Εἰσαγωγικά:
Οἱ Προπάτορές μας στὴν Ἀκαινοτόμητη Πίστη εἶχαν ἐξ ἀρχῆς τῆς Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως τοῦ 1924 χρησιμοποιήσει ὡς ἐπιχείρημα ἐναντίον της, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὴν περικοπὴ ἤ τὴν πλήρη κατάργηση τῆς Νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀπὸ τοὺς τολμητίες Καινοτόμους.
Στὸ θέμα αὐτὸ ἐπανήρχοντο ὅποτε τοὺς ἐδίδετο ἡ εὐκαιρία, προκειμένου νὰ τονίσουν τὸ ἀνεπίτρεπτο τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας, γιὰ παράδειγμα, τὸ Ἡμερολόγιον Τοίχου τοῦ ἔτους 1963, ἐκδόσεως τῶν Γραφείων τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, τὸ ὁποῖο περιέχει καθημερινὰ μικρὰ κείμενα, συνήθως σὲ συνέχειες. Αὐτὰ εἶναι γραμμένα πρωτοτύπως, γιὰ τὴν συγκεκριμένη ἔκδοση, καὶ δὲν ἀποτελοῦν ἀντιγραφὴ ἀπὸ κείμενα ἄλλων, ἀκόμη καὶ Ἁγίων Πατέρων, ὅπως γίνεται συνήθως στὶς περιπτώσεις αὐτές.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 1962, ὑπεύθυνος στὴν ὑπηρεσία τῶν Γραφείων καὶ Γραμματεὺς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μας ἦταν ὁ ἐκ Βόλου Σεβ/τος Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης (+1973). Ἀπὸ δὲ τὴν ἔκφραση καὶ τὴν πλοκὴ τοῦ λόγου καὶ τῆς θεμοτολογίας τῶν κειμένων τοῦ Ἡμερολογίου, εἶναι εὐδιάκριτο ὅτι ἀποτελοῦν προϊόντα τῆς γραφίδος του.
Τρία θέματα ποὺ ξεχωρίζουν εἶναι γιὰ τὴν Νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (φύλλα ἀπὸ 12 ἕως 28 Φεβρουαρίου), γιὰ τὴν Νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ στηλιτεύσει καταλλήλως τὴν Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία (φύλλα ἀπὸ 28 Μαΐου ἕως 4 Ἰουλίου), καὶ ἐπίσης γιὰ τὶς Διαχριστιανικὲς σχέσεις στὰ πλαίσια τοῦ κατακρίτου Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ τότε πλέον ἄρχισε νὰ δεικνύει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπό του καὶ τὴν ἀποστατικὴ φύση του (φύλλα ἀπὸ 1 Ὀκτωβρίου ἕως 6 Δεκεμβρίου).
Θὰ παραθέσουμε ἐδῶ τὰ γραφόμενα περὶ τῆς Νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πρὸς ἐνίσχυσίν μας, ὅπως καὶ ἐπίκρισιν τῶν κατακρίτων Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν στὴν διαστρέβλωση ποὺ ἐπέφεραν ἔναντι καὶ τῆς ὀφειλομένης τιμῆς καὶ ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Εἴθε νὰ συνέλθουν καὶ νὰ ἐξέλθουν ἐν μετανοίᾳ ἀπὸ τὴν θλιβερὴ ἀποστατικὴ σύγχυση στὴν ὁποία περιέπεσαν.
Ἡ δὲ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ διαφυλάττει πάντας τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους καὶ ἡ εὐλογία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων νὰ τοὺς ἐνισχύει, ὥστε νὰ παραμείνουμε πιστοὶ ἄχρι τέλους στὴν παραδοθεῖσα Πίστη καὶ εὐσέβεια καὶ νὰ τύχουμε τοῦ Ἐλέους τοῦ Παναγάθου Θεοῦ ἡμῶν!
Τὸ κείμενον:
ΤΗΝ ἱερὰν Νηστείαν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων λεγομένην ἔχουσι νομοθετήσει αὐτοὶ οἱ ἴδιοι Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οὕτω λέγοντες εἰς τὸ Πέμπτον Βιβλίον (Κεφάλ. Κ΄ 5) τῶν Διαταγῶν αὐτῶν: «Μετὰ τὸ ἑορτάσαι ὑμᾶς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστήν, ἑορτάσατε (ἤτοι καταλύσατε) μίαν ἑβδομάδα, καὶ μετ’ ἐκείνην νηστεύσατε. Δίκαιον γὰρ εὐφρανθῆναι ἐπὶ τῇ ἐκ Θεοῦ δωρεᾷ, καὶ νηστεῦσαι μετὰ τὴν ἄνεσιν. Καὶ γὰρ καὶ Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας ἐνήστευσαν τεσσαράκοντα ἡμέρας· καὶ Δανιὴλ τρεῖς ἑβδομάδας ἡμερῶν ἄρτον ἐπιθυμιῶν οὐκ ἔφαγε, καὶ κρέας καὶ οἶνος οὐκ εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ… Μετὰ δὲ τὴν νηστείαν ταύτην, πᾶσαν Τετράδα καὶ πᾶσαν Παρασκευὴν νηστεύειν προστάσσομεν».
Οὕτω δὲ ἐχόντων τῶν πραγμάτων, καὶ αὐτῶν τῶν ἰδίων Ἀποστόλων διατασσόντων τὴν ἱερὰν ταύτην Νηστείαν, εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς ἐτόλμησαν καὶ τολμῶσι μερικοὶ ἀσυνείδητοι καὶ μᾶλλον ἀθεόφοβοι καὶ Κληρικοὶ μάλιστα, νὰ λέγωσιν ὅτι: τὴν Νηστείαν αὐτὴν ἐνομοθέτησαν οἱ Μπακάληδες τοῦ Φαναρίου, διὰ νὰ ἐξοδεύσωσι τοὺς ταραμάδες καὶ τὰ χαβιάρια!
Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλασφημία, ἥτις «οὐκ ἀφεθήσεται οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι», ὡς εἶπεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν τῷ ἱερῷ Εὐαγγελίῳ (Ματθ. ιβ΄ 31). Διότι τὸ πίπτειν (ἐν πλάνῃ ἤ ἐν ἁμαρτίᾳ) εἶναι ἀνθρώπινον· τὸ δὲ ἐμμένειν ἐν τῇ πτώσει εἶναι δαιμονικόν, ὡς εἶπέ τις ἐκ τῶν μεγάλων Ἁγίων Πατέρων.
Τὸ δὲ κακὸν εἰρωνεύεσθαι καὶ διακωμῳδεῖσθαι τὰ Θεῖα, εἶναι τελείως ἀχαρακτήριστον· διὸ καὶ εἶπέ τις τῶν Ἁγίων: «Ἀρχαῖος οὗτος τῷ Θεῷ μαχομένων σκοπός, μὴ μόνον ἀπιστεῖν ἔργοις τοῖς Θεϊκοῖς, ἀλλὰ πειρᾶσθαι ὑπὸ τῆς οἰκείας φαυλότητος, φαύλην ὑποψίαν τῶν ἀμωμήτων παρασκευάζειν».
Τῆς Νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀρχὴν ποιεῖσθαι μετὰ τὴν Ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς, διέταξαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι· τὴν δὲ διάρκειαν καὶ λῆξιν αὐτῆς διέταξε μεταγενεστέρως ἡ Ἁγία Ἐκκλησία ἡμῶν, ὥστε νὰ λήγῃ αὕτη εἰς τὴν ἡμέραν τῆς Μνήμης αὐτῶν, ἤτοι τὴν 29ην Ἰουνίου. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἁγία Πεντηκοστὴ ἔχει τὴν ἐξάρτησιν αὐτῆς ἀπὸ τοῦ ἁγίου Πάσχα· τοῦτο δὲ κυμαίνεται ἀπὸ 22 Μαρτίου μέχρι 25 Ἀπριλίου, κατὰ τὸν 7ον Ἀποστολικὸν Κανόνα, καὶ τὴν ἀπόφασιν τῆς Πρώτης ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ τοῦτο καὶ ἡ διάρκεια τῆς Νηστείας ταύτης κυμαίνεται ἀπὸ ἡμέρας 42 (ὅταν τὸ Πάσχα συμπέσῃ τὴν 22αν Μαρτίου) μέχρι ἡμέρας 8 (ὅταν τὸ Πάσχα συμπέσῃ τὴν 25ην Ἀπριλίου)· διότι 35 εἶναι τὰ Πασχάλια.
Οἱ ἀκολουθήσαντες ὅμως καὶ ἐκκλησιαστικῶς τὸ Νέον λεγόμενον Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον, κολοβώνουσι κατὰ 13 ἡμέρας τὴν ἱερὰν ταύτην Νηστείαν, πολλάκις δὲ καὶ καταργοῦσι τελείως αὐτήν, ὅταν τὸ Πάσχα συμπέσῃ νὰ γίνῃ ὄψιμον, καὶ ἡ Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων –μετὰ τὴν ὁποίαν ἀρχίζει ἡ Νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων- συμπίπτῃ μετὰ τὴν Μνήμην αὐτῶν, φθάνουσα καὶ μέχρι 3 Ἰουλίου κατὰ τὸ Παπολατινικὸν Ἡμερολόγιον!
Καὶ ὅμως ἡ ἐν Γάγγρᾳ ἁγία Σύνοδος διὰ τοῦ 19ου Κανόνος αὐτῆς ἀναθεματίζει τοὺς καταλύοντας τὰς παραδεδομένας εἰς τὸ κοινὸν καὶ φυλασσομένας ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ἱερὰς Νηστείας· πόσων δὲ ἀναθεμάτων εἶναι ἔνοχοι καὶ ὑπεύθυνοι οἱ καὶ τελείως καταργοῦντες τὰς Νηστείας αὐτὰς -ὅπως κάμνουν οἱ Νεοημερολογῖται- ἄς σκεφθῇ καὶ ἄς κρίνῃ ἕκαστος.
Καὶ ὅμως, τὴν συνέπειαν ταύτην, καθὼς καὶ τὴν διάσπασιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἑνότητος -ἡ ὁποία ἀποτελεῖ Δόγμα Πίστεως, κατὰ τὸ ἔνατον ἄρθρον τοῦ ἱερωτάτου Συμβόλου τῆς Πίστεως- δὲν ἐσκέφθησαν καὶ δὲν σκέπτονται δυστυχῶς ἀκόμη οἱ δημιουργήσαντες τὸ κακὸν τοῦτο, ὁπόθεν ἐσχίσθη ἡ Μία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, διῃρέθησαν αἱ οἰκογένειαι κ.λπ.
Λέγει δὲ ὁ μέγας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Ὁμιλ. ια΄ εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου), ὅτι: «Εἶπεν ἕνας Ἅγιος ἄνθρωπος, ὅτι οὐδὲ αἷμα μαρτυρίου ἠμπορεῖ νὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ χωρισμοῦ καὶ τῆς διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅτι τὸ νὰ σχίσῃ τινὰς τὴν Ἐκκλησίαν εἶναι χειρότερον κακόν, ἀπὸ τὸ νὰ πέσῃ εἰς αἵρεσιν».
Γράφει δὲ καὶ ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας καὶ Ὁμολογητὴς ἐν τῇ πρὸς Ναυάτον Ἐπίσκοπον Ἐπιστολῇ, ὅτι: «Πρέπει νὰ πάθῃ τινὰς ὅ,τι κακὸν καὶ ἄν ἦναι, μόνον νὰ μὴ σχίσῃ τὴν Ἐκκλησίαν· καὶ ὅτι εἶναι ἐνδοξότερον τὸ μαρτύριον, ὅπου ἤθελεν ὑπομείνῃ τινὰς διὰ νὰ μὴ σχίσῃ τὴν Ἐκκλησίαν, παρὰ τὸ μαρτύριον ὅπου ἤθελεν ὑπομείνῃ διὰ νὰ μὴν εἰδωλολατρεύσῃ. Διότι εἰς μὲν τὸ ὑπὲρ τοῦ μὴ εἰδωλολατρῆσαι μαρτύριον, διὰ τὴν ὠφέλειαν τῆς ἰδικῆς του ψυχῆς μαρτυρεῖ ὁ μαρτυρῶν· εἰς δὲ τὸ ὑπὲρ τοῦ μὴ σχίσαι τὴν Ἐκκλησίαν μαρτύριον, διὰ τὴν ὠφέλειαν καὶ ἕνωσιν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ» (Ἱερ. Πηδάλιον, ὑποσημείωσις εἰς τὸν 31ον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
Ὅτι δὲ ἡ εἰσαγωγὴ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἡ ὑπ’ αὐτῆς παραδοχὴ τοῦ Νέου Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου εἶναι Σχίσμα Ἐκκλησιαστικόν, ἀπεδείχθη περιτράνως δι’ ὅσων ἐλέχθησαν καὶ ἐγράφησαν δημοσιευθέντα ἀπὸ τοῦ 1924 μέχρι σήμερον, τὰ ὁποῖα δύνανται νὰ ἀνεύρωσιν οἱ ἐνδιαφερόμενοι…
Ἐπιλογικά:
Ἐν συνεχείᾳ δέ, ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος κειμένου εἰς ἀπόδειξιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου κατέστη σχισματικὴ ἐπικαλεῖται τὴν μαρτυρία τῆς Ἐπιτροπῆς, τὴν ὁποία διόρισε ἡ Κυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος ἀρχὰς τοῦ 1923, προκειμένου νὰ μελετήσει τὸ ζήτημα τῆς μεταβολῆς τοῦ Ἡμερολογίου καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως.
Ἡ δὲ Ἐπιτροπὴ ἀποτελουμένη ἀπὸ Νομομαθεῖς καὶ Κανονολόγους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν τότε Ἀρχ/τη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο ποὺ ἐπέβαλε τὴν Καινοτομία, ἀπεφάνθη σὲ Ἔκθεσή της πρὸς τὸ Ὑπουργικὸ Συμβούλιο ὅτι, ἐπειδὴ οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἄν καὶ ἀνεξάρτητες ἐσωτερικῶς, εἶναι ὅμως στενὰ συνδεδεμένες μεταξύ τους μὲ πνευματικὴ ἑνότητα καὶ ἀποτελοῦν μία καὶ μόνη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ κάποια ἀπὸ αὐτὲς νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες χωρὶς νὰ καταστεῖ σχισματικὴ ἔναντι τῶν ἄλλων. Καὶ ἔτσι τάχθηκε ὑπὲρ διατηρήσεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου γιὰ τὶς θρησκευτικὲς ἑορτὲς καὶ τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐν γένει.
Βάσει δὲ τῆς Ἐκθέσεως αὐτῆς, ἐκδόθηκε Βασιλικὸ Διάταγμα στὶς 18.1.1923 εἰσαγωγῆς στὴν Πολιτεία τοῦ νέου ἡμερολογίου καὶ διατηρήσεως στὴν Ἐκκλησία τοῦ Παλαιοῦ. Ἄρα, βάσει καὶ τοῦ Νόμου τοῦ Κράτους ὅσοι ἀκολούθησαν τὸ Νέο Ἡμερολόγιο βρίσκονται σὲ παρανομία καὶ ἀντικανονικότητα.
Γίνεται δὲ καὶ ὑπενθύμιση τῶν ἀποφάσεων τῶν τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1583, 1587 καὶ 1593), «διὰ τῶν ὁποίων κατεδικάσθη δι’ ἀφορισμῶν καὶ ἀναθεμάτων ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου καὶ ἡ ἀντικατάστασις διὰ τοῦ Γρηγοριανοῦ».
Ἀκόμη, γίνεται ἐπίκληση καὶ τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως τῶν δικαίων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἀπὸ τὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν συνεδρίαση τῆς 22.1.1931, σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπε ὁ τότε Πρωθυπουργὸς Ἐλ. Βενιζέλος καὶ συνεφώνησαν καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν λοιπῶν κομμάτων.
Ἡ ἐπελθοῦσα ἐκ τούτου χαλαρότης τῶν μέτρων κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στοὺς Ἀρχιερεῖς Δημητριάδος Γερμανό, Πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο καὶ Ζακύνθου Χρυσόστομο νὰ ἀναλάβουν τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν τὸν Μάϊο τοῦ 1935. «Χειροτονήσαντες δὲ οὗτοι καὶ ἑτέρους τέσσαρας Ἀρχιερεῖς, ἀπήρτησαν πλήρη Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. τῆς Ἑλλάδος».
Ὅμως, συνεχίζει ὁ συγγραφέας, τὸ φιλελεύθερο ἐκεῖνο παλαιότερο πνεῦμα δὲν μιμήθηκε ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλ. Βενιζέλου Σοφοκλῆς Βενιζέλος, ὁ ὁποῖος κυβερνῶν τὴν Ἑλλάδα μὲ συναρχηγὸ τὸν Γεώργ. Παπανδρέου ὑπέγραψε τὴν ἐπαίσχυντη κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἐκείνη ὑπουργικὴ πράξη 45/1951, «χαριζόμενος εἰς τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν, ἀπὸ Ἰωαννίνων, Σπυρίδωνα Βλάχον, ἰσχύουσαν εἰσέτι [1963] πρὸς ὄνειδος αὐτῶν».
Τὰ ὅσα δεινὰ προεκλήθησαν ἐξ αἰτίας τῆς αὐθαιρέτου καὶ ἀντικανονικῆς αὐτῆς Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως, τῆς ἀπαρχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόσον ἐκκλησιαστικῶς ὅσον καὶ ἐθνικῶς, τονίζουμε ἐμεῖς τώρα, εἶναι ἀναρίθμητα, βαρύτατα καὶ ἐπώδυνα. Τὴν κύρια εὐθύνη ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἔχουν ὅσοι προέβησαν σὲ αὐτὴ τὴν ἀπόσχιση καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναμένεται ἀκόμη ἡ διόρθωση τῶν ἐσφαλμένων καὶ ἡ μετάνοια ἐπὶ τῶν ἐπταισμένων, ὥστε νὰ ἐπέλθει ἐκκλησιαστικὴ ἀποκατάσταση. Ἡ μέχρι σήμερον ἀμετανόητη ἀγνόηση τῶν εὐθυνῶν τους καὶ μάλιστα ἡ ἄδικη ἐπίρριψη αὐτῶν στοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους (!), καθιστᾶ τούτους ἀναπολογήτους. Ὅμως πάντοτε διατελοῦμε ἐλπίζοντες σὲ κατὰ Θεὸν λύση πρὸς δόξαν τοῦ ἁγίου Ὀνόματός Του!
Ἐμμένοντες ἐπὶ τοῦ στερεοῦ θεμελίου τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως καὶ Παραδόσεως δὲν θὰ παύσουμε νὰ ἀναφωνοῦμε τὸ «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου», πρὸς διαφύλαξιν τῆς Πατρώας Παρακαταθήκης καὶ Κληρονομίας, ἕως ὅτου ὁ Κύριος, ὁ Δίκαιος Κριτὴς μέλλει ἀπαιτῆσθαι αὐτὴν καὶ ἀποδῶσαι ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ!
+Λ.&Π.Κ.