ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 7ο)

Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

7. Ταπεινοφροσύνη

Οι αρετές της ταπεινοφροσύνης, του πνευματικού πένθους και της φιλαλήθειας

(Πρώτος, δεύτερος και τέταρτος Μακαρισμός εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου).

Σύμφωνα με τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων -των ασκητών και λύχνων της χριστιανικής ευσέβειας- η πρώτη από όλες τις χριστιανικές αρετές είναι η ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι η αρετή χωρίς την οποία δεν μπορεί να αποκτηθεί άλλη και χωρίς την οποία η πνευματική τελειότητα ενός χριστιανού είναι αδιανόητη. Ο ίδιος ο Σωτήρας Χριστός ξεκινά τους Μακαρισμούς της Καινής Διαθήκης με την εντολή της ταπεινοφροσύνης: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι· ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[1]!

Πτωχούς -με την συνήθη έννοια του όρου- αποκαλούμε εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα και ζητούν βοήθεια από τους άλλους. Τέτοιοι πτωχοί δεν είναι σε καμία περίπτωση πάντοτε «μακάριοι», γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν κλέφτες, μέθυσοι, απατεώνες κ.λπ.. Κάθε Χριστιανός (είτε πτωχός, είτε πλούσιος) πρέπει να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως πνευματικά πτωχό, δηλαδή να δει ότι δεν υπάρχει τίποτα δικό του καλό μέσα του. Όλα τα καλά μέσα μας είναι από τον Θεό. Από τον εαυτό μας προσθέτουμε μόνο το κακό: τον εγωισμό, τις ιδιοτροπίες του αισθησιασμού και την αμαρτωλή υπερηφάνεια. Και αυτό πρέπει να το θυμάται ο καθένας μας. Διότι δεν είναι μάταιο αυτό που λέγεται στην Αγία Γραφή: «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν»[2]. Και, όπως είπαμε ήδη, χωρίς την ταπεινοφροσύνη, καμία άλλη αρετή δεν είναι δυνατή, διότι αν κάνει κάποιος κάτι δίχως το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης, σίγουρα θα πέσει σε ασεβή υπερηφάνεια και θα απομακρυνθεί από το έλεος του Θεού…

Μαζί με την ειλικρινή βαθιά ταπεινοφροσύνη, ο Χριστιανός πρέπει να έχει ένα πνευματικό πένθος, για το οποίο γίνεται λόγος στον δεύτερο μακαρισμό. Ποιος δεν ξέρει ότι η ταπεινοφροσύνη ενός ανθρώπου είναι συχνά ρηχή και απατηλή; Επιπλέον, η παροιμία «η ταπεινολογία είναι χειρότερη από την υπερηφάνεια» δεν δημιουργήθηκε χωρίς λόγο. Συχνά ένας άνθρωπος -φαινομενικά- ταπεινώνεται, καταδικάζει τον εαυτό του. Αλλά αποδεικνύεται ότι δεν ήταν μια βαθιά, σταθερή διάθεση και εμπειρία της ψυχής, αλλά ένα επιφανειακό, ρηχό συναίσθημα. Οι άγιοι ασκητές πατέρες υπέδειξαν μια μέθοδο με την οποίαν αναγνωρίζεται η ειλικρίνεια και το βάθος της ταπεινοφροσύνης. Δηλαδή: αρχίστε να κατακρίνετε ένα άτομο κατά πρόσωπο γι’ αυτές ακριβώς τις αμαρτίες, και με αυτές ακριβώς τις εκφράσεις τις οποίες χρησιμοποιεί ο ίδιος «ταπεινά» για να καταδικάσει τον εαυτό του. Εάν η ταπεινοφροσύνη του είναι ειλικρινής, θα ακούσει τις επικρίσεις χωρίς θυμό, και μερικές φορές ακόμη και θα σας ευχαριστήσει για την ταπεινωτική παραίνεση. Εάν δεν έχει αληθινή ταπεινοφροσύνη, δεν θα υπομείνει την επίπληξη και θα θυμώσει, γιατί αυτή η επίπληξη θα εμφανίσει τελικά την υπερηφάνειά του…

Και έτσι, λέει ο Κύριος: «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται…»[3]. Μακάριοι δηλαδή όσοι όχι μόνο πενθούν για την ατέλεια και την αναξιότητά τους, αλλά και κλαίνε γι’ αυτήν. Έτσι, ο κλαυθμός εδώ σημαίνει πρωτίστως τον πνευματικό κλαυθμό -τον κλαυθμό για αμαρτίες και, σε σχέση με αυτό, για την απομάκρυνση από την Βασιλεία του Θεού. Επιπλέον, μεταξύ των ασκητών του Χριστιανισμού υπήρχαν πολλοί, γεμάτοι αγάπη και συμπόνια, που έκλαιγαν για τους άλλους ανθρώπους – για τις αμαρτίες, τις πτώσεις και τα βάσανά τους. Αλλά γενικά δεν είναι αντίθετο με το πνεύμα του Ιερού Ευαγγελίου να εννοεί επίσης όλους τους θλιμμένους και άπορους ανθρώπους, εάν αποδέχονται την θλίψη τους με χριστιανικό τρόπο -ταπεινά και υπάκουα. Είναι πραγματικά μακάριοι, γιατί θα παρηγορηθούν από τον Θεό της αγάπης. Και το αντίθετο -όσοι στην επίγεια ζωή αναζητούν και επιτυγχάνουν μόνο ανέσεις και απολαύσεις δεν είναι σε καμία περίπτωση μακάριοι. Αν και θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς, και οι άλλοι τους θεωρούν έτσι, με βάση το πνεύμα της ευαγγελικής διδασκαλίας είναι οι πιο δυστυχείς άνθρωποι. Γι’  αυτούς ισχύει η τρομερή προειδοποίηση του Κυρίου: «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. Oὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. Oὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε…»[4].

Όταν ένας άνθρωπος είναι γεμάτος ταπεινοφροσύνη και πόνο για τις αμαρτίες του, δεν μπορεί πλέον να ανέχεται το κακό της αμαρτίας, που τόσο μολύνει τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους. Από την αμαρτωλή διαφθορά του, την αναλήθεια της ζωής γύρω του, αγωνίζεται να φθάσει στην αλήθεια, στην αγιότητα και την αγνότητα. Και γι’ αυτή την επιθυμία για την αλήθεια του Θεού και τον θρίαμβό της επί των ανθρωπίνων αδικιών -τον οποίο επιδιώκει και επιθυμεί πολύ πιο έντονα από όσο ένας πεινασμένος θέλει να φάει ή ένας διψασμένος να πιει- μας λέει ο τέταρτος Μακαρισμός, που συνδέεται με τον πρώτο: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται…»[5]. Πότε θα χορτάσουν; Εν μέρει ήδη εδώ, στην επίγεια ζωή, στην οποίαν αυτοί, οι πιστοί οπαδοί της αλήθειας του Θεού, κατά καιρούς βλέπουν ήδη τις απαρχές του θριάμβου και της νίκης του στις ενέργειες της Πρόνοιας του Θεού και τις εκδηλώσεις της δικαιοσύνης και της παντοδυναμίας Του. Αλλά η πνευματική τους πείνα και δίψα θα ικανοποιηθούν πλήρως και θα σβήσουν πλέον εκεί -στην ευλογημένη αιωνιότητα, σε ένα νέο ουρανό και σε μια νέα γη, «ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ»[6].

(συνεχίζεται)


[1] Ματθ. ε΄ 3.
[2] Ιακ. δ΄ 6.
[3] Ματθ. ε΄ 4.
[4] Λουκ. ϛ΄ 24-25.
[5] Ματθ. ε΄ 6.
[6] Β΄ Πέτρ. γ΄ 13.

Scroll to Top