ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 4ο)

Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς

4. Ο αποκαλυφθείς Νόμος

Η ανεπάρκεια ενός εσωτερικού νόμου. Η σημασία για εμάς
του Μωσαϊκού και του Ευαγγελικού Νόμου.

Το καθήκον της επίγειας ζωής του ανθρώπου είναι να προετοιμαστεί για την αιώνια σωτηρία και ευδαιμονία. Για να γίνει αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να ζει ως άγιος και άμεμπτος, με άλλα λόγια, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

Πώς μπορεί κάποιος να γνωρίζει αυτό το θέλημα του Θεού; Φυσικά -πρώτα απ’ όλα- στην συνείδησή του· γι’ αυτό και λέγεται φωνή του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή. Και αν η πτώση στην αμαρτία δεν αμαύρωνε την ψυχή του ανθρώπου, τότε θα μπορούσε αδιάκοπα και σταθερά να κατευθύνει την πορεία της ζωής του σύμφωνα με τις οδηγίες της συνείδησής του, στις οποίες εκφράζεται ο εσωτερικός ηθικός νόμος. Αλλά όλοι γνωρίζουν πως ένας αμαρτωλός άνθρωπος όχι μόνον έχει βλάψει το μυαλό, την καρδιά και τη θέλησή του, αλλά και η συνείδησή του έχει θολώσει και η κρίση και η φωνή της έχουν χάσει την άνευ όρων διαύγεια και δύναμή τους. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι κάποιοι άνθρωποι, όπως έχουμε ήδη πει, αποκαλούνται ασυνείδητοι.

Έτσι, η συνείδηση -η εσωτερική της φωνή- αποδείχθηκε ανεπαρκής για να ζήσει και να ενεργήσει ο άνθρωπος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Υπήρχε ανάγκη για έναν εξωτερικό οδηγό, για έναν εξωτερικό θεϊκά αποκαλυφθέντα νόμο. Ένας τέτοιος νόμος δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους σε δύο μορφές: πρώτα, μια προπαρασκευαστική -ο Μωσαϊκός Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης- και έπειτα ο πλήρης και τέλειος Ευαγγελικός Νόμος της Καινής Διαθήκης.

Στον Μωσαϊκό Νόμο πρέπει να διακρίνουμε δύο πλευρές: 1) την θρησκευτική και ηθική και 2) την θρησκευτική και τελετουργική, στενά συνδεδεμένη με την ιστορία και τον τρόπο ζωής του εβραϊκού λαού. Φυσικά, η δεύτερη πλευρά για εμάς, τους Χριστιανούς, ανήκει στο παρελθόν -οι εθνικοί τελετουργικοί κανόνες και νόμοι έχουν εκλείψει. Αλλά οι θρησκευτικοί και ηθικοί νόμοι του Μωυσή έχουν διατηρήσει όλη τους την δύναμη στον Χριστιανισμό. Επομένως και οι Δέκα Εντολές του Μωσαϊκού Νόμου είναι υποχρεωτικές για τους Χριστιανούς και ο Χριστιανισμός δεν τις έχει ακυρώσει. Αντίθετα, ο Χριστιανισμός δίδαξε τους ανθρώπους να κατανοούν αυτές τις εντολές όχι τυπικά-κυριολεκτικά, με τη σειρά της τυφλής δουλικής υπακοής και της εξωτερικής εκπλήρωσής τους, αλλά αποκάλυψε το βαθύ νόημά τους και δίδαξε την τέλεια και πλήρη κατανόηση και εκπλήρωση. Αλλά φυσικά, για εμάς τους Χριστιανούς, ο Μωσαϊκός Νόμος έχει σημασία μόνον επειδή οι κύριες εντολές του (ο Δεκάλογος, οι εντολές για την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον) γίνονται αποδεκτές και αποκαλύπτονται από τον Χριστιανισμό. Δεν καθοδηγούμαστε στη ζωή μας από αυτόν τον προπαρασκευαστικό και προσωρινό Μωσαϊκό Νόμο, αλλά από τον τέλειο και αιώνιο Νόμο του Χριστού. Λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Αν αυτός που ανάβει ένα λυχνάρι κάτω από τον ήλιο είναι γελοίος, τότε αυτός που παραμένει στη σκιά του Νόμου (της Παλαιάς Διαθήκης) ενώ υπάρχει το κήρυγμα του Ευαγγελίου είναι πολύ πιο γελοίος…»[1]. Η κύρια διαφορά μεταξύ του νόμου της Καινής Διαθήκης και του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης είναι ότι ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης εξέταζε την εξωτερική εμφάνιση των πράξεων του ανθρώπου, ενώ ο νόμος της Καινής Διαθήκης εξετάζει την καρδιά του ανθρώπου, τα εσωτερικά του κίνητρα. Στον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, ο άνθρωπος υπάκουε στον Θεό, όπως ο σκλάβος τον αφέντη του, ενώ στην Καινή Διαθήκη, ο άνθρωπος προσπαθεί να υπακούσει τον Θεό, όπως ο γιος υπακούει τον αγαπημένο του πατέρα…

Επί του παρόντος, πολλοί εξετάζουν τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης εσφαλμένα: δεν βλέπουν τίποτα καλό σε αυτόν, αλλά αναζητούν μόνο χαρακτηριστικά αγένειας και σκληρότητας. Αυτή είναι λάθος άποψη. Είναι απαραίτητο να θυμόμαστε τον χαμηλό βαθμό πνευματικής ανάπτυξης στον οποίο βρίσκονταν οι άνθρωποι τότε – πριν από χιλιάδες χρόνια. Και στις συνθήκες των τότε, πραγματικά αγενών και σκληρών ηθών, εκείνοι οι κανόνες και οι διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, που τώρα μας φαίνονται σκληροί (για παράδειγμα, «οφθαλμός αντί οφθαλμού» κ.λπ.), στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο σκληροί. Φυσικά, δεν κατέστρεφαν την ανθρώπινη σκληρότητα και μνησικακία (μόνο το Ευαγγέλιο θα μπορούσε να το κάνει αυτό), αλλά την συγκρατούσαν και της έθεταν σταθερά και αυστηρά όρια… Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνες οι εντολές για την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, τις οποίες ο Κύριος επεσήμανε ως τις πιο σημαντικές, ελήφθησαν από αυτόν ακριβώς τον Μωσαϊκό Νόμο (Μάρκ. ιβ΄ 29-31)[2]. Σχετικά με αυτόν τον νόμο, ο Άγιος Απόστολος Παύλος είπε: «ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή»[3].

(συνεχίζεται)


[1] «Εἰ δὲ γελοῖος, ἡλίου λάμποντος, ὁ λύχνον ἑαυτῷ παραφαίνων, πολλῷ γελοιότερος ὁ, Εὐαγγελίου κηρυσσομένου, τῇ σκιᾷ τῇ νομικῇ παραμένων» (PG 30, 245).

[2] «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολή. Καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὔκ ἐστι».

[3] Ρωμ. ζ΄ 12.

Scroll to Top