
Στὶς 13/26-7-1973, πρὶν ἀπὸ 52 χρόνια, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ὁ πιὸ σημαντικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας, μετὰ τὸν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο (+1955), ἀείμνηστος Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, σὲ ἡλικία μόλις 63 ἐτῶν, κατόπιν μακρᾶς ἀσθενείας τὴν ὁποίαν ὑπέφερε μὲ ἰώβειο ὑπομονή. Περὶ αὐτοῦ τοῦ ἐξέχοντος ἀνθρώπου καὶ ὑποδειγματικοῦ Κληρικοῦ γράψαμε ἐκτενῆ ἐργασία μὲ τίτλο: Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης (1910-1973) – Ἀκατάβλητος Ἀγωνιστῆς Πίστεως καὶ Ὑπομονῆς, ἡ ὁποία μᾶς ἀπασχόλησε συστηματικὰ ἐπὶ μία πενταετία καὶ ἡ ὁποία ἐκδόθηκε σὲ δύο ὀγκώδεις τόμους. Ὁ πρῶτος, 500 σελίδων, ἐξεδόθη τὸ 2019, καὶ ὁ δεύτερος, 644 σελίδων, ἐξεδόθη τὸ 2020. Οἱ δύο αὐτοὶ τόμοι παρατίθενται αὐτούσιοι ἠλεκτρονικὰ στὴν Ἑνότητα «Σημαντικὸ Ὑλικὸ» τῆς παρούσης Ἱστοσελίδος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, ὥστε τὸ ἄκρως σημαντικὸ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως περιεχόμενό τους νὰ εἶναι στὴν διάθεση κάθε ἐνδιαφερομένου. Ἡ παρουσίαση τῆς θαυμαστῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς μορφῆς τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας, μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ἐκθέσουμε γιὰ πρώτη φορὰ μὲ ἰδιαίτερη ἀναλυτικότητα καὶ τεκμηρίωση τὴν λεπτομερῆ ἱστορία τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας, ἄγνωστη ἐν πολλοῖς στοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακρὰν τοῦ χώρου μας, καὶ γιὰ τὴν δωρεὰ αὐτὴ τῆς θείας Χάριτος εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας ἀπὸ μέσης καρδίας.
Παραθέτουμε δὲ ἐνταῦθα τὸν Ἐπίλογο τοῦ ἔργου μας αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος δημοσιεύεται στὸν δεύτερο τόμο, στὶς σελ. 601-612, λόγῳ τῆς σπουδαιότητός του καὶ τῶν σημαντικῶν μηνυμάτων ποὺ μᾶς μεταδίδει στὸ σήμερα. Εἴθε νὰ προσεχθοῦν!
+Λ.&Π.Κλ.
12/25-7-2025
Ἐπίλογος
Παρακολουθήσαμε, μέσῳ τῶν δύο Τόμων τοῦ ὀγκώδους ἔργου μας, τὴν Βιογραφία τοῦ Μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Μαγνησίας Χρυσοστόμου Νασλίμη, ἑνὸς σπανίου ἀνθρώπου, Κληρικοῦ καὶ ἐπιφανοῦς Ἀρχιερέως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος. Ἑνὸς κατὰ κόσμον ὀρφανοῦ, ἀγωνιζομένου ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας νὰ τὰ καταφέρει στὴν ζωή, προικισμένου μὲ ἰδιαίτερα χαρίσματα, μὲ διάθεση γιὰ δημιουργία καὶ κυρίως μὲ πάθος γιὰ τὴν Ἀλήθεια. Ἡ θεία Πρόνοια ὁδήγησε κατὰ τέτοιον τρόπο τὰ διαβήματά του, ὥστε νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ βαθύτεροι πόθοι καὶ οἱ ἐφέσεις του, νὰ λάβει τὰ ἀναγκαῖα ἐφόδια γιὰ τὴν ζωή, νὰ γνωρίσει τὴν βιοπάλη, νὰ ἱκανοποιήσει τὴν φιλομάθειά του, μὲ δυνατότητα νὰ ἐξασφαλίσει ἕνα φωτεινὸ μέλλον στὴν ἀναπτυσσόμενη πόλη τοῦ Βόλου στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
Πολὺ νέος ἀκόμη, ὁ τότε Χρῆστος Νασλίμης συνδέθηκε μὲ παραδοσιακὸ χῶρο, μὲ τοὺς ἀκολούθους τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου καὶ τὴν Κοινότητα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸν οἶκο τῶν γνωστῶν Ἀδελφῶν Ζωγράφου στὸν Βόλο. Ἀναμείχθηκε ἐνεργὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, δόθηκε ὁλόκαρδα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑπηρεσία, ἐξέφρασε τὴν εἰς Χριστὸν πίστη του καὶ τὴν ὁμολογιακὴ θέση του, συγκακουχούμενος μὲ τὸ μικρὸν Ποίμνιον τῶν περιφρονημένων καὶ διωκομένων Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ παρρησίας δημοσίως. Ἀνέλαβε τὸ ἐκπληκτικὸ καὶ ἀπαιτητικὸ ἔργο ἐκδόσεως τῶν ἑρμηνευτικῶν συγγραμμάτων στὶς Ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου καὶ διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου Θεοδώρου Ζωγράφου (+1920) σὲ ἡλικία μόλις 22 ἐτῶν, τὸ ὁποῖο καὶ ἔφερε εἰς αἴσιον πέρας ἐντὸς μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος. Ἄρχισε νὰ ἀρθρογραφεῖ στὸν τύπο τῆς ἐποχῆς ἔφηβος σχεδὸν ἀκόμη, ἐπιδεικνύοντας θαυμαστὸ ἐπίπεδο πνευματικῆς γνώσεως, καλλιεργείας καὶ πείρας, ἐντυπωσιακῆς γλωσσικῆς καλλιεπείας καὶ ρητορείας, ἀλλὰ καὶ ἀπρόσμενης γιὰ τὴν ἡλικία του ποιμαντικῆς ὡριμότητος.
Ἐμβάθυνε στὸ Ἡμερολογιακὴ θέμα ὅσον ὀλίγοι καὶ κατέγραψε τὶς τεκμηριωμένες ἀπόψεις του σὲ εἰδικὸ σύγγραμμα, μὲ τρόπο σαφῆ καὶ συστηματικό.
Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ διωγμοὶ ἀπὸ μέρους τῶν Καινοτόμων τοῦ Νέου Ἡμερολογίου οὔτε τὸν ἔκαμψαν, οὔτε καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀντιδραστικὴ μικρόψυχη στάση καὶ ἀντιμετώπιση. Μᾶλλον τὸν στερέωσαν ἀκόμη περισσότερο στὸν ἀγῶνα ὑπὲρ Ἀληθείας καὶ Δικαίου, μὲ διατύπωση ἀποφασιστικῶν καὶ ταυτόχρονα εἰρηνικῶν καὶ μετριοπαθῶν θέσεων. Σὲ αὐτὸ συνέτεινε καὶ ὁ ἐξαιρετικὸς χαρακτῆρας του καὶ τὸ ἀδαμάντινον τοῦ ἤθους του.
Ἡ προσχώρηση τριῶν Ἀρχιερέων στὸ Πάτριο τὸν Μάϊο τοῦ 1935, ὑπὲρ ἐπαναφορᾶς τούτου στὴν Ἐκκλησία, διότι ἡ Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμιση ἐπιτελέσθηκε πραξικοπηματικὰ καὶ ἀντικανονικά, καὶ μάλιστα μὲ πολιτικὴ ὑπόδειξη καὶ πίεση στὰ πλαίσια «ἐκσυγχρονιστικοῦ» προγράμματος, ἔδωσε νέα πνοὴ καὶ ὤθηση στὸν ἐναρξάμενο σὺν Θεῷ ἱερὸ Ἀγῶνα ἀπὸ τοῦ ἔτους 1924 ὅσων ἐνέμειναν πιστὰ στὰ πατροπαραδότως παραδεδομένα.
Ὁ Βιογραφούμενός μας ἦταν ὁ πρῶτος Κληρικὸς ποὺ χειροτονήθηκε γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανὸ (Μαυρομμάτη) τὸν Ἰούνιο τοῦ 1936, παρὰ τὴν θέλησή του, διὰ αἰφνιδιαστικῆς πιέσεως.
Ἔκτοτε, ὁ νεαρὸς Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος πλέον Νασλίμης, ἀποδύθηκε σὲ ἔργο πλούσιο καὶ καρποφόρο ποιμαντικό, πνευματικό, κηρυκτικό, ἐξομολογητικό, συγγραφικό, ἀπολογητικό, ἀντι-αιρετικό, κατηχητικὸ καὶ ἐφημεριακὸ σὲ ὅλη σχεδὸν τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια. Γεμᾶτος ἀγάπη, θυσία, ζῆλο, κόπους, ἀγῶνες, προσφορά. Μὲ διαρκῆ ἀντιμετώπιση πολλῶν καὶ ποικίλων πειρασμῶν καὶ ἐμποδίων. Χωρὶς καθόλου νὰ χάνει τὸν στόχο του, παρὰ τὴν πίκρα καὶ τὴν ὀδύνη του, ὅπως καὶ τὴν ἐλπιδοφόρα προοπτική του, τὴν προσοχή του, τὴν προσευχή του, τὴν μετριοφροσύνη του, τὴν ταπείνωσή του, τὴν γλυκύτητα καὶ ἁγνότητά του, τὴν εὐπροσηγορία καὶ ἐγρήγορσή του, τὴν ἐλπίδα καὶ ὑπομονή του, τὴν μοναχικὴ οὐρανοδρόμο πορεία του. Ἐντὸς τοῦ κόσμου μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους.
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Νασλίμης χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὴν διάκριση, τὴν κεφαλαιώδη αὐτὴ ἀρετὴ ποὺ τὸν καθιστοῦσε ἄνθρωπο καὶ Κληρικὸ μέτρου καὶ ἰσορροπίας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν παρασύρθηκε στὶς ἐσωτερικὲς διασπάσεις ἐντὸς τοῦ Πατρίου σὲ φατριασμούς, παραμένοντας πάντοτε στὴν ὁδὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν χαρακτηριζόμενη ἀπὸ φρόνηση καὶ κατὰ Θεὸν σοφία καὶ ἔλεος.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι σὲ δύσκολους καιροὺς πολλαπλῶν πιέσεων, ἡ ἀποφυγὴ τῶν ἄκρων εἶναι δυσχερής, καὶ λίγοι εἶναι ὅσοι δὲν ὑποκύπτουν στὸν πειρασμὸ τῆς «ἐκ δεξιῶν» ἤ «ἐξ ἀριστερῶν» ὀλισθήσεως. Ἡ «ἐξ ἀριστερῶν» ἐκτροπὴ ἀφορᾶ στὴν σταδιακὴ ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Ἤθους μὲ ἀνεπίτρεπτες Καινοτομίες καὶ Μεταρρυθμίσεις, οἱ ὁποῖες ὀφείλονται σὲ ἔλλειψη φόβου Θεοῦ καὶ σὲ σκοτασμὸ ὑπερηφανείας καὶ οἰήσεως. Τοῦτο συνέβη μὲ τὴν προαναφερθεῖσα Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία ὡς ἀπαρχὴ τοῦ κατακρίτου Οἰκουμενισμοῦ.
Τὰ «ἐκ δεξιῶν» ἄκρα, ὅπως τὸ Ματθαιϊκὸ σχίσμα τοῦ 1937, τὸ ὁποῖο ἐπισημοποιήθηκε τὸ 1948, στὸ ὄνομα τῆς ὑποτιθέμενης τέλειας ἀκρίβειας τῆς Πίστεως, ἐμφανίζονται ἀπὸ ἔλλειψη διακρίσεως, ταπεινώσεως καὶ ἀγάπης. Οἱ κορυφαῖες αὐτὲς ἀρετές, ὅπου ὑπάρχουν, δὲν ὁδηγοῦν σὲ αὐτονόμηση καὶ παράχρηση τῶν χαρισμάτων. Ἀκόμη καὶ χαρισματικὲς κατὰ τὰ ἄλλα μορφές, ὅταν μάλιστα ὑπόκεινται σὲ ἰσχυρὴ ἐπίδραση μὴ καταλλήλου περιβάλλοντος καὶ συμβούλων, ἀλλὰ καὶ ὑστεροῦν κατὰ βάθος σὲ κάποια ἀπὸ τὶς ὡς ἄνω ἀρετές, τότε συνήθως τείνουν νὰ αὐτο-περιχαρακωθοῦν, ἀδυνατοῦν νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ ἀσκήσουν ὀρθῶς τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Οἰκονομία, νὰ οἰκειωθοῦν ὑπαρξιακὰ τὴν Ἀγάπη καὶ νὰ ὑπηρετήσουν θυσιαστικὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσοι δὲν δύνανται νὰ χειρισθοῦν τὴν Οἰκονομία στὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σὲ ἄλλα ἐφαρμόζεται ἀπὸ τοὺς θείους Πατέρες «πρὸς καιρὸν» καὶ σὲ ἄλλα ἔχει «τὸ διηνεκές», προκειμένου νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ Ἑνότητα στὰ κύρια, ἔστω καὶ ἄν ὑπάρχουν κάποιες διαφορές, τότε αὐτοὶ ὡς «ἄτεχνοι» (ἀδέξιοι) δὲν εἶναι ἀληθινοὶ Οἰκονόμοι τῶν τοῦ Θεοῦ Μυστηρίων 1. Καὶ μὲ μεγάλη εὐκολία προβαίνουν σὲ διαστάσεις, διαιρέσεις καὶ διασχίσεις, νομίζοντας ὅτι ἔτσι ὑπηρετοῦν τὴν ἀκρίβεια τῆς Ἀληθείας, χωρισμένη ὅμως ἀπὸ τὴν διάκριση καὶ οἰκονομία τῆς Ἀγάπης.
Αὐτοὶ ἀγνοοῦν, ὅτι ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ σπουδαιότερος δεσμὸς Ἑνότητος στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία (ἀγάπη) «τὰ διεστηκότα συνάπτειν καὶ συνδεῖν εἴωθε», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο 2. Γι’ αὐτὸ καὶ χωρὶς τὴν Ἀγάπη, ἡ Πίστη εἶναι νεκρὴ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἐξωτερικὴ ἐκκλησιαστικὴ ὀργάνωση ἀποδεικνύεται ἀνίσχυρη γιὰ νὰ συγκρατήσει τὴν Ἑνότητα: «Οὐ γὰρ τοῦτό ἐστι τὸ ζητούμενον ἁπλῶς, εἰ μίαν Ἐκκλησίαν ἔχομεν ἤ ἕν δόγμα… Ἐπιδέσμων χρεία καὶ ἐλαίου… Ἐννοήσωμεν, ὅτι γνώρισμά ἐστιν ἡ ἀγάπη τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ταύτης χωρὶς οὐδὲν ἰσχύει τὰ ἄλλα» 3.
Ἄρα, καταλαβαίνουμε ὅτι στὶς περιπτώσεις ποὺ προκύπτουν ζητήματα ἐντὸς ἀκόμη καὶ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων, δὲν διατηρεῖται ἡ Ἑνότητα, οὔτε αὐτὴ ἀποκαθίσταται σὲ ὑφιστάμενες διαιρέσεις, μὲ τὴν ἐπίτευξη ἁπλῶς μιᾶς θεωρητικῆς συμφωνίας καὶ συνυπογραφῆς κάποιων τυπικῶν κειμένων, χωρὶς βεβαίως νὰ παραθεωρεῖται ἡ σημασία ἀκόμη καὶ τούτων τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων. Μόνον ὅμως ἡ γνήσια καὶ εἰλικρινὴς Ἀγάπη πληροφορεῖ τὶς καρδιές καὶ ἐξαλείφει τὶς ἀντιθέσεις, ἐμπνέοντας ὁμόνοια καὶ ἑνότητα κατὰ Θεόν.
Ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ὁποίαν κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ὁμολογητοῦ Πρωθιεράρχου μας Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου ὑπηρέτησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ ὁ Βιογραφούμενός μας ἀπὸ τοῦ 1962 ἤδη Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, ἔχει μέγιστη σημασία γιὰ τὴν πορεία καὶ μαρτυρία Αὐτῆς· γιὰ τὸν λόγο τοῦτο καὶ ἡ εὐθύνη καὶ ἐνοχὴ τῶν διασπαστῶν της εἶναι τεράστια: «Οὐδὲν χεῖρον φιλονεικίας καὶ μάχης καὶ τοῦ τὴν Ἐκκλησίαν διασπᾶν, καὶ τὸν χιτῶνα, ὅν οὐκ ἐτόλμησαν οἱ λῃσταὶ διαῤῥῆξαι, τοῦτον εἰς πολλὰ κατατεμεῖν μέρη», κατὰ τὴν βεβαίωση καὶ πάλι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου 4.
Γράφοντες πάντα τὰ ἀνωτέρω δὲν σημαίνει ὅτι ἀντιφάσκουμε ἔναντι πλέον τῶν Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν, τῶν ὁποίων ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία, ὅπως εἰσήχθη καὶ ἐπεβλήθη, δημιούργησε σχίσμα, βάσει ὅσων σὲ πλεῖστα μέρη ἐντὸς τοῦ ἔργου μας ἀναπτύχθηκε μὲ πᾶσα λεπτομέρεια καὶ ἀκρίβεια. Καὶ μόνον ὅτι ἔπληξε τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στὸν συνεορτασμὸ τῶν Ἑορτῶν, διαιρῶντας τοὺς Ὀρθοδόξους χάριν συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς κακοδόξους, γιὰ νὰ ἀνοίξει τὴν ὁδὸ στὴν ἐπέλαση τῆς ἐκκλησιολογικῆς Οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως καὶ ἀποστασίας, Διαχριστιανικῆς καὶ Διαθρησκευτικῆς, δικαιώνει πλήρως τὴν προβληθεῖσα ἐπαινετῶς ἀντίσταση τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Ἡ σύμφωνη μὲ τὴν Ἐκκλησιαστική, Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδειχθεῖσα ἀντίδραση ἔναντι τῆς Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως, ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ πλευρᾶς ἐνόχων μὲ φοβεροὺς σὲ ἔνταση καὶ μανία διωγμούς, γεγονὸς ἀποδεικτικὸ τῆς ἀδικαιολογήτου ἀπὸ πάσης ἀπόψεως ἐνοχῆς τους. Ἔναντι τούτου, ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς Προπάτορές μας ἀπαντοχὴ καὶ καρτερία ἀνυπέρβλητη, ἕως καὶ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρίου. Προκειμένου ὅμως νὰ ἐπέλθει προσέγγιση τῶν διεστώτων, οἱ ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν πρόθυμοι νὰ λησμονήσουν κάθε ἀδικία ἐναντίον τους, γιὰ νὰ ἐπανεύρει ἡ Ἐκκλησία τὴν Εἰρήνη καὶ Ἑνότητά της, μὲ ἀπόρριψη τῆς βεβιασμένης καὶ λανθασμένης ἐπιβολῆς τῶν Μεταρρυθμιστῶν.
Ἡ πρόοδος ὅμως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία σημειώθηκε στὸ μεταξύ, δὲν ἄφησε περιθώρια γιὰ ἐπαναφορὰ τῶν ἐκτρεπομένων, οἱ ὁποῖοι ὅλο καὶ περισσότερο ἀποστασιοποιοῦντο καὶ τὸ χάσμα διευρύνετο, ἀντὶ νὰ σμικρύνεται. Καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν εὐθύνοντο οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι παρέμεναν πάντοτε ἀνοικτοὶ σὲ ἐλπιδοφόρες ἐξελίξεις, πρᾶγμα ποὺ ἐπεδίωκαν γραπτῶς καὶ προφορικῶς, ἐνῶ οἱ ἀνάλγητοι διῶκτες τους συνέχισαν τὴν ἀφιλάδελφη καὶ περιφρονητικὴ στάση τους, ἀναγκάζοντάς τους νὰ ἀπολογοῦνται δικαίως καὶ ὀφειλετικῶς ἔναντι τῆς ἀσυνεπείας καὶ σκληρότητός τους.
Στὸ ἔργο μας καταρρίπτεται ὁ μῦθος ὅτι ἐμεῖς οἱ τοῦ Πατρίου ἤμασταν οἱ ἀδιάκριτοι καὶ φανατικοί. Αὐτὸ ποὺ ἰσχύει εἶναι τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ἡ παραδοχὴ τούτου ἀπὸ μέρους τῶν ὑπαιτίων θὰ ἀποτελοῦσε ἴσως ἕνα καλὸ καὶ ἐλπιδοφόρο σημεῖο ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν δεδομένων ὡς πρὸς τὴν ὑφιστάμενη διάσταση, μὲ πιθανὲς θετικὲς περαιτέρω ἐξελίξεις. Ἡ ἀληθινὴ πίστη πάντα ἐλπίζει, καὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ποτὲ δὲν ἀπελπίζει.
Ἡ Ἐκκλησία μας κατέβαλε ἐπανειλημμένες προσπάθειες καλῆς θελήσεως καὶ ἐξέφρασε τὴν ἑνωτική της διάθεση τόσο κατὰ τὴν περίοδο τῆς «ὀρφανίας» της (1955-1960), ὅσο καὶ ὅταν εὐδοκίᾳ Θεοῦ ἀπέκτησε τὴν κανονικὴ Ἱεραρχία της (1960, 1962) καὶ ἐπὶ μία τουλάχιστον δεκαετία ἐν συνεχείᾳ δὲν ἔπαυε νὰ ἀπευθύνει ἐπισήμως καὶ ἀνεπισήμως τὶς ἐκκλήσεις της, χωρὶς καμμία οὐσιαστικὴ ἀνταπόκριση ἀπὸ μέρους τῶν ἄτεγκτων Καινοτόμων, τῶν θυμάτων τῆς ἀγνοίας ἤ ἀλαζονείας τους. Αὐτοὶ σὲ τίποτε ἄλλο δὲν ἀπέβλεπαν ἀνέκαθεν, παρὰ στὴν μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσον «ἀπορρόφησή» μας ἐντὸς αὐτῶν. Ἐμεῖς, Χάριτι Θεοῦ, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν Χρυσοστόμων μας, Ἁγίου πρώην Φλωρίνης καὶ Μαγνησίας, ὅπως καὶ ἑτέρων, δὲν πρόκειται νὰ ἀπεμπολήσουμε τὴν ἱερὰ Παρακαταθήκη κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, ἐπαναλαμβάνοντες εὐθαρσῶς ὅτι ἔστω καὶ ἄν μείνουμε τελείως μόνοι, θὰ πέσουμε ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τοῦ τιμίου Ἀγῶνος μας, καὶ αὐτὸ θὰ ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς τὴν πιὸ μεγάλη καὶ ἔνδοξη τιμὴ καὶ εὐλογία.-
Ἡ ἀναφερθεῖσα ἀνάκτηση τῆς Ἱεραρχίας μας, γεγονὸς κεφαλαιώδους σημασίας γιὰ τὴν συνέχιση τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεώς μας, θεωρεῖται ἀπὸ ἐμᾶς θαυμαστὴ ἐνέργεια τῆς θείας Προνοίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ παρουσιάσθηκε στὸ ἔργο μας μὲ κάθε λεπτομέρεια ὡς πρὸς τὴν ἐπιτέλεσή της, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία περὶ τοῦ τί πραγματικὰ συνέβη καὶ πῶς ἀκριβῶς συνέβη. Ἡ δὲ ἀναφορὰ στὴν δραστηριότητα τοῦ ἡρωϊκοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χιλῆς Λεοντίου Φιλίπποβιτς (+1971) τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, ἔχει τὴν ἰδιαίτερη σημασία της, διότι ἀποτέλεσε τὸ ὄργανο τῆς θείας ἐκλογῆς γιὰ τὴν ἐκπλήρωση ἔργου ἱστορικῆς σημασίας. Ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία μας γιὰ τὴν συμβολή του εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκφρασθεῖ ἐπαξίως τοῦ μεγέθους τῆς συνεισφορᾶς του 5.
Παρὰ τὰ ἐξ ἀρχῆς προβλήματα ὡς πρὸς τὴν ἐπιλογὴ τῶν προσώπων ποὺ χειροτονήθηκαν τότε, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ ἀναμενομένου καὶ ἀπὸ ἐτῶν ἐψηφισμένου Ἐπισκόπου Μαγνησίας Χρυσοστόμου (Μάϊος 1962), ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων ἦταν καθοριστικῆς σημασίας. Ἡ μὴ ἐκλογὴ τοῦ κατὰ πάντα ὑπερτέρου τῶν λοιπῶν Ἀρχιερέων Χρυσοστόμου τῆς Μαγνησίας στὴν θέση τοῦ Πρώτου, μετὰ τὴν Κοίμηση τοῦ Ταλαντίου Ἀκακίου (Δεκέμβριος 1963), ἦταν ἀποτέλεσμα ἐμπαθῶν κριτηρίων καὶ ἀρχῶν, μὴ συμφώνων πρὸς τὸ θεῖον Θέλημα. Δὲν κρύπτουμε τὰ λάθη καὶ τὶς ὑπερβάσεις ποὺ διεπράχθησαν ἀπὸ μικροπρεπῆ ἐλατήρια. Ὁ φθόνος δυστυχῶς ἅπτεται καὶ τῶν τελείων, ὅπως καὶ ἡ ἐπικράτηση τῆς λογικῆς τοῦ κοντόφθαλμου συμφέροντος καὶ ὄχι τοῦ καλοῦ τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ συμβαίνει αὐτό.
Τέτοια συμβάντα, τὰ ὁποῖα ἀδικοῦν μεγάλες μορφές, οὐσιαστικὰ συντελοῦν νὰ ἀναδειχθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἡ μεγαλωσύνη τους, ἡ ἀρετή τους καὶ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημά τους. Σὲ τοῦτο ὁ Μαγνησίας Χρυσόστομος ἔδωσε σκληρὲς ἐξετάσεις καὶ πῆρε ἄριστα, μόνον ποὺ αὐτὸ εἶχε ὡς τίμημα τὴν ταχεῖα φθορὰ τῆς πολυτίμου ὑγείας του, ὥστε νὰ ἀσθενήσει σοβαρὰ καὶ νὰ δοκιμασθεῖ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, σύμφωνα μὲ τὶς ἀνεξιχνίαστες βουλὲς τοῦ Κυρίου.
Αὐτὸ ποὺ ἀνέδειξε καὶ μέσῳ τοῦ ὅλου ἔργου μας ἀναδεικνύει τὸν Μαγνησίας Χρυσόστομο ὡς μέγιστη μορφὴ στὸν χῶρο μας, εἶναι ἀκριβῶς ἡ συνειδητὴ ὑποταγὴ τῆς προσωπικῆς διευκολύνσεως καὶ προτιμήσεώς του στὸ κοινὸ συλλογικὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας. Προκειμένου νὰ ἀποφευχθοῦν τὰ χειρότερα καὶ ἰδίως νὰ ἀποτραπεῖ πάσῃ θυσίᾳ ὁ ἐσωτερικὸς διχασμός, εὐχαρίστως ὑποχωροῦσε καὶ ὑφίστατο κάθε εἴδους περιφρόνηση καὶ ἀδικία, μόνον νὰ μὴν παρέβλαπτε τὴν εὔθραυστη Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔστω καὶ ἄν τοῦτο, ἐν τέλει, κόστισε τὴν πρόωρη καθήλωσή του σὲ ἀναπηρία καὶ τὴν ἴδια τὴν θυσία τῆς ζωῆς του σὲ ἡλικία μόλις 63 ἐτῶν, ὥστε νὰ βοᾶ τὸ παράδειγμά του, ἡ ὅλη ἀναστροφή του, τὰ γραπτά του, τὰ ἔργα του, ἡ ἁγία πονεμένη μορφή του, ὅτι ἀξίζει νὰ μαρτυρεῖς γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας! ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΙΣΧΥΡΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ. Ἕνα μέτρο καὶ κριτήριο γιὰ ὅλους μας, ὅ,τι θέση καὶ ἄν ἔχουμε ἐντὸς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.
Ἔφυγε φαινομενικὰ λησμονημένος καὶ ἀδικημένος, παρ’ ὅλον ὅτι Κλῆρος καὶ Λαὸς τὸν ἀγάπησαν βαθιά, τὸν σεβάστηκαν καὶ τὸν τίμησαν. Ἡ δυναμικὴ παρουσία του στὸν χῶρο τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας καὶ εὐρύτερα, στὴν πιὸ δύσκολη περίοδο δοκιμασίας της (1930-1970), δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀφήσει ἀνεξίτηλη σφραγίδα καὶ ἐκκωφαντικὸ ἀπόηχο. Ἕνα «σέλας φαεινότατον» ἐκπληκτικῆς λάμψεως πέρασε καὶ ἡ φεγγοβολή του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀφήσει τὶς πιὸ ἰσχυρὲς ἐντυπώσεις καὶ νὰ μὴν διασωθοῦν ζωντανὲς σπίθες ἀπὸ τὴν λάμψη του στὶς ψυχὲς τοῦ Ποιμνίου του, τῶν πνευματικῶν τέκνων του, σὲ ὅλο τὸ Ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ πολὺ εὐρύτερα, σὲ ὅσους ἄμεσα ἤ ἔμμεσα τὸν γνώρισαν καὶ τὸν σεβάσθηκαν, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἀκόμη τὸν ἐχθρεύθηκαν ἤ καὶ τὸν πολέμησαν, γιὰ τὴν ἀκηλίδωτη καὶ ἀσυμβίβαστη πορεία του καὶ τὸν ἀκατάβλητο ἀγῶνα του.
Ὅμως, ἤδη κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀσθενείας του ἄρχιζε νὰ ἐπικαθίζει σαθρὸ ἔμψυχο ὑλικὸ στὸν ἀμπελῶνα τῆς Ἐκκλησίας μας. Σὲ πολλὰ ἐπίπεδα ποὺ ὁ Μαγνησίας κοπίασε καὶ ἵδρωσε, ὥστε νὰ καλλιεργήσει καὶ διατηρήσει, ὅπως καὶ ἐπαυξήσει ὅ,τι τὸ θεῖον, ὑψηλὸν καὶ σωτήριον, ἀναπτύχθηκαν ἐν συνεχείᾳ κατὰ τὴν ἀπουσία του ζιζάνια ἀκαταστασίας, ἀταξίας καὶ παρανομίας σὲ θέματα διοικήσεως, ὀργανώσεως, μαρτυρίας καὶ ὁμολογίας, ποιμαντικῆς δράσεως καὶ φροντίδος κ.λπ.. Ἀπὸ ἔλλειψη ἐπίσης προσοχῆς στὶς χειροτονίες ἤ στὶς προσλήψεις Κληρικῶν ἀπὸ ἄλλους χώρους, ξέσπασε κρίση δεινὴ ἐκ τοῦ ὅτι εἶχαν κατορθώσει νὰ εἰσδύσουν καὶ νὰ καταλάβουν θώκους ὑψηλοὺς πρόσωπα ὄχι μόνον κατώτερα τῶν περιστάσεων, ἀλλὰ καὶ διαβεβλημένα ἠθικῶς καὶ ἄλλως, τὰ ὁποῖα συνέτειναν σὲ διχαστικὰ καὶ ἀποστατικὰ ἀποτελέσματα· λείψανα παρασιτικὰ καὶ ὑπολείμματα θλιβερὰ τῶν ὁποίων συνεχίζουν ἀκόμη καὶ μέχρι σήμερα νὰ ὑφίστανται στὸ περιθώριο τοῦ χώρου μας, σὲ πλήρη ἀνυποληψία καὶ νοσηρότητα.
Ἡ μὴ καλὴ κατάσταση στὴν κορυφὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀντανακλοῦνταν σὲ ὅλα τὰ ἐπὶ μέρους τμήματα αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο, διότι κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη δύο βασικά στοιχεῖα, στὰ ὁποῖα ὁ Βιογραφούμενός μας ἀποτέλεσε πρότυπο ἤθους, συμπεριφορᾶς καὶ δράσεως, δὲν προσέχθηκαν καὶ ἔτσι εἴχαμε φαινόμενα θλιβερὰ καὶ δυσάρεστα, ὅπως καὶ παρεμποδιστικὰ κατ’ οὐσίαν τῆς ὁμαλῆς πορείας καὶ μαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας μας τότε καὶ ἀργότερα:
α) Τὸ ζήτημα τῆς ὀρθῆς διαχειρίσεως τῶν χαρισμάτων στὴν Ἐκκλησία. Τὰ χαρίσματα, τὰ ὁποῖα χορηγεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐκφρασθοῦν καὶ διασφαλισθοῦν γιὰ τὸ καλὸ ἐν γένει τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς Ἀγάπης, καὶ ὄχι γιὰ τὸ προσωπικὸ ὄφελος, τὴν προβολὴ καὶ τὴν ἰδιοτελῆ ἐκμετάλλευσή τους, πρᾶγμα ἐγωπαθὲς καὶ διαιρετικό. Ἄν ἀπεμποληθεῖ ὁ σύνδεσμος τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς Ἀγάπης, ἄν κυριαρχήσει ἡ διάθεση ἐπιβολῆς, τότε ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἔξοχα χαρίσματα χάνουν τὴν ὀρθὴ καὶ ζωογόνα λειτουργία τους, τὴν ἁρμονικὴ συνεργασία τους μὲ τὰ λοιπὰ τῶν ὑπολοίπων, καὶ μετατρέπονται σὲ μέσα ἀρνητικοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ἀντιδικίας καὶ ζημίας. Γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τούτου, δὲν πρέπει νὰ προτάσσεται τὸ «προσωπικὸ δίκαιο», ἡ προσωπικὴ γνώμη, τὸ προσωπικὸ θέλημα, ἀλλὰ ἡ ἀπὸ κοινοῦ εὕρεση τοῦ θείου Θελήματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὅπου γνῶμες, ἔστω καὶ φαινομενικὰ ὀρθὲς σὲ ὁποιοδήποτε ἐκκλησιαστικὸ θέμα, ἀπολυτοποιοῦνται καὶ δογματίζονται, ἔστω καὶ ἄν ἐπ’ αὐτῶν ἐκφράζεται σοβαρός, ἰσχυρὸς καὶ οὐσιαστικὸς ἀντίλογος ἀπὸ ἐν Χριστῷ Ἀδελφούς, καὶ ὄχι ἀπὸ ὑπεναντίους, οἱ δὲ ἀπολυτοποιήσεις ἀνάγονται αἴφνης σὲ κριτήρια Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας καὶ Ἐκκλησιαστικῆς Κοινωνίας, τότε ἀναπόφευκτα ἐπέρχεται ἀνισορροπία καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα διάσπαση. Θυμίζουμε ἐδῶ ὅσα γράψαμε ἐν τοῖς ἔμπροσθεν περὶ τῆς διακρίσεως στὴν ἐφαρμογὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας.
β) Ἐπίσης, ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ διάκριση ἀπαιτεῖται στὸν καθορισμὸ τῆς εὐαίσθητης σχέσεως μεταξὺ Κλήρου καὶ Λαοῦ, γεγονὸς τὸ ὁποῖον, ὅπως εἴδαμε, ταλαιπώρησε ἰδιαίτερα τὸν χῶρο μας ἀνέκαθεν. Στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε Ἱεραρχικὸ Πολίτευμα, ἡ εἰδικὴ Ἱερωσύνη εἶναι θεοσύστατη καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ τῆς νομίμου καὶ κανονικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς. Ὅμως, δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ λησμονεῖται ἡ βασικὴ ἀρχὴ ὅτι λόγῳ τοῦ κοινοῦ Βαπτίσματος καὶ Χρίσματος καὶ τῆς κοινῆς μετοχῆς στὴν Θεία Εὐχαριστία, ἰσχύει ταυτοχρόνως καὶ ἡ βασικὴ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος πάντων.
Ἡ κεφαλὴ ἔχει ἀνάγκη τοῦ σώματος καὶ τῶν ποδῶν προκειμένου νὰ σταθεῖ, ὅπως καὶ οἱ πόδες τῆς κεφαλῆς γιὰ νὰ λειτουργήσουν. Ὅπως τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «οἱ λαϊκοὶ δέονται (χρειάζονται) ἡμῶν, ἡμεῖς δὲ πάλιν δι’ αὐτούς ἐσμεν» 6.
Ἡ διάκριση Κλήρου καὶ Λαοῦ καὶ γενικὰ οἱ διακρίσεις διακονιῶν καὶ χαρισμάτων στὴν Ἐκκλησία ὑφίστανται ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα γιὰ τὴν ἐπίτευξη καὶ τὴν διατήρηση τῆς Ἑνότητος τῶν μελῶν της καὶ ὄχι γιὰ τὴν διαίρεση, διαμάχη καὶ σύγκρουσή τους. Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἴμαστε «ὁμόδουλοι» 7. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἰδεώδης σχέση Κλήρου καὶ Λαοῦ ἀπὸ τὰ Ἀποστολικὰ χρόνια εἶναι ἡ σχέση ἑνότητος καὶ συνεργασίας.
Χρειάζεται ἡ συμπαράσταση ὅλων στὸ Ἱεραρχικὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱεραρχία ἔχει τὸν βασικὸ καὶ κύριο λόγο, ἀλλὰ δὲν ἀγνοεῖται τὸ «κοινὸν τῶν Ἐκκλησιῶν», τὸ ὁποῖο καθορίζει τὴν «Ἐκκλησιαστικὴ Συνείδηση», δηλαδὴ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ὁμόφωνη γνώμη Κλήρου καὶ Λαοῦ στὰ βασικὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα. Οἱ λαϊκοὶ χρειάζονται ὡς πολύτιμοι συνεργάτες στὴν διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας, στὴν ἱεραποστολὴ καὶ στὴν κατήχηση, στὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἁγιαστικοῦ καὶ λειτουργικοῦ ἔργου, στὴν γνώμη γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν ὑποψηφίων Κληρικῶν ἀκόμη καὶ τῶν Ἀρχιερέων, στὴν ἐπιτέλεση τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου κ.λπ.. Ἀλλὰ βεβαίως οὔτε καὶ αὐτοὶ (οἱ λαϊκοὶ) εἶναι ἀποδεκτὸ νὰ ὑπερβαίνουν τὰ ὅριά τους καὶ νὰ ἀπαιτοῦν νὰ ἐπιβάλλουν τὸ θέλημά τους στὴν Ἱεραρχία μὲ τρόπο ἐπιτακτικὸ καὶ μὲ ἐκτροπὴ ἀσεβείας καὶ ἰταμότητος.
Ἔχουμε τὴν ταπεινὴ γνώμη ὅτι, ἄν ἡ μαρτυρία ἔργοις καὶ λόγοις τοῦ ἀδαμαντίνου Μαγνησίας Χρυσοστόμου γινόταν καλύτερα κατανοητή, εἰσακουστὴ καὶ ἀποδεκτή, θὰ εἴχαμε πολὺ θετικότερη πορεία καὶ ἐξέλιξη στὰ καθ’ ἡμᾶς, θὰ ἀποφεύγονταν πολλὰ καὶ σοβαρὰ λάθη, καὶ θὰ διαδραματίζαμε πολὺ πιὸ ἐπιφανῆ ρόλο στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καὶ τότε καὶ τώρα.
Θυμίζουμε ἐπίσης κάτι τὸ πολὺ σημαντικό: Ὅσοι ἀπὸ τὸν χῶρο μας, εἴτε ὅσοι εἰσῆλθαν εἰς αὐτὸν κατὰ διάφορες ἐποχές, Κληρικοὶ ἤ κυρίως λαϊκοί, μὲ καλὲς προφανῶς γνώσεις καὶ διαθέσεις, ἀλλ’ ὅμως μὲ τὴν αἴσθηση ταυτόχρονα τοῦ «διορθωτοῦ» καὶ «ἀναμορφωτοῦ», χωρὶς ἐν τούτοις νὰ γνωρίζουν καλῶς καὶ ἐπαρκῶς αὐτὴν ταύτην τὴν ἱστορία μας, καὶ μάλιστα πῶς ἐντὸς ἡμῶν ἀνέκαθεν, ἀπὸ πρόσωπα σὰν τοῦ Βιογραφουμένου μας καὶ ἑτέρων Ἀγωνιστῶν, εἶχε ἐπιτευχθεῖ ἡ κρίσιμη ἰσορροπία σὲ ἰδιαίτερα εὐαίσθητα θέματα, ἡ παρέμβασή τους ἀντὶ νὰ ἀποφέρει καλύτερη τάξη καὶ πρόοδο, ἐπέφερε μᾶλλον μεγαλύτερη διάσταση, ἀποξένωση καὶ ἔνταση. Κάποιοι δὲ συνεχίζουν τὴν ἴδια ἐριστικὴ καὶ μὴ οἰκοδομητικὴ τακτική, ἀποκαλύπτοντες οὐσιαστικῶς τὴν δική τους θλιβερὴ ἐμμονὴ καὶ μάλιστα τὴν ἐσωτερική τους ἀνασφάλεια καὶ ἀκαταστασία.
Συνεχίζοντες ἐπ’ αὐτοῦ, λέγουμε πὼς ὅ,τιδήποτε ἀγνοεῖ τὴν πραγματικὴ καὶ ὄχι τὴν πλαστὴ ἤ φανταστικὴ ἱστορικὴ πραγματικότητά μας, καὶ προσπαθεῖ ἀκόμη καὶ νὰ «ἐπιβληθεῖ» καὶ «καθιερωθεῖ», εἶναι ἀταίριαστο καὶ μὴ ἀφομοιώσιμο στὸν Ὀργανισμό μας, ὡς στοιχεῖο κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον παρέμβλητο καὶ ἀλλότριο. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται κατάλληλη ἑρμηνευτικὴ ἐπεξεργασία καὶ διαρρύθμιση ἐν συμφωνίᾳ μὲ τὸ ὅλον Σῶμα, ἄν πρέπει νὰ ἀποτελεῖ δομικὸ στοιχεῖο στὴν ἤδη ὑφισταμένη καὶ διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική μας πραγματικότητα. Δὲν ὁμιλοῦμε ἐδῶ γιὰ νομικὰ θέματα, πρὸς ἀποφυγὴν πιθανῶν λανθασμένων συμπερασμάτων ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη, ἀλλὰ γιὰ καθαρῶς ἐκκλησιαστικά.
Ἄς κατανοήσουμε ὅτι ἡ φθορὰ ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση εἶναι πολὺ μεγάλη καὶ ὁ πρώτιστος σκοπός μας εἶναι νὰ ἀποτελοῦμε τὸ ἀνάχωμα καὶ τὴν καταφυγὴ τῶν ποθούντων καὶ ἀναζητούντων τόπον ἀσφαλῆ μετανοίας καὶ σωτηρίας. Ὁ δὲ πολύπαθος πιστὸς λαός μας ἔχει ἀνάγκη εὐσεβοῦς τροφοδοσίας καλοῦ παραδείγματος καὶ στερεᾶς ὀρθοδόξου διδαχῆς καὶ καταρτίσεως, χωρὶς τὶς προσμείξεις στοιχείων ποὺ ἐπαναφέρουν ἐποχὲς καὶ θέματα, τὰ ὁποῖα ἀποδεδειγμένα μόνον ταραχὴ προξένησαν καὶ σάλο προκάλεσαν! Ὅσοι δύνανται νὰ ἐνωτισθοῦν τὶς ἀνάγκες τῶν καιρῶν, νὰ συμβάλουν καὶ νὰ συνεισφέρουν σὲ ἔργο φιλόθεο καὶ φιλάνθρωπο μὲ εὐλογία καὶ διάκριση, ἄς λάβουν ὑπ’ ὄψιν τὶς σοβαρὲς ἐπισημάνσεις μας, ὡς προερχόμενες ἀπὸ ἐνδελεχῆ καὶ ἐξαντλητικὴ μελέτη τῶν πηγῶν καὶ τῆς ἱστορίας μας. Ἄν δὲν διδαχθοῦμε, ἄν δὲν συνετισθοῦμε καὶ ἄν δὲν κάνουμε τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦμε καλοὶ Οἰκονόμοι ποικίλης Χάριτος Θεοῦ, τότε θὰ εἴμαστε ἀδιόρθωτοι φορεῖς παλαιῶν ἀγκυλώσεων καὶ θὰ περιπέσουμε μοιραία στὰ ἴδια καὶ χειρότερα λάθη ὅσων στὸ παρελθὸν δὲν ἀπετέλεσαν παραδείγματα πρὸς μίμησιν, ἀλλὰ πρὸς ἀποφυγήν! Τὸ παράδειγμα πρὸς μίμησιν, ὅπως τοῦ Βιογραφουμένου μας, λάμπει ἐνώπιόν μας καὶ ἄς μὴν φανοῦμε ἀδιάφοροι ἤ ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες, ἀνεπίδεκτοι καὶ ἀδιόρθωτοι…
Τὸ ὅτι ὁ Πανάγαθος Κύριός μας ἐπέτρεψε νὰ ἀνεύρουμε, νὰ ἐπεξεργασθοῦμε καὶ νὰ «ἀνακαλύψουμε» τὸ λαμπερὸ αὐτὸ ὑπόδειγμα, τὴν ἐντελῶς σπάνια καὶ ἐξέχουσα μορφὴ τοῦ Μαγνησίας Χρυσοστόμου, καταχωσμένη σὲ σκονισμένα καὶ λησμονημένα ἑρμάρια τῆς ἱστορίας, μισὸ περίπου αἰῶνα μετὰ τὴν ἐκδημία του, εἶναι καὶ αὐτὸ ἀπὸ μόνο του ἕνα ἐξαιρετικὸ δῶρο τῆς Χάριτος Αὐτοῦ.
Τώρα εὐδόκησε ἡ Ἀγαθότης Του νὰ βροῦμε καὶ νὰ ἐκτιμήσουμε τί ἄνθρωπο, στέλεχος, Κληρικὸ καὶ Ἀρχιερέα εἴχαμε, τί αὐτὸς ἐπιτέλεσε, σὲ τί ἐπέμεινε καὶ τί εἶπε καὶ ἔκανε, ἀλλὰ καὶ τί μᾶς λέγει στὸ σήμερα, διότι ὅπως φαίνεται ΤΩΡΑ εἶναι ποὺ ἔχουμε πολὺ μεγάλη ἀνάγκη τοῦ σπουδαίου Μηνύματός του.
Δὲν ἀπομένει παρὰ νὰ ἐνστερνισθοῦμε τὴν στάση του, τὸ πνεῦμα του, ὅ,τι διαχρονικῆς ἀξίας καὶ θείας εὐλογίας ἔχει νὰ μᾶς μεταφέρει στὴν σημερινὴ δεινὴ πραγματικότητα.
Στὰ θέματα Πίστεως, τὴν σταθερότητα καὶ ἀγωνιστικότητα ἕως ἐσχάτων, χωρὶς ἀκρότητες καὶ ἐκτροπές.
Στὰ θέματα Ἤθους, τὴν καθαρτικὴ ἀρετή, τὴν συνέπεια καὶ εὐσέβεια, τὴν ὑπομονὴ ἐν πᾶσι.
Σὲ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ἐν γένει, τὴν κατὰ Θεὸν σοφία καὶ φρόνηση, τὴν καλὴ καὶ συνετὴ πρόνοια καὶ ὀργάνωση, καὶ κυρίως τὰ καλύτερα ἔργα, πράξεις καὶ καρπούς.
Καὶ ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ διερχόμαστε περίοδο δοκιμασίας ἀπὸ ἀσθένειες, πανδημίες, καὶ κινδύνους ἀπὸ ἐπιπλοκὲς τῆς ὑγείας, τὸ ἐπίκαιρο Μήνυμα τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιερέως εἶναι ἡ ἐξακολούθηση τοῦ Ἀγῶνος μας κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, ἡ εὐχαριστία καὶ ἐγρήγορση, ἡ ἑτοιμότητα ἀκόμη καὶ γιὰ διωγμούς, κακουχίες καὶ μαρτύριον, ὅπως καὶ ἡ ἀπόλυτη πεποίθηση καὶ ἐμπιστοσύνη στὴν θεία Βοήθεια.
Ὥστε καὶ ἐμᾶς νὰ ἐλεήσει ὁ Κύριος, χωρὶς νὰ ὑποκύψουμε καὶ νὰ πλανηθοῦμε, χωρὶς νὰ περιπέσουμε στὶς παγῖδες τῶν προδρομικῶν καταστάσεων τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου, γιὰ νὰ μὴν ὑστερηθοῦμε τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ!
Κλείνουμε ἐν συγκινήσει μὲ ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν Μαθητή του Ἀπόστολο Τιμόθεο, τὰ ὁποῖα θεωροῦμε ὅτι ἀκοῦμε νοερῶς καὶ εὐκρινῶς νὰ μᾶς μεταφέρει καὶ τονίζει ὁ σύγχρονος Ἀπόστολος καὶ Ἱεράρχης τοῦ Χριστοῦ Μακαριστὸς Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης πρὸς ὅλους μας, ὡς τέκνα του πνευματικὰ καὶ ἀγαπητὰ ἐν Κυρίῳ:
«Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ… δίωκε (νὰ ἐπιδιώκεις) δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πραότητα· ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ (κράτησε) τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἥν καὶ ἐκλήθης… παραγγέλλω σοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἥν καιροῖς ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καὶ μόνος δυνάστης, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται· ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον· ἀμήν!» (Α΄ Τιμ. στ΄ 11-16).
Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα καὶ εὐχαριστία!
Ὑποσημειώσεις
1. Βλ. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, «Ἐπιστολὴ ΜΘ΄: Ναυκρατίῳ τέκνῳ», PG τ. 99, στλ. 1085D, 1088C.
2. Βλ. «Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον μάρτυρα Ῥωμανὸν α΄», PG τ. 50, στλ. 607.
3. Βλ. Ἱ. Χρυσοστόμου, «Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: Ὁμιλία Μ΄, γ΄», PG τ. 60, στλ. 285. Βλ. ἀναφορὰ ἐπὶ τοῦ θέματος στὸ Κων. Δ. Μουρατίδου, Ἡ Οὐσία καὶ τὸ Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Διατριβὴ ἐπὶ Ὑφηγεσίᾳ, Ἐν Ἀθήναις 1958, σελ. 184 ἑ.
4. Βλ. «Εἰς τοὺς τὰ πρῶτα Πάσχα νηστεύντας, Λόγος τρίτος, α΄», PG τ. 48, στλ. 863.
5. Κατὰ τὸ πέρας σχεδὸν τοῦ ἔργου μας, ἐνημερωθήκαμε περὶ εἰδικῆς ἐργασίας ποὺ ἐκπονεῖται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ἑλληνικά, σχετικὰ μὲ τὸν Βίο τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λεοντίου Φιλίπποβιτς τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς ἀπὸ ἐν Χριστῷ Ἀδελφό, γεγονὸς ἐξαιρετικῆς σημασίας καὶ βαρύτητος.
6. Βλ. «Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: Ὁμιλία ΛΖ΄, γ΄», PG τ. 60, στλ. 266.
7. Βλ. Ἱ. Χρυσοστόμου, «Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστήν: Ὁμιλία ΟΑ΄, α΄», PG τ. 59, στλ. 385.