Ἁγίου Ἐπισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ἀποτελεῖ τὸ φωτοστέφανο τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας. Αἰσιόδοξος ἦταν ὁ Θεμελιωτὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ πιὸ Αἰσιόδοξος ἀπ’ ὅλους τοὺς αἰσιόδοξους στὸν κόσμο. Δὲν ἦταν αἰσιόδοξος μόνο στὶς λαμπερὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς Του: ὅταν γιόρταζε στὸν γάμο τῆς Κανᾶ στὴ Γαλιλαία, ἤ ὅταν τοῦ ἔριχναν λουλούδια στὰ Ἱεροσόλυμα, ἤ ὅταν ἥσυχος παρατηροῦσε τοὺς κρίνους στὶς ἀνθισμένες πεδιάδες, ἤ ὅταν κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἀστεριῶν ταξίδευε μὲ πλοιάριο στὴ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ Τὸν λάτρευαν. Δὲν ἦταν ὅμως μόνο τότε αἰσιόδοξος. Παρέμενε αἰσιόδοξος καὶ ὅταν ἐγκαταλειμμένος ἀπὸ ὅλους, προσευχόταν μόνος στὸ Θεό, ἐκείνη τὴ μοιραία νύχτα πρὶν ἀρχίσει ἡ τραγωδία. Καὶ τότε ποὺ Τὸν σύρανε, ἀπὸ τὸν Ἡρώδη στὸν Πιλᾶτο, γιουχαΐζοντας καὶ χλευάζοντάς Τον. Καὶ τότε ποὺ Τοῦ ἔβαλαν ἀγκάθινο στεφάνι, ποὺ Τοῦ ἔσχιζε τὸ θεϊκό Του κεφάλι καὶ τότε, ὅταν ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ Σταυροῦ ἔφευγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ Τὸν ἀποχαιρετοῦσαν μὲ γέλια, κατάρες καὶ μὲ τὸν ἦχο τῶν ἀδύναμων δακρύων τῶν γυναικῶν. Καὶ τέλος, ὅταν τὸ ποτήρι τῆς πίκρας ξεχείλισε καὶ εἰσῆλθε στὴν ἱστορία ἡ λέξη Γολγοθάς, πάλι παρέμεινε αἰσιόδοξος.
Αἰσιόδοξοι ἦταν καὶ οἱ χριστιανοὶ Μάρτυρες. Ἀφοῦ οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Μεγαλομάρτυρες ἦταν αἰσιόδοξοι, πῶς ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἀπαισιόδοξοι; Αἰσιόδοξοι ἦταν ὅσοι στὶς ρωμαϊκὲς ἀρένες, πάλεψαν μὲ ἄγρια θηρία, γιὰ νὰ διασκεδάσει ὁ Καίσαρας. Αἰσιόδοξοι ἦταν ὅσοι καίγονταν στὴν πίσσα στὶς πλατεῖες, γιὰ τὴν ψυχαγωγία τοῦ Καίσαρα καὶ τῶν γυναικῶν του. Αἰσιόδοξοι ἦταν ὅσοι γύριζαν δεμένοι στὸν τροχὸ καὶ ὅσοι θάφτηκαν ζωντανοὶ στὴ γῆ. Αἰσιόδοξοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν γνώρισαν τὴν ἰσότητα, οὔτε τὴν ἐλευθερία τοῦ τύπου, οὔτε τὴν φιλανθρωπία, οὔτε τὶς ὀργανώσεις γιὰ τὴν προστασία τῶν ζώων. Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἀπαισιόδοξοι; Γιατί νὰ γινόμαστε ἀπαισιόδοξοι;
Αἰσιόδοξοι ἄνθρωποι ὑπῆρχαν καὶ ἀνάμεσα στοὺς ἀρχαίους κλασικοὺς στοχαστές, διανοούμενους καὶ ποιητές. Ἡ αἰσιοδοξία τους ὅμως, ἦταν μεταφυσικὴ καὶ μεμονωμένη. Ἡ χριστιανικὴ αἰσιοδοξία εἶναι δοκιμασμένη αἰσιοδοξία καὶ αἰσιοδοξία ὄχι τοῦ ἑνὸς ἀλλὰ τῶν πολλῶν ἀνθρώπων. Ἡ αἰσιοδοξία τῶν ἀρχαίων κλασικῶν εἶναι σὰν τὸν ἐπεξεργασμένο χρυσό, ποὺ εἶναι ἐπιμελῶς φυλαγμένος καὶ γυαλισμένος καθημερινά, γιὰ νὰ λάμπει. Ἡ χριστιανικὴ αἰσιοδοξία εἶναι σὰν τὸ χρυσάφι, ποὺ πέρασε μέσα ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τὴ σκόνη, ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ αἷμα καὶ πάλι παρέμεινε λαμπερὸ καὶ καθαρό.
Οἱ κλασικοὶ συγγραφεῖς μόνον σκέφτονταν καὶ μὲ τὴ σκέψη τους καὶ λόγῳ τῆς σκέψης τους ἦταν αἰσιόδοξοι.
Οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅταν καίγονταν στὴ φωτιὰ φώναζαν: Ἐμεῖς καὶ κάλι πιστεύουμε! Αὐτοὶ καὶ ὅταν τοὺς ἔσχιζαν τὰ θηρία ψιθύριζαν: Ἐμεῖς καὶ πάλι ἐλπίζουμε! Πάνω στὸ σταυρὸ κλαίγοντας μὲ λυγμοὺς ἔλεγαν: Ἐμεῖς καὶ τώρα σᾶς ἀγαπᾶμε.
Τοὺς καταδίωξαν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ οἱ μοχθηροὶ αὐτοκράτορες παντοῦ. Καὶ οἱ Νέρωνες καὶ οἱ Τραϊανοί, στὴν Ἀσία, στὴν Ἀφρική, στὰ Βαλκάνια καὶ στὴ Βρετανία. Τοὺς περιφρόνησαν, τοὺς πέταξαν σὰν ἄχρηστες πέτρες καὶ τοὺς ἔδιωξαν ὅπως διώχνει κανεὶς τὴ λάσπη ἀπὸ τὰ πόδια του. Οἱ μορφωμένοι ἄνθρωποι δὲν ἤθελαν νὰ τοὺς καταλάβουν, οἱ ἰσχυροὶ δὲν ἤθελαν νὰ τοὺς ἀκούσουν. Ὅλος ὁ κόσμος κώφευε στὰ αἰτήματά τους, τὰ ἄγρια θηρία εἶχαν περισσότερους φίλους ἀπὸ αὐτούς, οἱ νεκροὶ δὲν ζήλευαν τὴ ζωή τους. Ὅμως καὶ πάλι οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ σήκωναν τὸ βλέμμα τους στὸν οὐρανό, ἀτένιζαν τὸν ἥλιο καὶ ἔλεγαν: Ἐμεῖς καὶ πάλι ἔχουμε ἀγάπη γιὰ σᾶς, ἐλπίζουμε καὶ πιστεύουμε.
Ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴ μαρτυρική μας ζωὴ καὶ προσδοκοῦμε μία καλύτερη ζωή. Πιστεύουμε στὸν Ἕνα καὶ Παντοδύναμο Θεό, ποὺ κυβερνᾶ τὸν ἥλιο καὶ μετρᾶ ὅλους τοὺς πόνους μας καὶ ὅλες τὶς ἀδικίες τῶν βασανιστῶν μας.
Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς κλώτσησαν σὰν ἄχρηστες πέτρες, τοὺς πῆρε ὁ Θεός, ὁ Κτίστης τῶν πάντων, νὰ ἀποτελέσουν τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ Ἐκκλησία Του ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο οἰκοδόμημα αἰσιοδοξίας ποὺ κτίστηκε στὴ γῆ.
Ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀποτελεῖ μία ἁπλὴ πνευματικὴ θεωρία, γιατὶ εἶναι δοκιμασμένη καὶ τεκμηριωμένη. Ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Πλάτωνα καὶ τῶν Στωικῶν ἔχει τὴν παρακάτω σχέση μὲ τὴν αἰσιοδοξία τοῦ Χριστιανισμοῦ: εἶναι σὰν τὸ ὄνειρο πρὶν τὴν συναίσθηση τῆς πραγματικότητας ἤ σὰν τὸ παραμύθι πρὶν τὴν πραγματικότητα.
Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτό μου Χριστιανό, ἐὰν δὲν ἤμουν αἰσιόδοξος. Καὶ ἄν ἀποκαλοῦσα τὸν ἑαυτό μου Χριστιανὸ καὶ δὲν ἤμουν αἰσιόδοξος, δὲν θὰ ἤμουν εἰλικρινὴς Χριστιανός. Καὶ ὅλοι ἐσεῖς ματαίως ἀποκαλεῖσθε Χριστιανοί, ἐὰν δὲν εἶστε αἰσιόδοξοι. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο κάστρο αἰσιοδοξίας. Ὁ Χριστιανισμὸς θεμελιώνεται στὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὰ τὰ τρία μόνο σώζουν: ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη. Ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη συναποτελοῦν τὴν αἰσιοδοξία… Μόνο ἡ αἰσιοδοξία μᾶς σώζει.
Ἄν δὲν ἔχουμε αἰσιοδοξία, δὲν ἔχουμε πίστη. Χωρὶς πίστη εἴμαστε σὰν τὰ ἑκατοντάδες ζῶα, ποὺ σήμερα τὸ πρωὶ σφαγιάστηκαν στὸ σφαγεῖο.
Ἄν δὲν ἔχουμε αἰσιοδοξία, δὲν ἔχουμε ἐλπίδα. Χωρὶς ἐλπίδα εἴμαστε σὰν σβησμένα ἀστέρια στὸ σύμπαν, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦν τὰ φωτεινὰ καὶ ζωντανὰ ἀστέρια.
Ἄν δὲν ἔχουμε αἰσιοδοξία, δὲν ἔχουμε ἀγάπη. Χωρὶς ἀγάπη εἶναι καὶ ἡ ἔρημος Σαχάρα, στὴν ὁποία ὁ διψασμένος λέοντας βρυχᾶται, ψάχνοντας νερό. Καὶ ὅταν ὁ λέοντας δὲν βρίσκει νερὸ δαγκώνει τὸ πέλμα του μέχρι νὰ τρέξει αἷμα καὶ τὸ γλύφει γιὰ νὰ σβήσει τὴ δίψα του.
Χωρὶς τὴν αἰσιοδοξία, ὅλοι μας εἴμαστε ἀνάπηροι. Μεγαλύτερη ἀναπηρία ἔχει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αἰσιοδοξία, παρὰ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς πόδια. Ὁ Θεὸς «ἐν σοφίᾳ» τὰ πάντα ἔκτισε. Αὐτὸς ὁ κόσμος γιὰ τὸν αἰσιόδοξο μοιάζει μὲ μία αἴθουσα γεμάτη ἀπὸ μουσικοὺς ποὺ ἑτοιμάζονται γιὰ κοντσέρτο. Ἐνῶ γιὰ τὸν ἀπαισιόδοξο μοιάζει μὲ αἴθουσα νοσοκομείου. Ὁ αἰσιόδοξος ἀκούει ἀσταμάτητα τὴ μουσικὴ ἑνὸς βάλς, ἐνῶ ὁ ἀπαισιόδοξος ἀκούει τὴ μουσικὴ ἑνὸς πένθιμου ἐμβατηρίου. Ὁ πρῶτος καθημερινὰ βλέπει τὰ λουλούδια, ἐνῶ ὁ δεύτερος βλέπει τὸ σκουπιδότοπο. Στὸ πρόσωπο τοῦ αἰσιόδοξου καθημερινὰ πέφτουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, τοῦ ζεσταίνουν καὶ τοῦ φωτίζουν τὴν ψυχή, ἐνῶ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀπαισιόδοξου μένει χωρὶς τὸν ἥλιο, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ψυχή του νὰ εἶναι κρύα καὶ σκοτεινή.
Ἀδελφοί μου, ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι, γιατὶ ὁ Θεὸς λόγῳ τῆς αἰσιοδοξίας δημιούργησε αὐτὸν τὸν κόσμο. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καμιὰ δημιουργία χωρὶς αἰσιοδοξία. Ἄς ἀτενίσουμε τὸν κόσμο μας τὴν ἡμέρα, ἄς δοῦμε ψηλὰ στὸν οὐρανὸ τὴ νύχτα καὶ ἄς ἔχουμε πίστη στὸ Θεό. Ὑπάρχει ὁ Δημιουργός, ὁ Πλάστης τοῦ κόσμου καὶ Πατέρας μας. Αὐτὴ ἡ σκέψη μας ἄς εἶναι ἡ βάση τῆς αἰσιοδοξίας μας.
(Ἁγίου Ἐπισκόπου Νικολάου Ἀχρῖδος, Ὁμιλίες γιὰ τὴν ἀπαισιοδοξία, τὴν αἰσιοδοξία, τὸ «μέγα» Ὄνομα, καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 55-59).