ἱεροῦ Χρυσοστόμου
…ΟΣΟ πιὸ πολὺ ἐξακολοθοῦν οἱ (Ἀσώματες – Ἀγγελικὲς) δυνάμεις νὰ βλέπουν τὴν λάμψη Ἐκείνου (τοῦ Θεοῦ), τόσο πιὸ πολὺ ἐκπλήσσονται καὶ αὐξάνουν τὸν θαυμασμό. Γι’ αὐτό, ἄν καὶ βλέπουν τὴν δόξα ἐκείνην ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκαν μέχρι τώρα, δὲν ἔπαυσαν νὰ φωνάζουν μὲ ἔκπληξη· ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ παθαίνουμε ἐμεῖς μέσα σὲ σύντομο χρόνο, ὅταν ἔρχεται στὰ μάτια μας κάποια λάμψη, αὐτὸ ἐκεῖνες τὸ ὑφίστανται διαρκῶς καὶ ἀκατάπαυστα μὲ κάποια ἡδονὴ ἐκδηλώνουν θαυμασμό. Γιατὶ ὄχι μόνο κραυγάζουν, ἀλλὰ τὸ κάνουν αὐτὸ μεταξύ τους, πρᾶγμα ποὺ εἶναι δεῖγμα τῆς παρατεταμένης ἐκπλήξεώς τους. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν ἀκούεται ξαφνικὰ βροντὴ ἤ σείεται ἡ γῆ, ὄχι μόνο πηδᾶμε καὶ φωνάζουμε, ἀλλὰ καὶ καταφεύγουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μέσα στὰ σπίτια. Αὐτὸ κάνουν καὶ τὰ Σεραφίμ· καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἕνας κραυγάζει στὸν ἄλλο, «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος».
3. Ἀναγνωρίσατε ἄραγε τὴν φωνὴ αὐτή; Εἶναι ἄραγε δική μας ἤ τῶν Σεραφίμ; Καὶ δική μας καὶ τῶν Σεραφίμ, γιὰ τὸν Χριστὸ ὁ ὁποῖος κατήργησε τὸ μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ καὶ εἰρήνευσε τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, γιὰ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔκανε καὶ τὰ δύο ἕνα. Γιατὶ προηγουμένως αὐτὸς ὁ ὕμνος ψαλλόταν μόνο στοὺς οὐρανούς, ὅταν ὅμως ὁ Δεσπότης (Χριστὸς) καταδέχθηκε νὰ ἔλθει στὴν γῆ, κατέβασε καὶ αὐτὴ τὴν μελωδία σὲ μᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀρχιερέας, ὅταν στέκεται στὴν ἁγία τράπεζα, προσφέροντας τὴν λογικὴ λατρεία, τὴν ἀναίμακτη θυσία, δὲν μᾶς προτρέπει ἁπλῶς σὲ αὐτὴ τὴν ἐπευφημία, ἀλλά, ἀφοῦ πρῶτα ἀναφέρει τὰ Χερουβὶμ καὶ ὑπενθυμίσει καὶ τὰ Σεραφίμ, τότε προτρέπει ὅλους νὰ ἀναπέμψουν τὴν τόσο φρικτὴ φωνή, ἀποσπῶντας μὲ τὴν ἀνάμνηση αὐτῶν ποὺ συμψάλλουν τὴν σκέψη μας ἀπὸ τὴν γῆ, καὶ εἶναι σὰν νὰ φωνάζει στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς λέγοντας· μαζὶ μὲ τὰ Σεραφὶμ ψάλλεις, μαζὶ μὲ τὰ Σεραφὶμ στάσου, μαζὶ μὲ αὐτὰ ἄνοιξε τὰ φτερά σου καὶ μαζὶ μὲ ἐκεῖνα νὰ πετᾶς γύρω ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο.
Καὶ τί τὸ παράδοξο εἶναι ἐὰν στέκεσαι μαζὶ μὲ τὰ Σεραφίμ, ὅταν ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ἀγγίσουν τὰ Σεραφίμ, αὐτὰ σοῦ ἔδωσε πλουσιοπάροχα ὁ Θεός; Γιατὶ λέει, «στάλθηκε σὲ μένα ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφίμ, καὶ εἶχε κάρβουνο ἀναμμένο, ποὺ τὸ πῆρε μὲ τὴν λαβίδα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο» (Ἡσ. στ΄ 6). Τὸ θυσιαστήριο ἐκεῖνο (τὸ οὐράνιο) εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ θυσιαστηρίου (τοῦ ἐπιγείου ναοῦ)· ἐκείνη ἡ φωτιὰ εἶναι τύπος αὐτῆς τῆς πνευματικῆς φωτιᾶς. Ὅμως δὲν τόλμησαν τὰ Σεραφὶμ νὰ τὴν πιάσουν μὲ τὸ χέρι, ἀλλὰ μὲ τὴν λαβίδα, ἐνῶ ἐσὺ τὴν παίρνεις μὲ τὸ χέρι. Ἄν λοιπὸν ἀποβλέψεις στὴν ἀξία τῶν παρόντων, εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὴν ἁφὴ τῶν Σεραφίμ· ἄν ὅμως σκεφθεῖς τὴν φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότου σου, ἡ χάρη τῶν παρόντων δὲν αἰσχύνεται νὰ κατέλθει στὴν δική μας μηδαμινότητα.
Κατανοῶντας λοιπὸν αὐτά, ἄνθρωπέ μου, καὶ σκεπτόμενος τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς, σήκω κάποτε καὶ ἀφοῦ ἀποχωρισθεῖς ἀπὸ τὴν γῆ, ἀνέβα στὸν οὐρανό. Ὅμως σὲ τραβάει τὸ σῶμα καὶ σὲ ἀναγκάζει νὰ μείνεις κάτω; Ἀλλὰ νά, πλησιάζουν νηστεῖες, οἱ ὁποῖες κάνουν ἐλαφρᾶ τὰ φτερὰ τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ κάνουν ἐλαφρὸ καὶ τὸ βάρος τῆς σάρκας, ἔστω καὶ ἄν παραλάβουν σῶμα βαρύτερο καὶ ἀπὸ μολύβι. Ἀλλὰ ὁ λόγος τῆς νηστείας ἄς περιμένει, ὁ λόγος ὅμως τῶν μυστηρίων, γιὰ τὰ ὁποῖα γίνονται καὶ οἱ νηστεῖες, ἄς κινηθεῖ ἀπὸ τώρα. Διότι, ὅπως στοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες σκοπὸς τῶν ἀγωνισμάτων εἶναι τὸ στεφάνι (τῆς νίκης), ἔτσι καὶ τῆς νηστείας σκοπὸς εἶναι νὰ κοινωνήσουμε καθαροί· ὥστε, ἐὰν δὲν τὸ κατορθώσουμε αὐτὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἀφοῦ καταπονήσαμε τοὺς ἑαυτούς μας ἄσκοπα καὶ μάταια, θὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸ σκάμμα τῆς νηστείας ἀστεφάνωτοι καὶ χωρὶς βραβεῖα. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πατέρες μας παρέτειναν τὸ στάδιο τῆς νηστείας, δίδοντάς μας προθεσμία νὰ μετανοήσουμε, ὥστε νὰ προσευχόμαστε, ἀφοῦ καθαρίσουμε καὶ ἀποπλύνουμε τοὺς ἑαυτούς μας.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ ἀπὸ ἐδῶ ἤδη φωνάζω μὲ δυνατὴ φωνὴ καὶ διαμαρτύρομαι καὶ ἱκετεύω καὶ παρακαλῶ, νὰ μὴν προσέρχεσθε στὴν ἱερὰ αὐτὴ τράπεζα (τῆς θείας Κοινωνίας) μὲ λεκέδες, οὔτε μὲ συνείδηση πονηρή· διότι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὄφελος οὔτε κοινωνία, ἔστω καὶ ἄν μύριες φορὲς δεχθοῦμε τὸ ἅγιο ἐκεῖνο σῶμα, ἀλλὰ καταδίκη καὶ κόλαση καὶ αὔξηση τῆς τιμωρίας. Κανένας λοιπὸν ἁμαρτωλὸς νὰ μὴ προσέρχεται, ἤ καλύτερα δὲν λέω κανένας ἁμαρτωλός, διότι πρῶτα τὸν ἑαυτό μου ἀποκλείω ἀπὸ τὴν θεία τράπεζα, ἀλλὰ κανένας ποὺ μένει ἁμαρτωλὸς νὰ μὴ προσέρχεται.
Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τώρα ἤδη τὸ προλέγω, ὅταν μᾶς ἔλθουν τὰ βασιλικὰ δεῖπνα καὶ φθάσει ἡ ἱερὴ ἐκείνη βραδυά, νὰ μὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ, ἦλθα ἀπροετοίμαστος καὶ ἔρημος καὶ ὅτι αὐτὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς τὰ πεῖς πρὶν ἀπὸ καιρό. Διότι ἄν τὰ ἄκουγα ἀπὸ νωρίς, ὁπωσδήποτε θὰ ἄλλαζα, ὁπωσδήποτε θὰ προσερχόμουν, ἀφοῦ πρῶτα καθάριζα τὸν ἑαυτό μου. Γιὰ νὰ μὴ μπορεῖ λοιπὸν κανεὶς νὰ προφασίζεται, διαμαρτύρομαι ἀπὸ τώρα καὶ παρακαλῶ νὰ δείξετε πολλὴ μετάνοια. Γνωρίζω ὅτι ὅλοι βρισκόμαστε σὲ ἐπιτίμια καὶ ὅτι κανεὶς δὲν θὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιά· δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸ τὸ φοβερό, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἔχουμε ἁγνὴ καρδιά, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἐνῶ δὲν ἔχουμε ἁγνὴ καρδιά, δὲν πλησιάζουμε Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν κάνει ἁγνή. Γιατὶ μπορεῖ, ἐὰν θέλει· ἤ καλύτερα καὶ περισσότερο ἀπὸ μᾶς θέλει νὰ εἴμαστε καθαροί, ἀλλὰ περιμένει νὰ πάρει μικρὴ ἔστω ἀφορμὴ ἀπὸ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς στεφανώσει μὲ παρρησία. Ποιός ὑπῆρξε πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸν Τελώνη; Ἀλλὰ μόνο μὲ τὸ νὰ πεῖ «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», κατέβηκε δικαιωμένος περισσότερο ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο. Ἄν καὶ πόση δύναμη εἶχε ἐκείνη ἡ λέξη; Ὅμως δὲν τὸν καθάρισε ἡ λέξη, ἀλλὰ ἡ διάθεση μὲ τὴν ὁποία εἶπε τὴν λέξη ἐκείνη· ἤ καλύτερα οὔτε μόνον ἡ διάθεση, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
4. Γιατὶ πές μου, ποιό κατόρθωμα, ποιός ἱδρώτας χρειάζεται στὸν ἁμαρτωλό, γιὰ νὰ πείσει τὸν ἑαυτό του νὰ πεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, καὶ νὰ τὸ πεῖ αὐτὸ στὸν Θεό; Βλέπεις ὅτι δὲν ἔλεγα ἄδικα ὅτι μικρὴ ἀφορμὴ ἀπὸ μᾶς ζητεῖ (ὁ Θεὸς) νὰ λάβει καὶ ἀμέσως προσφέρει τὸ πᾶν γιὰ τὴν σωτηρία μας; Ἄς μετανοήσουμε λοιπόν, ἄς κλάψουμε, ἄς θρηνήσουμε. Ὅταν κανεὶς χάσει μιὰ θυγατέρα, πολλὲς φορὲς περνάει τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του μέσα σὲ θρήνους καὶ ὀδυρμούς· ἐμεῖς χάσαμε ψυχὴ καὶ δὲν κλαῖμε; Ἐκπέσαμε ἀπὸ τὴν σωτηρία καὶ δὲν κτυποῦμε τὸ στῆθος μας; Ἀλλὰ γιατί λέω ψυχὴ καὶ σωτηρία; Ἐξοργίσαμε Δεσπότη τόσο πρᾶο καὶ ἤρεμο καὶ δὲν παραχώσαμε τοὺς ἑαυτούς μας στὴν γῆ; Διότι μὲ τὴν φροντίδα του γιὰ μᾶς ξεπερνάει κάθε εὔνοια ὄχι μόνον δεσπότου ποὺ ἐνδιαφέρεται, ἀλλὰ καὶ φιλόστοργου πατέρα καὶ μητέρας ποὺ ἀγαπᾶ τὰ παιδιά της. «Μήπως εἶναι δυνατόν», λέει, «νὰ λησμονήσει ἡ γυναίκα τὸ παιδί της ἤ νὰ μὴν λυπηθεῖ τὰ παιδιά τῆς κοιλιᾶς της; Ἀλλὰ καὶ ἄν ἀκόμη ἡ γυναίκα τὰ ξεχάσει, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ λησμονήσω, λέγει ὁ Κύριος» (Ἡσ. μθ’ 15). Εἶναι ἀξιόπιστη βέβαια καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόδειξη ἡ δήλωση αὐτή, γιατὶ εἶναι δήλωση τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὅμως ἄς δώσουμε καὶ μιὰ ἀπόδειξη ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα.
Ἡ Ρεβέκκα κάποτε παροτρύνοντας τὸ παιδί της νὰ ὑποκριθεῖ τὸ θέατρο γιὰ νὰ ὑποκλέψει τὶς εὐλογίες, καὶ ἀφοῦ τὸ προφύλαξε ἀπὸ παντοῦ καλὰ καὶ τοῦ ἔβαλε τὸ προσωπεῖο τοῦ ἀδελφοῦ του, ἐπειδὴ τὸ εἶδε πὼς οὔτε ἔτσι ἔπαιρνε θάρρος, θέλοντας νὰ ἀποδιώξει κάθε φόβο τοῦ παιδιοῦ εἶπε· «ἄς εἶναι πάνω μου ἡ κατάρα σου, παιδί μου» (Γεν. κζ΄ 13). Λόγος πραγματικὰ μητέρας, ποὺ λειώνει γιὰ τὸ παιδί της. Ὁ Χριστὸς αὐτὸ δὲν τὸ εἶπε μόνο, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔκανε· δὲν ὑποσχέθηκε μόνο, ἀλλὰ τὸ ἔδειξε ἔμπρακτα. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας· «ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, μὲ τὸ νὰ γίνει κατάρα ὁ ἴδιος γιὰ μᾶς» (Γαλ. γ’ 13). Αὐτὸν λοιπόν, πές μου, θὰ ἐξοργίσουμε; Καὶ πῶς αὐτὸ δὲν εἶναι πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὴν γέενα τοῦ πυρὸς καὶ ἀπὸ τὸν ἀτελεύτητο σκώληκα καὶ ἀπὸ τὸ ἄσβεστο πῦρ;
Ὅταν λοιπὸν πρόκειται νὰ πλησιάσεις τὴν ἱερὴ τράπεζα, νὰ πιστεύεις ὅτι ἐκεῖ εἶναι παρὼν καὶ ὁ βασιλέας τῶν ὅλων· γιατὶ πραγματικὰ παρευρίσκεται, ἐξετάζοντας μὲ προσοχὴ τὴν πρόθεση τοῦ καθενός, καὶ βλέποντας ποιός προσέρχεται μὲ τὴν ἁγιωσύνη ποὺ πρέπει καὶ ποιός μὲ πονηρὴ συνείδηση, μὲ ἀκαθάρτους καὶ βρωμεροὺς λογισμούς, μὲ πράξεις μιαρές. Καὶ ἄν βρεῖ κανέναν τέτοιον, ἀμέσως τὸν παραδίδει στὸ δικαστήριο τῆς συνειδήσεως, ἔπειτα ἐὰν τὸν παραλάβει ἡ συνείδηση καὶ τὸν μαστιγώσει μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὸν κάνει καλύτερο, τὸν δέχεται πάλι· ἐὰν ὅμως μείνει ἀδιόρθωτος, τότε πλέον πέφτει στὰ χέρια Του ὡς ἀχάριστος καὶ ἀγνώμων. Πόσο φοβερὸ εἶναι αὐτὸ ἄκουσε τὸν Παῦλο ποὺ λέει· «εἶναι φοβερὸ νὰ πέσεις στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. ι΄ 31). Γωρίζω ὅτι πληγώνουν τὰ λόγια μου, ἀλλὰ τί νὰ κάνω; Ἐὰν δὲν βάλω πικρὰ φάρμακα, τὰ τραύματα δὲν θεραπεύονται· ἄν πάλι βάλω πικρά, σεῖς δὲν ἀνέχεσθε τὸν πόνο. Εἶναι γιὰ μένα στενὰ ἀπὸ παντοῦ· πλὴν ὅμως εἶναι ἀνάγκη νὰ συγκρατήσω τὸ χέρι μου· διότι εἶναι ἀρκετὰ ὅσα διατύπωσα γιὰ νὰ διορθώσουν ἐκείνους ποὺ προσέχουν.
(Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Εἰς τὸ “εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον…”», Ὁμιλία ΣΤ΄,
ΕΠΕ, τ. 8Α, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 433-439·
ἡ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ὑπέστη βελτιωτικὴ ἐπεξεργασία)