Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι τὸ ἱερὸ βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ γενικότερα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Διακρίνεται ἤ χωρίζεται σὲ δύο μέρη: Τὸ πρῶτο ὀνομάζεται Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ τὸ δεύτερο Καινὴ Διαθήκη.
Τί σημαίνει «Διαθήκη»; Ὁ ὅρος, ἐπὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἐδάφους, δηλώνει τὴν συμφωνία, τὴν ὁποία συνάπτει ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους διὰ μέσου τῆς ὁποίας τοὺς δίνει τὴν ὑπόσχεση ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅτι αὐτός, ὡς ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ τὴν ἁμαρτία στὴν ὁποία ὑπέπεσε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν προσβολή, τὴν ὁποία διέπραξε στὸ ἅγιο πρόσωπό Του, αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτόν. Ἐνῶ, ταυτόχρονα, ἀνάλογη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ διακρίνει καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πρὸς τὸν συνάνθρωπό του.
α. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη
Παλαιὰ Διαθήκη λέγεται, γιατὶ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς καλύπτει τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου, τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία, τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν Παράδεισο, τοὺς πρώτους ἀνθρώπους καὶ τὸν κατακλυσμὸ καὶ προχωρεῖ στὸν Ἀβραὰμ καὶ στοὺς ἀπογόνους του. Γιὰ νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Μωυσῆ καὶ στὴν ἔξοδο τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν ἄφιξή τους στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Καὶ ἐδῶ, ἄς μὴ νομίσει κάποιος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐθνοφυλετιστής, ἐπειδὴ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, κυρίως, ἀναφέρεται στοὺς Ἑβραίους. Ὄχι. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπέλεξε ἕνα ἔθνος, τὸ Ἑβραϊκό, γιὰ νὰ τὸ κάνει περιούσιο λαὸ καὶ νὰ τοῦ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν φροντίδα Του.
Ἀλλὰ κοίταξε κάτω στὴν γῆ, θὰ λέγαμε, καὶ διέκρινε ἕναν ἄνθρωπο, τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ὡς ἀπόγονος τῶν πρωτοπλάστων, διακρατοῦσε ἀκόμη τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἔτσι, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του προῆλθε τὸ Ἑβραϊκὸ ἔθνος. Ὁπότε, διαμέσου αὐτῶν ἀναφαίνονται οἱ μεγάλες θρησκευτικὲς μορφὲς τῶν Ἑβραίων, ὅπως τοῦ Μωυσῆ, τοῦ Δαβίδ, τῶν Προφητῶν κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι διακρατοῦν τὴν προγονικὴ πίστη καὶ ἀποβαίνουν προφητικὰ ὄργανα τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νὰ ἑτοιμάσουν, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν δρόμο γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.
Τὴν ὅλη ζωὴ καὶ δράση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ ἐποχὴ μᾶς διασώζουν τὰ σαράντα ἐννέα (49) βιβλία, τὰ ὁποῖα καὶ συναποτελοῦν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὰ ὁποῖα ἀρχίζουν νὰ γράφονται, τὰ πρῶτα, ἀπὸ τὸν Μωυσῆ, γύρω στὸ 1200 π.Χ., ἤ ἀπὸ τοὺς διαδόχους του ἤ τοὺς Προφῆτες ἤ καὶ ἄλλους, μέχρι καὶ τὸν 2ο π.Χ. αἰώνα.
Ἐντύπωση, πάντως, προκαλεῖ τὸ γεγονός, ὅτι ὅλα τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ συντάσσονται σ’ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα πέραν τῶν χιλίων ἐτῶν καὶ ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς, διαφόρων μορφωτικῶν ἐπιπέδων, πουθενὰ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα δὲν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἀντίφαση. Γιατὶ ἕνας εἶναι ὁ ἐμπνευστής τους, ὁ ὁποῖος φώτιζε τὸν νοῦν τῶν ἱερῶν αὐτῶν συγγραφέων, ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν, τυχόν, λάθη. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός.
(Περιοδ. «Ὅσιος Θεόφιλος», τ. 12/Αὔγουστος 2022, σελ. 248-249)