1. Ὅταν μᾶς θυμιάζει ὁ Ἱερέας.
Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἀντὶ σταυροῦ, κάνουμε μία ὑπόκλιση τῆς κεφαλῆς, εὐχαριστοῦντες τὸν Ἱερέα γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μᾶς κάνει, δηλ. μετὰ τὶς ἅγιες Εἰκόνες νὰ θυμιάζει καὶ ἐμᾶς, ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ! Ἐὰν καθόμαστε, πρέπει τότε νὰ σηκωνόμαστε.
2. Ὅταν στὴν ἀρχὴ τοῦ Ὄρθρου ἀναγινώσκεται ὁ Ἑξάψαλμος.
Τὸν σταυρό μας μποροῦμε νὰ κάνουμε στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τοῦ Ἑξαψάλμου. Σ΄ ὅλη ὅμως τὴν διάρκεια αὐτοῦ, ἀκόμη καὶ στὸ μέσον του, ὅταν λέγουμε τὰ «Δόξα… Καὶ νῦν… Ἀλληλούϊα…» δὲν κάνουμε τὸν σταυρό μας, ἀλλὰ παρακολουθοῦμε «ἐν πάσῃ σιωπῇ καὶ κατανύξει» τὸν Ἀναγνώστη, ὁ ὁποῖος «μετ΄ εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ» διαβάζει τὸν Ἑξάψαλμο. Διότι ὁ χρόνος αὐτὸς τῆς ἀναγνώσεως προεικονίζει τὸ χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου μὲ φόβο καὶ τρόμο θὰ ἀναμένουμε τὴν τελικὴ κρίση Του γιὰ ἐμᾶς. Καί, ὅπως τότε, ἔτσι καὶ τώρα θὰ πρέπει σιωπῶντες, ὄρθιοι, ἀκίνητοι, χωρὶς μετακινήσεις ἤ, προπαντός, χωρὶς καὶ τοὺς παραμικροὺς θορύβους, νὰ παρακολουθοῦμε τὴν ἀνάγνωση αὐτή. Ἰδιαίτερη προσοχὴ χρειάζεται στὶς ἑσπερινὲς Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, οἱ ὁποῖες εἶναι ὁ Ὄρθρος τῆς ἑπομένης. Διότι τότε, ἀφηρημένοι, μπαίνουμε στοὺς Ναοὺς χωρὶς νὰ προσέχουμε ἐὰν ἐκείνη τὴν ὥρα διαβάζεται ὁ Ἑξάψαλμος. Σ΄ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις θὰ πρέπει νὰ παραμένουμε ἀκίνητοι στὴν εἴσοδο τοῦ κυρίως Ναοῦ καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀναγνώσεως νὰ μετακινούμαστε γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν θέση μας.
3. Ὅταν φιλᾶμε τὸ χέρι Ἱερωμένου.
Ἡ συνήθεια ὁρισμένων νὰ κάνουν τὸν σταυρό τους πρὶν φιλήσουν τὸ χέρι τοῦ Ἐπισκόπου ἤ Ἱερέα εἶναι λανθασμένη. Τὸν σταυρό μας τὸν κάνουμε ὅταν ἀσπαζόμαστε τὶς ἅγιες Εἰκόνες καὶ ὄχι ὅταν ἀσπαζόμαστε τὸ χέρι τοῦ Ἱερωμένου. Ὅταν λοιπὸν πρόκειται νὰ ἐπικοινωνήσουμε ἤ νὰ συναντηθοῦμε μὲ Ἱερωμένο, μποροῦμε νὰ ποῦμε «Εὐλόγησον, Δέσποτα ἤ Πάτερ» ἤ «Τὴν εὐχή σας, Σεβασμιώτατε ἤ Πάτερ» καὶ κάνοντας μία ὑπόκλιση τῆς κεφαλῆς νὰ ἀσπαστοῦμε τὸ δεξί του χέρι, ὁπότε συνεχίζουμε τὸν διάλογο μαζί του, ὅπως ἐπιθυμεῖ ὁ καθένας. Τὸ ἴδιο κάνουμε καὶ φεύγοντας ἀπὸ κοντά του. Λέμε, «Τὴν εὐχή σας ἤ Εὐλογεῖτε, Πάτερ», κάνουμε μικρὴ ὑπόκλιση, προτείνουμε τὶς παλάμες μας σταυροειδῶς, ἀσπαζόμαστε τὴν δεξιά του καὶ φεύγουμε.
4. Ὅταν λαμβάνουμε τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἱερέα, τὸ ὁποῖο (χέρι) στὴν συνέχεια τὸ ἀσπαζόμαστε.
(Ἀπὸ τὸ «Λατρευτικὸ Ἐγχειρίδιο» τοῦ π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου, σελ. 168, 171, ὅπως παρατίθεται σὲ ἐκκλησιαστικὰ ἱστολόγια στὸ Διαδίκτυο).