Παρατηρεῖται τὸ ἐντελῶς ἄτοπο φαινόμενο νὰ εἰσέρχονται στὸ Ἅγιο Βῆμα τῶν Ἱερῶν Ναῶν καὶ μάλιστα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λατρείας, διάφορα λαϊκὰ πρόσωπα, ἀνήλικα ἤ ἐνήλικα, δίχως κἄν τὴν ἀπαιτούμενη εὐλάβεια καὶ συστολή.
Ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Κληρικούς, ἀνωτέρους καὶ κατωτέρους, δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὴ ἡ εἴσοδος σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόσωπο ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερουργοῦντες Κληρικοὶ ἤ ὅσοι βοηθοῦν στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑπηρεσία, πρέπει νὰ παρίστανται μὲ φόβο Θεοῦ, κατάνυξη καὶ δέος, διότι εἰσέρχονται σὲ τόπο φοβερό, σὲ Θρόνο Δόξης Κυρίου, ἀλλὰ καὶ στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ, ὅπου προσφαίρονται οἱ ἀναίμακτες Θυσίες εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, μόνον ἐν εὐλαβείᾳ δύνανται νὰ παραμένουν ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος ὅσοι ἔλαβαν τὴν ἄδεια καὶ εὐλογία πρὸς τοῦτο, ἔχοντας βαθιὰ ἐπίγνωση τῆς θείας δωρεᾶς, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐθυνῶν ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται.
Ὁ ΞΘ΄ (69ος) Ἱερὸς Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου προβλέπει πλήρη ἀπαγόρευση γιὰ κάθε λαϊκό: «Μὴ ἐξέστω καὶ τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντα, ἔνδον τοῦ ἱεροῦ εἰσιέναι Θυσιαστηρίου», ἐκτὸς τοῦ Βασιλέως, ὁ ὁποῖος κατὰ παράδοσιν ὡς «Χριστὸς Κυρίου» (λάμβανε ἅγιο Χρῖσμα) μποροῦσε νὰ εἰσέλθει γιὰ νὰ προσφέρει τὰ δῶρα του καὶ νὰ κοινωνήσει (βλ. Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 280-281), ἄν καὶ αὐτὸ τελικὰ γινόταν μόνον κατὰ τὴν στέψη του.
Ὁ Σχολιαστὴς τῶν Ἱερῶν Κανόνων Ματθαῖος Βλάσταρης, ἀναφερόμενος στὸν ΜΔ΄ (44ο) Ἱερὸ Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου («Ὅτι οὐ δεῖ γυναῖκας ἐν τῷ Θυσιαστηρίῳ εἰσέρχεσθαι»), τονίζει ὅτι ἄν γιὰ τοὺς λαϊκοὺς ἄνδρες εἶναι ἐμποδισμένο νὰ εἰσέρχονται στὸ Ἱερὸ Βῆμα, πόσῳ μᾶλλον γιὰ τὶς γυναῖκες (βλ. Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, Σύνταγμα κατὰ στοιχεῖον: Γ, Κεφ. ΚΒ΄, τόμος ἕκτος, σελ. 197 [Ἀθήνησιν 1859, φωτοτυπικὴ ἀνατύπωσις ἐκδ. «Γρηγόρη», 1966]).
Τὸ αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ Κανονολόγος Ἀλέξιος ὁ Ἀριστηνός, ὅτι δηλαδὴ ὄχι μόνο γιὰ τὶς γυναῖκες τὸ ἱερὸ Βῆμα εἶναι ἄβατο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς λαϊκοὺς ἄνδρες (βλ. Σύνταγμα Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, τόμος τρίτος, σελ. 212).
Ὅσο γιὰ τοὺς Μοναχούς, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν Μοναχικὴ Κουρὰ δύνανται νὰ εἰσέλθουν στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, προκειμένου ὄχι νὰ παραμείνουν ἐντὸς αὐτοῦ ἤ νὰ κοινωνήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν ἐκκλησιαστικὴ ὑπηρεσία, ὅπως γιὰ νὰ ἀνάψουν κεριὰ καὶ κανδῆλες, γιὰ νὰ εὐπρεπίσουν τὸν χῶρο κλπ.. Δὲν δύνανται ὅμως νὰ εἰσέλθουν οἱ Δόκιμοι Μοναχοί, διότι δὲν ἔχουν ἀκόμη συνταχθεῖ μὲ τοὺς Μοναχοὺς (βλ. Βαλσαμῶνος, Ἑρμηνεία στὸν Κανόνα Α΄ Νικολάου Κων/λεως, στὸ Σύνταγμα Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, τόμος τέταρτος, σελ. 418).
Οἱ Μοναχὲς συγχωροῦνται ἐπίσης νὰ εἰσέλθουν, οἱ ἔχουσες βεβαίως Εὐχὴ πρὸς τοῦτο, γιὰ τὴν προαναφερθεῖσα ὑπηρεσία, ἀλλά, ὅπως σημειώνει ὀρθῶς ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὄχι σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, ὅπου βρίσκονται καὶ ἄνδρες, διότι τοῦτο εἶναι ἀπρεπές, παρὰ μόνον στὸν Ναὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τους.
Στοὺς ἐνοριακοὺς Ναοὺς ὁ Ἐφημέριος δύναται νὰ ἐξυπηρετεῖται στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἱεροῦ Βήματος ἀπὸ κάποιο πρόσωπο τῆς ἐμπιστοσύνης του, διακρινόμενο γιὰ τὴν καθαρότητα, εὐλάβεια καὶ συναίσθησή του. Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ ἀποφεύγεται ἡ εἴσοδος ἀσχέτων προσώπων, μικρῶν ἤ μεγάλων, τὰ ὁποῖα εἰσέρχονται στὸ Ἱερὸ Βῆμα σὲ διάφορες στιγμὲς γιὰ διάφορες αἰτίες, δῆθεν γιὰ νὰ ἐρωτήσουν κάτι ἀναγκαῖο ἤ γιὰ νὰ βοηθήσουν, ἀλλὰ ἐκτρέπονται καὶ συνομιλοῦν, θορυβοῦν, εἴτε ἀκόμη καὶ χαριεντίζονται ἤ ἀτακτοῦν (ἰδίως τὰ παιδιὰ) μὲ διαπληκτισμούς, παίγνια κλπ., πρὸς καταφρόνησιν τῶν θείων προσταγῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως καὶ τῆς ἱερότητος τοῦ χώρου.
Σημειωτέον ὅτι σὲ κάποιους Ναούς, λόγῳ ἐλλείψεως καταλλήλου προσωπικοῦ, δίδεται εὐλογία μὲ εἰδικὴ ἀρχιερατικὴ εὐχὴ ἐκκλησιαστικῆς ὑπηρεσίας ἀκόμη καὶ σὲ εὐλαβεῖς γυναῖκες, ὥριμης ἡλικίας καὶ μὲ βίο σεμνὸ καὶ ἱεροπρεπῆ, νὰ εἰσέρχονται στὸ ἱερὸ Βῆμα πρὸς εὐπρεπισμόν, ἀλλὰ τοῦτο νὰ γίνεται ἐκτὸς ἱερᾶς Ἀκολουθίας καὶ ἄνευ παρουσίας ἄλλων προσώπων στὸν Ναό.
Ἐπίσης, οἱ Ἀναγνῶστες καὶ Ἱεροψάλτες εἰσέρχονται μόνον γιὰ νὰ φορέσουν τὸ ράσο τους καὶ νὰ λάβουν εὐχὴ πρὸς ἐπιτέλεσιν τῆς διακονίας τους στὸ ἱερὸ Ἀναλόγιο καὶ ὄχι γιὰ κάτι ἄλλο, ἐκτὸς καὶ ἄν κληθοῦν κάποιες εἰδικὲς στιγμές (π.χ. στὴν ψαλμωδία τοῦ Ἅγιος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ Βήματος σὲ ἀρχιερατικὴ Θ. Λειτουργία ὅταν οἱ παρόντες Κληρικοὶ ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν καταλλήλως).
Ἀκόμη ὅμως καὶ οἱ ἱερουργοῦντες, εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέχουν τὶς κινήσεις τους ὥστε ἡ παρουσία τους στὸ ἱερὸ Βῆμα νὰ εἶναι ἱεροπρεπής, ὅπως καὶ οἱ ἐκφράσεις καὶ συνομιλίες τους. Ἄν πρέπει νὰ γίνει συνεννόηση μεταξύ τους γιὰ κάποιο ἀναγκαῖο θέμα, εἶναι καλύτερο νὰ ἀπέρχονται σὲ παρακείμενο χῶρο, γιὰ νὰ μὴν ἀκούγονται δυνατὲς ὁμιλίες ἐκ τοῦ Ἱεροῦ, πρᾶγμα ἀπρεπὲς καὶ μάλιστα παρεξηγήσιμο ἀπὸ τοὺς προσευχομένους λαϊκοὺς ἐντὸς τοῦ Ναοῦ. Ἄν πρέπει νὰ διατηροῦμε τὴν ἡσυχία κατὰ τὴν θεία Λατρεία, πρῶτοι ἐμεῖς οἱ Ἱερουργοὶ ὀφείλουμε νὰ δίδουμε τὸ καλὸ παράδειγμα.
Εἶναι συνεπῶς μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν Κληρικῶν γιὰ τὴν τήρηση τῆς τάξεως στὸν Ναὸ καὶ μάλιστα στὸ ἱερὸ Βῆμα, ὥστε ὁ Ἅγιος Νικόδημος νὰ τοὺς παρακινεῖ νὰ ἀποκόψουν τὴν παράνομη συνήθεια, ποὺ ἐπικρατεῖ σὲ πολλοὺς τόπους, νὰ εἰσέρχονται λαϊκοὶ ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος (βλ. Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 281, ὑποσημ. 1).
Μὲ τὴν εὐλαβῆ στάση μας καὶ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν θείων παραγγελμάτων ἐφελκύουμε τὴν Χάρη καὶ τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀντίθετα μὲ τὴν ἀνευλάβεια, ἀπροσεξία καὶ ἀνεπίτρεπτη συμπεριφορὰ καὶ ἀδιαφορία μας, ἡ ὁποία ἐπέρχεται ἀπὸ τὴν βλαπτικὴ ἐξοικείωση μὲ τὰ Θεῖα, ἀποδιώκουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὡς παραβάτες τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐπρεπείας καὶ τάξεως.
Λοιπόν, ἄς προσέξουμε καὶ ἄς πράξουμε ἀναλόγως, ὡς «καλοὶ Οἰκονόμοι» τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ!
+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ