Ο ΑΓΙΟΣ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἐκθέτει τὰ ἐπιμέρους τμήματα τῆς Θείας Λειτουργίας, περιγράφοντας τὴν ἀναγωγή, τὸ ἀνέβασμα, τῆς πορείας τοῦ πιστοῦ στὸ καθένα ἀπ’ αὐτά.
Κατὰ τὴν «πρώτη εἴσοδο» (τὴν λεγόμενη Μικρή Εἴσοδο), ὁ πιστὸς «ἀποβάλλει τὴν ἀπιστία, αὐξάνει τὴν πίστη, ἐλαττώνει τὴν κακία, προοδεύει στὴν ἀρετή καὶ ἐξαφανίζει τὴν ἄγνοια μὲ τὴν προσθήκη τῆς γνώσης». Αὐτὸ συμβαίνει διότι κατὰ τὴν πρώτη εἴσοδο ἐμφανίζεται συμβολικὰ ἀνάμεσά μας ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης.
Ἀκολουθεῖ ἡ ἀκρόαση τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου δηλώνονται ὅλες οἱ πλευρὲς τῆς πίστης, τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσης. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος σημειώνει ὅτι τὸ περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι «ἡ συντέλεια τοῦ γήινου φρονήματος». Δηλαδή, περιέχει ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψει τὶς γήινες σκέψεις καὶ νὰ προσβλέψει πρὸς τὸν οὐρανό.
Ἡ τάση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς τὸν οὐρανό, δηλώνεται καὶ μὲ τὸ κλείσιμο τῶν Θυρῶν τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Συμβολίζεται, ἔτσι, ἡ ἀνάγκη «νὰ κλείσει» ὁ πιστὸς τὶς αἰσθήσεις του πρὸς τὴν ἁμαρτία.
Ἡ «εἴσοδος τῶν ἁγίων μυστηρίων» (ἡ Μεγάλη Εἴσοδος) ὑπενθυμίζει στὸν πιστὸ τὴν Θεϊκὴ Οἰκονομία γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σωτηρία αὐτὴ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν Σταυρικὴ θυσία, τὴν ὁποία συμβολίζει ἡ Μεγάλη Εἴσοδος.
Ἀκολουθεῖ ὁ ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐκδήλωση καὶ τὴν κατοχύρωση τῆς ὁμόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, κλήρου καὶ λαοῦ. Χωρὶς τὶς ἀρετὲς αὐτὲς εἶναι ἀδύνατη ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ ὑπόλοιπο τῆς Θείας Λειτουργίας.
Τὸ «Σύμβολο τῆς Πίστεως» ποὺ ἀκολουθεῖ, θυμίζει στοὺς πιστοὺς ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο: τὴν δημιουργία, τὴν σωτηρία ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ζωὴ τοῦ ἁγιασμοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Τρισάγιος Ὕμνος (Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ), ἐκφράζει τὴν μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι ἰσότιμη μὲ τοὺς Ἀγγέλους στὸ θέμα τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ εἶναι σημαντικότατο, διότι συνειδητοποιοῦμε τὴν ἕνωση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου (ἄνθρωποι) μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο (Ἄγγελοι) κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία.
Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ («Πάτερ ἡμῶν») διαδηλώνει τὴν υἱοθεσία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Τονίζεται, ἔτσι, ὅτι μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ πιστοὶ ἀξιώνονται ν’ ἀποκαλέσουν τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ αἰσθανθοῦν τὴν οἰκειότητα τῆς ἕνωσής τους μὲ τὸν Θεό.
Ἡ ἑνότητα τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Θεὸ κορυφώνεται μὲ τὴν «μετάληψη τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν Μυστηρίων». Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, μὲ τὴν Θεία Μετάληψη ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται νὰ γίνει Θεὸς κατὰ χάριν.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸν δρόμο τῆς θέωσης, δηλαδὴ τῆς ἀνύψωσής του πρὸς τὴν τελικὴ ἑνότητα καὶ ταυτότητα μὲ τὸν Θεό.