Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή μας (1423-1881) η Λάρισα ήταν ουσιαστικά μια τουρκοκρατούμενη πόλη. Η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης της, η μετοικεσία μεγάλου αριθμού τουρκογενούς πληθυσμού από τα βάθη της Μ. Ασίας και ο εξισλαμισμός είχαν υποχρεώσει τον χριστιανικό πληθυσμό της να εγκαταλείψει την πόλη και να εγκατασταθεί σε γειτονικές ορεινές περιοχές.
Λόγω του αφελληνισμού και του αποχριστιανισμού της, οι Οθωμανοί άλλαξαν το όνομά της σε Γενί Σεχίρ, που σημαίνει Νέα Πόλις, δηλ. Νεάπολις. Η νέα αυτή ονομασία επικράτησε μόνον στην επίσημη ορολογία των Οθωμανών, ενώ μεταξύ των κατοίκων της εξακολουθούσε να αναφέρεται ως Λάρισα. Από τους εκατοντάδες ξένους περιηγητές που πέρασαν από τα μέρη μας κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, κανείς δεν αναφέρει στα οδοιπορικά τους την πόλη με την τουρκική της ονομασία.
Περιγραφές της Λάρισας αυτής της περιόδου έχουν διασωθεί αρκετές από ξένους ταξιδιώτες που έφθαναν στην περιοχή μας για διάφορους λόγους. Σαν περιηγητές αρχαιολάτρες, αρχαιοκάπηλοι και περίεργοι ταξιδευτές, περιόδευαν τη Θεσσαλία και ορισμένοι απ’ αυτούς κατέγραφαν σε βιβλία τις εντυπώσεις τους, εκείνοι δε που είχαν καλλιτεχνικό ένστικτο αποτύπωναν όμορφα τοπία των διαδρομών τους. Όλοι ήταν ξένοι, κυρίως Ευρωπαίοι.
Όμως το 1791, εποχή άνθισης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εκδόθηκε στη Βιέννη από τους Δημητριείς[1] το βιβλίο «Γεωγραφία Νεωτερική». Οι συγγραφείς του Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης, άμεσοι συγγενείς (πρώτοι εξάδελφοι), καινοτόμησαν ως προς την γλώσσα που χρησιμοποίησαν. Ήταν το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε στην απλή καθομιλούμενη γλώσσα της εποχής, αποστασιοποιημένο από τη λόγια καθαρεύουσα. Και οι δύο ήταν ιερωμένοι, λόγιοι και συγκαταλέγονται ανάμεσα στις κύριες προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς γεννήθηκε το 1758 στις Μηλιές του Πηλίου από φτωχή οικογένεια. Τα εγκύκλια μαθήματα τα διδάχθηκε στη γενέτειρά του. Το 1778 χειροτονήθηκε διάκονος και μέχρι τον θάνατό του το 1844 παρέμεινε στον ίδιο ιερατικό βαθμό από σεμνότητα. Ήταν μια πολύπλευρη και πληθωρική προσωπικότητα, πολύγλωσσος, με βαθιά μόρφωση. Υπήρξε διδάσκαλος και Σχολάρχης σε πολλές διάσημες Σχολές της εποχής του (Βουκουρέστι, Αμπελάκια, Μηλιές, κ.λπ.), καινοτόμος παιδαγωγός, συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης σημαντικών βιβλίων της περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, συνεπαρμένος από τον πόθο της Παιδείας και της Ελευθερίας του Ελληνικού γένους. Πέραν αυτών, πρωτοστάτησε στην αποτυχημένη Επανάσταση της Θετταλομαγνησίας τον Μάιο του 1821, υπήρξε Έφορος Παιδείας, δηλ. Υπουργός Παιδείας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος επί Καποδίστρια, ίδρυσε και οργάνωσε πολλά σχολεία στην τότε ελληνική επικράτεια και ιδιαιτέρως στις Κυκλάδες. Έκτισε και λειτούργησε μαζί με τον συμπατριώτη του λόγιο αρχιμανδρίτη Άνθιμο Γαζή την περίφημη Μηλιώτικη Σχολή και μέχρι την ημέρα του θανάτου του σε ηλικία 86 ετών συνέχιζε να διδάσκει.
Ο Δανιήλ Φιλιππίδης γεννήθηκε και αυτός στις Μηλιές περί το 1750 από εύπορη οικογένεια. Όπως και ο Κωνσταντάς, σε πολύ νεαρή ηλικία χειροτονήθηκε ιερομόναχος και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στην Αθωνιάδα Σχολή, στη Χίο και το Βουκουρέστι. Το 1784 εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο όπου δίδαξε στην εκεί Αυθεντική Σχολή. Επισκέφθηκε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και γνώρισε σπουδαίες πνευματικές προσωπικότητες. Έζησε πολλά χρόνια στις παραδουνάβιες περιοχές και έγραψε την “Ιστορία της Ρουμουνίας” (Ρουμανίας) και το “Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας”, τα οποία εκδόθηκαν στην Λειψία το 1816. Για τα έργα του αυτά θεωρείται από τους Ρουμάνους ως ο εθνικός ιστορικός τους. Λόγω της ελληνικής επανάστασης ο Φιλιππίδης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στις Μηλιές, οι οποίες απελευθερώθηκαν αργότερα (1881) και άφησε την τελευταία του πνοή στη Βεσσαραβία της Μολδαβίας το 1832.
Στον Α΄ τόμο της “Νεωτερικής Γεωγραφίας”[2] στο κεφάλαιο περί Ελλάδος, υπάρχει η περιγραφή της Θεσσαλίας. Στην ενότητα περί Πελασγιώτιδας, γίνεται αναφορά για τη Λάρισα, την οποία αντιγράφουμε. Η σύνταξη και η γραμματική των συγγραφέων διατηρείται όπως είναι στο βιβλίο τους:
“Το όνομα αυτό [Πελασγιώτιδα] λέγει ο Στράβων εις τα Τυρρηνικά, εκτείνουνταν εις όλη την Θεσσαλία και εις άλλα μέρη ακόμι έξω από αυτή, με το να εξουσίασαν αυτούς τους τόπους οι Πελασγοί, οι οποίοι ήταν, λέγει ο ίδιος, έθνος παλαιό, και επεπόλαζε εις όλη την Ελλάδα, και εστάθηκε περίφημο και εις τους Έλληνας και παντού όπου επήγε, διατί ήταν, λέγει, πλάνητες, δια το οποίο και οι Αθηναίοι παίζωντας ειρωνικώς εις την λέξι, τους ωνόμαζαν Πελαργούς […] Το Πελασγός κοινό προτήτερα και εκτεταμένο εις πολλούς, εμαζόχθηκε ύστερα εις μόνους τους κατοίκους της Θεσσαλίας, και ύστερα εις κατοίκους ενός μέρους της μόνον, και τέλος πάντων εξαλείφθηκε με την ολότη, καθώς και τόσα άλλα εθνικά ονόματα. Πελασγιώτιδα ιδιαίτερα είναι οι τόποι οπού είναι τριγύρω εις την Λάρισσα, και έχει από το ανατολικό την Μαγνησία και μέρος του Πελασγικού κόλπου, από το δυτικό την Εστιώτιδα και μέρος της Θεσσαλιώτιδος, από το μεσημβρινό την Θεσσαλιώτιδα και από το βόρειο την Πιερία.
Λάρισσα, πόλι μεγάλη, παλαιότατη, πλούσια, και περίφημη και τώρα και το παλαιό, είναι η μητρόπολι όλης της Θεσσαλίας. Εκτίσθηκε από τον Ακρίσιο, και ωνομάσθηκε από την Λάρισσα θυγατέρα του Πελασγού[3]. Είναι απάνω εις τα αριστερά του Πηνειού, εις τοποθεσία χαριεστάτη, καθέδρα μητροπολίτου ο οποίος έχει πολλούς επισκόπους από κάτω του, και ενός Μουλά[4], ο οποίος επέχει τον δεύτερο βαθμό του Σεϊσλάμη[5] της Κωνσταντινουπόλεως, και τον διαδέχεται όταν αποθάνη. Κατοικείται από Τούρκους, Ρωμαίους[6], Εβραίους και Αρμενίους, οι πρώτοι όμως είναι πολλά περισσότεροι από όλους τους άλλους. Οι Χριστιανοί είχαν μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αχίλλειο, εις τον απερασμένο όμως χρόνο τον εκρήμνισαν οι Τούρκοι, και τώρα οι ολίγοι εγκάτοικοι Χριστιανοί οπού είναι, εκκλησιάζωνται εις τα περίχωρα. Οι εγκάτοικοι Τούρκοι είναι πλουσιώτατοι, με υποστατικά πολλότατα. Η Λάρισσα έχει πολλούς γενιτζάρους, δια τούτο και πολλά ολίγο εισακούονται εις αυτήν τα φερμάνια του Σουλτάνου. Οι Λαρισσαίοι Τούρκοι είναι μισόχριστοι εις άκρο, και θηριώδεις. Δεν υποφέρουν να ιδούν άλλη θρησκεία και μάλιστα την δική μας. Ανυπόφορο τους είναι να ιδούν μπροστά τους ιερέα ή καλόγερο με το σχήμα του επαγγέλματός του. Ο ίδιος ο μητροπολίτης, ο οποίος μετά τον υστερινό πόλεμο κάθεται όλο εις τον Τούρναβο, με όλα του τα φερμάνια με συστολή και αγνώριστος εμβαίνει.
Η πραγμάτεια προτήτερα από τον άλλο πόλεμο άκμαζε εις την Λάρισσα, όση ακμή ημπορεί να έχη αυτή εις έναν τέτοιο τόπο. Ύστερα όμως η αυθάδεια των Τούρκων, η σκληρότητά τους εις τους αλλοθρήσκους, η αψηφισία εις τους διοικητάς και άλλα, την έκαμαν να ξεπέση με την ολότη. Τί πραγμάτεια, τί κατάσταση απλώς ζητείς απ’ έναν τόπο, όπου ο τυχών Τούρκος την μέρα το μεσημέρι εβγάνει το πιστόλι και σκοτόνει τον μη Τούρκο οπού ήθελε τολμήση να τον ειπή το όχι εις τίποτες;
Φίλιππος, ο πατέρας του μεγάλου Αλεξάνδρου, με το να είχε αποφασίση να γυρίση τα όπλα του εις την Ελλάδα, αφ’ ού έκαμε ειρήνη με τους Ιλλυριούς και Παίονας, εδιάλεξε δια καθέδρα του την Λάρισσα, και με αυτόν τον τρόπο εκέρδησε την εύνοια των Θετταλών, οι οποίοι τον εχρησίμευσαν πολλά με την εξαίρετή τους καβαλλαρία εις ταις εκστρατίαις του. Εις αυτήν ήλθε και ο Πομπήϊος μετά την ήττα του εις τα Φέρσαλα, όμως δεν εστάθηκε, αμή έφυγε παρευθύς. Εις τα 1669 εσύστησε και ο Σουλτάνος την αυλή του”[7].
Η περιγραφή των Δημητριέων για τη Λάρισα του 1791 είναι προσωπική, γι’ αυτό και κρίνεται αντικειμενική. Θεσσαλοί την καταγωγή, πολυταξιδεμένοι και μορφωμένοι, την επισκέφθηκαν και έζησαν την ατμόσφαιρα της πόλης, γι’ αυτό και τα συμπεράσματά τους είναι πολύτιμα και εν πολλοίς συμφωνούν με τις εντυπώσεις ξένων περιηγητών της εποχής αυτής.
[1] Πρόκειται για τους λόγιους Γρηγόριο Κωνσταντά, ιεροδιάκονο και Δανιήλ Φιλιππίδη, ιερομόναχο από τις Μηλιές του Πηλίου. Αποκλήθηκαν Δημητριείς όταν και οι δύο βρίσκονταν στο Βουκουρέστι (1780-1787) από τον δάσκαλο Δημήτριο Κανταρτζή, υπέρμαχο της δημοτικής γλώσσας, λόγω της καταγωγής τους από την περιοχή της Δημητριάδας.
[2] Όταν το 1795 ο Δανιήλ Φιλιππίδης βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, σε μία πυρκαγιά, έχασε όλα του τα υπάρχοντα, μεταξύ των οποίων και το χειρόγραφο για τον δεύτερο τόμο της Γεωγραφίας Νεωτερικής, με αποτέλεσμα το έργο αυτό να μείνει ανολοκλήρωτο.
[3] Οι Δημητριείς αναφέρουν εδώ μία από τις πολλές εκδοχές που έχουν κατά καιρούς προταθεί για την προέλευση της ονομασίας της Λάρισας.
[4] Ο Μουλάς είναι μουσουλμανικός τίτλος που απονέμεται σε νομοδιδασκάλους και γενικότερα σε κάθε μορφωμένο που ασχολείται με την μελέτη των ιερών βιβλίων της μουσουλμανικής πίστεως.
[5] Ο Σεϊσλάμης είναι τίτλος ανώτατου θρησκευτικού αρχηγού στην Τουρκία, ερμηνευτή του Κορανίου.
[6] Εννοεί τους Έλληνες το γένος χριστιανούς, Ρωμιούς.
[7] Βλέπε: Δημητριείς. Γεωγραφία Νεωτερική. Β΄ έκδοση, επιμέλεια Αικ. Κουμαριανού, εκδόσεις “Ερμής”, Αθήνα (1988), σελ. 167-169.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
(Εφημερ. «Ελευθερία» Λάρισας, 29/09/2021)