Περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ

ΚΑΤΑ τὴν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, εἶναι μία φύση, μία οὐσία. Διακρίνεται, ὅμως, σὲ τρία πρόσωπα: τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ τρία θεῖα πρόσωπα εἶναι μεταξύ τους ἰσότιμα· δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει ἀνώτερος καὶ κατώτερος, οὔτε πρῶτος, δεύτερος καὶ τρίτος, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑπαρίθμησης τῶν προσώπων. Ἔτσι, ὅπως τὸ πρῶτο πρόσωπο, ὁ Πατέρας, εἶναι πλήρης καὶ τέλειος Θεός, γιατὶ κατέχει ὅλη τὴν θεία φύση ἤ οὐσία, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ στὸ δεύτερο πρόσωπο, τὸν Υἱό, καί, ἀκριβῶς, τὸ ἴδιο παρατηρεῖται καὶ στὸ τρίτο πρόσωπο, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἔτσι, ἔχομε τὸ ἀνεξήγητο μυστήριο, τὸ κάθε πρόσωπο νὰ εἶναι πλήρης καὶ τέλειος Θεός, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀριθμοῦνται τρεῖς Θεοί. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, γιατὶ μία εἶναι ἡ θεία οὐσία, τὴν ὁποία κατέχουν, στὴν ὁποία μετέχουν καὶ στὴν ὁποία κοινωνοῦν, χωρὶς νὰ τὴν διαιροῦν καὶ τὰ τρία πρόσωπα.

Ἔτσι, ἔχομε, διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας:

«Τριάδα (τρία πρόσωπα) ἐν μονάδι (σὲ μία οὐσία). Μονάδα (μία οὐσία) ἐν τριάδι (σὲ τρία πρόσωπα). Καὶ ταυτόχρονα ἔχομε μονάδα (μία οὐσία) καὶ τριάδα (τρία πρόσωπα)».

Καί, ἐπειδή, κατὰ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ πρῶτο πρόσωπο, ὁ Πατέρας, γεννᾶ τὸ δεύτερο πρόσωπο, τὸν Υἱό, καὶ ἐκπορεύει, προβάλλει, παράγει, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νὰ ξέρομε πὼς αὐτὸ τὸ ἀνερμήνευτο μυστήριο συμβαίνει καὶ γιὰ νὰ διακρίνονται μεταξύ τους τὰ θεῖα πρόσωπα καὶ γιὰ νὰ μὴν προκαλεῖται σύγχυση, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διδάσκεται, ὅτι ὑπάρχει μεταξὺ τῶν θείων προσώπων σχέση καὶ κοινωνία. Δηλαδή·

Θὰ μᾶς δώσουν ἕνα παράδειγμα, στὰ ἀνθρώπινα μέτρα, γιὰ νὰ μπορέσομε νὰ προσεγγίσομε τὸ τριαδικὸ δόγμα, ὅπως λέγεται, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, κυρίως, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος [Κύπρου] (ἔζησαν τὸν 4ο αἰ. μ.Χ.). Λέγουν, λοιπόν:

Ἔχομε τὸν ἥλιο, ὁ ὁποῖος γεννᾶ τὸ φῶς καὶ παράγει τὴν θερμότητα. Ἔτσι, ἄν ποῦμε ὅτι ὁ ἥλιος, παρομοιάζεται μὲ τὸν Πατέρα, τότε, ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι αὐτὸς ὁ ἥλιος ἀμέσως γεννᾶ τὸ φῶς, δηλαδὴ τὸν Υἱό. Καί, ταυτόχρονα, αὐτὸς ὁ ἥλιος ἀμέσως παράγει, ἐκπορεύει τὴν θερμότητα, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὁ ἥλιος χωρὶς τὸ φῶς καὶ χωρὶς τὴ θερμότητα, θὰ διδάξουν οἱ Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι καὶ μᾶς ἑρμηνεύουν τὶς θεῖες ἀλήθειες, πώς:

«Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Ἅγιον Πνεῦμα». Τὴν ἴδια στιγμή, συγχρόνως, ὑπάρχουν ὁ Πατέρας (ἥλιος), ὁ Υἱὸς (φῶς), τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (θερμότητα).

Ἔτσι, ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι χρονικὰ πρῶτα ὑπάρχει ὁ ἥλιος καὶ μετὰ ἔρχεται τὸ φῶς καὶ ἀκολουθεῖ ἡ θερμότητα, κατ’ ἀνάλογο τρόπο ἰσχύει καὶ ἡ ὕπαρξη ἤ ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξη ἤ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἔρχεται νὰ μᾶς διδάξει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅτι, ὅπως τὸ φῶς καὶ ἡ θερμότητα ἐπαληθεύουν τὴν ὕπαρξη τοῦ ἥλιου, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς πρόσωπα, ἐπαληθεύουν τὸ πρόσωπο τοῦ Πατέρα.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου, ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς Πατέρες μας, πολέμησε καὶ στόμωσε (4ος αἰ. μ.Χ.) τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι διαμεσολαβεῖ χρονικὴ ἀπόσταση μεταξὺ τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ ὁ Υἱὸς γεννᾶται ἀπὸ αὐτόν· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα, ὅπως καὶ σήμερα ἀπορρίπτει καὶ καταδικάζει τὶς ἀνάλογες διδασκαλίες τῶν λεγομένων «Χριστιανῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ».

Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου, ἰδού, γιατὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφωνεῖ μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ Φιλιόκβε (Filioque), δηλαδὴ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ «ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὴν ὁποία πρόσθεσαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, γιὰ δύο λόγους: Ὁ πρῶτος, γιατὶ ἄν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἐκπορεύεται, πηγάζει καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, τότε εἶναι ὡς νὰ εἰσάγομε δύο πηγές, δηλαδὴ δύο ἥλιους, στὴν Θεότητα. Καὶ ὁ δεύτερος, μὲ τὸ Φιλιόκβε ὑποβιβάζομε τὴν θέση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔναντι τοῦ Υἱοῦ.

Αὐτά, πολὺ συνοπτικὰ γιὰ τὸ τί πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ.

(Περιοδ. «Ὅσιος Θεόφιλος», τ. 11/Ἰούλιος 2022, σελ. 216-217)

Scroll to Top