Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Ποιός δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ ἐγκρατὴς βίος εἶναι ὠφελιμώτατος σέ ψυχὲς καὶ σώματα μαζί; Ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι τὸ γνωρίζουν καὶ μάλιστα καλά, ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμὸς ἐπικρατοῦν τῆς καλῆς γνώσεως, γι’ αὐτὸ σᾶς προσφέρομε τὴν παρηγοριὰ τοῦ λόγου, γιὰ νὰ σᾶς ἀνυψώσουμε, ὥστε ἐπάνω στὸν ὀρθὸ λογισμὸ νὰ ἐπιθέσωμε τὴν πρᾶξι τοῦ ἀγαθοῦ, διότι αὐτὴ ἐπιφέρει τὸ ἀγαθὸ τέλος. «Δὲν εἶναι οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου». Ἄς ἐπιληφθοῦμε λοιπὸν καὶ μὲ ἔργα, ἀδελφοί, τοῦ καλοῦ τῆς νηστείας καὶ τοῦ ἀγαθοῦ τῆς ἐγκρατείας, ποὺ προσφέρει αὐτὴ ἡ εὐλογημένη περίοδος τῆς Τεσσαρακοστῆς. Ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια ἁγνίζουν τὸ σῶμα καὶ κάνουν καθαρὴ καὶ ἀνέφελη τὴν διάνοια. Διπλὸ περιτείχισμα εἶναι ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ψυχὴ βρίσκεται σὲ ἀσφάλεια καὶ εἰρήνη.
Ὅμως, ὁ πολέμιος τῆς σωτηρίας μας, ὁ διάβολος, ἐπιχειρεῖ ποικιλοτρόπως ν’ ἀχρειώση τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ αὐτῶν τῶν σαράντα ἡμερῶν. Διότι ὑπάρχει ἀδελφοί μου καὶ ἄλλος κορεσμὸς καὶ μέθη πονηρά, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὰ φαγητά, οὔτε ἀπὸ τὰ ποτὰ κι ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τούτων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὸ μῖσος πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν μνησικακία, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ γεννῶνται ἀπὸ αὐτά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ προφήτης Ἡσαΐας λέγει: «ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ μεθοῦν χωρὶς κρασί», καὶ ὁ ἴδιος πάλι: «μὴ νηστεύετε γιὰ μάχες». Ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ νηστεύουν ἔτσι λέγει σὰν ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου: «ἂν κάμψετε τὸν λαιμό σας σὰν κρῖκο, καί πάλι δὲν θὰ εἶναι δεκτὴ μ’ αὐτὸ ἡ νηστεία σας καὶ ὅταν ἐκτείνετε τὰ χέρια σας πρὸς ἐμένα, θ’ ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ σᾶς». Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἀπὸ τὸ μῖσος μέθη τὴν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο αἰτία τῆς θείας ἀποστροφῆς, ἐπιχειρεῖ ὁ διάβολος νὰ ἐμβάλη στοὺς προσευχομένους καὶ νηστεύοντας. Φέρνει στὴν μνήμη τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, ταράσσει τοὺς λογισμοὺς καὶ ὀξύνει τὴν γλῶσσα ἐναντίον τους.
Ἀλλ’ ἐμεῖς ἀδελφοί, τὸν καιρὸ τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς ἄς μὴ τὸν ἀφήσουμε ὡς λάφυρο στὸν ἐχθρό, κρατῶντας γιὰ τὸν ἑαυτό μας μόνο τὸν κόπο καὶ τὴν καταδίκη. Ἄς προσέξουμε κι ἄς φοβηθοῦμε τὸν κίνδυνο, διότι ὕπουλα μᾶς παγιδεύει καὶ ἀντὶ ἁγιασμοῦ κερδίζουμε τὴν κακία. Ἀπὸ τὴν ψυχή μας ἄς ἀφήσουμε -ἂν ἀληθινὰ ἔχωμε ἤ νομίζωμε ὅτι ἔχομε- κάτι ἐναντίον κάποιου καὶ ἄς δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαγχνία. Εἶναι καιρὸς ἀγαθοεργίας καὶ ἐφαρμογῆς τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης. Ἂν θέλωμε νὰ νηστεύωμε τὴν ἐπαινετὴ καὶ ἄψογη νηστεία, ἄς δείχνουμε βαθιὰ κατανόηση ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, συλλογιζόμενοι καὶ σκεπτόμενοι μέσα μας καλὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μόνον γίνονται καὶ τὰ αἰτήματά μας πρὸς τὸν Θεὸν εὐπρόσδεκτα καὶ τότε μόνον μποροῦμε νὰ λέγωμε πρὸς Αὐτὸν μὲ παρρησία: «Πάτερ, ἄφησέ μας τὶς ὀφειλές μας, ὅπως κι ἐμεῖς τὶς ἀφήνομε στοὺς ὀφειλέτας μας».
Ἄλλος τρόπος τοῦ πονηροῦ ποὺ καθιστᾶ ἀνωφελῆ τὸν κόπο τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς εἶναι τὸ νὰ μᾶς πείθη νὰ τὰ πράττουμε γιὰ κενοδοξία καὶ πρὸς ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ παραγγέλει ὁ Κύριός μας: «εἴσελθε στὸν προσωπικό σου χῶρο, κλεῖσε τὴν θύρα σου, προσευχήσου στὸν Πατέρα σου κι Ἐκεῖνος πού βλέπει τὰ κρυπτὰ θὰ σοῦ τὸ ἀποδώση στὰ φανερά». Τὰ λέγει δὲ αὐτὰ ὄχι γιὰ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὶς Συνάξεις καὶ τὶς προσευχὲς στὸν Ναό, ἀλλὰ μ’ αὐτὸ ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ ἰδιαίτερη προσευχή μας στοὺς οἴκους καὶ στοὺς κοιτῶνες ἀκόμη, ἐνισχύει τὴν προσευχὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ ἐσωτερικὴ προσευχὴ κατὰ διάνοιαν ἐνισχύει τὴν διὰ τῶν χειλέων στὸν Ναό. Διότι ἐκεῖνος πού προσεύχεται μόνον ὅταν ἔλθη στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν φροντίζει γιὰ τὴν προσευχὴ στὸν οἶκο καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς ἀγορές, στὴν πραγματικότητα δὲν προσεύχεται οὔτε ὅταν εὑρίσκεται στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ. Προσευχόμενοι δὲ καὶ νηστεύοντες νὰ περιφρουροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ κρυπτώμεθα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦμε τοῦ μισθοῦ. Λέγει δὲ νὰ ἀλείφωμε τὴν κεφαλή μας καὶ νὰ νίπτωμε τὸ πρόσωπο, ὥστε ν’ ἀποφύγωμε τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ἐὰν δὲ χαρακτηρίση κανεὶς ἀλληγορικῶς τὸν νοῦν ὡς κεφαλὴ τῆς ψυχῆς, τότε ἔχει τὸ ἑξῆς νόημα: Εἶναι καλὸν ὅταν νηστεύωμε νὰ ἀλείφωμε τὴν κεφαλὴν μὲ ἔλαιον, δηλαδὴ νὰ καθιστοῦμε τὸν νοῦ μας ἐλεήμονα καὶ νὰ νίπτωμε τὸ πρόσωπό μας, δηλαδὴ νὰ εἴμεθα καθαροὶ ἀπὸ θυμό, πονηρία καὶ ἀκάθαρτους λογισμούς.
Τέτοια νηστεία ὄχι μόνον φυγαδεύει τὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ καὶ συγκαταλέγει τοὺς νηστεύοντας στοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους, διότι τότε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μᾶς φυλάττουν, μᾶς βοηθοῦν καὶ συμπράττουν μαζί μας. Ἡ δὲ νηστεία ποὺ δὲν εἶναι τέτοια καὶ δὲν ἐκτελεῖται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἔχει συγγένεια μᾶλλον πρὸς τοὺς πονηροὺς δαίμονες, διότι αὐτῶν ἡ ἀσιτία συνοδεύεται ἀπὸ ὀργὴ καὶ μῖσος, ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ ἀντίθεση πρὸς τὸν Θεόν.
Ἀλλ’ ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὡς δοῦλοι γνήσιοι τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου, Ἐκεῖνον μόνο νὰ δουλεύωμε μὲ καθαρὰ καρδία καὶ γενόμενοι εὐάρεστοι ἐνώπιόν Του, ν’ ἀποκομίσωμε τὴν εὐλογία Του πρὸς ἁγιασμὸν καὶ σωτηρίαν μας. Ἀμήν.
(Ἱστοσελίδα «Ἁγιορειτικά», στήλη «Πατερικὰ κείμενα», μὲ ἐπεξεργασία ἡμετέρα)