
+ Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος
Ἡ Μετάνοια εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ τῆς κατὰ Χριστὸν τελειώσεως, ἡ «θύρα τῆς Χάριτος», μία διαρκὴς πορεία καὶ στάση ζωῆς, καὶ ὄχι ἁπλῶς μία μεταβατικὴ στιγμὴ ἀποστροφῆς τῆς ἁμαρτίας καὶ προσωρινὴ βαθμίδα ἀναβάσεως στὴν ἀρετή. Ἀποτελεῖ τὴν στερεὴ καὶ ἀκλόνητη βάση γιὰ τὴν κάθαρση καὶ τὴν τελείωση, ὥστε ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπαλλαγεῖ καὶ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ συντονισθεῖ μὲ τὸ θεῖο Θέλημα καὶ νὰ ἀποκτήσει τὴν Ἀγάπη, τὸ Πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ τῆς θείας Ζωῆς.
Ἡ Μετάνοια, ὡς διαρκὴς κατάσταση, χαρακτηρίζει ὅσους ποθοῦν ἀληθινὰ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀγωνίζονται εἰλικρινὰ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἐγωϊσμοῦ τους καὶ γενικὰ τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ἐμπαθῶν καὶ ἁμαρτωλῶν θελημάτων τους. Εἶναι δύναμις ἡ ὁποία ἐνεργεῖ τὴν μεταβολὴ τῆς φύσεώς μας καὶ προφυλάσσει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πλάνη τῆς θεωρήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας ὡς δικαιωμένου ἤ ἐπαναπαυμένου σὲ μία δῆθεν καλὴ καὶ θεάρεστη κατάσταση ἐπάρκειας. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ «μυστήριο» καὶ τὸ «μυστικό» της· ἀνευρίσκεται καὶ θάλλει ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει αἴσθησις ἐξασφαλίσεως, αὐταρκείας καὶ παρρησίας: «Ἐκεῖνος ἔχει παρρησίαν ὁ μὴ νομίζων ἔχειν παρρησίαν· ὡς ὁ νομίζων παρρησίαν ἔχειν, ἀπώλεσε τὴν παρρησίαν, καθάπερ ὁ Φαρισαῖος· ὁ δὲ νομίζων ἑαυτὸν ἀπερριμένον καὶ ἀπαρρησίαστον, οὗτος μάλιστα εἰσακουσθήσεται, καθάπερ ὁ τελώνης» (ἱ. Χρυσόστομος).
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας καὶ φιλαμαρτησίας του, τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων, φανερῶν καὶ ἀφανῶν, ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀγνοίᾳ, ἑκουσίων καὶ ἀκουσίων πτώσεων καὶ ἁμαρτιῶν του, δὲν δύναται νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν ἐλευθερία του καὶ νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴν ἀρετή του ἤ γιὰ τὰ καλὰ ἔργα του, παρὰ σπεύδει τελωνικῶς νὰ ἐκζητήσεῖ τὸ θεῖον Ἔλεος: «ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι, τῷ ἁμαρτωλῷ»!… Ἡ Μετάνοια λογίζεται ὡς μία ἀτέρμων πορεία καὶ ἄνοδος πρὸς τὸν Θεό: «Ἡ μετάνοια ὑπάρχει ὑψηλοτέρα πασῶν τῶν ἀρετῶν, τῆς ὁποίας τὸ ἔργον δὲν δύναται νὰ τελειώσῃ, παρὰ μόνον ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου· διὰ τοῦτο ἡ μετάνοια ἀπαιτεῖται εἰς πάντας καὶ πάντοτε καὶ οὐδεὶς ὅρος τελειώσεως τῆς μετανοίας ὑπάρχει· διότι καὶ αὐτῶν τῶν τελείων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής· καὶ διὰ τοῦτο ἡ μετάνοια δὲν περιορίζεται εἰς διορισμένους καιρούς, οὔτε εἰς ὡρισμένας πράξεις ἕως εἰς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου» (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος).
Εἶναι γνωστόν, ὅτι ὅσο περισσότερο ἐγγίζουμε τὸν Θεό, τόσο περισσότερο γνωρίζουμε τὴν ὑπερβατικότητά του, καὶ ὅσο προοδεύουμε σὲ ἐσωτερικὴ καθαρότητα, τόσο γνωρίζουμε τὴν ἀτέλειά μας ἔναντι τῆς ἀπροσπέλαστης θείας Ἀπειροτελειότητός Του. Ὅταν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν κινεῖται πρὸς τὴν Μετάνοια, σημαίνει ὅτι ἔχει ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη. Ἡ παύση τῆς πνευματικῆς ἀνόδου εἶναι σύμπτωμα πνευματικῆς ἀναισθησίας, σκληροκαρδίας ἤ ἀκόμη καὶ πνευματικῆς νεκρώσεως. Ἡ πραγματικὴ Μετάνοια ἀποτελεῖ θεῖο καρπὸ τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ὁποία ἐνυπάρχει μέσα στὸν Βαπτιζόμενο, ἀλλὰ ἀναμένει τὴν προσωπικὴ οἰκείωσή της ἀπὸ αὐτόν, ὥστε νὰ ἐκδηλωθεῖ ἔμπρακτα.
Ἐφ’ ὅσον ἡ Μετάνοια δὲν εἶναι μία ἁπλὴ μεταμέλεια γιὰ ὁρισμένες πράξεις, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ κατάσταση Χάριτος, ἐπέρχεται ὡς θεία Δωρεὰ ἐκεῖ ὅπου καταβάλλεται ἔμπονη προσπάθεια. Τὸ πένθος καὶ τὰ δάκρυα εἶναι ἐκφράσεις πόνου γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς θείας ὡραιότητος, γιὰ τὴν ἔλλειψη τοῦ θείου ἐνδύματος, γιὰ τὴν βίωση τοῦ προσωπικοῦ ἅδου. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἀληθινὰ δάκρυα τῆς Μετανοίας ἀποτελοῦν μία μεγάλη δωρεὰ Χάριτος καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου πληγώθηκε ἀπὸ τὴν θεία Ἀγάπη καὶ αἰσθανόμενη τὸ θεῖο Μεγαλεῖο καὶ ἀντιλαμβανόμενη τὴν ἀκαταλληλότητα καὶ πτωχεία της ἔναντι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἀναλύεται σὲ θρῆνο γοερό. Κατ’ αὐτὸν ὅμως τὸν τρόπο, λαμβάνει χώρα μία ριζικὴ ἀλλαγὴ φρονήματος καὶ μία ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν ἀπώλεια στὴν θεία Ζωή.
Ὅταν ἡ θεία Χάρη νύξει κατὰ τέτοιο τρόπο τὴν εὐαίσθητη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τότε πηγάζει θεία Παρηγορία· τὰ δάκρυα τῆς Μετανοίας ἐξαγνίζουν τὴν ἀνθρώπινη φύση εἰς βάθος, ὥστε ἐν Χάριτι νὰ μεταμορφωθεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Μέσῳ τῆς Μετανοίας ἐπέρχεται ἀδιόρατα ἡ θεραπεία τῆς ἀσθενοῦς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου: «Μετάνοιά ἐστιν ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν καὶ ἐκ τοῦ διαβόλου πρὸς τὸν Θεὸν ἐπάνοδος δι’ ἀσκήσεως καὶ πόνων» (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός). Ἡ εὐλογημένη αὐτὴ διαδικασία διανοίγει τὴν ὁδὸ γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν αὔξηση καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἕως ὅτου φθάσει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»!
(Οἱ σκέψεις τοῦ κειμένου αὐτοῦ βασίζονται ἐν πολλοῖς σὲ θέσεις τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ ποὺ ἀπαντῶνται στὰ θεόπνευστα ἔργα του).