Για την νηστεία

Από το Γεροντικό

Ο αββάς Δανιήλ διηγούνταν σχετικά με τον αββά Αρσένιο και έλεγε: «Τόσα χρόνια έμεινε μαζί μας ο γέροντας και μόνο ένα καλάθι σιτάρι του δίναμε για τις ανάγκες όλης της χρονιάς˙ και όταν τον επισκεπτόμασταν, τρώγαμε και εμείς από εκείνο».

Έλεγε ο αββάς Βενιαμίν: «Όταν κατεβήκαμε στη Σκήτη μετά τον θερισμό, μας έφεραν από την Αλεξάνδρεια ως προσφορά λάδι σε μικρά δοχεία σφραγισμένα με γύψο, από ένα για τον καθένα. Στον θερισμό της επόμενης χρονιάς καθένας από τους αδελφούς έφερε στην εκκλησία το δοχείο του με το λάδι που του περίσσεψε. Πήγα λοιπόν και εγώ το δικό μου, το οποίο δεν το είχα βέβαια ανοίξει, το είχα όμως τρυπήσει με τη βελόνα και είχα φάει από αυτό. Και μέσα μου θεωρούσα ότι είχα κάνει μεγάλο πράγμα. Όταν μαζεύτηκαν όλα τα δοχεία, τα άλλα των αδελφών βρέθηκαν τελείως απείραχτα και σφραγισμένα με τον γύψο, όπως τους δόθηκαν αρχικά, και το δικό μου τρυπημένο. Και ντράπηκα σαν να είχα διαπράξει πορνεία».

Ο αββάς Βενιαμίν, ο ιερέας των Κελλίων, μας διηγήθηκε: «Πήγαμε στη Σκήτη σε κάποιον γέροντα, στον οποίο είχαμε πάει και άλλη φορά. Όταν θελήσαμε να ρίξουμε λίγο λάδι στο φαγητό, για να φάμε με τον γέροντα, εκείνος μας είπε˙ ¨Να, εκεί βρίσκεται το μικρό δοχείο λάδι που μου φέρατε πριν από τρία χρόνια˙ όπως το βάλατε, έτσι μένει απείραχτο. Πάρτε από αυτό όσο θέλετε¨. Όταν τον ακούσαμε, θαυμάσαμε την ασκητικότητά του».

Ο ίδιος είπε: «Πήγαμε σε άλλον γέροντα και μας κράτησε για φαγητό. Μας έβαλε λάδι από σπόρους ρεπανιού, και του είπαμε˙ ¨Πάτερ, καλύτερα βάλε μας λίγο καλό λάδι¨. Όταν μας άκουσε, έκανε τον σταυρό του και είπε: ¨Αν υπάρχει λάδι άλλο εκτός από αυτό, εγώ δεν ξέρω¨».

Διηγήθηκαν για τον αββά Διόσκορο ότι το ψωμί του ήταν κριθαρένιο ή από φακή. Κάθε χρόνο έβαζε αρχή μιας άσκησης λέγοντας: «Αυτή τη χρονιά δεν θα συναντήσω κανέναν, ή δεν θα μιλήσω καθόλου, ή δεν θα φάω μαγειρεμένο φαγητό ή φρούτο ή χόρτα». Έτσι έκανε κάθε χρόνο με κάθε ασκητικό έργο. Όταν τελείωνε το ένα άρχιζε το άλλο, και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να μην έχει εμπαθή προσκόλληση σε τίποτε και νίκησε όλα εκείνα, στα οποία έβλεπε τον εαυτό του να υστερεί.

Κάποτε πήγε στον Αββά Ησαΐα κάποιος αδελφός. Ο γέροντας του έπλυνε τα πόδια και έπειτα έριξε μια χούφτα φακή στη χύτρα και άναψε φωτιά. Μόλις πήρε να βράζει, την κατέβασε. Ο αδελφός του είπε: «Αββά, δεν μαγειρεύτηκε ακόμη». Εκείνος του αποκρίθηκε: «Δεν σου φτάνει που είδες φωτιά; Και αυτό είναι μεγάλη παρηγοριά».

Ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός έλεγε: «Οι πατέρες της Σκήτης, οι οποίοι έτρωγαν ψωμί και αλάτι, ούτε σε αυτά πίεζαν τον εαυτό τους, δηλαδή ούτε σε αυτά ξεπερνούσαν το μέτρο. Και γι’ αυτό ήταν ισχυροί στο έργο του Θεού».

Ο αββάς Κασσιανός διηγήθηκε ότι ο αββάς Ιωάννης, ηγούμενος μεγάλου κοινοβίου, επισκέφθηκε τον αββά Παΐσιο που ζούσε σαράντα χρόνια στην πιο μακρινή έρημο. Είχε μάλιστα πολλή αγάπη και θάρρος προς αυτόν. Τον ρώτησε λοιπόν: «Τι κατόρθωσες ζώντας τόσον καιρό στην έρημο, όπου σπάνια σε ενοχλεί άνθρωπος;». Εκείνος αποκρίθηκε: «Από τότε που έγινα μοναχός, ποτέ δεν με είδε ο ήλιος να τρώω». Είπε τότε και ο αββάς Ιωάννης: «Ούτε εμένα να οργίζομαι».

Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι, αν ποτέ τύχαινε να φάει μαζί με τους αδελφούς, έβαζε όρο στον εαυτό του: «Αν υπάρχει κρασί, πιες για χάρη των αδελφών. Και για το ένα ποτήρι κρασί, μία μέρα δεν θα πιείς νερό». Οι αδελφοί λοιπόν του έδιναν, για να τον ευχαριστήσουν, και ο γέροντας το έπαιρνε με χαρά, για να βασανίσει τον εαυτό του. Ο μαθητής του όμως, που ήξερε τι συμβαίνει, έλεγε σε αυτούς: «Για τον Θεό, μην του δίνετε˙ διαφορετικά, στο κελλί θα βασανίζει τον εαυτό του». Όταν οι αδελφοί έμαθαν αυτό που έκανε ο γέροντας, έπαψαν να του δίνουν κρασί.

Για τον αββά Μάρκο τον αναχωρητή έλεγαν ότι επί εξήντα τρία χρόνια είχε αυτή την ασκητική εργασία: έτρωγε μία φορά την εβδομάδα, ώστε μερικοί να νομίζουν ότι δεν είναι άνθρωπος, και εργαζόταν νύχτα μέρα, δίνοντας στους φτωχούς όσα έβγαζε από την εργασία του. Ποτέ δεν πήρε τίποτε από κανέναν˙ σε εκείνους που του έδιναν, έλεγε: «Δεν έχω ανάγκη να πάρω˙ το εργόχειρό μου τρέφει και εμένα και εκείνους που έρχονται σ’ εμένα για τον Θεό».

Άλλος γέροντας καθόταν σε μακρινή έρημο, και κάποιος αδελφός που τον επισκέφθηκε, τον βρήκε άρρωστο. Τον έπλυνε λοιπόν, και από τις προμήθειες που είχε φέρει, του έβρασε λίγο φαγητό και του έβαλε να φάει. Ο γέροντας του είπε: «Στ’ αλήθεια, αδελφέ, ξέχασα ότι οι άνθρωποι έχουν αυτή την ανάπαυση». Του έφερε έπειτα και ένα ποτήρι κρασί. Όταν το είδε ο γέροντας, έκλαψε λέγοντας: «Δεν περίμενα να πιώ κρασί ως τον θάνατό μου».

Έλεγε κάποιος αδελφός: «Γνώρισα έναν γέροντα που καθόταν σε ψηλό βουνό και δεν δεχόταν τίποτε από κανέναν. Είχε λίγο νερό και καλλιεργούσε τα χορταρικά του, και με αυτά τρεφόταν πενήντα χρόνια, χωρίς ποτέ να βγει από τον φράχτη˙ έγινε όμως ονομαστός για τις πολλές θεραπείες που έκανε συνεχώς σε όσους πήγαιναν σε αυτόν. Και έτσι πέθανε ειρηνικά, αφήνοντας στον τόπο εκείνο πέντε μαθητές».

Διηγούνταν για κάποιον μεγάλο γέροντα που καθόταν στη λαύρα του αββά Πέτρου, ότι έκανε πενήντα χρόνια στη σπηλιά του και ούτε κρασί ήπιε, ούτε ψωμί έφαγε, παρά μόνο πίτυρα, και μάλιστα έτρωγε τρεις φορές την εβδομάδα.

(Από το βιβλίο: Ευεργετινός, ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, τ. 2, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001, Ιστότοπος Ορθόδοξη Πορεία, 2-3-2025)

Κύλιση στην κορυφή