Ἡ Ἀληθινὴ Ἐξομολόγησις

Ἐξομολόγησις ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἔσω ἄνθρωπο σὲ ταπείνωσι

            ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ τὰ μάτια μου προσεκτικὰ εἰς τὸν ἑαυτό μου καὶ παρακολουθῶντας τὴν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπὸ τὴν πεῖρα μου, ὅτι δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεόν, ὅτι δὲν ἔχω θρησκευτικὴ πίστι καὶ ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτὰ τὰ βρίσκω εἰς τὸν ἑαυτό μου μετὰ ἀπὸ λεπτομερῆ ἐξέτασι τῶν αἰσθημάτων καὶ τῆς συμπεριφορᾶς μου.

            1. Δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικὰ τὸν Θεὸ θὰ εἶχα συνεχῶς τὴν σκέψι μου ἐστραμμένη πρὸς Αὐτὸν καὶ θὰ ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψις γιὰ τὸν Θεὸ θὰ μοῦ ἔδινε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολὺ συχνότερα καὶ πολὺ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήϊνα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόλησις τῆς σκέψεώς μου μὲ τὸν Θεὸ καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καὶ ξερή. Ἐὰν ἀγαποῦσα τὸν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μὲ Αὐτόν, διὰ τῆς προσευχῆς, θὰ ἦτο ἡ τροφὴ καὶ ἡ τρυφή μου καὶ θὰ μὲ ὡδηγοῦσε σὲ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μὲ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δὲν εὑρίσκω εὐχαρίστησι εἰς τὴν προσευχή μου ἀλλὰ χρειάζεται κάθε φορὰ νὰ καταβάλλω προσπάθεια γιὰ νὰ προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατὰ τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητά μου καὶ εἶμαι πάντα πρόθυμος νὰ καταπατῶ μὲ κάθε ἀνόητη σκέψι καὶ πρᾶγμα, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τὴν προσευχὴ καὶ ἀπομακρύνουν τὴν σκέψιν ἀπὸ αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σὲ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δὲ ἀπασχολοῦμαι μὲ τὸν Θεόν, ὅταν θέτω τὸν ἑαυτόν μου κάτω ἀπὸ τὴν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄμθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τὸ σκέπτεται ὅλη τὴν ἡμέρα χωρὶς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τὴν εἰκόνα του μέσα εἰς τὴν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό, καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωσι τὸ ἀγαπημένο του πρόσωπο δὲν φεύγει ἀπὸ τὴν σκέψι του. Ἐγώ, ὅμως, ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίσω ἔστω καὶ μιὰν ὥρα γιὰ νὰ βυθισθῶ σὲ ἐντρύφησι καὶ θεία μελέτη, γιὰ νὰ ζωογονήσω τὴν καρδιά μου μὲ τὴν ἀγάπη μου πρὸς Αὐτόν, ἐνῶ μὲ εὐκολία καὶ εὐχαρίστησι ἐξοδεύω τὶς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σὰν μιὰ θερμὴ προσφορὰ καὶ θυσία εἰς τὰ εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.

            Ὁλοένα συζητῶ γιὰ τιποτένια πράγματα καὶ γεγονότα, τὰ ὁποῖα μολύνουν τὸ πνεῦμα, κι αὐτὸ μοῦ δίνει εὐχαρίστησι. Εἰς τὶς σκέψεις μου γιὰ τὸν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καὶ ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρὶς νὰ τὸ θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νὰ μὲ παρακινήσουν σὲ πνευματικὴ συζήτησι, κοιτάζω νὰ μετατρέψω τὸ θέμα σὲ κάτι ἄλλο, πιὸ εὐχάριστο εἰς τὶς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερὰ περίεργος γιὰ κάθε μοντέρνο, γιὰ τὰ πολιτικὰ καὶ γιὰ χίλια δυὸ ἄλλα ζητήματα. Πολὺ συχνὰ ζητῶ τὴν ἱκανοποίησι εἰς τὴν ἀγάπη πρὸς τὶς κοσμικὲς γνώσεις, εἰς τὴν ἐπιστήμη, εἰς τὴν τέχνη, καὶ θέλω ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθὰ νὰ ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καὶ τῆς Θρησκείας, δὲν μοῦ κάνουν πολλὴν ἐντύπωσιν, οὔτε ἱκανοποιοῦν τὴν πνευματικὴ πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτὰ τὰ παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόλησις γιὰ ἕνα Χριστιανό, ἀλλ’ ἐπὶ πλέον καὶ ἀνωφελής.

            Ἐὰν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτέ με τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε», ἐγὼ ὄχι μόνον δὲν τηρῶ τὰς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιὰ προσπάθεια καταβάλλω νὰ κατορθώσω τὴν τήρησί τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τὴν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτὸ ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν Χριστό, ἔγκειται εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν τηρεῖ τὰς ἐντολάς Του». 

            2. Δὲν ἀγαπῶ οὔτε τὸν πλησίον μου. Ἐὰν ἀγαποῦσα τὸν πλησίον μου, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ σκεφθῶ καὶ νὰ ἀποφασίσω νὰ δώσω καὶ τὴν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐὰν θὰ ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτὸ μόνον δὲν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὴν παραμικρὴ θυσία εἶμαι διατεθειμένος νὰ ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐὰν ἀγαποῦσα τὸν πλησίον μου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θὰ ἦσαν καὶ δικές μου λύπες καὶ οἱ χαρές του θὰ ἀντανακλοῦσαν εἰς τὸ πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τὸ δικό του. Ἀντιθέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νὰ ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντὶ νὰ λυποῦμαι καὶ νὰ πονῶ. Τὸ κάθε κακὸ τυχὸν ποὺ ἀκούω γιὰ τὸν πλησίον μου, ὄχι μόνον δὲν μοῦ φέρνει στενοχώρια, ἀλλὰ μοῦ δίνει ἕνα εἶδος χαρᾶς, ἐνδιαφέροντος καὶ ἐλπίδας, ν’ ἀκούσω περισσότερα. Τὸ σφάλμα ἤ τὸ ἁμάρτημα τοῦ ἀδελφοῦ μου ὄχι μόνον δὲν τὸ σκεπάζω μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ τὸ διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μὲ ἐσωτερικὴν ἱκανοποίησι. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τὰ ἀγαθά του δὲν μὲ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δὲ ἀντιθέτως τὸ συναίσθημα τῆς ἀδιαφορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τὴν ψυχή μου περιφρόνησις καὶ φθόνος γιὰ τὸν πλησίον μου.

            3. Δὲν ἔχω θρησκευτικὴ πίστι. Οὔτε εἰς τὴν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τὸ Εὐαγγέλιο, διότι ἐὰν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καὶ ἐπίστευα χωρὶς ἀμφιβολία ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωὴ καὶ ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θὰ ἐσκεπτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρὶς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θὰ μὲ συνέτριβε κυριολεκτικὰ καὶ θὰ ἐζοῦσα αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωὴ σὰν ἕνας ξένος καὶ παρεπίδημος, ποὺ ἔχει πάντα εἰς τὸν νοῦ του τὴν φροντίδα νὰ ἀξιωθῆ κάποτε νὰ φθάση εἰς τὴν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγὼ οὔτε κὰν σκέπτομαι γιὰ τὴν αἰωνιότητα καὶ συμπεριφέρομαι εἰς τὴν ζωή μου σὰν νὰ πιστεύω ὅτι τὸ τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καὶ τὸ τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις ποὺ συνοψίζεται εἰς τό: ποιός ξέρει καὶ ποιός εἶδε τὰ μετὰ θάνατον;

            Ὅταν μιλῶ γιὰ τὴν ἀθανασία, τὸ μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἀπιστία μου ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς πράξεις μου καὶ ἀπὸ τὴν συνεχῆ φροντίδα νὰ ἱκανοποιῶ τὴν ζωὴ τῶν αἰσθήσεων. Ἐὰν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τὴν καρδιά μου μὲ τὴν ἀνάλογη πίστι, θὰ εἶχα καταληφθῆ ἀπ’ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὸν μελετοῦσα, θἄβρισκε δὲ ἡ ἀφοσίωσις καὶ ἡ προσοχὴ τὴν κατοικία της εἰς τὴν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη ποὺ κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτὸν θὰ μὲ ὡδηγοῦσαν εἰς τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καὶ ἡμέρα. Εἰς τὴν μελέτην αὐτὴν θὰ εὕρισκα τροφὴ πνευματική, τὸν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καὶ ἡ καρδιά μου θὰ παρεκινεῖτο εἰς τὴν τήρησί του.

            Τίποτε εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν δὲν θἆταν δυνατὸ νὰ μὲ ἀποτρέψη ἀπ’ τὴν ἐφαρμογή της εἰς τὴν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ γνῶσι μὲ ὠθοῦν πρὸς τοῦτο, τὸν παρακολουθῶ χωρὶς τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ τὸν εὑρίσκω τὶς περισσότερες φορὲς καταθλιπτικὸ ἤ χωρὶς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τὸ τέλος τῆς μελέτης του χωρὶς σπουδαία ὠφέλεια καὶ πάντα πρόθυμος νὰ τὸν ἀλλάξω μὲ ἐλαφρὰ ἀναγνώσματα ποὺ μοῦ εἶναι πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ μὲ εὐχαριστοῦν.

            4. Εἶμαι πλήρης ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τὸ βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλὸ εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νὰ τὸ κάνω ἐμφανὲς ἤ νὰ ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτὸ μπροστὰ σὲ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νὰ τὸ θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καὶ ἐπιδεικνύω μιὰν ἐξωτερικὴ ταπεινοφροσύνη, τὴν ἀποδίδω σὲ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δὲ τὸν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότερό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νὰ τὸ δικαιολογήσω καὶ νὰ τὸ σκεπάσω, λέγοντας: Τί νὰ κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δὲν πειράζει, κανεὶς δὲν θὰ μὲ παρεξηγήση. Θυμώνω μὲ ὅσους δὲν δείχνουν ἐκτίμησι πρὸς τὸ πρόσωπό μου καὶ τοὺς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιὰ τὰ χαρίσματά μου, καὶ ὅλες μου τὶς πτώσεις τὶς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τὶς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιὰ κάτι καλό, τὸ κάνω μὲ τὸν σκοπὸ ἤ νὰ κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νὰ δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τὸν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νὰ πάρω μιὰ πρόσκαιρη παρηγοριά.

            Μὲ μιὰ λέξι, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρὸς τὸ ὁποῖο ἀποδίδω ἀδιάκοπες τὶς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν εὐχαρίστησί μου καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτὰ ἀναγνωρίζω τὸν ἑαυτόν μου νὰ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀπὸ διάφορες σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ἀπὸ ἀπιστίαν, ἀπὸ ἔλλειψιν ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ κακία πρὸς τὸν πλησίον μου. Ποιά κατάστασις θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη πιὸ ἁμαρτωλὴ ἀπὸ αὐτήν; Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νὰ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καὶ δὲν ἀγαποῦν τὸν Θεόν, ἄν καὶ μισοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τὸν Θεὸ καὶ φρίττουν. Ἐγὼ ὅμως; Μπορῶ νὰ βρεθῶ σὲ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἀντιμετωπίζω; Πῶς δὲ δὲν θὰ λάβω τὴν πιὸ αὐστηρὴ τιμωρία γιὰ τὴν ἀνόητη καὶ ἀπρόσεκτη ζωή μου, τὴν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;

(Οἱ Περιπέτειες Ἑνὸς Προσκυνητοῦ, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 2006, σελ. 169-172)

Scroll to Top