποδίων καὶ προβλημάτων καὶ γενικὰ ἡ ἑνωτική του γραμμὴ καὶ πορεία, κατέστησαν αὐτὸν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πλέον ἐπιφανεῖς Κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας.

Παρὰ τὴν δυσκολία τῶν καιρῶν μεταπολεμικῶς, συνέστησε στὸν Βόλο τὸν Φιλανθρωπικὸ Σύλλογο «Ἱερὸς Πολύκαρπος» (1950) καὶ ἀργότερα τὴν «Ἁγία Ταβιθᾶ», μὲ πλούσια φιλανθρωπικὴ δράση στὴν ἐνίσχυση ἀναξιοπαθούντων ἀπόρων καὶ ἀσθενῶν. Στὸν μεγάλο διωγμὸ τῶν ἐτῶν 1951-1953 δοκιμάσθηκε καὶ αὐτὸς σκληρά, ἀλλὰ ἀνταπεξῆλθε γενναίως, ἀνταποκρινόμενος μὲ τόλμη καὶ ἐφευρετικότητα στὰ ποιμαντικά του καθήκοντα πρὸς ἐνίσχυσιν τοῦ διωκομένου Ποιμνίου.

Παρὰ τὶς δοκιμασίες ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους, δὲν ἐξετράπη σὲ φανατισμὸ καὶ ἀκρότητες, ἀλλὰ διεκρίνετο γιὰ τὴν μετριοπάθεια, τὴν πνευματικὴ ἰσορροπία, τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν ἀγάπη του. Ἡ δυναμικότητα καὶ πληθωρικὴ ἐκδηλωτικότητά του ἔδιναν κάποτε τὴν ἐντύπωση τῆς αὐστηρότητος, ἀλλὰ ἡ προσπάθειά του ἀπέβλεπε στὴν διαφύλαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν.

Διατηροῦσε εἰλικρινεῖς σχέσεις ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ μὲ τὸν Ὁμολογητὴ Πρωθιεράρχη Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τὸν περιέβαλλε μὲ τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸ πατρικὸ ἐνδιαφέρον του, καὶ μάλιστα ὁ π. Χρυσόστομος Νασλίμης ἦταν ποὺ ἐκφώνησε περίφημο Ἐπικήδειο λόγο κατὰ τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία του (†1955).

Μετὰ τὴν Κοίμηση τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης, τὸ Φθινόπωρο τοῦ 1955, συγκροτήθηκε Ἐκκλησιαστικὴ Ἐπιτροπὴ ἀπὸ Κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας πρὸς διοίκησίν της, μὲ πρώτιστο μέλημα τὴν ἐξεύρεση τρόπου ἀποκτήσεως Ἀρχιερατικῆς καλύψεως. Ὁ Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Νασλίμης συγκαταλεγόταν στὰ Μέλη αὐτῆς καὶ ἀρχὰς τοῦ 1956 προτάθηκε μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιμ. Ἀκάκιο Παππᾶ τὸν Γέροντα ὡς ὑποψήφιος γιὰ τὴν Ἀρχιερωσύνη.

Μάλιστα, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1957, στὸ Β΄ Πανελλήνιο Ἱερατικὸ Συνέδριο, προτάθηκαν ὁμόφωνα ὡς ὑποψήφιοι Ἀρχιερεῖς οἱ Ἀρχιμανδρῖτες Ἀκάκιος Παππᾶς, Χρυσόστομος Νασλίμης καὶ Χρυσόστομος Κιούσης.

Ὁ π. Χρυσόστομος Νασλίμης συνέβαλε στὴν ἀνέγερση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὸν Ριζόμυλο Βελεστίνου καὶ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸν Βόλο.

Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1961, ὁ Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Νασλίμης μαζὶ μὲ τὸν Καθηγούμενο Βίκτωρα Ματθαίου Μοναχό, ἐκδότη τοῦ Μεγάλου Συναξαριστοῦ, καὶ τοὺς λαϊκοὺς θεολόγους Σταῦρο Καραμῆτσο καὶ Παναγιώτη Βρετᾶκο, ἐστάλησαν ὡς Παρατηρητὲς στὴν Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη στὴν Ρόδο, ὅπου κατέθεσαν στοὺς ἀντιπροσώπους τῶν ἐπισήμων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν βαρυσήμαντα Ὑπομνήματα μὲ τὶς θέσεις καὶ προτάσεις τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, προκειμένου νὰ ἐπιλυθεῖ τὸ Ἡμερολογιακὸ θέμα, γιὰ τὴν ἄρση τῆς διαστάσεως καὶ τὴν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν κατάπαυση τῶν ἐναντίον τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἀδίκων διωγμῶν καὶ λοιπῶν εἰς βάρος τους διακρίσεων. Ὅμως, οἱ ἐπίσημες τοπικὲς Ἐκκλησίες εἶχαν ἤδη δρομολογήσει τὴν Οἰκουμενιστικὴ πορεία τους καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν, δυστυχῶς, στὴν κλήση αὐτὴ ἐπαναφορᾶς τους στὴν πραγματικὴ Ὀρθοδοξία. Ἐννοεῖται βεβαίως, ὅτι τέτοιες σωτήριες κλήσεις εἶχαν ἀπευθυνθεῖ πρὸς τοὺς Καινοτόμους καὶ τοὺς κοινωνοῦντας αὐτοῖς καὶ προγενέστερα καὶ μεταγενέστερα, ἀλλὰ ἔμειναν δυστυχῶς χωρὶς ἀνταπόκριση.

Τὸν Μάϊο τοῦ 1962, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χιλῆς καὶ Περοῦ Λεόντιος (Φιλίπποβιτς), τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἦλθε στὴν Ἑλλάδα μὲ μύριες προφυλάξεις, λόγῳ τῶν περιοριστικῶν μέτρων ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἤδη ἀπὸ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1960 χειροτονηθέντα στὴν Ἀμερικὴ ἀπὸ Ἀρχιερεῖς τῆς αὐτῆς Συνόδου Ἐπίσκοπο Ταλαντίου Ἀκάκιο (Παππᾶ), χειροτόνησαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Παιανίας Ἀττικῆς νέους Ἀρχιερεῖς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Μαγνησίας Χρυσόστομο Νασλίμη (21-5-1962), προκειμένου νὰ σχηματισθεῖ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ὑπὸ τὸν Ταλαντίου Ἀκάκιο.

Μετὰ τὴν Κοίμηση τοῦ τελευταίου (Δεκέμβριος 1963), Ἀρχιεπίσκοπος μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες ἐξελέγη ὁ Ἐπίσκοπος Γαρδικίου Αὐξέντιος. Ὁ Μαγνησίας Χρυσόστομος, ὑπέρμαχος τῆς κανονικῆς συγκροτήσεως καὶ τῆς εὐρύθμου λειτουργίας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ὀργανισμοῦ, ἀναλώθηκε ἐπὶ τετραετίαν στὸ διοικητικό, λειτουργικὸ καὶ ποιμαντικὸ ἔργο, κοπιάσας ὑπέρμετρα παρὰ τὶς ποικίλες ἀντιξοότητες, ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές.

Λειτουργοῦσε συνεχῶς, προΐστατο ἱερῶν Πανηγύρεων, τελοῦσε ἱερὰ Ἐγκαίνια σὲ Ναοὺς καὶ Μονὲς σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος, κήρυττε ἀνελλιπῶς καὶ μάλιστα σὲ κάθε σχεδὸν Συνοδικὴ καὶ ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ τελετὴ ἦταν ὁ κύριος Ὁμιλητής, κατ’ ἀνάθεσιν τῶν λοιπῶν Ἀδελφῶν. Ἀγαποῦσε τὸν Μοναχισμὸ καὶ φρόντιζε γιὰ τὴν καλὴ συγκρότηση καὶ μαρτυρία του, καὶ μάλιστα στὶς Γυναικεῖες Μονὲς Ζωοδόχου Πηγῆς Ριζομύλου Βελεστίνου καὶ Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ Χορτοκοπίου Ἐλευθερουπόλεως Καβάλας. Ἔδινε ἔμφαση στὴν νεότητα καὶ φρόντιζε πατρικῶς, ὡς καλὸς Ποιμήν, τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ τὸ Ποίμνιό του εὐρύτερα.

Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία συνοψίζεται στὴν εἰρηνοποιό του διάθεση καὶ συμβολή, ἀκόμη καὶ στὶς πλέον κρίσιμες στιγμὲς τοῦ Ἀγῶνος, ὅταν ἀνθρώπινες μικρότητες ὑπέσκαπταν τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπη, σύμπνοια καὶ πρόοδο. Τοποθετοῦσε τὸ γενικὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας ἐπάνω ἀπὸ τὸ προσωπικό του συμφέρον, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀντιμετώπιζε ἀδικίες καὶ πικρίες. Δὲν ὑπέκυψε στὸν πειρασμὸ τῆς προξενήσεως διαιρέσεως, παρὰ τὸ ὅτι ὠθεῖτο πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἀπὸ στελέχη τοῦ Ἀγῶνος μὲ εὐλογοφανῆ προσχήματα. Ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ προσπάθειες καὶ προτάσεις του γιὰ τὴν καλύτερη ὀργάνωση καὶ ἀνάπτυξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου δὲν εὕρισκαν ἀνταπόκριση, ἀκόμη καὶ ὅταν περιφρονεῖτο, δὲν ἀντιδροῦσε ἀντι-εκκλησιαστικά.

Στὴν πορεία του φθονήθηκε, παρεξηγήθηκε ἤ καὶ κατηγορήθηκε ἀπὸ κάποιους, ὅμως αὐτὸς συνέχισε ἀπτόητος τὴν σταυρικὴ ὁδὸ τοῦ καθήκοντος, τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Ἐπ’ αὐτοῦ ἔχει γραφεῖ χαρακτηριστικὰ ἀπὸ πνευματικά του τέκνα ὅτι, «ὅταν ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μὲ προθυμίαν ἐξετέλει τὸ καθῆκον του. Καὶ ὅταν τὸν ἀπεμάκρυνον, ἀνεχώρει εἰρηνικός, πλήρης ἀγάπης πρὸς ὅλους».

Οἱ κόποι του ὅμως, σωματικοὶ καὶ ψυχικοί, ὑπέσκαψαν τὴν ὑγεία του καὶ προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ σακχαροδιαβήτου, ἕνεκα τοῦ ὁποίου τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1966 ἔπαθε ἡμιπληγία καὶ καθηλώθηκε σὲ ἀναπηρικὸ καροτσάκι. Ἔτσι, σίγησε ἡ μελίρρυτη γλῶσσα του καὶ ἔπαυσε ἡ καρποφόρα πένα του νὰ ἀποτυπώνει καὶ καταγράφει τὰ θεῖα νοήματα. Ἔκτοτε, ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη, δοκιμάσθηκε σκληρὰ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του, τὴν ὁποίαν ὑπέφερε μὲ ἰώβεια ὑπομονή, διδάσκων πλέον μὲ τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τῆς ἐγκαρτερήσεώς του στὴν ἄρση τοῦ δυσκόλου σταυροῦ του.

Ἐκοιμήθη ὁσιακὰ τὴν 13η Ἰουλίου τοῦ 1973, σὲ ἡλικία μόλις 63 ἐτῶν. Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία του ἐψάλη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐξέντιο στὸν Ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸν Βόλο. Ἐγράφη τότε στὸν τοπικὸ τύπο τῆς πόλεως τοῦ Βόλου, ὅτι ὁ μεταστὰς Ἱεράρχης γιὰ ὅσους τὸν εἶχαν γνωρίσει «ὑπῆρξε προσωποποίησις τῆς ἁγνότητος καὶ ὑπόδειγμα ἀρετῆς». Ὁ δὲ τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μας Χρυσόστομος (Κιούσης, † 2010), ἀνέφερε χαρακτηριστικὰ στὸν ἐπικήδειο λόγο του: «Ἀλλὰ κἄν τὰ πυρίπνοα χείλη σου σιγοῦν, ὁμιλεῖ ὅμως ὁ χρόνος· ὁμιλεῖ ὁ σὸς βίος, ὁμιλοῦν τὰ πεπραγμένα».

Ὁ μακαριστὸς Ἱεράρχης Μαγνησίας Χρυσόστομος, ἡ προβολὴ καὶ τὸ σέμνωμα τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος μας, ἐτάφη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς στὸν Ριζόμυλο Βελεστίνου. Ἀργότερα, πραγματοποιήθηκε Ἀνακομιδή του καὶ τὰ ὀστᾶ του ἐφυλάσσοντο ἀπὸ τὸν Αἰδ. π. Γεώργιο Κεπάπογλου, ὁ ὁποῖος διετέλεσε πιστὸ πνευματικό του τέκνο καὶ πολύτιμος συνεργάτης του, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸν Βόλο. Μετὰ πάροδον ἐτῶν, ὁ π. Γεώργιος Κεπάπογλου παρέδωσε τὰ ὀστᾶ τοῦ ἐκλιπόντος Ἱεράρχου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ στὸ Χορτοκόπι Ἐλευθερουπόλεως Παγγαίου, ὅπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα ἀποπνέοντα λεπτὴ εὐωδία, μαζὶ καὶ μὲ τὴν πλούσια Βιβλιοθήκη του, καὶ ἄλλα προσωπικὰ ἱερὰ εἴδη του.

Ἡ μορφὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Μαγνησίας Χρυσοστόμου εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἐμβληματική. Εἴθε ἡ μνήμη του νὰ εἶναι αἰωνία καὶ τὸ παράδειγμά του ὁδηγητικὸ γιὰ ὅλους, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἡ δὲ Μαγνησία δύναται νὰ καυχᾶται δικαίως, διότι ἀνέδειξε ἕναν τέτοιο φωτεινὸ στῦλο Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε καὶ ἀνέδειξε τὸ Ἱερὸ Ἀγῶνα μας μὲ τρόπο μοναδικό!

† Λ.&Π.Κ.

Scroll to Top