ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 14ο)

Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

14. Εργασία

Η αναγκαιότητα της εργασίας. Ψυχαγωγία και αυτοσυγκέντρωση του πνεύματος.
Προσευχές, τάματα και υποσχέσεις ως μέσα υπέρβασης κακών συνηθειών

Απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που ενισχύει την θέλησή του είναι η εργασία. Αυτή διατάχθηκε από τον Θεό προς τον αμαρτωλό άνθρωπο στον Παράδεισο: «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγεις το ψωμί σου»[1]. Επομένως, ο καθένας μας πρέπει να εργάζεται.

Στην Α΄ Επιστολή προς Θεσσαλονικείς, ο Απόστολος Παύλος έγραψε για την αναγκαιότητα της εργασίας τα εξής: «Σας παρακαλούμε, αδελφοί… να κάνετε το δικό σας έργο και να εργαστείτε με τα χέρια σας, όπως σας προστάξαμε»[2]. Και στην Β΄ Επιστολή, επιπλήττει αυστηρά εκείνους που ενεργούν με αταξία και θόρυβο, διατυπώνοντας με ακρίβεια την έκκλησή του για εργασία: όποιος δεν θέλει να εργαστεί, να μην τρώει[3]. (Αυτές τις λέξεις, τις έκλεψαν και οι κομμουνιστές, περνώντας τες ως προϊόν της δικής τους δημιουργικότητας).

Ταυτόχρονα, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Χριστιανισμός δεν διαχωρίζει ποτέ την εργασία σε «λευκή» και «μαύρη». Ένας τέτοιος διαχωρισμός ήταν αποδεκτός μέχρι τα τελευταία χρόνια στην κοινωνία και η «ταπεινή εργασία» (κυρίως η χειρωνακτική) αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση. Αλλά ο Χριστιανισμός απαιτεί από τον άνθρωπο μόνον η εργασία του να είναι έντιμη και να αποφέρει τα κατάλληλα οφέλη. Και από αυτή την χριστιανική σκοπιά, ένας άνθρωπος που κατέχει υψηλή και υπεύθυνη θέση και αντιμετωπίζει απρόσεκτα τα καθήκοντά του είναι πολύ κατώτερος από τον πιο ασήμαντο από τους υφισταμένους του, αν ο τελευταίος εκτελεί τα καθήκοντά του με χριστιανικό τρόπο -ευσυνείδητα. Ταυτόχρονα -όλοι γνωρίζουν από προσωπική εμπειρία- τι ευχάριστη ικανοποίηση νιώθει κάποιος που εργάζεται με ειλικρίνεια και επιμέλεια, και τι άσχημο υπόλειμμα παραμένει στην ψυχή μετά από τον χρόνο που πέρασε κενός και χωρίς νόημα[4]

Μια λανθασμένη και αμαρτωλή άποψη για την εργασία και την ψυχαγωγία είναι πολύ συνηθισμένη στους νέους τις μέρες αυτές. Αντιμετωπίζουν την εργασία ως κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο, ως βαρύ ζυγό και φροντίζουν να απαλλαγούν από αυτήν το συντομότερο δυνατό, να την «ξεφορτωθούν». Και όλες οι φιλοδοξίες και οι προσπάθειές τους κατευθύνονται προς την «χαλάρωση» και την διασκέδαση το συντομότερο δυνατό. Υπάρχει ένα ρητό: «η εργασία έχει την ώρα της και η ψυχαγωγία την δική της».

Πολλοί θα ήθελαν να ισχύει το αντίστροφο… Αλλά, πρώτον, αυτό είναι αμαρτωλό και καθόλου χριστιανικό, και, δεύτερον, ακόμη και η ανάπαυση και η ψυχαγωγία είναι ευχάριστα και αξίζουν μόνον όταν έχει προηγηθεί εργασία. Και για να αποφύγει αυτό το κενό και την απουσία προσοχής στην ψυχή, που είναι τόσο συνηθισμένα τώρα στους νευρικούς, ανήσυχους και μάταιους καιρούς μας, ο Χριστιανός πρέπει να συνηθίσει τον εαυτό του στην αυτοσυγκέντρωση. Πρέπει να προσέχουμε τον εαυτό μας από κάθε άποψη και να έχουμε ξεκάθαρη επίγνωση της διάθεσης και των φιλοδοξιών μας και επίσης να φανταστούμε τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε αυτή τη στιγμή και σε ποιον στόχο πρέπει να κατευθύνουμε όλες μας τις προσπάθειες.

Μιλώντας για την ενίσχυση της θέλησης, είναι επίσης απαραίτητο να αναφέρουμε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένας άνθρωπος αισθάνεται την θέλησή του ανίσχυρη να αντισταθεί σε κάθε πειρασμό ή σε μια βαθιά ριζωμένη αμαρτωλή συνήθεια. Εδώ πρέπει να θυμάται ότι το πρώτο και κύριο φάρμακο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η προσευχή, η ταπεινή προσευχή πίστης και ελπίδας. Η προσευχή θα συζητηθεί παρακάτω, αλλά προς το παρόν, ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά ότι ακόμη και ένας τόσο ισχυρός πνευματικός άνθρωπος, όπως ο Απόστολος Παύλος, μίλησε για την αδυναμία να καταπολεμηθεί η αμαρτία και να γίνει το καλό: «δεν κάνω το καλό το οποίο θέλω, αλλά κάνω το κακό το οποίο δεν θέλω»[5]. Επιπλέον, αυτό συμβαίνει συνεχώς σε εμάς, τους αδύναμους και ανίσχυρους. Και η προσευχή μπορεί να μας ενισχύσει, γιατί ελκύει την πανίσχυρη δύναμη του Θεού για να βοηθήσει την ανικανότητά μας.

Εκτός από την προσευχή, μεγάλη σημασία για την ενίσχυση της θέλησης στην καταπολέμηση της αμαρτίας έχουν τα λεγόμενα τάματα και οι υποσχέσεις. Το τάμα είναι η υπόσχεση του ανθρώπου να κάνει κάποια καλή, ευγενική πράξη, για παράδειγμα, να βοηθήσει τους φτωχούς, να κτίσει έναν ναό ή να κάνει μια ελεημοσύνη, να πάρει ένα ορφανό για να το αναθρέψει ή -όπως έκαναν συχνά οι ευσεβείς πρόγονοί μας- να πάει κάπου σε έναν ιερό τόπο για προσκύνημα κ.λπ. Όσον αφορά τις συνθήκες μας, τέτοιοι όρκοι μπορεί να αποτελούνται από τα εξής: Εάν ένας άνθρωπος παρατηρήσει μια δυσλειτουργία στον εαυτό του από οποιαδήποτε άποψη -δεν βοηθάει πολύ τους άλλους, είναι ράθυμος στην εργασία, φροντίζει ελάχιστα την οικογένειά του κ.λπ.-, πρέπει να επιλέξει μόνος του σε αυτόν τον τομέα μια ορισμένη μόνιμη καλή πράξη και να την εκτελεί απαρέγκλιτα ως καθήκον του. Οι υποσχέσεις είναι τάματα, απλά αρνητικού χαρακτήρα. Σε αυτά, ένας άνθρωπος υπόσχεται να μην κάνει εκείνη ή την άλλη αμαρτία, να καταπολεμήσει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την τάδε ή την δείνα αμαρτωλή συνήθεια (για παράδειγμα, το ποτό, το κάπνισμα, τις βρισιές κ.λπ.). Συχνά αυτές οι υποσχέσεις δίνονται επίσημα ενώπιον του Τιμίου Σταυρού και του Ευαγγελίου.

Φυσικά, ο καλύτερος τύπος τάματος είναι εκείνος που δίνεται ισόβια. Ωστόσο, κατά περιπτώσεις επιτρέπεται και συμβαίνει συχνά να δίνονται τάματα διάρκειας 2-3 χρόνων. Είναι αυτονόητο ότι ένας άνθρωπος πρέπει να δίνει τάματα ή υποσχέσεις, έχοντας ζυγίσει τις δυνάμεις του, με την αποφασιστικότητα να τα εκπληρώσει με κάθε κόστος, με την βοήθεια του Θεού. Ο Σωτήρας μας προειδοποιεί για απρόσεκτους, παράλογους και αφόρητους όρκους με μια παραβολή για τον ανόητο κατασκευαστή του πύργου, τον οποίο περιγέλασαν οι γύρω του, λέγοντας: «Αυτός ο άνθρωπος άρχισε να χτίζει και δεν κατάφερε να τελειώσει»[6]. Σχετική είναι και η ρωσική παροιμία που λέει: «κόψε ένα δέντρο που να σου κάνει»[7], και μία άλλη προσθέτει: «αν δεν ρωτήσεις γιατο πέρασμα, μην βάλεις το κεφάλι σου στο νερό…»[8]. Αλλά από την άλλη, εάν η υπόσχεση έχει ήδη δοθεί, τότε εκπληρώστε την χωρίς αποτυχία, ζητώντας την βοήθεια του Θεού: «χωρίς να δώσεις λόγο, να είσαι δυνατός, αλλά αν τον έχεις δώσει, να τον κρατήσεις…»[9].

(συνεχίζεται)


[1] «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γεν. γ΄ 19).
[2] «Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί… πράσσειν τὰ ἴδια καὶ ἐργάζεσθαι ταῖς ἰδίαις χερσὶν ὑμῶν, καθὼς ὑμῖν παρηγγείλαμεν» (Α΄ Θεσ. δ΄ 10-11).
[3] «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. Ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους. Τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν» (Β΄ Θεσ. γ΄ 10-12).
[4] Πρβλ. το γνωστό ρητό «ἀργία μήτηρ πάσης κακίας».
[5]  «Οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19).
[6] «Τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν; Ἵνα μήποτε, θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος ἐκτελέσαι, πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν, λέγοντες ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι;» (Λουκ. ιδ΄ 28-30).
[7] Η παροιμία αυτή (στο πρωτότυπο «Руби дерево по себе») σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναλαμβάνει κανείς πράγματα πάνω από τις δυνάμεις του.
[8] Η παροιμία αυτή (στο πρωτότυπο «Не спросясь броду, не суйся в воду»), που αφορά στην ασφαλή διάβαση των ποταμών από ρηχό πέρασμα, σημαίνει ότι δεν πρέπει κάποιος να κάνει κάτι αν δεν γνωρίζει το θέμα και δεν είναι προετοιμασμένος.
[9] Ακόμη μία ρωσική παροιμία (στο πρωτότυπο «Не давши слова – крепись, а давши – держись»).

Scroll to Top