Γ΄ Κυριακὴ Νηστειῶν
(Μάρκ. Η’ 34-38)
ὑπὸ Νικηφόρου τοῦ Θεοτόκη
Ἀπόδοση στὴν καθομιλουμένη
«Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὑτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
Ἀκοῦτε θεϊκή μεγαλοσύνη; Ἄν καί ἔχει τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία, ὡς Θεός, οὔτε μᾶς ἀναγκάζει οὔτε μᾶς τό ἐπιβάλλει, ἀλλά ἀφήνει τόν καθένα ἐλεύθερο στό αὐτεξούσιό του. Μόνον μᾶς προσκαλεῖ. Μᾶς προσκαλεῖ ὅλους, ἐπειδή ὡς φιλάνθρωπος ἐπιθυμεῖ ὅλων μας τήν σωτηρία. «Ὅστις», θέλει ἐξ ἰδίας γνώμης καί προαιρέσεως, ἄς ἔλθει ὀπίσω μου καί ἄς μέ ἀκολουθήσει. Ὅποιος θέλει νά γίνει μαθητής μου καί νά μιμηθεῖ τά ἔργα μου πρέπει νά πράξει αὐτά τά τρία. Πρῶτον νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, δεύτερον νά σηκώσει τόν δικό του Σταυρό καί τρίτον νά μέ ἀκολουθήσει.
Ἀλλά ποιός εἶναι ὁ ἑαυτός μας τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε; Καί ποιός εἶναι ὁ σταυρός ὁ δικός μας; ὁ ἰδιαίτερος, δηλαδή, σταυρός τοῦ καθενός μας;
Ὁ ἑαυτός μας εἶναι αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «παλαιός ἄνθρωπος». Αὐτός ὁ παλαιός ἄνθρωπος εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀπονεκρωθεῖ. Νά ἀπαρνηθοῦμε, δηλαδή, τίς πονηρές ἐπιθυμίες τῆς σαρκός μας καί νά νεκρώσου-με τά βδελυρά μας πάθη. Τότε σηκώνουμε τόν σταυρό μας, ὅταν νεκρώσουμε τά πάθη μας καί τίς κακές μας ἐπιθυμίες. «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ», δηλαδή, ὅσοι εἶναι δοῦλοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. Ε’ 24). Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων. Ὅποιος, θέλει νά γίνει μαθητής καί ἀκόλουθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά σώσει τήν ψυχή του, πρέπει νά ἀποστραφεῖ καί νά μισήσει κάθε ἁμαρτία. Νά νεκρώσει ὅλα τά πάθη του καί ὅλες τίς πονηρές του ἐπιθυμίες καί νά μιμηθεῖ τά ἔργα καί τίς πράξεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Ὅς γάρ ἄν θέλει τήν ψυχήν αὐτοῦ σῷσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ’ ἄν ἀπολέση τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν».
Ὅποιος θέλει νά σώσει τόν ἑαυτό του πρέπει νά τόν ἀπαρνηθεῖ. Παράξενα τοῦτα τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά σωθοῦμε πρέπει νά χαθοῦμε; Ἀλλά, ἀγαπητοί μου φίλοι, ἄν σκύψουμε λίγο βαθύτερα στό νόημα τῶν λόγων αὐτῶν καί τά ἐξετάσουμε κάτω ἀπό τό εὐαγγελικό φῶς, θά καταλάβουμε τί σημαίνουν.
Ὁ ἑαυτός μας, ἡ ἴδια ἡ ψυχή μας, ταυτίζεται μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει ἕνα μέ τή φύση μας. Φυσικά καί αὐτόματα πηγάζει ἀπό τόν καθένα μας ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ φθόνος, τό μῖσος, ἡ ἀσπλαγχνία καί ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη. Εἶναι τά πάθη μας τό ἰδιαίτερο γνώρισμα τοῦ καθενός μας. Αὐτά, λοιπόν, τά πάθη, αὐτόν τόν παραμορφωμένο ἑαυτό μας πρέπει νά τόν νεκρώσουμε. Νά τόν ἀπαρνηθοῦμε γιά νά ἀνατείλει μέσα μας τό ἦθος τοῦ νέου ἀνθρώπου. Νά γίνουμε, δηλαδή, χριστοειδεῖς. Ὅποιος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔλθει σέ σύγκρουση μέ τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό του καί τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου θά σώζει τήν ψυχή του εἰς ζωήν αἰώνιον. Ὅποιος ὅμως περιποιεῖται καί κολακεύει τά πάθη του καί ἱκανοποιεῖ τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες του, ἐκεῖνος θά ἀπολέσει τήν ψυχή του. Λέγει καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ, ἀπολέσει αὐτήν καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν».
Τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὅποιος ὑπέμενε μαρτύριο καί παρέδινε τόν ἑαυτό του στόν θάνατο, γιά νά μήν ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο, ἐκεῖνος ἔσωζε τόν ἑαυτό του, γινόταν ἅγιος καί συντασσόταν στή χορεία τῶν πανενδόξων μαρτύρων. Ὅποιος ἀντιθέτως γλύτωνε τόν ἑαυτό του ἀπό τόν θάνατο καί ἀρνοῦνταν τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο, ἐκεῖνος γινόταν ἀνάξιος τῆς οὐρανίου Βασιλείας καί συναριθμοῦνταν μαζί μέ τούς ἀποστάτες.
Ἀλλά ἐπειδή τό νά νικήσεις τίς πονηρές ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς σου ἤ τό νά παραδώσεις τήν ζωή σου στό μαρτύριο καί τόν θάνατο εἶναι ἔργο δύσκολο, γιά νά μᾶς ἐνισχύσει ὁ Κύριος ὥστε νά κατορθώσουμε αὐτό τό δύσκολο ἔργο λέγει: «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπος, ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ; ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;».
Κέρδισες τά πλούτη τοῦ Κροίσου; ἤ ἔφτασες τή δόξα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἤ ἀπόλαυσες τίς τρυφές τοῦ Σαρδανάπαλου; Τί πέτυχες; Τίποτα, δέν ὑπάρχει ἄραγε ἀντάλλαγμα ἰσότιμο τῆς ἀξίας τῆς ψυχῆς σου; Ὅλα ἐκεῖνα θά χαθοῦν καί θά σβήσουν σάν ὄνειρο. Ἡ ψυχή σου ὅμως ἔχει προορισμό αἰώνιο.
«Ὅς γάρ ἄν ἐπαισχυνθῇ Με καί τούς ἐμούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καί ἁμαρτωλῷ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός αὑτοῦ μετά τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων».
Νά γιατί δέν ἔχει καμία ὠφέλεια ὁ ἄνθρωπος ἀπό ὅλον τόν κόσμο, ὅταν βλάψει τήν ψυχή του, καί γιατί δέν βρίσκει ἀντάλλαγμα ἰσάξιο τῆς ψυχῆς του! Ὅποιος ντρέπεται καί δέν ὁμολογεῖ τό πάθος, τόν σταυρό καί τήν ταφή μου ἤ ἀρνεῖται τή θεότητά μου καί περιφρονεῖ τίς ἐντολές μου, μπροστά στούς ἀνθρώπους, ὅταν ἔλθω πάλι στόν κόσμο ὡς ἔνδοξος Θεός «μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους», ἐκεῖνον κι ἐγώ θά τόν ντροπιάσω καί θά τόν ἀπορρίψω. Κι ἐκεῖνος πού μπροστά σέ τοῦτον τόν κόσμο θά ἀρνηθεῖ ὅτι εἶμαι Θεός καί καταφρονήσει τίς ἐντολές μου καί καταισχύνει τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καί τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μου, κι ἐγώ ὅταν ἔλθω «ἐν τῇ δόξη τοῦ Πατρός μου, ἵνα κρίνω τόν κόσμον, τότε ἐμπλήσω αὐτόν αἰσχύνης καί ἐντροπῆς» καί θά τοῦ εἰπῶ: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας». Αὐτό σημαίνει χωρισμό ἀπό τόν Θεό καί βάσανα στήν αἰώνιο κόλαση. Τί θά τόν ὠφελήσει τότε τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρος ὁ κόσμος; ἤ τί ἀντάλλαγμα θά δώσει γιά νά ἐλευθερώσει τήν ψυχή του ἀπό τό πῦρ τῆς κολάσεως;
Μοιχαλίδα καί ἁμαρτωλό ὀνόμασε τή γενιά τῶν ἀνθρώπων, διότι ὅπως ἐκείνη (ἡ γυναίκα) πού ἐγκαταλείπει τόν ἄνδρα της καί πηγαίνει μέ ἄλλον, γίνεται μοιχαλίδα καί ἁμαρτωλός, ἔτσι γίνεται καί ἡ ψυχή πού ἐγκαταλείπει τόν Θεό καί προσκυνεῖ τά εἴδωλα ἤ ἀποστατεῖ ἀπό τήν ὑπακοή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί γίνεται δούλη τῶν θελημάτων τοῦ Διαβόλου. Ὀνόμασε ἔτσι τό γένος τῶν ἀνθρώπων ἐπειδή τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ κόσμου εἶναι ἄπιστοι καί παραβαίνουν τίς ἐντολές Του.
«Καί ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσονται θανάτου, ἔως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει».
Ἐπειδή ὅταν ἔλθει πάλι στόν κόσμο, δέν θά ἔλθει πλέον ὡς ταπεινός ἄνθρωπος, ἀλλά μέσα στήν ὑπέρλαμπρη δόξα τοῦ Πατρός Του· γιά νά μᾶς βεβαιώσει τήν ἀλήθεια αὐτή, τούς εἶπε τά παραπάνω, «ὅτι, εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσονται θανάτου, ἔως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει». Αὐτή τή δόξα μέ τήν ὁποία θά ἔλθω τότε, τήν ἡμέρα τῆς παγκοσμίου κρίσεως, καί τήν ὁποία θά ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, εἶναι κάποιοι πού στέκονται ἐδῶ τώρα πού θά τήν δοῦν πρίν γευθοῦν τόν θάνατο. Καί τήν ἔδειξε πράγματι ὁ Χριστός μας τή δόξα Του αὐτή, ὅπως τό ὑποσχέθηκε. Ἔδειξε τή δόξα Του στούς τρεῖς του μαθητές τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, τήν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεώς Του στό ὄρος Θαβώρ. «Καί ἔλαμψεν ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο λευκά ὡς τό φῶς». Οἱ μαθητές του μή μπορῶντας νά ἀτενίσουν αὐτό τό ὑπέρλαμπρο καί θεῖον φῶς, «ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὑτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα».
Πάντα ἀληθινά καί βέβαια [εἶναι] ὅσα ὁ Κύριος ἐπαγγέλλεται γιά τούς ἀνθρώπους. Ὅλους τούς προσκαλεῖ στό δεῖπνο τῆς Βασιλείας του. Ὅλοι θέλει νά μετάσχουν καί νά γευθοῦν τῆς ἀθανάτου καί ζωοποιοῦ οὐρανίας ἐκείνης τραπέζης Του. Εἶναι ἕτοιμος νά χαρίσει σέ κάθε ψυχή ζῶσα τά αἰώνια καί ἄφθαρτα ἀγαθά Του. Θέλει ὅμως νά ἔχουμε πίστη στό πρόσωπό Του, νά τηροῦμε τίς εὐαγγελικές ἐντολές Του, νά θυσιάσουμε τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας καί νά ἀποκτήσουμε τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ μας. Νά γίνουμε Χριστοειδεῖς καί Χριστοήθεις.
Αὐτή τήν Βασιλεία Του ἄς μή τήν στερηθεῖ κανείς ἀπό ἐμᾶς ἀδελφοί μου, ἀλλά μέ τή δική μας καλή πρόθεση καί τή βοήθεια τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τοῦ ὁποίου τήν Προσκύνηση ἑορτάζουμε σήμερα, ἄς ὁλοκληρώσουμε τό ψυχωφελές στάδιο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἄς καθαρθοῦμε ἀπό τά πάθη, ἄς νεκρώσουμε τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, ἄς μετάσχουμε ἀξίως τῆς ἀθανάτου βρώσεως καί πόσεώς του, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά πανηγυρίσουμε καί τήν ὑπέρλαμπρη Ἀνάστασή Του. Ἀμήν.
Ἐπιμέλεια: π. Ζήσης Τσιότρας