Ὁ ἐλεήμονας εἶναι τὸ λιμάνι ὅλων, ὁ πατέρας ὅλων, τὸ ραβδὶ τῶν γερόντων. Γιὰ τὸν ἐλεήμονα, ἄν πάθει κάτι ἀνεπιθύμητο, ὅλοι τοῦ εὔχονται, «ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐλεήσει, νὰ τὸν κάνει καλά, νὰ τοῦ μείνουν τὰ ἀγαθά του!». Ἄν ὅμως ἔλθεις στὸν ἅρπαγα, θὰ ἀκούσεις νὰ λένε· «ὁ μιαρός, ὁ πονηρός, ὁ βέβηλος!». Γιατί; Μήπως ἀδικήθηκες ἀπ’ αὐτόν;
‒ Ἐγὼ βέβαια ὄχι, ἀλλὰ ὁ ἀδελφός μου.
Μύριες φωνὲς κάθε ἡμέρα. Ἄν πάλι πέσει, τότε ὅλοι πατοῦν ἐπάνω του. Εἶναι ζωὴ αὐτή; Εἶναι πλοῦτος; Δὲν εἶναι χειρότερος [ὁ ἅρπαγας] ἀπὸ κατάδικο; Ὁ κατάδικος εἶναι δεμένος στὸ σῶμα, ἐνῶ αὐτὸς στὴν ψυχή. Τὸν βλέπεις δεμένο καὶ δὲν τὸν ἐλεεῖς; Γι’ αὐτὸ τὸν μισῶ, διότι εἶναι δεμένος ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ μὲ τὴν θέλησή του· διότι προκάλεσε [τὸ δέσιμο μὲ] τὴν ἁλυσίδα.
‒ Πάλι ἐσὺ ἐναντίον τῶν πλουσίων; Θὰ μοῦ ποῦν.
‒ Πάλι σεῖς ἐναντίον τῶν πτωχῶν; [Θὰ τοὺς πῶ].
‒ Πάλι ἐσὺ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἁρπάζουν; [Θὰ μοῦ ποῦν].
‒ Πάλι σεῖς ἐναντίον αὐτῶν ποὺ τοὺς κλέβουν; [Θὰ τοὺς πῶ]. Σεῖς δὲν χορταίνετε νὰ τρῶτε καὶ νὰ πληγώνετε τοὺς πτωχούς, καὶ ἐγὼ δὲν χορταίνω νὰ σᾶς ἐλέγχω.
‒ Συνεχῶς θὰ εἶσαι κολλημένος σ’ αὐτούς; Διαρκῶς θὰ εἶσαι προσκολλημένος στὸν πτωχό; [Θὰ μοῦ ποῦν].
‒ Ἀπομακρύνσου ἐσὺ ἀπὸ τὸ πρόβατό μου, [θὰ τοὺς πῶ], ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὸ κοπάδι μου· μὴ μοῦ τὸ καταστρέφεις. Ἄν ὅμως μοῦ καταστρέφεις τὸ κοπάδι, μὲ κατηγορεῖς ὅτι σὲ καταδιώκω; Ἄν ἤμουν βοσκὸς προβάτων, θὰ μὲ κατηγοροῦσες διότι δὲν καταδιώκω τὸν λύκο ποὺ ἐπιτίθεται στὸ κοπάδι. Εἶμαι ποιμένας (βοσκὸς) λογικῶν ζώων· δὲν σὲ διώχνω μὲ πέτρα, ἀλλὰ μὲ λόγια· ἤ μᾶλλον δὲν σὲ διώχνω, ἀλλὰ σὲ προσκαλῶ· γίνε πρόβατο, ἔλα, μπὲς στὸ κοπάδι μου. Γιατί καταστρέφεις τὸ κοπάδι ἐσὺ ποὺ ὀφείλεις νὰ τὸ μεγαλώσεις; Δὲν διώχνω ἐσένα, ἀλλὰ διώχνω τὸν λύκο· ἄν δὲν εἶσαι λύκος, δὲν σὲ διώχνω. Ἄν ὅμως ἔγινες λύκος, νὰ κατηγορεῖς τὸν ἑαυτό σου. Δὲν εἶμαι ἐναντίον τῶν πλουσίων, ἀλλὰ ὑπὲρ τῶν πλουσίων. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ λέω, τὰ λέω γιὰ τὸ καλό σου, ἔστω κι ἄν δὲν τὸ αἰσθάνεσαι.
‒ Πῶς τὰ λὲς γιὰ τὸ καλό μου; [Θὰ μοῦ πεῖς].
‒ Διότι σὲ ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, [θὰ σοῦ πῶ], σὲ ἐλευθερώνω ἀπὸ τὴν ἁρπαγή, σὲ κάνω φίλο μὲ ὅλους, ἀγαπητὸ σὲ ὅλους. Διαρκῶς σοῦ λέω· ἅρπαξες; ἔδειξες πλεονεξία; Ἔλα καὶ θὰ σὲ μεταβάλω, θὰ μεταβάλω τὴν ἔχθρα σὲ φιλία, τὸν κίνδυνο σὲ ἀσφάλεια· αὐτὰ ἐδῶ [στὴν παροῦσα ζωή], ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ [στὴν μέλλουσα ζωὴ] σοῦ δίνω ἐπίσης τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς στὶς ἀτέλειωτες κολάσεις, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὰ ἀγαθὰ «ἅ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. 2, 9). Εἶναι αὐτὰ ἐνέργειες ἀνθρώπου ποὺ σὲ διώκει ἤ ποὺ σὲ συμβουλεύει; Ἀνθρώπου ποὺ σὲ ἀγαπᾶ ἤ ποὺ σὲ μισεῖ; Σὺ βέβαια μὲ μισεῖς, ἀλλὰ ἐγὼ σὲ ἀγαπῶ. Ἔχω ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μου· «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Ματθ. 4, 44). Δὲν παύω νὰ σὲ θεραπεύω. Ὁ Κύριός μας σταυρωνόταν καὶ ἔλεγε· «ἄφες αὐτοῖς, Πάτερ· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23, 34). Μήπως διώχνω ἐσένα; Τὸ πάθος σου διώχνω. Μήπως σὲ πολεμῶ; Τὴν κακία σου πολεμῶ. Καὶ δὲν μὲ θεωρεῖς εὐεργέτη σου; Δὲν μὲ θεωρεῖς κηδεμόνα σου; Δὲν μὲ θεωρεῖς μᾶλλον προστάτη ὅλων; Ποιός ἄλλος θὰ σοῦ πεῖ γι’ αὐτά; Ὁ ἄρχοντας; Τίποτα τέτοιο, παρὰ μόνο γιὰ ἐγκλήματα, γιὰ κατηγορίες. Μήπως ἡ γυναίκα σου; Αὐτὴ γιὰ κοσμήματα καὶ χρυσαφικά. Μήπως τὸ παιδί σου; Αὐτὸ γιὰ κληρονομία, γιὰ διαθήκη, γιὰ κλῆρο. Μήπως ὁ ὑπηρέτης σου; Αὐτὸς γιὰ ὑπηρεσία, γιὰ ἐργασία, γιὰ ἐλευθερία. Μήπως οἱ ὁμοτράπεζοί σου; Αὐτοὶ γιὰ συμπόσια, γιὰ δεῖπνα, γιὰ γεύματα. Μήπως οἱ ἄνθρωποι τοῦ θεάτρου; Αὐτοὶ γιὰ γέλια αἰσχρά, γιὰ ἀκόλαστη ἐπιθυμία. Ἀλλὰ καὶ [μήπως] ὁ δικαστικός; Αὐτὸς γιὰ διαθῆκες, γιὰ κληρονομίες, γιὰ ἐλευθερίες, [σχετικὰ μὲ] αὐτὰ ποὺ κάνει. Ἀπὸ ποῦ μπορεῖς νὰ ἀκούσεις αὐτά, ἄν ὄχι ἀπὸ ἐμένα; Ὅλοι σὲ φοβοῦνται, ἐνῶ ἐγὼ σὲ περιφρονῶ, σὲ παραβλέπω, περιφρονῶ τὸ πάθος σου. Ἐγὼ κόβω, ἐσὺ φωνάζεις· ὅμως δὲν φοβοῦμαι τὴν φωνή σου, ἀλλὰ ποθῶ τὴν σωτηρία σου, γιατὶ εἶμαι ἰατρός. Ἆρα γε, ἄν ἔχοντας ἕλκος καλοῦσες ἰατρὸ καὶ τὸν ἔβλεπες νὰ ἀκονίζει τὸ μαχαίρι του, δὲν θὰ ἔλεγες «κόβε, κι ἄς πονῶ», περιμένοντας μὲ λαχτάρα τὴν σωτηρία ἀπὸ τὸ κόψιμο; Ἐμένα ὅμως μὲ ἀποφεύγεις, ἄν καὶ δὲν κόβω, ἀλλὰ ἁπλῶς καθαρίζω τὴν σκέψη σου μὲ τὸν λόγο. Ἄν καὶ βέβαια ὁ ἰατρὸς τί κάνει; Κόβει πολλὲς φορὲς καὶ κάνει χειρότερη τὴν πληγή· ἐνῶ ἐγὼ δὲν σὲ κάνω χειρότερο, ἀλλὰ καλύτερο. Διότι ἐκεῖ εἶναι ἡ φύση αὐτὴ ποὺ ἔχει ἀνάγκη, καὶ ὑπάρχει ἀδυναμία φαρμάκων, ἐνῶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ δύναμη τῶν λόγων. Ὁ ἰατρὸς δὲν σοῦ ἐγγυᾶται τὴν σωτηρία, ἐνῶ ἐγὼ ἐγγυῶμαι τὴν σωτηρία σου· ἄκουσέ με· γι’ αὐτὸ κατῆλθε ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει ὑψηλότερους καὶ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς!
Ἕνα πρᾶγμα φοβοῦμαι μόνον, τὴν ἁμαρτία· ὅλα τὰ ἄλλα ἄς χαθοῦν, εἴτε πλοῦτος, εἴτε φτώχεια, εἴτε ἐξουσία, εἴτε ὅ,τιδήποτε ἄλλο. Αὐτὰ τὰ λέω καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ τὰ λέω· γιατὶ δὲν θέλω νὰ χαθεῖ κανένας ἀπὸ τὴν δική μου ἀγέλη. Τί λοιπόν; Εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ ὁ πλούσιος; Καὶ πολὺ μάλιστα. Ὁ Ἰὼβ ἦταν πλούσιος, ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος. Εἶδες τὸν πλοῦτο του; Κοίταξε καὶ τὴν φιλοξενία του. Εἶδες τὸ τραπέζι του; Κοίταξε καὶ τὴν φιλοφροσύνη του. Τί ἦταν λοιπὸν ὁ Ἀβραάμ; Ἦταν πλούσιος. Μήπως λογομάχησα μαζί του; Ἦταν πλούσιος ὁ Ἀβραάμ;
‒ Ναί, ἦταν πλούσιος.
‒ Εἶδες τὸν πλοῦτο του; Κοίταξε καὶ τὴν συμπεριφορά του. Κατὰ τὸ μεσημέρι φανερώθηκε σ’ αὐτὸν ὁ Κύριος κοντὰ στὴν βελανιδιὰ τοῦ Μαμβρῆ, ἐνῶ καθόταν· καὶ νὰ τρεῖς ἄνδρες! Ἀφοῦ σηκώθηκε τότε (ἄν καὶ δὲν γνώριζε ὅτι αὐτὸς ποὺ παρουσιάσθηκε ἦταν ὁ Θεός· πῶς νὰ τὸ ἤξερε ἄλλωστε;), προσκύνησε καὶ εἶπε· «Εἰ κεκρίκατέ με ἄξιον, ἵνα εἰσέλθητε εἰς τὴν σκηνὴν τῶν δοκῶν μου» (Γεν. 19, 8).
Εἶδες τί ἔκανε ὁ γέροντας μέσα στὸ καταμεσήμερο; Χωρὶς νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ στέγη, προσκαλῶντας ξένους καὶ περαστικοὺς ποὺ καθόλου δὲν γνώριζε, σηκώθηκε καὶ τοὺς προσκύνησε ὁ πλούσιος καὶ εὐγενής. Αὐτὸς ποὺ στερήθηκε χρήματα, ἀφήνοντας σπίτι, γυναίκα, παιδιά, ὑπηρέτες, ἄν καὶ εἶχε τριακόσιους δέκα ὀκτώ, ἀφήνοντάς τους ὅλους βγῆκε νὰ ψαρέψει, ἅπλωσε τὸ δίχτυ τῆς φιλοξενίας, μήπως πουθενὰ ἐμφανισθεῖ κάποιος ὁδοιπόρος, μήπως κάποιος ξένος, καὶ προσπεράσει τὸ σπίτι. Κοίταξε τί κάνει ὁ γέροντας. Δὲν ἐμπιστεύεται σὲ ὑπηρέτη, ἄν καὶ εἶχε τριακόσιους δέκα ὀκτώ, γιατὶ γνώριζε ὅτι τὸ γένος τῶν ὑπηρετῶν εἶναι νωθρό· φοβόταν μήπως νυστάξει ὁ ὑπηρέτης καὶ προσπεράσει ὁ ξένος καὶ χάσει τὸ θήραμα. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀβραάμ, αὐτὸς εἶναι ὁ πλούσιος. Καταδέχεσαι ἐσὺ ἔστω καὶ νὰ κοιτάξεις ἕναν πτωχό; Ἔστω καὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσεις; Νὰ μιλήσεις μαζί του; Ἀλλὰ καὶ ἄν κάποτε δώσεις κάτι, τὸ δίνεις μέσῳ δούλου. Ὁ δίκαιος ὅμως δὲν ἦταν τέτοιος, ἀλλὰ καθόταν καὶ δεχόταν τὶς θερμὲς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, δροσιζόμενος μέσα στὸν καύσωνα· ἡ ἐπιθυμία τῆς φιλοξενίας ἦταν γι’ αὐτὸν σκιά· καθόταν τρυγώντας τὸν καρπὸ τῆς φιλοξενίας, καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὄντας πλούσιος. Σύγκρινέ μου τοὺς σημερινοὺς πλουσίους!…
(Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Εἰς τὸ “μὴ φοβοῦ ὅταν πλουτίσῃ ἄνθρωπος…”»,
ΕΠΕ, τ. 8Α, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 283-287·
ἡ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ὑπέστη βελτιωτικὴ ἐπεξεργασία)