Ἡ Καινὴ Διαθήκη λέγεται ἔτσι, γιατὶ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρεται στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ὅπως καὶ τὴ ζωὴ τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἀποκαλεῖται Καινή, διότι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἐπαναβεβαίωση καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑπόσχεσης ἤ τῆς ἐκπλήρωσης τῆς ἐπαγγελίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν κόσμο.
Καὶ οἱ δύο Διαθῆκες, Παλαιὰ καὶ Καινή, συνοψίζονται στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος λέγει:
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. γ΄ 16).
Ναί. Τόσο μεγάλη καὶ συγκινητικὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο, ὥστε, παρὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑποδούλωσή του στὸν σατανᾶ, ὄχι μόνο ὁ Θεὸς δὲν τὸν τιμώρησε καὶ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε, ἀλλὰ διαρκῶς μεριμνοῦσε γι’ αὐτόν, μὲ κορύφωμα νὰ στείλει τὸν μονάκριβο Υἱό του στὸν κόσμο. Καὶ ὁ κόσμος, δυστυχῶς, τῆς πτώσης καὶ τῆς πλάνης νὰ τὸν καταδικάσει στὸν διὰ τοῦ σταυροῦ θάνατο! Μέχρις ὅτου, παρὰ τοῦτο τὸ τραγικὸ καὶ ἀντίθεο τοῦ κόσμου κατάντημα, ὁ Θεὸς καὶ διαμέσου τοῦ πάθους καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ του ἔσωσε καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Φθάνει ὁ ἄνθρωπος νὰ δείξει πίστη καὶ ἀφοσίωση στὸν Χριστό.
Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει εἴκοσι ἑπτὰ (27) βιβλία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, τὰ ἔγραψαν Ἀπόστολοι καὶ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ δώδεκα Ἐπιστολὲς ἀνήκουν στὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἕνδεκα συγγραφεῖς τους εἶναι ἄλλοι Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι θεόπνευστα, ἀφοῦ καὶ μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα ὅσα εἶναι γραμμένα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, παρουσιάζουν πλήρη ὁμοφωνία.
Ἔτσι, ἐπαληθεύεται ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος λέγει:
«Οὐ γὰρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτὲ προφητεία, ἀλλ’ ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. α΄ 21).
Ναί. Σὲ καμιὰ περίπτωση καὶ ποτέ, τὰ ὅσα εἶναι γραμμένα στὴν Ἁγία Γραφή, δὲν ἀποτελοῦν προϊόντα ἀνθρώπινης ἐπινόησης καὶ θέλησης. Ὄχι. Ἀλλά, αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τὰ συνέγραψαν, ὑπῆρχαν ὡς ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, φωτιζόμενοι καὶ ἐμπνεόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θὰ μᾶς διδάξει:
«Πᾶσα Γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ» (Β΄ Τιμ. γ΄ 16).
Ἡ Ἁγία Γραφὴ στὸ σύνολό της συνιστᾶ ἔργο τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς καθοδήγησης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ νοῦ τῶν συγγραφέων της, προκειμένου, μὲ ὅσα γράφει, αὐτὰ νὰ ἀποτελοῦν καὶ νὰ προξενοῦν, γιὰ ὅσους τὰ μελετοῦν, ὠφέλεια, νὰ τοὺς ἐλέγχουν γιὰ τὶς τυχὸν παρεκτροπές τους καὶ νὰ τοὺς διαπαιδαγωγοῦν στὸν δρόμο τῆς κατόρθωσης τῆς ἀρετῆς.
Ἔτσι, ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω, συνάγεται πὼς ἡ Ἁγία Γραφὴ πρέπει νὰ ἀποτελεῖ καθημερινὸ ἐντρύφημά μας, ἀφοῦ ἐκφράζει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀποβαίνει φῶς γιὰ τὴν ὅλη ζωή μας.
Καὶ γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς φίλους τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τοὺς πληροφοροῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἐκδόσεις της σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες· καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἔχουν γίνει καὶ κυκλοφοροῦν μεταφράσεις της στὴ νεοελληνικὴ γλώσσα.
(Περιοδ. «Ὅσιος Θεόφιλος», τ. 13/Σεπτέμβριος 2022, σελ. 278-279)