Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Λόγος περὶ ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ ἀθέων αἱρετικῶν
καὶ περὶ σημείων τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος τούτου.
(Ἐκφωνήθηκε καθὼς αὐτὸς ἑτοιμαζόταν νὰ ἐκδημήσει ἀπὸ τοῦ σώματος)
α΄. Ὀδυνηρός ὁ λόγος, καθὼς εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος, ὅπως μοῦ ἔχει δηλωθεῖ, ἀλλὰ καὶ γεμᾶτος πολλὴ χαρά. Ἀπὸ τὴν μιὰ εἶναι ὀδυνηρός, διότι δὲν θὰ σᾶς ξαναμιλήσω. Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι γεμᾶτος χαρά, διότι ἔφθασε ὁ καιρὸς ν’ ἀναχωρήσω καὶ νὰ βρεθῶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «Οὐκέτι λαλήσω μεθ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. 14, 30).
Καὶ τώρα θὰ μιλήσω μὲ πόνο καρδιᾶς περὶ τῶν ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ τῶν ἀθέων αἱρετικῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Παῦλος ἔλεγε, «Πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ 3, 13), καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς σᾶς μίλησα ἤδη. Διότι πολλὲς ὁμιλίες ἔκανα μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως πολὺ καλὰ γνωρίζετε ἐσεῖς ποὺ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό. Σχεδὸν σὲ κάθε ὁμιλία ἀναφερθήκαμε σ’ αὐτούς, ἂν θυμᾶστε τὰ ὅσα εἴπαμε χθές. Γνωρίζω ὅτι θυμᾶστε καὶ μάλιστα ὅσοι εἶστε φιλόπονοι καὶ ἀγαπᾶτε τὴν Γραφὴ καὶ τὸν Χριστό. Διότι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ νὰ διαβάζει τὴν Γραφὴ δίκαια θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ καὶ φιλόχριστος, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν Δεσπότη, ὅτι «Ὁ ἀγαπῶν με, τοὺς λόγους μου τηρεῖ» (Ἰωάν. 4, 14), «Ὁ ἀγαπῶν με, ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου» (Ἰωάν. 14, 21), Ὁ ἀγαπῶν με, «ἐν τῷ νόμῳ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτὸς» (Ψαλμ, 1, 2), δηλ. τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς λοιπὲς Γραφές.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνεξάλειπτη τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά του, διότι περιμένοντας Αὐτὸν νὰ ἐπανέλθει ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, πάντοτε φροντίζει νὰ εἶναι ἕτοιμος ὅταν θὰ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς Παρουσίας του. Ἔχοντας πάντοτε ἀνὰ χεῖρας τὰ ἱερὰ βιβλία, δὲν ξεχνᾶ ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ βιβλία, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχει γραφθεῖ, «Κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεώχθησαν» (Δαν. 7, 10).
Βλέπε πόσο κέρδος εἶναι νὰ ἐρευνᾶ κανεὶς τὶς Γραφές, ὅπως πολλὲς φορὲς ἀκούσατε. Τί λέμε λοιπόν; Ὅτι τίποτε δὲν παρέλειψε καὶ δὲν παρασιώπησε ἡ Γραφὴ ἀπὸ ὅσα εἶναι συμφέροντα, ἀλλὰ παντοῦ φωνάζει διὰ τῶν προφητῶν καὶ ἀποστόλων καὶ μαρτυρεῖ ἀπὸ πρὶν καὶ προσπαθεῖ νὰ προειδοποιήσει καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὸν καθένα, ὡς μητέρα φιλότεκνος ποὺ ἀγαπᾶ τὰ παιδιά της.
Ἐπίσης ἀναφέρεται στὰ περασμένα, στὰ παρόντα καὶ στὰ μέλλοντα, χωρὶς νὰ παραβλέπει τίποτε, ὅπως εἰπώθηκε, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς συμφέρουν. Καὶ τοῦτο χωρὶς νὰ ὁμιλεῖ στὰ κρυφά, χωρὶς νὰ ψιθυρίζει, ἀλλὰ παντοῦ φωνάζει μὲ πόνο καὶ δύναμη, διὰ μέσου τοῦ νόμου, τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Δεσπότου [Χριστοῦ]. (…)
β΄. …Νὰ κοπιάζεις στὴν ἔρευνα, νὰ ἐρευνᾶς καὶ νὰ ζητᾶς καὶ θὰ βρεῖς πολὺ τὸν ἀνέκφραστο πλοῦτο, θησαυρὸ κρυμμένο στὸν ἀγρό, θὰ ἐννοήσεις τὴν θεία Γραφή. Ἐρεύνησε καὶ θὰ βρεῖς, καὶ ἀφοῦ βρεῖς, πούλησε πάντα ὅσα ἔχεις καὶ ἀγόρασε ἐκεῖνο τὸν ἀγρό, τὴν καλὴ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στὴν ὁποία κρύβεται ὁ Υἱός, ἡ ἀληθινὴ Σοφία τοῦ Πατρός, τὸν Ὁποῖον ὅταν βρεῖς θὰ εἶσαι μακάριος, ὅπως εἶναι γραμμένο, ὅτι «Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρε σοφίαν» (Παροιμ. 3, 13). Ἐρεύνησε ἀγαπητέ, κι ἂν εἶσαι πλούσιος ἢ φτωχός, εἴτε δοῦλος, εἴτε ἐλεύθερος, εἴτε ἄνδρας, εἴτε γυναίκα. «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς» (Ἰωάν. 5, 39). Διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ταμεῖο κάθε ἀγαθοῦ.
Ὅμως, ἄς ἐπιστρέψουμε στὸ θέμα μας, διότι γιὰ τὴν συντέλεια ἡ ὁμιλία καὶ περὶ τῶν ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ περὶ τῶν ἀθέων αἱρετικῶν ποὺ περικυκλώνουν ἀπὸ παντοῦ ὡς χείμαρροι καὶ πλανοῦν πολλούς. Καὶ ἀπὸ ποῦ προέκυψε αὐτό; Εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπὸ τὴν ἀγνωσία καὶ ἀπειρία τῶν προϊσταμένων, διότι ὅπου ὑπάρχει ἀπειρία ποιμένων, ἐκεῖ ἡ τῶν προβάτων ἀπώλεια.
Τί νὰ πῶ πρῶτα; Γιὰ τὴν συντέλειά μας; Ἢ μήπως νὰ στηλιτεύσω τὰ ἄθεα δόγματα τῶν αἱρετικῶν; Ἂν ἦταν ὁ καιρὸς κατάλληλος, θὰ μποροῦσα νὰ κάνω γνωστὰ δημοσίως τὰ βέβηλα δόγματά τους καὶ τὰ ἄθεσμα πράγματα καὶ θριαμβευτικὰ νὰ τ’ ἀναιρέσω. Εἶναι ὅμως μεγάλος ὁ ἀγώνας καὶ πολὺς ὁ λόγος ποὺ πρέπει νὰ γίνει γιὰ νὰ γυμνωθοῦν καὶ ν’ ἀναιρεθοῦν τὰ ἀκάθαρτα δόγματα. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο πρὸς τὸ παρὸν νὰ παρουσιασθοῦν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ αὐτοὶ ὡς ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ λύκοι ποὺ ἐκδιώκονται ἀπὸ παντοῦ καὶ ἐκβάλλονται ἀπὸ τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ.
Δίκαια ἀποκλήθηκαν λύκοι ἀπὸ τοὺς προφῆτες καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Δεσπότη καὶ ἀπὸ τοὺς μακάριους Ἀποστόλους. Ὄχι μόνο λύκοι, ἀλλὰ καὶ ἐπιδημίες, καὶ ἀσεβεῖς, καὶ ἀντίδικοι, καὶ ἐχθροί, καὶ ἐπίβουλοι, καὶ βλάσφημοι, καὶ ὑποκριτές, καὶ κλέπτες, καὶ ληστές, καὶ βδελυροί, καὶ ψευδοπροφῆτες, καὶ ψευδοδιδάσκαλοι, καὶ ὁδηγοὶ τυφλοί, καὶ πλάνητες, καὶ πονηροί, καὶ ἀντίχριστοι, καὶ σκάνδαλα, καὶ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ, καὶ ζιζάνια, καὶ ἄθεοι καὶ πνευματομάχοι, αὐτοὶ ποὺ βλασφημοῦν τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος. Αὐτοὶ δὲν θὰ βροῦν συγχώρεση οὔτε στὸν παρόντα αἰῶνα, οὔτε στὸν μέλλοντα. Ἐξαιτίας τους «ἡ ὁδὸς τῆς ἀλήθειας βλασφημηθήσεται» (Β΄ Πέτρ. 2, 2). Μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τέκνα τοῦ πονηροῦ ὀνομάζονται, ὅπως λέγει ὁ θεολόγος, «Φανερά ἐστι τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰωάν. 3, 10).
Ἐπειδὴ ἔφθασε σὲ μᾶς τὸ τέλος τῶν αἰώνων, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Κορ. 10, 11), καὶ ἦρθαν οἱ δύσκολοι καιροί, ἡ ἀνομία πλήθυνε, καὶ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν ψυχράνθηκε, καὶ οἱ πλάνοι πολλοί, καὶ οἱ πλανεμένοι περισσότεροι. Ἄς σχολιάσουμε, λοιπόν, τὰ ἱερὰ βιβλία, στὰ ὁποῖα ἀφοῦ βροῦμε τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας, θὰ βαδίζουμε ἀναβαίνοντας στὰ ἅγια ὄρη, τοὺς προφῆτες ἐννοῶ καὶ τοὺς ἀποστόλους, γιὰ νὰ μὴν πλανηθοῦμε καὶ περιφερόμαστε «ἐν παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ (δολιότητα) τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης» (Ἐφ. 4, 14).
Ἄς μὴν μείνουμε κάτω, ἀλλὰ ἄς ἀνέβουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους μαθητὲς πάνω στὸ ὄρος τὸ μακάριο, καὶ ἄς ἀκούσουμε τὸν Ποιμένα μας ποὺ λέγει, «Βλέπετε μὴ πλανηθῆτε» (Λουκ. 21, 8), «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ» (Ματθ. 24, 4). Καὶ ὁ Ἰωάννης λέγει τὰ ἴδια, «Ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε» (Β΄ Ἰωάν. 8). Καὶ ὁ Παῦλος, «Βλέπετε τοὺς κύνας» (Φιλ. 3, 2), «βλέπετε πῶς περιπατεῖτε» (Ἐφ. 5, 15). Τὸ «βλέπετε» δὲν εἰπώθηκε γιὰ κανέναν ἄλλο λόγο, παρὰ μόνο γιὰ τὴν δική μας ἀσφάλεια σχετικὰ μὲ αὐτοὺς τοὺς πλάνους ποὺ φορᾶνε τὴν προβειὰ καὶ κρύβουν τὸν λύκο, ἐξαπατῶντας τοὺς ἀμελέστερους. Ὡς πάρα πολὺ ἀναγκαῖο λέγεται παντοῦ στὶς Γραφές, τὸ «Βλέπετε», καὶ τὸ «Ὁρᾶτε», καὶ «Γρηγορεῖτε», καὶ «Προσέχετε», ὄχι μόνο σὲ μᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸ ποίμνιο. Τίποτε δὲν παρασιώπησε ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ ὅσα μᾶς συμφέρουν.
γ΄. Μοῦ ἔρχονται δάκρυα, ὅταν ἀκούω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας μερικοὺς νὰ λένε, «μήπως λέγονται αὐτὰ στὶς θεῖες Γραφές;». Καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο ἀπὸ λαϊκούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ποιμένες καὶ κατέχουν τὶς θέσεις τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων, ὄχι ὅμως καὶ τοὺς τρόπους. Πρὸς αὐτοὺς εἶναι εὐκαιρία νὰ εἰπωθεῖ, ἀλίμονό σας, ὁδηγοὶ τυφλοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι, ἐσεῖς ποὺ φροντίζετε τὸν ἱματισμό σας, ἀλλὰ ὄχι τὴν μόρφωση, ἐσεῖς ποὺ ἐγκαταλείψατε τὴν διακονία τοῦ λόγου καὶ διακονεῖτε τὴν κοιλία, «Ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία, καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ» (Φιλ. 3, 19). Ἐσεῖς ποὺ καταχρᾶσθε τὸ γάλα, τὸ μαλλὶ καὶ τὸ κρέας τῆς ποίμνης, χωρὶς ὅμως νὰ φροντίζετε γιὰ τὰ πρόβατα. Πῶς θὰ ξεφύγετε τὴν τιμωρία, ὅταν ἀμελεῖτε τόσο μεγάλη σωτηρία; (…)
Βλέπεις πῶς παντοῦ ὁ Δεσπότης στηλιτεύει καὶ καταδεικνύει τοὺς ἀσεβεῖς, γιὰ νὰ μὴν πλανηθοῦμε; Ὢ τῆς ἀνεκφράστου συγκαταβάσεως, ὢ τῆς πέρα ἀπὸ κάθε σύλληψη ἀγαθότητος! Τί ν’ ἀνταποδώσουμε στὸν Κύριο γιὰ ὅλα αὐτά; Τί θ’ ἀπολογηθοῦμε στὸν Ἀρχιποιμένα; Ὢ ποιμένες, συνάδελφοι ποιμένες! Ὁρίστε λίγα ἀπὸ τὰ πολλά. Κοιτάξτε πῶς παντοῦ ὁ Δεσπότης στὸ ἄχραντο Εὐαγγέλιο βοᾶ γιὰ τὴν δική μας ἀσφάλεια: «Βλέπετε, γρηγορεῖτε, προσέχετε, σπουδάσατε, ἀγωνίσασθε»! Καὶ ὄχι μόνο στὰ Εὐαγγέλια βοᾶ, ἀλλὰ καὶ διὰ μέσου τῶν θεοφόρων προφητῶν, καὶ τῶν θεολόγων μαθητῶν λέγει τὰ ἴδια. (…)
δ΄. Ἀλλὰ ἄς ἐπανέλθουμε στὸ θέμα μας. Ὁ Ἰωάννης λέγει, «Καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασι» (Α΄ Ἰωάν. 2, 18), καὶ πάλι, «Βλέπετε ἑαυτούς, ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε· ὅτι πολλοὶ πλάνοι εἰς τὸν κόσμον ἐξῆλθον» (Β΄ Ἰωάν. 7-8). «Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται εἰς τὸν κόσμον εἰσεληλύθασι» (Α΄ Ἰωάν. 4, 1). Καὶ πάλι λέγει, «Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς, καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει μεθ’ ἑαυτοῦ, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῶ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β΄ Ἰωάν. 10-11). Καὶ πάλι, «Πᾶς ὁ παραβαίνων, καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, Θεὸν οὐκ ἔχει» (Β΄ Ἰωάν. 9). Αὐτὰ μᾶς προτρέπει ὁ Ἰωάννης, ὁ υἱὸς τῆς βροντῆς, ὁ περισσότερο ἀγαπημένος ἀπὸ ὅλους τοὺς μαθητές. Αὐτὸς ποὺ στήριξε μὲ τὴν θεολογία τὴν Ἐκκλησία ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς γῆς καὶ ἔφραξε τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν.
Ὁ Ἰάκωβος εἶπε, «Ὃς ἐὰν δοκῇ φίλος αὐτῶν εἶναι, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. 4, 4). Ἀκοῦστε ὅλοι ἐσεῖς ποὺ συντρώγετε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τὴν ὀδυνηρὴ ἀπόφαση, ὅτι εἶστε ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Διότι αὐτὸς ποὺ συμφιλιώνεται μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ βασιλέως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι φίλος του. Οὔτε θ’ ἀξιωθεῖ τὴν αἰώνιο ζωή, ἀλλὰ θὰ χαθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ θὰ ὑποστεῖ τὰ χειρότερα.
Ἰούδας ὁ τοῦ Ἰακώβου εἶπε, «Παρεισέδυσάν τινες ἄνθρωποι οἱ ἔκπαλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρίμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν, καὶ τὸν μόνον Δεσπότην καὶ Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι» (Ἰούδ. 4). Καὶ πάλι λέγει, «Ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἔσονται ἐμπαῖκται, κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν· οὗτοί εἰσιν οἱ ἀφόβως ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι, παντὶ ἀνέμῳ περιφερόμεναι, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς αἰῶνας τετήρηται» (Ἰούδ. 18). Αὐτὰ καὶ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ παραινεῖ σὲ μᾶς ὁ Ἰούδας ὁ καλός.
Ἔλα κι ἐσὺ Παῦλε, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, καὶ πές μας ὁ ἴδιος κατὰ τὴν δοθεῖσα σὲ σένα χάρη τοῦ Θεοῦ, μίλησέ μας γιὰ τὸν παρόντα πονηρὸ αἰῶνα. Φανέρωσε τοὺς κρυφοὺς λύκους, στηλίτευσε καὶ νίκησε τοὺς κλέφτες τῆς ἁγίας ποίμνης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Παῦλος εἶπε, «Οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20, 29).
Βλέπεις παντοῦ τοὺς θεολόγους ποὺ συμφωνοῦν μὲ τὸν Διδάσκαλο σχετικὰ μὲ τοὺς ἄθεους αἱρετικούς, ὀνομάζοντάς τους σκύλους καὶ λύκους; Ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει ὁ Παῦλος, «Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας, βλέπετε τὴν κατατομήν» (Φιλ. 3, 2). «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν (προσέχετε μὴ σᾶς ἐξαπατήσει καὶ παρασύρει κάποιος) διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης» (Κολ. 2, 8). «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5, 15-16).
Ποιός θὰ δικαιολογηθεῖ ὅτι δὲν ἤξερε, ὅταν ἀκούει τέτοιες προειδοποιήσεις; Καὶ ἀλλοῦ πάλι, μὴ παραδέχεσθε «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν» (Τίτ. 3, 10). Καὶ πάλι, «Διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε (μὴ παρασύρεσθε)» (Ἑβρ. 13, 9), καὶ πάλι, «Αἱρετικοὶ ἄνθρωποι προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. 3, 13), καὶ ἀλλοῦ, «Τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν» (Τίτ. 1, 15).
Ἀκοῦστε τα αὐτὰ ἐσεῖς ποὺ κάνετε ἀγάπες μαζί τους, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ ἔρχεται πάνω σας, ὅσοι μολύνεσθε μαζὶ μ’ αὐτοὺς τρώγοντας καὶ πίνοντας; Πῶς τολμᾶτε νὰ προσέρχεσθε στὰ θεῖα καὶ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ; Ἢ μήπως δὲν ἀκούσατε τὸν μακάριο Παῦλο ποὺ βοᾶ, ὅτι «Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν, καὶ ποτήριον δαιμόνων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν, καὶ τραπέζης δαιμονίων» (Α΄ Κορ. 10, 20-21).
Φύγετε μακριὰ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μὴν ἔχετε ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀκαθαρσία. Ἄραγε θὰ σᾶς πείσουμε; ἢ μήπως μάταια κοπιάζουμε καὶ μιλᾶμε στὸν ἀέρα; Πλὴν ὅμως γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν καὶ ἐνδιαφέρονται νὰ μάθουν τὸν λόγο καὶ νὰ τὸν ἐφαρμόσουν, δὲν θὰ ραθυμήσω, οὔτε θ’ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Παύλου. Θὰ τὰ ξαναπῶ καὶ ἀκοῦστε, «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6, 14).
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἀθυρόστομοι, ποὺ λένε ὅτι δὲν ἀναφέρονται αὐτὰ στὴν Ἁγία Γραφή; [Αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ἰσχύει]« Ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία, καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες» ( Φιλ. 3, 19); Αὐτὰ ὁ Παῦλος παρακαλεῖ καὶ διδάσκει καὶ προτρέπει, ὁ Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τὸ περιτείχισμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πολύαθλος καὶ γενναῖος, ἡ θεοφθόγγος λύρα, ὁ κήρυκας τοῦ Χριστοῦ, ὁ καταγραφέας τῶν δογμάτων, ἡ σάλπιγγα τοῦ Λόγου, ὁ ρήτορας τῆς εὐσεβείας, ἡ σαγήνη τῶν ἐθνῶν. Οἱ μακάριοι θεολόγοι εἶπαν αὐτὰ καὶ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ γιὰ τοὺς ἄθεους καὶ ἄπιστους. Οἱ προφῆτες ποὺ προηγήθηκαν παλαιότερα εἶπαν τὰ ἴδια. (…)
ε΄. Ἀλλὰ αὐτὰ ἀρκοῦν γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν ν’ ἀκούσουν. Διότι αὐτὸς ποὺ δὲν προσέχει στὰ λεγόμενα, οὔτε μὲ τὰ περισσότερα θὰ πεισθεῖ. Ἄς μελετήσουμε λίγο ἀκόμα τὰ λόγια τοῦ προφήτου Δαβὶδ καὶ ἄς δοῦμε πῶς στηλιτεύει καὶ ἀποκαλύπτει τὸν κρυμμένο δόλο τους καὶ λέγει, «Οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια· ἡ καρδία αὐτῶν ματαία» (Ψαλμ. 5, 10) καὶ τὰ καθεξῆς. Παρατήρησε τὴν σύνεση τοῦ προφήτου, πῶς κάνει γνωστοὺς καὶ ἀποκαλύπτει τοὺς κακοδόξους, γιὰ νὰ μὴν πλανηθοῦμε.
Ἀκοῦστε οἱ ὀρθόδοξοι καὶ μὴν συγκαταβαίνετε μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἀκοῦστε οἱ ποιμένες καὶ φρίξτε καὶ μὴ σιωπᾶτε, ἀλλὰ κηρύξτε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μὴν δίνετε τόπο στὸν διάβολο, μὴν ἀνοίγετε τὴν θύρα στοὺς λύκους. Μιμηθεῖτε τὸν μακάριο ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν βλασφημοῦσε ὁ τρισκατάρατος Σίμωνας καὶ ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, οὔτε μιὰ στιγμὴ δὲν σιώπησε, ἢ δὲν ἀνέβαλλε, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν ἔλεγξε καὶ ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ψεύτης καὶ ληστὴς καὶ ἀντίθεος, τὸν ἔρριξε κάτω καὶ τὸν παρέδωσε στὴν ἀπώλεια. Κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ τὸν διάδοχο αὐτοῦ, ἢ μᾶλλον τὴν σπορὰ τοῦ διαβόλου, τὸν Μοντανό, τὸν μιαρὸ καὶ ἀκάθαρτο καὶ ἄθεο, μαζὶ μὲ τὶς δύο μοιχαλίδες, ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ τὸν ἔλεγξε καὶ τὸν ἀπέδειξε ἀντίθεο καὶ ψευδόχριστο καὶ ψευδοπροφήτη, τὸν ἀποστόμωσε, τοῦ ἔφραξε τὸν μιαρό του στόμα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ περιμένει, χωρὶς ν’ ἀναβάλει τὴν ἀντιμετώπιση τῆς βλασφημίας του.
Ἔτσι νὰ κάνετε κι ἐσεῖς, ποιμένες, καὶ νὰ μὴν συγκοινωνεῖτε μὲ τὰ ἀκάθαρτα ἔργα τοῦ σκότους, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ ἐλέγχετε, ὅπως καὶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ θεοπάτορας Δαβίδ, ὁ ὁποῖος κατέβαλε πολλοὺς μόχθους καὶ πολλοὺς ἀγῶνες, ἐλέγχοντας, ἐπιτιμώντας καὶ στηλιτεύοντας αὐτοὺς καὶ ἀπευθυνόμενος γι’ αὐτοὺς στὸν Θεό, λέγοντας, «Ἕως πότε ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε ἁμαρτωλοὶ καυχήσονται;» (Ψαλμ. 93, 3). «Διασκόρπισον αὐτοὺς ἐν τῇ δυνάμει σου» (Ψαλμ. 58, 12). «Δὸς αὐτοῖς, Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι οὐ συνῆκαν εἰς τὰ ἔργα σου, Κύριε» (Ψαλμ. 27, 4-5). «Κύριε, ἐν τῇ πόλει σου τὴν εἰκόνα αὐτῶν ἐξουδενώσεις» (Ψαλμ. 72, 20). Καὶ πάλι παρακαλεῖ ὁ Δαβὶδ ἀπευθύνοντας δεήσεις στὸν Δεσπότη, γιὰ νὰ κατέβει ὁ ἴδιος καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά του, βοῶντας καὶ λέγοντας, «Κύριε, κλῖνον οὐρανούς, καὶ κατάβηθι» (Ψαλμ. 143, 5)· «Κύριε, μὴ χρονίσῃς» (Ψαλμ. 69, 6)· «Ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε» (Ψαλμ. 78, 8).
Καὶ τί κάνει ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ νὰ ἔλθουν σὲ γνώση τῆς ἀλήθειας, ἐπειδὴ εἶναι κοντὰ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται ἀληθινά; Δὲν παρήκουσε οὔτε παρεῖδε τὴν δέηση τῶν ἁγίων, ἀλλὰ «Ἔκλινεν οὐρανούς, καὶ κατέβη» (Ψαλμ. 17, 10) καὶ οἰκονόμησε τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ γένους μας καὶ μᾶς ὑπέδειξε τὰ πάντα, πράττοντας καὶ διδάσκοντας ὁ ἴδιος. Ὕστερα, γιὰ νὰ δώσει παράδειγμα σὲ ὅσους ἔμελλε νὰ γίνουν προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, ὥστε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ ἐκδιώκουν τοὺς αἱρετικούς, ἔφτιαξε φραγγέλιο ἀπὸ σκοινιά, καὶ εἰσερχόμενος τοὺς ἔδιωξε ὅλους ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ τοὺς ἀπώθησε καὶ τοὺς κατεδίωξε λέγοντας, «Ὁ οἶκός μου, οἶκος προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ ἐποιήσατε αὐτὸν σπήλαιον ληστῶν» (Ματθ. 21, 13).
Ἀκοῦστε οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, σὲ σᾶς ὑπέδειξε τὸ καλὸ παράδειγμα, ὥστε ν’ ἀκολουθήσετε τὰ ἴχνη Του, προσέχοντας παντοῦ μὲ ἀκρίβεια, καὶ διώχνοντας τοὺς λύκους νὰ φυλάσσετε τὸ ποίμνιο. Ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ὅσους φρονοῦσαν τὰ ἀντίθετα, τέλος προεῖπε καὶ τὴν ἐρήμωσή τους καὶ τὸν ἀφανισμό, αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν σὲ κάθε γενεὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ φρονοῦν τὰ ἀντίθετα, λέγοντας, «Ἰδοὺ ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. 25, 38). Πρόσεξε πῶς ἔγιναν οἱ λόγοι ἔργο, διότι οἱ ἐχθροὶ καὶ ἐπίβουλοι τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ οἱ αἱρετικοί, παραδίδονται στὴν ἀπώλεια σὲ κάθε γενεά, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον εἶπε, ὅτι «Πᾶσα φυτεία, ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ Πατήρ μου, ἐκριζωθήσεται» (Ματθ. 15, 13), καὶ αὐτὸ ἔγινε.
Αὐτὸς πρῶτος τὸ ἔπραξε καὶ ἄφησε παράδειγμα μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανοὺς καὶ οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι ἀντιμετώπισαν τοὺς αἱρετικούς. Μετὰ ἀπὸ αὐτούς, τὰ θεῖα διδάγματά τους καὶ οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Ἅγιες Σύνοδοι ποὺ ἔγιναν κατὰ καιρούς, ὅσους ἔμεναν ἀμετανόητοι τοὺς ἐκρίζωσαν καὶ τοὺς παρέδωσαν στὴν ἀπώλεια, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφθεῖ, ὅτι «Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος» (Ψαλμ. 5, 7). Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πολέμησαν κάποτε τὴν Ἐκκλησία, βασιλιάδες καὶ τύραννοι καὶ φιλόσοφοι; Δὲν διασκορπίσθηκαν καὶ χάθηκαν καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ἀπ’ αὐτούς;
στ΄. Ποῦ εἶναι ἡ καυχησιολογία καὶ ἡ θρασύτητα τῶν Ἰουδαίων; Ποῦ εἶναι ὁ Σίμων ὁ Μάγος, ὁ πρῶτος αἱρετικός, ὁ μαθητὴς καὶ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου; Ποῦ εἶναι τὸ κακὸ γέννημα τῆς μανίας του, ὁ διάδοχος τῆς ἀσέλγειας Μοντανός, ὁ ἔξαρχος τῶν κακῶν μαζὶ μὲ τὶς δυὸ μοιχαλίδες καὶ τὰ κατ’ αὐτοὺς λεγόμενα μυστήρια, ποὺ εἶναι ἄξια νὰ παραδοθοῦν στὴν λήθη, τὰ βδελυρὰ καὶ ἀκάθαρτα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος, «Τὰ γὰρ κρυφῇ γινόμενα ὑπ’ αὐτῶν, αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφ. 5, 12);
Ποῦ ὁ Μαρκίων, ποῦ ὁ Οὐάλης, ποῦ ὁ Μάνης, ποῦ ὁ Βασιλίδης, ποῦ ὁ Νέρων, ποῦ ὁ Ἰουλιανός, ποῦ ὁ Ἄρειος, ποῦ εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀντιτίθενται στὴν ἀλήθεια, γιὰ τοὺς ὁποίους βοᾶ ἡ Ἐκκλησία, ὅτι «Ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί» (Ψαλμ. 21, 17); Δὲν χάθηκαν ὅλοι; Διασκορπίσθηκαν ἐξαιτίας τῆς βλασφημίας τους καὶ ἐκδιώχθηκαν ὡς λύκοι. Διότι βρῆκαν ἀντιμέτωπους τοὺς γενναίους ἀγωνιστὲς καὶ πραγματικοὺς ποιμένες, τοὺς προϊσταμένους τῶν τότε Ἐκκλησιῶν, τοὺς μακάριους ἄνδρες.
Βλέπω ὅμως μεγάλη διαφορὰ τῶν τότε ποιμένων μὲ τοὺς τωρινούς. Ἐκεῖνοι ἦταν ἀγωνιστές, τοῦτοι φυγόμαχοι. Ἐκεῖνοι ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὰ δόγματα καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία, τοῦτοι γιὰ τὰ ἱμάτια καὶ τὰ διαδήματα. Αὐτοὶ ἀφήνουν τὰ πρόβατα καὶ φεύγουν ὡς μισθωτοί, ἐκεῖνοι ἔθεταν καὶ τὴν ψυχή τους ὑπὲρ τῶν προβάτων, μιμούμενοι τὸν Καλὸν Ποιμένα. Πόσο ἄξιοι θαυμασμοῦ ἦταν οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι ἄνδρες, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἔχουν γραφθεῖ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, τοὺς ὁποίους φοβήθηκαν οἱ δαίμονες καὶ τρόμαξαν οἱ αἱρετικοί, καὶ «Ἐφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα»; (Ψαλμ. 62.12). Θὰ πῶ κι ἐγὼ τὰ ἴδια μὲ τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος θρηνολογῶντας ἔλεγε, «Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα, Κύριε;» (Ψαλμ. 88, 50). Θὰ πῶ κι ἐγὼ δακρυσμένος, ποῦ εἶναι ἡ χορεία ἐκείνων τῶν μακαρίων ἐπισκόπων καὶ διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι ἔλαμψαν ὡς φωστῆρες στὸν κόσμο, προσφέροντες λόγον ζωῆς; Τί ἐμποδίζει νὰ τοὺς παρουσιάσουμε κι αὐτούς, ἂν καὶ ἦταν λίγοι ἐν μέσῳ πολλῶν; Διότι καὶ ἡ ἁπλὴ μνημόνευσή τους εἶναι ἁγιασμὸς τῆς ψυχῆς.
Ποῦ εἶναι ὁ Εὐόδιος, ἡ εὐωδία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων διάδοχος καὶ μιμητής; Ποῦ ὁ Ἰγνάτιος, τὸ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ; Ποῦ ὁ Διονύσιος τὸ πετεινὸ τοῦ οὐρανοῦ; Ποῦ ὁ Ἱππόλυτος ὁ γλυκύτατος καὶ ὀξύνους; Ποῦ ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας καὶ παραλίγο ἰσαπόστολος; Ποῦ ὁ Ἀθανάσιος ὁ ἅγιος ποὺ ἐπιθυμοῦσε σφόδρα καὶ κατεῖχε τὶς ἀρετές; Ποῦ ὁ Γρηγόριος, ὁ δεύτερος θεολόγος καὶ ἀνίκητος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν συνονόματό του; Ποῦ ὁ Ἐφραὶμ ὁ πολύς, ἡ παρηγοριὰ τῶν ἀθυμούντων, ἡ παιδαγωγία τῶν νέων, ἡ χεῖρα βοηθείας τῶν μετανοούντων, τὸ ξίφος κατὰ τῶν αἱρετικῶν, τὸ δοχεῖον τοῦ Πνεύματος, τὸ σκεῦος τῶν ἀρετῶν;
Βλέπεις πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση καὶ ἡ διαφορὰ ἐκείνων τῶν μακαρίων καὶ τούτων τῶν σημερινῶν; Γνώρισα καὶ ἄλλους θεοφόρους διδασκάλους, ἀλλὰ ἀρκοῦν πρὸς τὸ παρόν. Ἐκεῖνοι τὴν ψυχή τους, ὅπως εἰπώθηκε προηγουμένως, ἔθεσαν ὑπὲρ τῶν προβάτων, τοῦτοι ἔφυγαν ἀφοῦ παράτησαν τὰ πρόβατα. Ἐκεῖνοι δυνατοὶ στὰ λόγια καὶ στὶς πράξεις, τοῦτοι στὰ χρήματα καὶ στὶς περιουσίες καὶ στοὺς ἵππους καὶ στὰ μουλάρια καὶ στὰ χωράφια καὶ στὰ κοπάδια καὶ στοὺς μάγειρες καὶ στὸ γιορτινὸ τραπέζι. Μέρα καὶ νύχτα γι’ αὐτὰ μιλᾶνε, γιὰ τὸ λογικὸ ποίμνιο οὔτε λόγος νὰ γίνεται, ἂν καὶ γι’ αὐτὸ θὰ τοὺς ζητηθεῖ λόγος κατὰ τὴν μεγάλη ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Ἔπειτα, ἂν τοὺς μιλήσει κάποιος γιὰ κανένα βιβλίο, ἀποκρίνονται λέγοντας, «Φτωχὸς εἶμαι καὶ δὲν μπορῶ ν’ ἀποκτήσω βιβλία». Καὶ στὴν συνέχεια προσέρχονται ὄχι ὡς φτωχοί, ἀλλὰ φορῶντας ἐνδύματα λαμπρά, ἔχοντας χοντρὰ βαλάντια, καὶ σβέρκο σὰν τοῦ ταύρου, ἀκολουθούμενοι ἀπὸ πλῆθος μαθητῶν ἢ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα μαγείρων. Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ντροπὴ νὰ μιλήσω, διότι ἀπὸ τὸ περίσσευμα τοῦ πλούτου ἀπέκτησαν συνεισάκτους μὲ τὴν πρόφαση ὅτι χρειάζονται ὑπηρετικὸ προσωπικό. Ὢ τί μεγάλη ντροπή! Ὢ πόσο κακιὰ καλοζωΐα! Ὢ πικρὴ φιλαργυρία! Ὢ ἀχόρταγη κοιλιά!
Ἀπὸ κεῖ λοιπὸν προέρχονται τὰ σκάνδαλα καὶ τὰ κουτσομπολιά, καὶ οἱ ντροπὲς καὶ οἱ λοιδορίες καὶ οἱ θόρυβοι. Ἔπειτα ἀποκρίνονται, ὅταν ἐγκαλοῦνται, «Δὲν ἀδικῶ κανέναν, ἔχω τὸ δικαίωμα στὰ δικά μου χρήματα». Ἔπειτα, ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς διδάσκει διεστραμμένα ὡς παράφρονας, κανεὶς δὲν ἀντιλέγει, πουθενὰ αὐτὸς ποὺ θὰ πολεμήσει. Ὅλοι γίνονται τότε πτωχοί, σιωπηλοί, φυγάδες. Ὢ κακιὰ ρίζα πάντων των κακῶν, φιλαργυρία! Ἀπὸ τὸν πλοῦτο περιμένετε νὰ σωθεῖτε; Ἀλλὰ «Εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλίδος ραφίδος εἰσελθεῖν, ἢ πλούσιον εἰς βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 19, 24). Μὲ τὴν καλοπέραση, τὴν μέθη καὶ τὴν ἔπαρση θέλετε νὰ νικήσετε τὶς αἱρέσεις; Ἀλίμονό σας, καλοπερασάκηδες καὶ ἐπηρμένοι, ποὺ στολίζεστε μὲ χρυσάφι καὶ διάφορα ἐνδύματα. Πῶς θὰ ὑποδείξετε σὲ ἄλλους τὴν καλὴ πτωχεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πτώχευσε γιὰ μᾶς, ποὺ παρήγγειλε στοὺς μαθητές Του νὰ μὴν ἔχουν οὔτε χάλκινο νόμισμα στὶς τσέπες τους;
Πραγματικὰ πλανᾶσθε χωρὶς νὰ καταλαβαίνετε τὶς Γραφές. Δὲν ἀκοῦτε τὸν Κύριο ποὺ λέγει, «Μακάριοι οἱ πτωχοί» (Ματθ. 5, 3), καὶ πάλι, «Ἀλίμονο σὲ σᾶς τοὺς πλούσιους» (Λουκ. 6, 24), καὶ «Μὴ θησαυρίζετε ἐπὶ τῆς γῆς»; (Ματθ. 6, 19). Ὁ πλοῦτος σας πλήθυνε καὶ ὁ λόγος σας ἐξαφανίστηκε. Τὰ ἐνδύματά σας ἔγιναν τροφὴ γιὰ τὸν σκῶρο. Γι’ αὐτὰ θὰ δώσετε λόγο στὸν Ἀρχιποιμένα Χριστό. Διότι γνωρίζετε ὅτι καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ δώσει λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ ἐσεῖς καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό σας καὶ γιὰ τὰ πρόβατα, ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι, καθένας γιὰ ὅ,τι πιστώθηκε. Προσέξτε, μὴν ξεχνᾶτε τὰ τάλαντα. «Προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ» (Πράξ. 20, 28). Βλέπετε μὴν λείψει κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης. Αὐτὸ νὰ γνωρίζετε, ὅτι ἂν χαθεῖ κάποιο πρόβατο ἐπειδὴ τὸ ἔφαγαν τὰ θηρία, ἐξαιτίας τῆς δικιᾶς σας ἀμέλειας, χάθηκε ἡ ζωή σας ὁλόκληρη, διότι τὸ αἷμα του θ’ ἀπαιτήσει ἀπὸ ἐσᾶς ὁ Κριτής.
ζ΄. Συνέλθετε λοιπὸν καὶ κηρύξτε τὸν λόγο, ἀπορρίψτε κάθε βιοτικὴ μέριμνα, προσέχετε μὲ ἀκρίβεια πῶς πορεύεσθε, «Βλέπετε τοὺς κύνας» (Φιλ. 3, 2). Πάλι λέω προσέχετε καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὸ λέω. Προσέχετε τοὺς κλέπτες, προσέχετε γιατὶ ὁ κόσμος γέμισε λαοπλάνους. Ἀγρυπνεῖτε καὶ μένετε καθαροί, ὅσοι ἔχετε λάβει τὸ δεσποτικὸ χάρισμα. Νὰ εἶστε σὲ ἐγρήγορση καὶ νὰ περιμένετε τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς παρουσίας τοῦ Δεσπότη, ὅταν θὰ ἔρθει νὰ ζητήσει τὸν λόγο ἀπὸ ἐσᾶς ποὺ σᾶς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὰ τάλαντα.
Ἔχοντας αὐτὰ κατὰ νοῦν ἀγαπητοί μου, «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Πέτρ. 5, 2), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ὄχι ἐξ ἀνάγκης ἀλλὰ μὲ τὴν δική σας θέληση, οὔτε γιὰ λόγους αἰσχροκέρδειας, ἀλλὰ μὲ προθυμία, ὄχι ὡς τύραννοι τοῦ κλήρου, ἀλλὰ δίνοντας παράδειγμα στὸ ποίμνιο. Καὶ ὅταν θὰ φανερωθεῖ ὁ Ἀρχιποιμένας, θὰ λάβετε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξης. Τὸ ξαναλέω καὶ ἀκοῦστε, ἱερεῖς Κυρίου, «Βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ πάντες λαοί, ἄρχοντες καὶ πάντες κριταὶ γῆς· νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων» (Ψαλμ. 148, 11-12). «Ἐνωτίσασθε, πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην» (Ψαλμ. 48, 2), μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἴτε ἄρρενες εἴτε θήλεις, «Ἐπὶ τῷ αὐτῷ πλούσιος καὶ πένης» (Ψαλμ. 48, 3), προσέξτε τὰ λεγόμενα, παρακαλῶ. Διότι προτίθεμαι νὰ σᾶς ἀποδείξω μέσα ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφές, ὅτι δὲν εἶναι Χριστιανοί, ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ καλοῦνται μόνο κατ’ ὄνομα ξεγελοῦν τὸν ἑαυτό τους μένοντας μόνο στὴν ὀνομασία.
Στὰ λόγια πολλοὶ εἶναι οἱ Χριστιανοί, στὰ ἔργα ὅμως λίγοι καὶ σπάνιοι· ἐμφανίζονται ὡς Χριστιανοὶ καὶ ὡς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ στὰ ἔργα εἶναι προδότες, στὰ λόγια εἶναι εὐσεβεῖς καὶ φιλεύσπλαχνοι, ἀλλὰ στὰ ἔργα ἀσεβεῖς καὶ ἄσπλαχνοι, στὸ ὄνομα Χριστιανοὶ στὰ ἔργα ἐθνικοί, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης Δαβίδ, ὅτι «Ἐμίγησαν ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἔμαθον τὰ ἔργα αὐτῶν» (Ψαλμ. 105, 35). Πραγματικά, σὲ μᾶς ἐκπληρώθηκε αὐτὴ ἡ προφητεία. Πόσοι καὶ πόσοι Χριστιανοὶ ἀσχολοῦνται μὲ τοὺς ἰουδαϊκοὺς καὶ εἰδωλολατρικοὺς μύθους, μὲ γενεαλογίες, μαντεῖες, ἀστρολογίες, μαγγανεῖες, φυλακτήρια, μὲ παρατηρήσεις ἡμερῶν καὶ χρόνων, οἰωνοσκοπίες, ὀνειρομαντίες καὶ τιτιβίσματα. Στὶς πηγὲς ἀνάβουν λυχνάρια καὶ ξεπλένονται, παρατηροῦν τὰ συναπαντήματα καὶ τρῶνε κρέατα ἀπὸ θυσίες στὰ εἴδωλα, καὶ αἷμα ἀπὸ ζῶα πνιγμένα καὶ θηριάλωτα καὶ πολλὰ τέτοια παρόμοια. Πῶς νὰ λογισθοῦν ὡς Χριστιανοί, ὅσοι κάνουν τέτοιου εἴδους ἐνέργειες; Μὲ ποιό θάρρος τολμοῦν νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοί; Πῶς τολμοῦν νὰ προσέρχονται στὰ Θεῖα Μυστήρια αὐτοὶ ποὺ εἶναι χειρότεροι καὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες;
Πάλι ἀκοῦστε, πόσοι καὶ πόσοι Χριστιανοὶ ἀκολουθοῦν τὶς συνήθειες τῶν ἐθνικῶν, μασκαρεμένοι, μὲ ξεφωνητά, μὲ χοροὺς καὶ χειροκροτήματα, μὲ γυναικεῖο στολισμὸ ἐνῶ εἶναι ἄνδρες [ἤ μὲ ἀνδρικὸ ἐνῶ εἶναι γυναῖκες]; Σ’ αὐτοὺς ποὺ τὰ πράττουν δὲν παρέχει κανένα ὄφελος τὸ νὰ λέγονται Χριστιανοί. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ παρθένος κόρη, ὅσο φυλάσσει τὴν ἁγνεία της, καλεῖται παρθένος κατ’ ἀξία καὶ εὐφημισμὸ καὶ εἶναι, ἄν ὅμως ἀπατηθεῖ ἀπὸ κάποιον καὶ διαφθαρεῖ καὶ χάσει τὴν παρθενία, δὲν εἶναι πλέον παρθένος· κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ αὐτὸς ποὺ καλεῖται Χριστιανός, ὅταν παραβεῖ τὶς ἐντολὲς καὶ καταπατήσει τὴν ὑπόσχεση καὶ ἀθετήσει τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ πράξει τὰ ἔργα τῶν ἐθνικῶν, δὲν ἔχει κανένα ὄφελος ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, ὅπως εἰπώθηκε προηγουμένως.
Ἐννοεῖστε λοιπὸν ὅλοι, ὅτι μὲ λίγα λόγια ἀπαρνηθήκαμε ὅλα ἐκεῖνα, ὅταν εἴπαμε [στὸ ἅγιο Βάπτισμα], «ἀποτάσσομαι τῷ Σατανᾶ, καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ». Πρόσεξε τί εἶπες, «Πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ», κοίτα μὲ ποιὸν συντάχθηκες, ὄχι μὲ ἄγγελο, οὔτε μὲ ἐπίγειο βασιλιά, οὔτε μὲ ἄρχοντα τοῦ παρόντος αἰῶνος, ἀλλὰ μὲ τὸν Βασιλέα τῶν βασιλέων καὶ τὸν Ἄρχοντα τῶν ἀρχόντων. Μὲ αὐτὸν συντάχθηκες καὶ αὐτὸν ὁμολόγησες παρουσίᾳ πολλῶν μαρτύρων. Στὸ χέρι Του βρίσκεσαι κι ἐσὺ καὶ τὰ λόγια σου. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς λοιπόν, περίμενέ Τον νὰ ἔρθει ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ προσκομίσει ὡς γραμμάτιο τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσες μπροστὰ σὲ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους.
Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου, ἀδελφέ, καὶ φυλάξου ἀπὸ τὶς συνήθειες τῶν ἐθνικῶν. Ἀκοῦστε τὸν Παῦλο ποὺ λέει, «Τοῦτο οὖν λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν Κυρίῳ, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν, καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν, ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ. Ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως ἐμάθετε τὸν Χριστόν» (Ἐφ. 4, 17-18, 20). Προσέχετε τὰ λεγόμενα, ἀγαπητοί, καὶ μὴν συναναστρέφεστε μὲ ὅσους πράττουν τέτοια. Πολλοὶ εἶναι οἱ μαθητὲς τῆς ἀπώλειας καὶ θὰ αὐξηθοῦν περισσότερο. Προσέχετε, διότι οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρὲς καὶ ὁ παρὼν αἰῶνας προβάλλει τοὺς δικούς του ὑπηρέτες.
η΄. Καὶ μὴ θαυμάζεις ἂν οἱ ποιμένες γίνονται λύκοι, διότι πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ἀπευθυνόμενος ὁ Παῦλος ἔλεγε, ὅτι «Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα» (Πράξ. 20, 30). Ὁπότε κανένας νὰ μὴν σᾶς πλανήσει, ἐπειδὴ ἐξωτερικὰ ἔχει ἀγγελικὸ σχῆμα, ἐνῶ ἐσωτερικὰ διαβολικό. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε, «Βλέπετε, μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ» (Ματθ. 24, 4). Κι ἐγὼ ξανὰ τὰ ἴδια λέγω, προσέχετε μὴ σᾶς πλανήσει κανείς, οὔτε ἀπὸ μέσα, οὔτε ἀπὸ ἔξω, μήτε ἐπίσκοπος, μήτε πρεσβύτερος, μήτε διάκονος, μήτε ἀναγνώστης ἢ ὁποιοσδήποτε ἄλλος, ἐὰν λέγει διεστραμμένα· οἱ ὁποῖοι ἔρχονται σὲ σᾶς μὲ ἐνδυμασία προβάτου, ἐνῶ ἐσωτερικὰ εἶναι λύκοι ἅρπαγες (Ματθ. 7, 15), οἱ ὁποῖοι ἔχουν μόρφωση εὐσεβείας, ἀρνοῦνται ὅμως τὴν δύναμή της. Ἐσεῖς νὰ μὴν πλανηθῆτε, ἀλλὰ ὅπως παραλάβατε ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἔτσι νὰ πορεύεσθε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης θὰ εἶναι μαζί σας. Γι’ αὐτὰ ἐδῶ θὰ δώσω λόγο καὶ ἀφοῦ πῶ λίγα γιὰ τὰ σημεῖα τῆς συντελείας, θὰ σταματήσω.
Ὅταν ἀρχίζω νὰ μιλάω γιὰ τὴν συντέλεια μὲ πιάνει φρίκη καὶ δέος. Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου εἶναι θαυμάσια, μεγάλα καὶ φοβερὰ καὶ δοξασμένα, ἐνῶ ἡ συντέλεια καὶ τὸ μυστήριο τῆς Δευτέρας αὐτοῦ Παρουσίας ξεπερνᾶ κάθε λόγο καὶ κατανόηση καὶ ἔννοια, ὑπερβαίνει κάθε διήγηση καὶ καταπλήσσει μόνο μὲ τὸ ἄκουσμα. Μὲ πολὺ πόθο κατέβαλαν μεγάλον ἀγῶνα οἱ μαθητές, γιὰ ν’ ἀκούσουν ἀπὸ τὸν Διδάσκαλο τὰ σημεῖα τῆς συντέλειας. Ὅπως ἀκούσατε πολλὲς φορὲς στὸ Εὐαγγέλιο νὰ λέγεται, «Καθημένου τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ κατ’ ἰδίαν λέγοντες· εἰπὲ ἡμῖν, τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας, καὶ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος;» (Ματθ. 24, 3). Πρόσεξε τὴν σοφία καὶ τὴν σύνεση τῶν μαθητῶν. Ὅταν ἤθελαν νὰ Τὸν ἐρωτήσουν κάτι μεγάλο, δὲν ἔρχονταν ὅλοι μαζί, ἀλλὰ ἕνας ἕνας καὶ ἔλεγαν, «Εἰπὲ ἡμῖν, Δέσποτα» καὶ «εἰπὲ ἡμῖν, ἀγαθέ». Πές μας καρδιογνῶστα, πές μας ἐσὺ ποὺ γνωρίζεις τὰ ἔσχατα καὶ τὰ πρῶτα, πὲς ἐσὺ ποὺ γνωρίζεις τὰ πάντα πρὶν γίνουν, πὲς ἐσὺ ποὺ δημιούργησες τοὺς αἰῶνες, πές μας ὁ Πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πές μας ποιό εἶναι τὸ σημάδι τῆς παρουσίας Σου καὶ τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος; ὅταν θὰ ἔρθεις νὰ κρίνεις τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς νεκροὺς ὅλης της οἰκουμένης; ὅταν θὰ καταργήσεις κάθε ἀρχὴ καὶ κάθε ἐξουσία καὶ δύναμη; ὅταν θὰ κλίνει μπροστά σου τὸ γόνατο ὅλων τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν καταχθονίων· πές μας ποιό εἶναι τὸ σημάδι τῆς παρουσίας σου, ὥστε κι ἐμεῖς νὰ μπορέσουμε νὰ διδάξουμε στὰ ἔθνη τὴν ἔνδοξή σου Παρουσία;
Καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε, «Βλέπετε, μὴ πλανηθῆτε· πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, λέγοντες, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός. Βλέπετε, μή τις ὑμᾶς πλανήση· ὅτι ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστι» (Λουκ. 21, 8 καὶ Ματθ. 24, 4). Αὐτὸ ποὺ βλέπουμε κι ἐμεῖς τώρα μὲ τὰ μάτια μᾶς τὸ εἶπε τότε, ὅτι ὁ καιρὸς πλησιάζει καὶ τώρα ἔφθασε καὶ ὅλοι τὸ βλέπουμε. Βλέπεις πόσο εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ διδασκάλου, ν’ ἀποκαλύψει τοὺς ψευδοδιδασκάλους καὶ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ φανερώσει τὸν κρυμμένο τους δόλο; Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀπαντήσει στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν γιὰ τὰ σημεῖα, αὐτοὺς προέβαλλε ὡς λύκους τῆς ποίμνης καὶ προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἔπειτα προεῖπε καὶ τὰ ἀκόλουθα, πολέμους καὶ ἀκαταστασίες, ἔθνος ἐναντίον ἔθνους καὶ βασιλεία ἐναντίον βασιλείας, τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ τὰ βλέπουμε τώρα, δὲν καταλαβαίνουμε, ἐνῶ βλέπουμε νὰ συμβαίνουν κατὰ τόπους πόλεμοι καὶ πεῖνες καὶ φοβερὰ καὶ σημεῖα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ ὑπόλοιπα ὅσα εἶπε. Δὲν καταλαβαίνουμε, ἐνῶ βλέπουμε νὰ συμβαίνουν τὰ περισσότερα.
Τότε, εἶπε, «σκανδαλισθήσονται πολλοί, καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι» (Ματθ. 24, 10). Καὶ ποῦ δὲν ὑπάρχει προδοσία τώρα; Δὲν στράφηκαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου καὶ ἀλληλομισοῦνται; Καὶ αὐτὸ ἐκπληρώθηκε, ὅπως βλέπουμε. Δὲν στράφηκαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ἔθνος ἐναντίον ἔθνους, βασιλεία ἐναντίον βασιλείας, ἄρχοντες ἐναντίον ἀρχόντων, ἐπίσκοποι κατὰ ἐπισκόπων, πρεσβύτεροι κατὰ πρεσβυτέρων, διάκονοι κατὰ διακόνων, ἀναγνῶστες μεταξύ τους, λαϊκοὶ ἐναντίων λαϊκῶν; «Διὰ γὰρ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24, 12). Γι’ αὐτὸ παρήγγειλε ὁ Δεσπότης, «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς» (Ἰωάν. 5, 39) καὶ « Οὐ μὴ πλανηθῆτε» (Λουκ. 21, 8).
Ἄλλο πάλι σημάδι ἔθεσε ἀπὸ πρὶν λέγοντας, «Καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιον ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι» (Ματθ. 24, 14). Καὶ τότε νὰ προσδοκᾶς τὸ τέλος. Ἀνάμενε νὰ δεῖς τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, τὸν υἱὸ τῆς ἀπώλειας, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ γίνει θλίψη πολλὴ καὶ μεγάλη ποὺ παρόμοιά της δὲν ἔγινε ἐξ ἀρχῆς τοῦ κόσμου. Καὶ πάλι λέγει, «Ἐγερθήσονται ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται, καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα, ὥστε, εἰ δυνατόν, πλανῆσαι καὶ τοὺς ἐκλεκτούς» (Ματθ. 24, 14).
Δὲς λοιπὸν πῶς μὲ τὰ παραπάνω καὶ μ’ αὐτὰ προειδοποιεῖ γιὰ τοὺς ψευδοπροφῆτες καὶ τοὺς ψευδοδιδασκάλους καὶ τοὺς ψευδαποστόλους τοῦ Ἀντιχρίστου, τοῦ υἱοῦ τῆς ἀπωλείας, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων προβαλλόμενοι καὶ ὑπ’ αὐτῶν ὑποκινούμενοι, γίνονται οἱ πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ ἀντιπάλου. Μὲ τὰ δικά τους δόγματα θὰ ἐξαπατήσουν καὶ θὰ προετοιμάσουν λαὸ κατάλληλο γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν υἱὸ τῆς ἀπωλείας.
θ΄. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θεία Γραφή, ἀδελφοί, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος βροντοφωνάζει ὅτι πολλοὶ πλάνοι ἐξῆλθαν στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δεσπότης εἶπε ἐπ’ αὐτοῦ, ὅτι «Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν» (Ματθ. 24, 25). Πρέπει νὰ ἐννοοῦμε τὴν σημασία κάθε λέξεως. «Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ἔχετε δικαιολογία. «Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν». Ἐὰν πλανήσουν κάποιον ἀπὸ σᾶς, θὰ εἶναι ἀσυγχώρητος. «Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν». Εὔλογη δικαιολογία δὲν ἔχει κανείς. «Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν πάντα· βλέπετε, μὴ πλανηθῆτε!».
Προσέχετε, νὰ μὴν δεχθεῖτε ἄλλον ψευδόχριστο ἀντὶ ἐμοῦ τοῦ ἀληθινοῦ. «Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐν τῷ ὀνόματί μου, λέγοντες· ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πλανήσουσι πολλούς» (Ματθ. 24, 5), καὶ «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστι» (Ματθ. 26, 18). Μὴ τρέξετε ξωπίσω τους. Προσέξτε, πόσος λόγος γίνεται στὶς Γραφὲς περὶ αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς σᾶς ὑπενθύμισα γιὰ τοὺς ἄθεους αἱρετικούς, καὶ τώρα παρακαλῶ νὰ μὴν συμφωνήσετε μαζί τους σὲ κάποιο πρᾶγμα, εἴτε γιὰ βρώση ἢ πόση ἢ φιλία ἢ σχέση ἢ ἀγάπη ἢ εἰρήνη. Διότι αὐτὸς ποὺ ἐξαπατᾶται καὶ συγκαταβαίνει μ’ αὐτούς, καθιστᾶ τὸν ἑαυτό του ξένο ἀπὸ τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.
Ὁ δὲ ἀληθινὸς καὶ ἀπονήρευτος μαθητὴς τοῦ Θεοῦ βροντοφωνάζει μὲ θάρρος, «Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 9). Καὶ ψάλλει τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ, «Κύριε, οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε ἐμίσουν, καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτοὺς» (Ψαλμ. 138, 20-21). Φρίξτε καὶ τρομάξτε ὅσοι κάνετε ἀγάπες μαζί τους. Διορθωθεῖτε, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖτε μαζὶ μὲ τὶς δικές τους ἀσέβειες. Ταιριάζει κι ἐδῶ τὸ «Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν».
Ἀλλὰ ἄς ἐπανέλθουμε στὸ προκείμενο, τελειώνοντας τὸν λόγο γιὰ τὰ περὶ τῆς συντέλειας. Γιὰ νὰ μιλήσω μὲ συντομία, ὅσα προφητεύθηκαν ἐκπληρώθηκαν, πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι κάποιος ἕτοιμος καὶ προετοιμασμένος, καὶ νὰ μὴν ἀσχολεῖται περισσότερο ἀπὸ τὰ γεγραμμένα. Διότι πολλοὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στὴν πίστη ἔγιναν διαστρεβλωτὲς τῶν θείων Γραφῶν. Ἐσὺ πρόσεξε, μὴν τοὺς πιστέψεις. Πολλὴ κακία, πολλὴ πονηριὰ ξεχύθηκε στὴν γῆ, πολλὰ σκάνδαλα. Ἐσὺ βλέπε, μὴν ἀπατηθεῖς. Μὴ παρεκκλίνεις στὰ δεξιά, οὔτε στ’ ἀριστερά, ἀλλὰ βάδιζε τὴν βασιλικὴ ὁδό. Ἔχεις πολλοὺς πιστούς, ἀγαπητέ, καὶ ἂν δὲν εἶναι ἐπὶ τῆς γῆς, εἶναι στὸν οὐρανό. Μ’ αὐτοὺς νὰ σπεύσεις νὰ εἶσαι πάντοτε. Ἔχεις ἐκεῖ πανηγύρεις ἀγγέλων, ἔχεις πατριάρχες, προφῆτες, ἀποστόλους, εὐαγγελιστές. Ἔχεις μάρτυρες, ὁσίους, ὁμολογητὲς καὶ ὅσους διέπρεψαν στὸν μοναχικὸ βίο. Πολὺ πλῆθος, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα εἶναι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Αὐτοὺς νὰ ποθεῖς, αὐτοὺς νὰ μιμεῖσαι. Μὴν τοὺς ἀποχωρίζεσαι, ἔχε τὴν μνήμη τους στὴν καρδιά σου μέρα-νύχτα. Νὰ ἔχεις πάντοτε στὰ χέρια σου τὰ βιβλία τους καὶ νὰ διαβάζεις, γιὰ νὰ βρεῖς πολλὴ ὠφέλεια.
Γίνε ἔμπορος λόγου δικαιοσύνης, ὥστε νὰ μπορεῖς νὰ ἐλέγχεις ὅσους ἀντιλέγουν καὶ νὰ ἐπιτιμᾶς τοὺς παραμυθάδες, ν’ ἀποστομώνεις τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὅσους πέφτουν ἔξω νὰ τοὺς νουθετεῖς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖς στὴν μετάνοια. Νὰ ἐρευνᾶς τὴν Ἁγία Γραφή, ὥστε ὅταν δεῖς ἀκαταστασία καὶ σύγχυση, νὰ μὴν μπερδευτεῖς, ἀλλὰ νὰ καταφύγεις στὴν θεία Γραφή. Πρόσεχε νὰ μὴν ἀποχαυνωθεῖς, οὔτε νὰ σαλευθεῖ ὁ νοῦς σου. Μὴν παραξενευθεῖς, ὅταν δεῖς πολλοὺς ἀσύνετους· πρέπει αὐτὰ νὰ γίνουν.
Ὅταν δεῖς πολλοὺς ψευδοπροφῆτες, θυμήσου τὸν Δεσπότη ποὺ εἶπε, «Ἐγερθήσονται ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται» (Ματθ. 24, 24). Ὅταν δεῖς λαοπλάνους, θυμήσου τὸν προφήτη ποὺ εἶπε, «Οὐαὶ τοῖς γράφουσι πονηρίαν» (Ἡσ. 10, 1). Ὅταν δεῖς τοὺς εὐλαβεῖς καὶ πιστοὺς καὶ σοφοὺς νὰ ὑποτιμῶνται, τοὺς δὲ μιαροὺς καὶ ἀλαζόνες καὶ προδότες καὶ πόρνους νὰ προβάλλονται, θυμήσου τὸν ἀπόστολο ποὺ εἶπε, ὅτι «Πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. 3, 13). Ὅταν δεῖς τὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ γίνεται βδέλυγμα σ’ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καὶ ὅσοι λαλοῦν λόγο Θεοῦ νὰ εἶναι μισητοί, θυμήσου τὸν Κύριο ποὺ εἶπε, «Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν· εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰωάν. 15, 18, 20).
Ὅταν δεῖς τὸν κόσμο νὰ τρέχει πίσω ἀπὸ τοὺς παραμυθάδες καὶ τοὺς ἀσχολούμενους μὲ ἀποκρυφιστικά, μὲ ματαιολογίες, μὲ μαντεῖες, μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν δαιμόνων καὶ μὲ ἐπερωτήσεις ἀκαθάρτων πνευμάτων, μὴ θορυβηθεῖς, οὔτε ν’ ἀπιστήσεις. Καὶ ἂν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λογίζονται γιὰ ποιμένες δεῖς κάποιους νὰ κάνουν τέτοια, μὴν πέσεις σὲ ἀπόγνωση, ἀλλὰ μὲ δάκρυα στὰ μάτια θυμήσου τὸν Ἀπόστολο ποὺ εἶπε, «Ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνης, καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων ἀκαθάρτων» (A΄ Τιμ. 4, 1). Καὶ πάλι λέγει, «Ἔσται καιρός, ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐπισωρεύσουσιν ἑαυτοῖς διδασκάλους, κνηθόμενοι (ποὺ γαργαλίζουν) τὴν ἀκοήν· καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται» (Β΄ Τιμ. 4, 3-4).
ι΄. Ὅταν δεῖς γεύματα πολυτελῆ καὶ δεῖπνα καὶ εὐωχία καὶ ἀπάτη καὶ θόρυβο καὶ ἄτακτες φωνές, θυμήσου τοῦ Κυρίου λέγοντος, «Οὐαὶ οἱ ἐμπεπλισμένοι, ὅτι πεινάσετε· οὐαὶ οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε» (Λουκ. 6, 25). Ὅταν δεῖς νὰ χορεύουν καὶ νὰ διασκεδάζουν καὶ νὰ τραγουδοῦν τὰ ἄσματα τῶν δαιμόνων, στέναξε καὶ δάκρυσε ἐνθυμούμενος τοῦ Δαβὶδ λέγοντος, «Οὐκ ἔγνωσαν οὐδὲ συνῆκαν, ἐν σκότει διαπορεύονται» (Ψαλμ. 81, 5)· καὶ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου λέγοντος, «Οὐαὶ οἱ ἐγειρόμενοι τὸ πρωί, καὶ τὰ σίκερα διώκοντες, οἱ μένοντες ὀψέ, μετὰ κιθαρῶν, καὶ ψαλτηρίων, καὶ τυμπάνων, καὶ αὐλῶν, τὸν οἶνον πίνοντες· τὰ δὲ ἔργα τοῦ Θεοῦ οὐ βλέπουσι, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ οὐ κατανοοῦσι» (Ἡσ. 5, 11-12)· καὶ ἁπλῶς, ὅταν βλέπεις τὰ σκάνδαλα, θυμήσου τοῦ Δεσπότου λέγοντος, «Οὐαὶ τῷ κόσμῳ ἀπὸ τῶν σκανδάλων· ἀνένδεκτον δέ ἐστι μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα (εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἔλθουν σκάνδαλα)· οὐαὶ δὲ δι’ οὗ ἔρχεται» (Ματθ. 18, 7 καὶ Λουκ. 17, 1). (…)
Ἀλλὰ ἄς ἐπανέλθουμε καὶ πάλι στὴν πρώτη καὶ καλὴ ὁμολογία, στὴν ὁποίαν ἔχουμε κληθεῖ, ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων καὶ αὐτοῦ τοῦ Κτίστου τῶν ὅλων· Αὐτὸς κατέχει στὸν οὐρανὸ τὸ ἔγγραφο (συμβόλαιο) τῆς ὁμολογίας μας προκειμένου νὰ ἀποδώσει στὸν κάθε ἕναν κατὰ τὴν ἔργα του καὶ κατὰ τὴν φύλαξη τῆς ὁμολογίας. Καθενός μας εἶναι γραμμένες καὶ οἱ ὑποσχέσεις καὶ ἡ ἀποταγὴ τοῦ διαβόλου καὶ ἡ σύνταξη μὲ τὸν Χριστό, καὶ τὰ ἔργα μας καὶ οἱ πράξεις μας, καὶ οἱ λόγοι, καὶ οἱ ἐνθυμήσεις, καὶ οἱ ἀστεϊσμοὶ καὶ τὰ γέλοια· καὶ ἔχοντας ὅλα γραμμένα, ἔρχεται ὁ Χριστός. Λοιπόν, τί νομίζεις; Μπορεῖς νὰ τοῦ ψευσθεῖς; Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι δυνατόν, διότι στὰ χέρια του εἶσαι καὶ ἐσὺ καὶ οἱ λόγοι σου. Νομίζεις ὅτι μπορεῖς νὰ κρυφθεῖς; Τοῦτο δὲν εἶναι δυνατόν, διότι στὰ χέρια του εἶναι τὰ πέρατα τῆς γῆς, «Καὶ οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ· πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ» (Ἑβρ. 4, 13), καὶ δὲν θὰ κρυφθεῖ τίποτε ἀπὸ τοῦ προσώπου του. (…)
Τί λοιπὸν θὰ κάνουμε, ἀδελφοί; Μᾶς εἶναι στενὰ ἀπὸ παντοῦ. «Αὐτὸς γὰρ γινώσκει τὰ κρύφια τῆς καρδίας» (Ψαλμ. 43, 22) καὶ τοὺς νεφρούς. Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ξεφύγουμε· κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διαφύγει ἀπὸ τὰ χέρια του. Εἶναι ἀδύνατον κάποιος νὰ κρυφθεῖ· διότι αὐτὸς κατέχει ὅλη τὴν γῆ καὶ ὅσους κατοικοῦν σὲ αὐτήν, ὅπως τὶς ἀκρίδες. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιταχθοῦμε, ὅπως ἔχει γραφθεῖ, ὅτι «Σὺ φοβερὸς εἶ, καὶ τίς ἀντιστήσεταί σοι»; (Ψαλμ. 75, 8). Διότι αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν καταχθονίων, ὡς ὁ μέλλων νὰ καταργήσει κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμη… Πράγματι, ἀδελφοί, μᾶς εἶναι στενὰ ἀπὸ παντοῦ!
ια΄. Ἀλλὰ πάντως θὰ πεῖ κάποιος… ὅπως μᾶς ἀπήγγειλες καὶ μᾶς παρουσίασες [ὅλα αὐτὰ] καὶ μᾶς κατέπληξες καὶ φόβησες, ὑπόδειξέ μας λοιπὸν καὶ τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας, δῶσε μας καὶ τῆς πληγῆς τὴν θεραπεία· ὅπως εἶπες αὐτὰ ποὺ προξενοῦν κατάπληξη, πὲς καὶ αὐτὰ ποὺ χαροποιοῦν. Ἰδοὺ θέλω νὰ σωθῶ, τί νὰ κάνω; Πῶς νὰ σωθῶ; Ποιόν τρόπο νὰ χρησιμοποιήσω; Πρὸς ποιόν θὰ καταφύγω; Διότι ἔχω ἁμαρτήσει πολὺ καὶ μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγια, καὶ ἑκούσια καὶ ἀκούσια, καὶ νύκτα καὶ ἡμέρα καὶ κάθε ὥρα. Τί λοιπὸν νὰ κάνω; Πῶς νὰ σωθῶ; Πρὸς ποιόν θὰ καταφύγω;
Ἐγὼ σοῦ λέγω σὲ ποιόν νὰ καταφύγεις. Ὁ μακάριος Δαβὶδ ὑπέδειξε πρὸς ποιὸν πρέπει κάποιος νὰ καταφύγει, λέγοντας «Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις» (Ψαλμ. 45, 2). Αὐτὸ ὑπέδειξε καὶ ὁ Ἰωάννης, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς προφῆτες, λέγοντας «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1, 29). Τοῦτο ἀπήγγειλε καὶ ὁ ἄγγελος, λέγοντας «Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. 1, 21)· καὶ πάλιν ὁ προφήτης Δαβὶδ λέγει «Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον» (Ψαλμ. 142, 9). Σὲ αὐτὸν καὶ σὺ νὰ καταφύγεις, ποὺ εἶπε· «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς» (Ματθ. 9, 15)· σὲ αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Λουκ. 5, 31)· σὲ αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 2)· σὲ αὐτὸν ποὺ λέγει, «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28)· σὲ αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9, 6)· σὲ αὐτὸν ποὺ λέγει, ὅτι «Τὸν ἐρχόμενον πρός με, οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω» (Ἰω. 6, 37)· σὲ αὐτὸν ποὺ εἶπε διὰ τοῦ προφήτου, «Ζῶ ἐγώ, ὅτι οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν» (Ἰεζ. 33, 11)· σὲ αὐτὸν ποὺ εἶπε, ὅτι «Ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν νυκτὸς καὶ ἡμέρας» (Λουκ. 18, 7)· σὲ αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 7). Πρὸς αὐτὸν νὰ καταφύγεις μετανοῶντας καὶ δακρύοντας. Μετανόησε καὶ μὴ ἀποκάμεις· μετανόησε καὶ μὴ ἀποθαρρυνθεῖς, μήτε νὰ ἀπελπισθεῖς ἐνῶ ἔχεις τὰ φάρμακα τῆς σωτηρίας…
Ἄρχισε λοιπὸν νὰ μετανοεῖς· βάλε μόνον ἀρχή, καὶ ὁ Θεὸς τῶν μετανοούντων θὰ συνεργήσει καὶ θὰ σὲ ἐνισχύσει, καὶ θὰ βρεῖς πολλὴ χάρη, καὶ θὰ σοῦ γίνει καλύτερη ἀπὸ μέλι καὶ κηρίο. Ὑπάρχουν πολλοὶ δρόμοι στὴν ζωή, ὅπως ἔχει γραφθεῖ, καὶ πολλοὶ τρόποι σωτηρίας. Μὲ ὅποιον τρόπο θέλεις, σώσου, μόνον νὰ σωθεῖς. Ἐὰν ἔχεις (ὑλικὰ ἀγαθά), νὰ ἐλεεῖς· ἄν δὲν ἔχεις, δὲν ζητεῖ ὁ Θεός. Ἄν δὲν ἔχεις ἄρτο καὶ ἱμάτιο, τότε γονάτισε, κτύπησε τὸ στῆθος, χῦσε δάκρυα, στέναξε, πένθησε, ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανό, ἀνάβλεψε πρὸς τὸν Δεσπότη, νήστευσε, ἀγρύπνησε. Αὐτὰ (ὡς δυνατότητες) ἔχει κάθε ἄνθρωπος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ· αὐτὰ φρόντισε νὰ προσφέρεις στὸν Θεὸ πάντοτε, ἀλλὰ βέβαια μὲ διακριτικὸ σκοπό, ὥστε νὰ μὴν τρέχεις ἀνώφελα καὶ νὰ μὴν κοπιάζεις μάταια.
ιβ΄. Αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ἐπιτελῶντας πάντοτε, καὶ προσφέροντας στὸν Θεὸ τὴν μετάνοια, πρόσεξε ἀκριβῶς καὶ ἐρεύνησε μήπως ἔχεις ἔχθρα ἐναντίον κάποιου, καὶ ἡ προσπάθειά σου γίνεται τότε μάταια· ἀλλὰ ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν ἐργαζόμενοι» (Φιλ. 2, 12), καὶ τηρῶντας καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει, «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 14). Ἐὰν λοιπὸν προσεύχεσαι στὸν Θεὸ μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, χωρὶς νὰ χλευάζεις μὲ τὸν διασκορπισμὸ τοῦ νοῦ σου, τήρησε τὴν ἐντολή του αὐτή, καὶ συγχώρησε ὅ,τι ἔχεις ἐναντίον κάποιου. Θέλεις νὰ σοῦ συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα; Συγχώρησε καὶ ἐσὺ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον. Ἐὰν ὅμως ἐσὺ δὲν συγχωρεῖς τὰ παραπτώματα τοῦ ἀδελφοῦ, οὔτε τὰ δικά σου θὰ συγχωρήσει ὁ Δεσπότης Χριστός· διότι εἶπε, ὅτι «Ἐὰν μὴ ἀφήσητε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ἀφήσει τὰ ὑμέτερα» (Ματθ. 6, 15). Καὶ γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι δὲν ψεύδεται· εἶναι ἀψευδὴς καὶ πιστὸς σὲ ὅλους τοὺς λόγους του.
Γίνε λοιπὸν ἕτοιμος καὶ νὰ ἀναμένεις κάθε ἡμέρα αὐτὸν ποὺ θὰ ἀπαιτήσει τὴν ψυχή σου. Μὴ μετανοήσεις σήμερα, ἀλλὰ αὔριο λησμονήσεις· μὴ σήμετα κλαύσεις, καὶ αὔριο χορεύσεις· μὴ σήμερα νηστεύσεις, καὶ αὔριο μεθύσεις, περιαγόμενος ἀπὸ πολλούς· μὴ σήμερα ἀγρυπνήσεις, καὶ αὔριο ἀτονήσεις· ἀλλὰ μερίμησε γιὰ τὴν σωτηρία σου, προκειμένου νὰ στεφανωθεῖς. Μίσησε κάθε χαρὰ τοῦ μάταιου τούτου κόσμου, ὅπως καὶ τὴν δόξα του. Καὶ ἀναφώνησε μετὰ τοῦ Δαβίδ, «Ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα» (Ψαλμ. 118, 163)· καί, «Ἐκ πάσης ὁδοῦ πονηρᾶς ἐκώλυσα τοὺς πόδας μου» (αὐτόθι, 101)· καί, «Ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰς ἐντολάς σου» (αὐτόθι, 106). Φρόντισε νὰ εἶσαι πάντοτε ἕτοιμος, ὥστε ὅταν ἔλθει αὐτὸς ποὺ θὰ ἀπαιτήσει τὴν ψυχή σου, νὰ σὲ βρεῖ ἕτοιμο σὲ μετάνοια· καὶ σοῦ ἐγγυῶμαι ὅτι δὲν θὰ σὲ χωρίσει ἀπὸ τοὺς σωζομένους.
Νὰ τηρεῖς πάντοτε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, τό «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26, 41). Καὶ πάλι λέγει, «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. 24, 44). Ἄκουσε καὶ τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέει, «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5, 17). Καταλαβαίνετε τί σημαίνει τὸ «Ἀδιαλείπτως»; Σημαίνει, πάντοτε, σὲ κάθε στιγμή, καὶ τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ μεσημέρι, καὶ κάθε ὥρα, καὶ στὴν ἐργασία καὶ στὸν δρόμο, καὶ στὴν βοσκὴ καὶ στὸ ὄργωμα, καὶ στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνιο. Μὴν ἀναμένεις Κυριακή, ἤ ἑορτή, ἤ διαφορὰ τόπου. Διότι δὲν περιγράφεται τὸ Θεῖον τοπικά· «Ἐν γὰρ χειρὶ αὐτοῦ πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς» (Ψαλμ. 94, 4). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Προφήτης Δαβὶδ προσευχόμενος κάθε ἡμέρα καὶ νύκτα, δὲν ἀνέμενε εἰδικὴ ἡμέρα, οὔτε διαφορὰ τόπου, ἀλλὰ ἔλεγε μὲ δάκρυα παραινῶντας τὴν ψυχή του· «Ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ, εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 102, 22). Καὶ σύ, ἀγαπητέ μου, μὴν ἀναμένεις εἰδικὴ ὥρα καὶ μέρα, ἤ διαφορὰ τόπου· ἀλλὰ ὅπως προειπώθηκε, σὲ κάθε τόπο καὶ στὸ σπίτι σου νὰ προσεύχεσαι, καὶ ὅταν εἶσαι στὴν ἐκκλησία νὰ προσεύχεσαι, καὶ ὅπου καὶ ἄν εἶσαι νὰ προσεύχεσαι, σὲ κάθε τόπο τῆς δεσποτείας τοῦ Θεοῦ.
«Ἐνωτίσασθε πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην, ἐπὶ τὸ αὐτὸ πλούσιος καὶ πένης» (Ψαλμ. 48, 2-3), εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναίκα, εἴτε λαϊκοί, εἴτε νεαροί, εἴτε νεαρές, μεσήλικες καὶ νέοι, βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ ὅλοι οἱ κριτὲς αὐτῆς, ἀκοῦστε αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφθεῖ· «Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστίν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας, ὡς μὴ ἔχωντες ὦσιν» (Α΄ Κορ. 7, 29)· «Ἀρνησώμεθα τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα, καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» ((Τίτ. 2, 12-13).
Νὰ μὲ θυμᾶσθε πάντοτε, ἀδελφοί, καὶ νὰ κρατεῖτε τὶς παραδόσεις, τὶς ὁποῖες παραλάβατε ἀπὸ μακάριους ἄνδρες, Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τὸν Δεσπότη τῶν ὅλων. Ὑπόδειγμα τῆς κακοπάθειας καὶ τῆς μακροθυμίας ἔχετε τοὺς Πορφῆτες, τῆς ὑπομονῆς τὸν Ἰώβ, τῆς σωφροσύνης τὸν Ἰωσήφ, τῆς διακρίσεως τὸν Δανιήλ, τῆς ἀγάπης τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος παραδόθηκε στὸν θάνατο γιὰ μᾶς, τῆς μετανοίας τὸν θεοπάτορα Δαβὶδ νὰ ἔχετε. Αὐτὸς ἔγινε γιὰ μᾶς τύπος μετανοίας, παραινῶντας μας καὶ παρακαλῶντας καὶ λέγοντας, «Δεῦτε τέκνα, ἀκούσατέ μου» (Ψαλμ. 33, 12)· καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ὑποδείξω τὸν τρόπο τῆς μετανοίας· ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ κάποτε σκανδαλίσθηκα, ὅμως μὲ τὴν μετάνοια σηκώθηκα· καὶ γνωρίζω τὴν φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότου· γνωρίζω πῶς ὑποδέχεται ὅσους μετανοοῦν γνήσια μὲ ἀνοικτὲς ἀγκάλες· εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο ὁ Δεσπότης μου νὰ ψευσθεῖ. Διότι τὸν ἄκουσα νὰ λέει· «Τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων μου οὐ μὴ ἀθετήσω» (Ψαλμ. 88, 35). «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσιν» (Ματθ. 24, 35). «Ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου» (Ψαλμ. 88, 36). «Ζῶ ἐγώ, ὅς οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ» (Ἰεζ. 33, 11). Ἀκούσατε ὅτι ὁρκίσθηκε στὸν ἑαυτό του ὁ Φιλάνθρωπος. Γι’ αὐτὸ ἀπευθύνομαι σὲ ὅλους·
«Δεῦτε, τέκνα, ἀκούσατέ μου» (Ψαλμ. 33, 12)· καὶ ὅσο ἔχουμε καιρὸ ἄς βιασθοῦμε, πρὶν ἔλθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη [τῆς Κρίσεως]· «Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει… Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν ἐναντίον Κυρίου τοῦ ποιήσαντος ἡμᾶς, ὅτι αὐτὸς ἐποίσησεν ἡμᾶς» (Ψαλμ. 94, 2), αὐτὸς «Οἰκτειρήσαι ἡμᾶς, καὶ εὐλογήσαι ἡμᾶς, ἐπιφάναι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐλεῆσαι ἡμᾶς» (Ψαλμ. 66, 2).
Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῶν μετανοούντων, αὐτὸς μᾶς προσδέχεται ὅταν μετανοοῦμε, καὶ αὐτὸς θὰ μᾶς ποιμάνει· σὲ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ κάθε εὐχαριστία, στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Βλ. PG τ. 59, στλ. 553-568, σὲ νεο-ελληνικὴ ἀπόδοση. Ὅπου τίθενται ἀποσιωποιητικά, σημαίνει ὅτι παρελήφθη κείμενο, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπέρχεται διατάραξη ἤ οὐσιαστικὴ παράλειψη στὸ νόημα τοῦ κειμένου. Ὁ λόγος αὐτὸς στὴν Ἑλληνικὴ Πατρολογία παρατίθεται στὸ σῶμα τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μὲ τὴν ἔνδειξη ὅτι συμπεριλαμβάνεται στὰ «ἀμφιβαλλόμενα» [spuria] τοῦ ἱεροῦ Πατρός. Ἐν τούτοις, ἡ ὅλη πλοκή, τὸ περιεχόμενο, ἡ ρητορικότητα, ἡ πλούσια ἁγιογραφικὴ παράθεση καὶ ἡ ζωντάνια τοῦ κειμένου, παραπέμπουν ἀβίαστα σὲ Χρυσοστομικὴ σκέψη καὶ ἔκφραση, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σπουδαιότητα καὶ βαρύτητά του εἶναι ἀναμφίβολη καὶ ἀξιοπρόσεκτη ἀπὸ κάθε ἄποψη).