+ Ἐπισκόπου Μαγνησίας Χρυσοστόμου (+1973)
ΚΑΙ ἄλλοτε ἐδόθη ἀφορμὴ νὰ ἀσχοληθῶμεν μὲ τὴν δημιουργηθεῖσαν οἰκτρὰν ἐκκλησιαστικὴν διαίρεσιν τῶν Ἀντιοχέων, ὑπερμεσοῦντος τοῦ τετάρτου αἰῶνος, διὰ τῆς ὑπάρξεως ἐν τῇ αὐτῇ πόλει δύο ἀλληλοεγκαλουμένων ἐπισκόπων ὀρθοδόξων.
Μετὰ τὴν ὑπὸ τῶν Ἀρειανῶν ἄδικον καθαίρεσιν καὶ ἐξορίαν τοῦ Ἀντιοχείας Εὐσταθίου, τὸν θρόνον αὐτοῦ ἀνεπλήρωσεν ὁ ἀπὸ Σεβαστείας Μελέτιος. Οἱ ὀπαδοὶ ὅμως τοῦ Εὐσταθίου ὑποψιαζόμενοι κακῶς τὸν Μελέτιον, ὡς δῆθεν ἀρειανίζοντα, δὲν ἤθελον νὰ ἀναγνωρίσωσιν αὐτὸν ὡς ἐπίσκοπόν των· ἔχοντες δὲ καὶ ἱερεῖς τινὰς ὁμόφρονας, ἐτέλουν δι’ αὐτῶν τὰ θρησκευτικά των καθήκοντα ἔξω τῆς Ἀντιοχείας. Μολονότι ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἀπέδειξε διὰ πολλῶν τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του, καὶ μολονότι πολλοὶ ἐπίσημοι ἅγιοι ἄνδρες ἐμεσολάβησαν διὰ νὰ ἐπέλθῃ ἡ συμφιλίωσις τῶν διϊσταμένων, τὸ κακὸν ἐξηκολούθει· κατέστη δὲ ἔτι μᾶλλον χειρότερον, ὅταν ὁ δυτικὸς Ἐπίσκοπος Καλάρεων Λουκίφερ ἐλθὼν εἰς Ἀντιόχειαν, ἀντὶ νὰ συντελέσῃ εἰς τὴν γεφύρωσιν τοῦ σχίσματος, διηύρυνε τὸ χάσμα αὐτοῦ, μὲ τὸ νὰ χειροτονήσῃ κἄποιον Παυλῖνον Ἐπίσκοπον τῶν ἀπεσχισμένων ἐκ τῆς κανονικῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς ὑπὸ τὸν Μελέτιον διατελούσης.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἔχουσα δύο παρατάξεις ὀρθοδόξους μὲ ἐπικεφαλῆς δύο ἀντιπάλους ἐπισκόπους, διῆλθε τότε ἀπαισίας μνήμης περιστάσεις. Ἡ κατάστασις πρὸς καιρὸν δι’ ἀμοιβαίας συμφωνίας ἐφάνη ὀλίγον βελτιουμένη, καθότι ὁ Παυλῖνος ἐδέχθη νὰ διαδεχθῇ εἰς τὸν θρόνον τὸν Μελέτιον μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ, μὴ χειροτονουμένου ἑτέρου τινός· ἀλλ’ ὅταν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μελετίου ἐν Κων)πόλει, ἔνθα οὗτος μετέβη μετασχὼν τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δὲν ἐκλήθη εἰς τὸν θρόνον, καθ’ ἅ συνεφωνήθη, ὁ Παυλῖνος, ἀλλ’ ἐχειροτονήθη ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὁ συνοδεύσας τὸν Μελέτιον πρεσβύτερος Φλαβιανός, ὁ μετ’ ἄλλων πρεσβυτέρων μεθ’ ὅρκου ὑποσχεθεὶς ὅτι ζῶντος τοῦ Παυλίνου δὲν θὰ δεχθῇ προαγωγὴν διὰ τὸν θρόνον τῆς Ἀντιοχείας, ἡ κατάστασις ἀπέβη οἰκτροτέρα. Καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ κακὸν ἐπεδεινώθη, ὅταν ἀποθνήσκων ὁ γέρων ἤδη Παυλῖνος, μόνος, παρὰ πάντα θεῖον καὶ ἀνθρώπινον νόμον, ἐχειροτόνησε διάδοχόν του ἐπίσκοπον τὸν ὁμόφρονα αὐτῷ Εὐάγριον. Δυστυχῶς, τὰ μίση εἶχον κορυφωθῆ εἰς τοσοῦτον, ὥστε σκοτασμὸς πλήρης ἐχαρακτήριζε τὰς σκέψεις τῶν σχισματικῶν. Αἱ συκοφαντίαι καὶ αἱ διαβολαὶ ἦσαν εἰς χρῆσιν ἄμεσον προκειμένου νὰ δυσφημισθῶσι πρόσωπα καὶ πράξεις ἀντιθέτου φρονήματος. Τότε, δυστυχῶς, καὶ ἄνδρες ἐπ’ ἀρετῇ περιώνυμοι συναπήχθησαν ἀπερισκέπτως εἰς τὴν πλάνην καὶ παρεσύρθησαν εἰς πολλὰ ἄτοπα.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Δάμασος κακῶς πληροφορηθεὶς τὰ πράγματα ἐστράφη ἐναντίον τῶν κανονικῶν Ἐπισκόπων Ἀντιοχείας Μελετίου καὶ Φλαβιανοῦ. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος παρασυρθεὶς καὶ αὐτὸς ἐτάχθη μὲ τὸ μέρος τῶν σχισματικῶν καὶ ὑπεστήριζε τὸν ἀντικανονικὸν Παυλῖνον, θεωρῶν ὡς ἀρειανίζοντα τὸν Ἅγιον Μελέτιον. Τόσον δὲ ἀπρόσεκτος ἐφάνη, ὥστε ἐδέχθη ἀπὸ τὸν ἀντικανονικὸν Παυλῖνον καὶ χειροτονίαν πρεσβυτέρου. Ἀλλ’ ὅμως, τὶς οἶδε διὰ ποῖον λόγον, ἤ συναισθανθεὶς τὸ σφάλμα του, ἤ δι’ ἄλλο τι, οὐδέποτε ἐτέλεσεν ὡς ἱερεὺς καθήκοντα ἱερατικά, οὔτε ποτὲ προσέφερε τὴν θείαν Μυσταγωγίαν, εὐθὺς ἅμα χειροτονηθεὶς καὶ ἅμα παραιτηθεὶς τῆς ἱερωσύνης. Καὶ ἄν οὕτω ὁ θεῖος Ἱερώνυμος σκεφθεὶς ἔπραξε, μὴ ἐπιχειρήσας νὰ τελέσῃ ἱεροπραξίαν τινά, ὡς μὴ λαβὼν χειροτονίαν παρὰ κανονικοῦ Ἐπισκόπου, τοῦτο ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν τρανὴν τῆς εὐσυνειδησίας τοῦ ἀνδρός, μὴ τολμῶντος νὰ ἀσεβήσῃ παίζων ἐν οὐ παικτοῖς, θέτων ἑαυτὸν εἰς μεῖζον κρῖμα καὶ κατάκριμα ἔναντι τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Ὁ θεῖος Χρυσόστομος, γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Ἀντιοχείας καὶ κληρικὸς ὤν, ὑπὸ τὸν Μελέτιον κατ’ ἀρχάς, καὶ ὑπὸ τὸν Φλαβιανὸν κατόπιν, ἐπὶ δωδεκαετίαν, 386-397, εἰργάσθη πρὸς διόρθωσιν τῆς καταστάσεως διὰ παντὸς τρόπου. Πρεσβύτερος ὑπὸ τὸν Φλαβιανὸν διατελῶν μεγάλας προσπαθείας διὰ κηρυγμάτων κατέβαλε πρὸς ἄρσιν τοῦ σχίσματος. Τὴν αἰτίαν τῆς διαιρέσεως ἀπέδιδεν εἰς τὴν φιλαρχίαν, διότι διαφορὰ πίστεως μεταξὺ τῶν διισταμένων μερίδων δὲν ὑπῆρχε, διότι εἶχον τὰ αὐτὰ δόγματα καὶ τὰ αὐτὰ μυστήρια. Τὸν ἐστενοχώρει ὅμως ἡ διαίρεσις τῶν ὀρθοδόξων, διότι ἐδίδετο ἀφορμὴ κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας. Ἡ δὲ ἐπίσημος Ἐκκλησία πολλάκις ἐδίσταζε νὰ ἐπιβάλῃ ἐπιτίμια εἰς τοὺς πταίοντας, φοβουμένη μὴ οὗτοι σκληρυνόμενοι ἔτι μᾶλλον, μεταπηδήσωσιν ὁριστικῶς εἰς τὴν παράταξιν τοῦ Παυλίνου. Τὸν διχασμὸν τῆς Ἐκκλησίας καυτηριάζων ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐπεκαλεῖτο γνώμην ἁγίου τινός, καθ’ ἥν «οὐδὲ αἷμα μαρτυρίου δύναται τὴν ἁμαρτίαν τοῦ σχίσματος ἐξαλείφειν», καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε, «διὰ τοῦτο λέγω καὶ διαμαρτύρομαι, ὅτι τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν».
Τοὺς περὶ τὸν Παυλῖνον ἐθεώρει μὲν ὀρθοδόξους τὴν πίστιν, ἀλλὰ μὴ ἔχοντας κανονικὰς τὰς χειροτονίας καὶ ἑπομένως ἀπεσχισμένους τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδυσφόρει δὲ πολὺ πληροφορούμενος, ὅτι τινὲς ἀδιαφόρως προσήρχοντο καὶ πρὸς τὴν μίαν καὶ πρὸς τὴν ἄλλην παράταξιν, μὴ διακρίνοντες τοὺς κανονικήν, ἀπὸ τοὺς ἀντικανονικὴν ἔχοντας τὴν χειροτονίαν, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι ἀμφότεραι αἱ παρατάξεις ἐξ ἐπόψεως πίστεως ὀρθοδοξοῦσιν.
Ἰδοὺ πῶς ὁ θεῖος Πατὴρ σχετικῶς πρὸς τὰ ἀνωτέρω ἀποφαίνεται:
«Δύο τρόποι ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν· ὁ ἕνας, ὅταν ψυχράνωμεν τὴν ἀγάπην, ὁ δεύτερος δέ, ὅταν τολμήσωμεν πράγματα ποὺ εἶναι ἀνάξια νὰ γίνωνται εἰς ἐκεῖνο τὸ σῶμα· διότι καὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους χωρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ ἐμεῖς, ποὺ ἔχομεν ταχθῆ νὰ οἰκοδομῶμεν καὶ ἄλλους εἰς αὐτό, πρῶτοι γινώμεθα ἐμεῖς αἴτιοι διὰ ν’ ἀποσχίζωνται ἀπὸ αὐτήν, τί δὲν θὰ πάθωμεν; Τίποτε δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ διαιρέσῃ τόσον εὔκολα τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσον ἡ φιλαρχία· τίποτε δὲν παροξύνει τόσον τὸν Θεόν, ὅσον τὸ νὰ διαιρεθῇ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ἄν ἀκόμη ἔχωμεν πράξει ἄπειρα καλά, δὲν θὰ καταδικασθῶμεν ὀλιγώτερον ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι διεμέλισαν τὸ σῶμα του, ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι διαιροῦμεν τὸ ἐκκλησιαστικὸν πλήρωμα. Διότι ἐκεῖνο μὲν ἔγινε πρὸς ὄφελος τῆς οἰκουμένης, ἄν καὶ δὲν τὸ ἔκαναν ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοπόν· αὐτὸ ὅμως εἰς τίποτε πουθενὰ δὲν χρησιμεύει, ἀλλ’ εἶναι μεγάλη ἡ βλάβη.
Αὐτὰ δὲν λέγονται μόνον πρὸς τοὺς ἄρχοντας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀρχομένους. Κάποιος δὲ ἅγιος ἄνδρας εἶπε κάτι τὸ ὁποῖον φαίνεται ὅτι εἶναι τολμηρόν, πλὴν ὅμως τὸ εἶπε. Ποῖον εἶναι δὲ αὐτό; Οὔτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἠμπορεῖ νὰ ἐξαλείψῃ αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν. Διότι, εἰπέ μου, διατί μαρτυρεῖς; δὲν τὸ κάνεις αὐτὸ διὰ τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ; Σὺ λοιπὸν ὁ ὁποῖος θυσιάζεις τὴν ζωήν σου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, πῶς ἐξολοθρεύεις τὴν Ἐκκλησίαν, ὑπὲρ τῆς ὁποίας πρῶτος ἐθυσιάσθη ὁ Χριστός; Ἄκουσε τὸν Παῦλον ὁ ὁποῖος λέγει· “Οὐκ εἰμὶ ἄξιος καλεῖσθαι ἀπόστολος, ὅτι ἐδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπόρθουν αὐτήν”. Δὲν εἶναι μικρὰ αὐτὴ ἡ βλάβη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ πολὺ μεγάλη. Διότι ἐκείνη μὲν ἀναδεικνύει αὐτὴν καὶ λαμπροτέραν, ἐνῷ αὐτὴ καταισχύνει αὐτὴν καὶ ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν της, ὅταν δηλαδὴ πολεμῆται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ τέκνα της. Διότι εἶναι μεγάλη ἀπόδειξις ἀπάτης τὸ νὰ μεταβάλλωνται ἔξαφνα καὶ νὰ διάκεινται ὡς ἐχθροὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐγεννήθησαν καὶ ἀνετράφησαν μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἔχουν γνωρίσει μὲ ἀκρίβειαν τὰ ἀπόρρητα τῆς πίστεως. Αὐτὰ δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδιαφορίαν ἀκολουθοῦν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαιροῦν τὴν Ἐκκλησίαν. Διότι καὶ ἄν ἀκόμη ἔχουν ἀντίθετον πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν πίστιν, καὶ δι’ αὐτὸν τὸν λόγον δὲν ἁρμόζει εἰς ἐκείνους ν’ ἀναμιγνύωνται· ἐὰν ὅμως ἔχουν τὴν ἰδίαν πίστιν, τότε πολὺ περισσότερον δὲν πρέπει νὰ ἀναμιγνύωνται. Διατί ἆρά γε; Διότι ἡ νόσος προέρχεται ἀπὸ φιλαρχίαν.
Δὲν γνωρίζετε τί ἔπαθον οἱ περὶ τοὺς Κορὲ καὶ Δαθὰν καὶ Ἀβειρών; Καὶ μήπως μόνον αὐτοὶ καὶ ὄχι καὶ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτούς; Τί λέγεις; Ἡ ἰδία πίστις εἶναι, ὀρθόδοξοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι. Διατί λοιπὸν δὲν εἶναι μαζὶ μὲ ἐμᾶς; “Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα”. Ἐὰν δὲ αὐτὰ ποὺ κάνουν αὐτοὶ εἶναι ὀρθά, τότε τὰ ἰδικά μας εἶναι λανθασμένα· ἐὰν δὲ τὰ ἰδικά μας εἶναι ὀρθά, τότε τὰ ἰδικά των εἶναι λανθασμένα. “Μηκέτι ὦμεν νήπιοι”, λέγει, “κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας”. Εἰπέ μου, νομίζεις ὅτι ἀρκεῖ αὐτό, τὸ νὰ λέγῃς δηλαδὴ ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι; Τὰ δὲ τῆς χειροτονίας ἔφυγαν καὶ ἐχάθησαν; Καὶ ποῖον τὸ ὄφελος ἐὰν αὐτὴ δὲν ἔγινε κατὰ τρόπον κανονικόν; Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν διὰ τὴν πίστιν, ἔτσι πρέπει νὰ ἀγωνιζώμεθα καὶ δι’ αὐτήν. Διότι, ἐὰν εἰς τὸν καθένα εἶναι δυνατὸν νὰ χειροτονῇ, ὅπως οἱ παλαιοί, καὶ ἔτσι νὰ γίνωνται ἱερεῖς, ἄς γνωρίζουν ὅλοι, ὅτι εἰς μάτην ἔχει οἰκοδομηθῆ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον, εἰς μάτην τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἱερέων· ἄς τὰ καταργήσωμεν αὐτὰ καὶ ἄς τὰ καταστρέψωμεν.
Μὴ γένοιτο, λέγει. Σεῖς τὰ κάνετε αὐτὰ καὶ λέγετε μὴ γένοιτο; Πῶς λέγεις, μὴ γένοιτο, τὴν στιγμὴν ποὺ ἔχουν ἤδη γίνει; Ἐγὼ τὸ λέγω καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνω ἀποσκοπῶν ὄχι εἰς ἰδικόν μου συμφέρον, ἀλλ’ εἰς τὴν ἰδικήν σας σωτηρίαν· ἐὰν δὲ κάποιος ἀδιαφορῇ, αὐτὸς θὰ κριθῇ· ἐὰν δὲ αὐτὰ δὲν ἐνδιαφέρουν εἰς κάποιον, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρουν».
[Ὁ συγγραφεὺς τοῦ παρόντος ἄρθρου παρέθεσε τὸ πρωτότυπο Χρυσοστομικὸ κείμενο (βλ. PG τ. 62, σ. 85, 86: «Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους», Ὁμιλία ΙΑ’, §§ δ’, ε’), ἀλλὰ προτιμήθηκε στὴν παροῦσα ἀναδημοσίευσι ἡ ἀπόδοσις τοῦ κειμένου στὴν ἁπλῆ καθαρεύουσα γιὰ τὴν διευκόλυνσι τῶν ἀναγνωστῶν].
Ἐκ τῶν λόγων τούτων τοῦ Χρυσορρήμονος θείου Πατρὸς πληροφορούμεθα τὸ μέγεθος τῆς ἐνοχῆς παντός, οὐ μόνον ἀμέσως ἀλλὰ καὶ ἐμμέσως δημιουργοῦντος σχίσμα εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ παντὸς ὁπωσδήποτε ἐνισχύοντος τὰς τάξεις τῶν σχισματικῶν, συνεκκλησιαζομένου ἀδιαφόρως ἄλλοτε μετὰ κανονικῶς καὶ ἄλλοτε μετ’ ἀντικανονικῶς χειροτονηθέντων κληρικῶν, ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι δὲν ὑπάρχουσι διαφοραὶ δογματικαὶ μεταξὺ τῶν διισταμένων, οὐδεμίαν δὲ ἐξέτασιν, ὡς ἔδει, ποιοῦντος, περὶ κανονικῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῶν προσεδρευόντων τῷ ἱερῷ θυσιαστηρίῳ.
(«Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀρ.φ. 409-410 / 14.1.1963, σελ. 2-4)