Περὶ διακρίσεως

Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο: «Προσευχήσου γιὰ μένα».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Οὔτε ἐγὼ σὲ σπλαχνίζομαι οὔτε ὁ Θεός, ἐὰν σὺ ὁ ἴδιος δὲν σπεύσεις μὲ ζῆλο νὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό».

Εἶπε ἐπίσης ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει νὰ ᾿ρθοῦν οἱ μεγάλοι πειρασμοὶ στὴ γενιὰ αὐτὴ ὅπως στὶς παλαιότερες, γιατὶ γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀδύναμοι καὶ δὲν ἀντέχουν.

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων: «Ἐὰν κάποιος μοῦ εἶναι ὑπερβολικὰ ἀγαπητὸς ἀλλὰ καταλάβω ὅτι μὲ παρασύρει σὲ κάποιο ἐλάττωμα, κόβω ἀμέσως τὶς σχέσεις μου μαζί του».

Εἶπε ἐπίσης ὁ ἀββᾶς Δανιήλ: «Ὅσο ἀκμάζει τὸ σῶμα, τόσο ἡ ψυχὴ ἀδυνατίζει, καὶ ὅσο τὸ σῶμα ἀδυνατίζει, τόσο ἡ ψυχὴ ἀκμάζει».

Ρωτήθηκε ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἐὰν ἀρκεῖ ἕνας δίκαιος ἄνθρωπος γιὰ νὰ κινήσει τὸν Θεὸ σὲ εὐσπλαχνία, καὶ εἶπε: «Ναί, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: Ψάξτε νὰ βρεῖτε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος νὰ εἶναι στὴν πράξη δίκαιος καὶ εὐσεβὴς καὶ θὰ φανῶ σπλαχνικὸς γιὰ ὅλο τὸ λαό».

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας: «Ἡ ἁπλότητα καὶ τὸ νὰ μὴν ἔχουμε περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό μας, καθαρίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν πονηρία».

Ὁ ἴδιος εἶπε: «Καμιὰ ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἀρετή, νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τὸν ἄλλον».

Ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα σχετικὰ μὲ τὰ ἀκούσματα ποὺ φθάνουν στ᾿ αὐτιά μας: «Πῶς εἶναι δυνατὸν –τῆς εἶπε- ὅταν γενικὰ τ᾿ αὐτιά μας δέχονται λόγια κοσμικῶν ἀνθρώπων ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλα ἄσχετα, νὰ παραμένουν προσανατολισμένα στὸν Θεὸ μόνο;».
Καὶ ἡ ἀμμᾶς τοῦ λέει: «Ὅπως ἀκριβῶς ἂν κάθεσαι σὲ τραπέζι ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ φαγητὰ καὶ τρῷς βέβαια, ἀλλὰ ὄχι μὲ εὐχαρίστηση, τὸ ἴδιο καὶ ὅταν κοσμικὰ λόγια φθάνουν στ᾿ αὐτιά σου, τὴν καρδιά σου νὰ ἔχεις στραμμένη στὸν Θεὸ καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴ διάθεση δὲν θ᾿ ἀκοῦς μὲ εὐχαρίστηση καὶ δὲν παθαίνεις καμιὰ ζημιά».

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ: «Δὲν χρειάζονται τὰ λόγια μοναχά, γιατὶ πολλὰ λένε οἱ ἄνθρωποι τοῦτο τὸν καιρό, χρειάζονται ἔργα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ ὄχι τὰ λόγια τὰ ἄκαρπα».

Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Μιῶς ἀπὸ ἕναν στρατιωτικὸ ἐὰν ὁ Θεὸς δέχεται τὸν μετανοημένο. Κι ἐκεῖνος ἀφοῦ τὸν κατήχησε λέγοντάς του πολλά, τὸν ρώτησε: «Πές μου, ἀγαπητέ, ἐὰν σχισθεῖ ἡ χλαίνη σου, τὴν πετᾷς;».
«Ὄχι, -εἶπε- τὴ ράβω πάλι καὶ τὴ χρησιμοποιῶ».
«Ἂν λοιπὸν ἐσὺ -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, ὁ Θεὸς δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸ δικό του πλάσμα;».

Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἂν δῶ κάτι, τὸ βλέπεις σωστὸ νὰ μιλήσω γι᾿ αὐτό;».
Ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Εἶναι γραμμένο ὅτι ὅποιος ἐκφράσει γνώμη, πρὶν τοῦ δώσουν τὸν λόγο, προδίδει ἀμυαλοσύνη καὶ εἶναι ντροπή του. Ἂν σὲ ρωτήσουν, μίλησε, ἀλλιῶς σώπαινε».

Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἐὰν βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ κάνει κάποια ἁμαρτία καὶ μετανοήσει, θὰ τὸν συγχωρήσει ὁ Θεός;».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Μά, ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν αὐτό, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὸν Πέτρο ἔδωσε ἐντολή: Μέχρι ἑβδομῆντα φορὲς τὸ ἑφτὰ νὰ συγχωροῦμε».

Ρώτησε κάποιος ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Τί εἶναι μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτία;».
Καὶ ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴν κάνει κανεὶς στὸ ἑξῆς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ δίκαιοι ὀνομάσθηκαν ἄμεμπτοι, γιατὶ ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν καὶ ἔγιναν δίκαιοι».

Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Εἶναι προτιμότερο τὸ νὰ μιλάει κανεὶς ἢ νὰ σιωπᾷ;».
Κι ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐκεῖνος ποὺ μιλάει, ἐπειδὴ τὸ θέλει ὁ Θεός, καλὰ κάνει. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ σιωπᾷ, γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός, ἐπίσης καλὰ κάνει».

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος: «Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀσκεῖται κατὰ Θεὸν πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει μὲ ἐμπιστοσύνη ἀκούγοντας ὅσα δὲν γνωρίζει, ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε μὲ τὴν πεῖρα. Ἂν κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ δὲν θέλει, δὲν εἶναι στὰ καλά της. Γιατὶ εἶναι ἀρχὴ ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ χορτασιὰ τῆς διδασκαλίας καὶ ἡ ἀνορεξία νὰ ἀκούσει λόγο Θεοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο πάντοτε πεινάει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό».

Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη: «Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;».
«Σήκω πάνω πάλι», ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας.
«Σηκώθηκα -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός- καὶ ξαναέπεσα».
«Σήκω ξανὰ καὶ ξανά», λέει ὁ Γέροντας.
Καὶ ρωτάει ὁ ἀδελφός: «Ὥς πότε;».
«Ἕως ὅτου -ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας- σὲ βρεῖ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴν καὶ φεύγει».

Ρωτήθηκε Γέροντας: «Ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ;».
Καὶ ἀπάντησε: «Ἡ διάκριση».

Εἶπε Γέροντας: «Τὸ νὰ βιάζει κανεὶς σ᾿ ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ».

Εἶπε Γέροντας: «Μὴν κάνεις τίποτε, προτοῦ ἐξετάσεις τὴν καρδιά σου ἂν αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

«Ὁ Θεὸς -εἶπε ἄλλος Γέροντας- ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦτα: Τὸν νοῦ, τὸν λόγο καὶ τὴν πράξη».

Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἑξῆς:
Νὰ φοβᾶται τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ,
νὰ μισήσει τὴν ἁμαρτία,
νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀρετὴ καὶ
νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ ἀδιάλειπτα».

Εἶπε Γέροντας: «Οι Προφῆτες ἔγραψαν τὰ βιβλία (τῆς Γραφῆς). Ἦρθαν κατόπιν οἱ Πατέρες καὶ τὰ ἐφάρμοσαν. Οἱ μεταγενέστεροι τὰ ἀποστήθισαν. Ἦρθε κι αὐτὴ ἡ γενεά, τὰ ἔγραψε καὶ τὰ τοποθέτησε στὰ ράφια, ὅπου μένουν ἀχρησιμοποίητα».

Εἶπε Γέροντας: «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἑκούσια προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ θλίψη, πιστεύω ὅτι μεταξὺ τῶν μαρτύρων τὸν λογαριάζει ὁ Θεός. Γιατὶ τὰ δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ὑπολογίζονται ὡς αἷμα».

Εἶπε Γέροντας: «Τὸ ψέμα τὸ ἐκπροσωπεῖ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ, ἀντίθετα, τὴν ἀλήθεια ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος».

Εἶπε ἐπίσης: «Ἡ ρίζα τῶν καλῶν ἔργων εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τὸ ψέμα εἶναι θάνατος».

(Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ Μέγα Γεροντικό, Ἱστοσελίδα: «Ὀρθοδοξία»)

Κύλιση στην κορυφή