Καλλίνικος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης
καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.
Τὸ γράμμα τῆς ἀρχιερωσύνης σου ἐλάβομεν, διὰ τοῦ ὁποίου ἐρωτᾶ περί τινων ἐνδεχομένων συμβῆναιˑ ἤγουν ἀνίσως καὶ ζητηθῇ ἀπὸ τοὺς εἰς τὰ αὐτόθι διατρίβοντας Λατίνους, τόσον παπιστάς, ὡσὰν καὶ λουτεροκαλβίνους, κανένα ἐκκλησιαστικὸν μυστήριον, εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς δοθῇ, ἢ ὄχι;
Και πρῶτονˑ ἀνίσως τινὰς τῶν παπιστῶν εὑρισκόμενος εἰς ἐπικίνδυνον καὶ πνέων τὰ λοίσθια ἤθελε ζητήσει νὰ μεταλάβῃ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, δυνατόν ἐστι μεταδοῦναι αὐτῷ; Εἰς τὸ ὁποῖον θέλετε ἔχει ἀπόκρισιν ἐκεῖνο, ὅπου εἶναι καὶ γνωστὸν τοῖς πᾶσι καὶ δυνατόν, ἤγουν, ἐὰν θελήσῃ νὰ καταργήσῃ τὴν λατινικὴν δόξαν, ἤτοι τὸ λατινικὸν φρόνημα, καὶ νὰ ἀποδεχθῇ τὴν πίστιν τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνεμποδίστως μεταλαμβάνει τῶν ἀχράντων μυστηρίωνˑ εἰ δὲ μένων εἰς τὴν θρησκείαν του ζητήσει νὰ μεταλάβῃ, ἀδύνατόν ἐστιν, ὅτι τὸ αὐτὸ ποτήριον τοὺς κοινωνοῦντας ὁμοφρονοῦντας εἶναι βούλεται, οὐχὶ ἀλλοτρίουςˑ τὰ ἀλλότρια γὰρ ἀκοινώνητά εἰσι.
Δεύτερον· ἐρωτᾶ, ἐὰν ἤθελεν ἀποθάνει τις ἐξ αὐτῶν, καί ἤθελον ζητήσει ἱερεῖς πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι ἐκεῖνον, τί ποιητέον; Εἰς τὸ ὁποῖον θέλει ἔχει τὴν ἀπόκρισιν, ὅτι μηδόλως νὰ δοθοῦν ἱερεῖς εἰς ἐνταφιασμὸν τοῦ αἱρετικοῦˑ διατὶ ἐκεῖνον ὁποῦ εἶναι ὑπὸ ἀνάθεμα πῶς θέλουν νὰ παρακαλοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς νὰ τὸν τάξῃ ὁ Θεὸς μετὰ δικαίων πνευμάτων; Τὸ δὲ εἶναι αὐτοὺς αἱρετικοὺς ἀναμφίβολόν ἐστιˑ καὶ αὐτοὶ μὲν ἔχουν σύνοδον, ὁποῦ μᾶς ἀναθεματίζουν διὰ αἱρετικούς, καὶ ἔτζι τὸ λέγουν καὶ ἔτζι τὸ κηρύττουνˑ ἡμεῖς δὲ οὐχ ἧττον, ἀλλὰ καὶ πολλῷ μᾶλλον τοὺς ἔχομεν διὰ αἱρετικοὺς καὶ ὑπὸ τὸ ἀνάθεμα τελοῦντας πολλῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ὁποῦ ἀναθεματίζουσι τοὺς ἀθετοῦντας τὰ δόγματα τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ οὐδὲ διὰ Ἐκκλησίαν δὲν τὴν λογίζουν, καὶ ἂν οἱ πολιτικοὶ τῶν χριστιανῶν νόμοι ἀποφασίζουν ὅτι ὅποιος εἰς ἓν μόνον δόγμα ἀθετήσει αἱρετικός ἐστιν, ἀμὴ πῶς νὰ μὴν εἶναι αὐτοὶ αἱρετικοί, ὁποῦ μηδὲ κανένα δὲν ἀφῆκαν ἀμετάτρεπτον; Ἄρα ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ, κατ᾿ ἐμοῦ ἐστίˑ καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζειˑ καὶ ἐπειδὴ ἐξεχώρισαν ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔκαμαν ἄλλην ἰδικήν τους τερατώδη, ἀνομοίαν καὶ παντάπασι ξεχωρισμένην ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀναντίρρητόν ἐστιν, ὅτι αἱρετικοὶ εἶναι καὶ ἀναπολόγητοι, καὶ καμμίαν συγκοινωνίαν μετ᾿ ἐμᾶς δὲν ἔχουσιν, ὅτι τὰ ἡνωμένα δὲν εἶναι διῃρημέναˑ τὰ δὲ διῃρημένα δὲν εἶναι ἡνωμένα, καὶ ἂς ματαιολογοῦσιν ὅσα θέλουσινˑ ὥστε ἱερεῖς ὀρθόδοξοι νεκροὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐνταφιάζουν.
Τρίτον ἐρωτᾶ, ὡς ἔτυχε νὰ γεννήσῃ ἡ γυνὴ τοῦ κονσόλου [=προξένου] τῶν Ἐγγλέζων, ἥτις ὑπάρχει χριστιανὴ ὀρθόδοξος, καὶ ζητεῖ νὰ βαπτίσῃ τὸ νήπιον, ποιεῖ δὲ ἀνάδοχον τὸν κόνσολον τοῦ Φράντζα, εἰ δυνατὸν τοῦτο γενέσθαι; Διὰ τὸ ὁποῖον ἂς ἔχει ἀπόκρισιν ὅτι νὰ μὴν γένῃ ἀλλὰ ἐὰν ἔχῃ ἀνάδοχον ὀρθόδοξον ἂς γένει τὸ βάπτισμαˑ εἰδὲ μὲ ἀνάδοχον ἑτερόδοξον, ἢ παπιστήν, ἢ λούτερον, πρόσεχε νὰ μὴν τὸ στέρξῃς νὰ γίνῃˑ καὶ διὰ νὰ μὴν ἔχῃς ἀπὸ τοὺς τοιούτους τίποτα εἰς τὰ πολιτικὰ ἐνόχλησιν, μὲ εἰρηνικὸν τρόπον ἀποδιάβασέ τους, χωρὶς φιλονεικίαις, λέγωντας πὼς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ κάμωμεν ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐμποδίζει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ὄχι ἄλλο.
Ταῦτα μὲν περὶ τούτωνˑ ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ χάρις εἴη μετὰ τῆς ἀρχιερωσύνης σου.
ᾳψα’ [=1701], Νοεμβρίου κε’
Πηγή: Μανουήλ Γεδεών, Κανονικαὶ Διατάξεις, τ. 1, Κωνσταντινούπολις, 1888, σ. 80-82.