Ἡ πρώτη γέννηση τοῦ Χριστοῦ

Ἡ θεία ἀποκάλυψη, ὅπως μᾶς τὴν παραδίδει ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ μᾶς τὴν ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μιλᾶ μόνο γιὰ μία γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ γιὰ τρεῖς γεννήσεις.
Γιὰ τὴν ἄχρονη καὶ ἀΐδια γέννησή του ἀπὸ τὸν Πατέρα,
γιὰ τὴν ἐν χρόνῳ ἐνανθρώπησή Του ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία,
καὶ γιὰ τὴν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ γέννησή Του στὴ ζωὴ τῶν ἀναγεννημένων πιστῶν.
Κάθε γέννηση ἀποτελεῖ καὶ μία σπουδαία δογματικὴ ἀλήθεια, ποὺ δημιουργεῖ ἀνάλογες ἠθικὲς ὑποχρεώσεις σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ τὴν ἐγκολπωθεῖ. Ἔτσι ὁ πιστὸς μελετώντας τὶς τρεῖς γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ ἀφ’ ἑνὸς γνωρίζει καλύτερα τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ ἀφ’ ἑτέρου μαθαίνει ἀκριβέστερα τὸ θέλημά του, ὥστε νὰ τὸ ἐφαρμόσει γιὰ τὴ σωτηρία του.

Η ΠΡΩΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος

1. Τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος

Ἡ πρώτη γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄχρονη καὶ ἀΐδια γέννησή Του ἀπὸ τὸν Πατέρα. Στὴν ἁγία Γραφὴ ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται Υἱὸς Θεοῦ. Γιὰ νὰ εἶναι Υἱός, σημαίνει ὅτι γεννήθηκε καὶ ὅτι ἔχει Πατέρα. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα τρία πρόσωπα, ἀλλὰ ἕνας Θεός. Πῶς συμβαίνει αὐτό, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ ἐννοήσει ἀνθρώπινος νοῦς, ἀλλὰ οὔτε ὑπάρχει καὶ παράλληλο παράδειγμα στὴ φύση. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ πλησιάσουμε τὸ μυστήριο, χρησιμοποιοῦν τὰ παραδείγματα τοῦ ἥλιου καὶ τοῦ νοῦ. Ὅπως ὁ ἥλιος γεννᾶ τὸ φῶς καὶ ἐκπορεύει τὴ θερμότητα, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα· ὅπως ὁ νοῦς γεννᾶ τὸ λόγο καὶ ἐκπορεύει τὴ σκέψη, ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι καὶ τὰ τρία ἀξεχώριστα· ἔτσι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἀλλὰ δὲν παύουν οὔτε στιγμὴ τὰ τρία πρόσωπα ν’ ἀποτελοῦν μία οὐσία καὶ μία φύση.

Ἐν τούτοις, κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πῶς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνος, μποροῦμε εὔκολα νὰ καταλάβουμε γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνος. Ἡ κοινὴ λογικὴ βεβαιώνει ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι εὐτυχισμένος, ἔστω καὶ ἂν βρίσκεται στὸ ὡραιότερο μέρος, καὶ μὲ τὶς ἰδανικότερες συνθῆκες, ὅταν τοῦ λείπει ἡ συντροφιά. Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νὰ φαντασθοῦμε ποτὲ τὸ μακάριο καὶ τέλειο Ὄν πού λέγεται Θεός, νὰ εἶναι μόνο; Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη νὰ ἀπολαμβάνει μόνος στοὺς ἄπειρους αἰῶνες ὅλα ὅσα ἡ πανσοφία καὶ ἡ παντοδυναμία Του προσφέρει; Τουλάχιστον ἀπὸ αὐτή τὴν ἄποψη τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος ἱκανοποιεῖ πλήρως τὸ λογικό μας. Κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὸ πῶς, μποροῦμε ὅμως νὰ τὸ παραδεχθοῦμε· ἡ μονὰς ἐν τριάδι καὶ ἡ τριὰς ἐν μονάδι, κατὰ τὴν ἔκφραση ἀρχαίου διδασκάλου.

2. Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα

Στὸν ψαλμὸ 109 ὁ Θεὸς μιλᾶ στὸν Δαυὶδ γι’ αὐτὴ τὴν πρώτη καὶ ἄχρονη γέννηση τοῦ Χριστοῦ· «Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε», λέει. Πρὶν ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ χρόνο ὁ Πατέρας γέννησε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴ γαστέρα του, ἢ ὅπως διαβάζουμε στὸ κατὰ Ἰωάννη εὐαγγέλιο, ἐκ τοῦ κόλπου του. Καὶ ἀσφαλῶς ὁ Θεὸς δὲν ἔχει γαστέρα οὔτε κόλπο, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἀνθρώπινες εἰκόνες, γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει μία ὑπερφυσικὴ ἀλήθεια- ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μ’ αὐτὸν ὡς γνήσιο γέννημά του. Τὸ «ἐκ γαστρὸς» σημαίνει ὅτι τὸν γέννησε ἀπὸ τὴ φύση του, ἀπὸ τὰ ἴδια Του τὰ σπλάχνα, ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ἀπὸ τὸ μυαλὸ τῆς θεότητάς Του, ἑρμηνεύει ἀρχαῖος πατέρας. Ὅπως αὐτὸ ποὺ γεννιέται ἀπὸ φυτό, εἶναι φυτό, ἀπὸ ζῶο εἶναι ζῶο, ἀπὸ ἄνθρωπο εἶναι ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι Θεός· εἶναι «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ὅπως διακηρύττει τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, «γεννηθείς, οὐ ποιηθείς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων».

Γεννήθηκε ὁ Χριστός, δὲν δημιουργήθηκε. Εἶναι Υἱός, καὶ μάλιστα μονογενὴς καὶ πρωτότοκος, πρῶτος καὶ μοναδικός. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ oἱ αἱρετικοί, ἰδιαίτερα οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πρῶτο κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν εἶναι πρωτόκτιστος, ἀλλὰ πρωτότοκος, κι αὐτὸ διαφέρει, ὅσο διαφέρει τὸ κτίζω ἀπὸ τὸ τίκτω, τὸ δημιουργῶ ἀπὸ τὸ γεννῶ· διαφέρει, ὅπως διαφέρει τὸ δημιούργημα ἑνὸς ἐπιπλοποιοῦ, τὸ ἔπιπλο, ἀπὸ τὸ παιδὶ τοῦ ἐπιπλοποιοῦ. Μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ δὲν συναντᾶμε οὔτε μία φορὰ τὸ ρῆμα κτίζω ἢ ποιῶ γιὰ τὸν Χριστό, ἄλλα μόνο τὸ ρῆμα τίκτω ἢ γεννῶ.

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος στὸν ὁποῖο κυριολεκτεῖται, πράγματι, ἡ ὀνομασία Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. «Πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι, ἐγώ εἰμι» (Ἰω 5,58), διακηρύττει ὁ ἴδιος. Ὁ Ἀβραὰμ ἔγινε, δημιουργήθηκε· αὐτός, ὅμως, εἶναι, ὑπάρχει αἰωνίως καὶ ἀκτίστως. Βέβαια, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ δημιουργία τους, διότι τοὺς ἔπλασε ὁ Θεός. Ἀκόμη περισσότερο, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὀνομάζονται, μάλιστα, υἱοὶ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα στὴν ἐποχὴ τῆς Κ. Διαθήκης, ἀφ’ ὅτου ἦλθε ἡ Χάρις, ἡ υἱοθεσία τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα προβάλλεται σὰν σύνοψη ὅλων τῶν εὐεργεσιῶν, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε ἁπλῶς τὴν υἱοθεσία, ὁ Χριστὸς ἔχει τὴν υἱότητα. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ θετοὶ υἱοί, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ γνήσιος καὶ μονογενὴς Υἱός, ποὺ ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Πατέρα Του, ποὺ τοῦ μοιάζει ἀπόλυτα, ἔχει τὴν ἴδια οὐσία. Εἶναι κι αὐτὸς Θεός.

3. Ἄχρονη καὶ ἀΐδια γέννηση

Ἡ πρώτη, λοιπόν, γέννηση τοῦ Χριστοῦ συνέβη ἀχρόνως, πρὶν γίνει ὁ κόσμος, καὶ προαιωνίως, χωρὶς ἀρχή. Δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, ὅπως δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπῆρχε Θεὸς Πατέρας. Βέβαια, σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα τὸ παιδὶ δὲν ἔχει τὴν ἴδια ἡλικία μὲ τὸ γεννήτορα, ἀφοῦ γεννιέται ἀργότερα. Ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ἰσχύουν οἱ πεπερασμένοι νόμοι μας. Ὅπως δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἔχουμε ἥλιο χωρὶς φῶς καὶ χωρὶς ζεστασιά, ἔτσι «ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα ἅγιο»· αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», ἀποκαλύπτει ὁ Ἰωάννης, «καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω 1,1). Ἄναρχος ὁ Λόγος Χριστός, συνάναρχος καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα· συνομήλικος καὶ ἰσοδύναμος. Καὶ ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του περιγράφει τὸν Μελχισεδὲκ ὡς τύπο τοῦ Χριστοῦ, γράφει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων» (Ἑβρ. 7,3).

Ἀχρονολόγητος καὶ ἀγενεαλόγητος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ γέννησή Του βρίσκεται ἐκτὸς χρόνου καὶ τόπου. Ὁ «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8), λέει ἀλλοῦ ὁ Ἀπόστολος. Ὁλοκάθαρα λοιπὸν διακηρύσσεται στὴ Γραφὴ ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, ὅπως καὶ ὁ Πατέρας, εἶναι ἀΐδιος. Εἶναι «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ Ὦν καὶ ὁ Ἦν καὶ ὁ Ἐρχόμενος» (Ἀπ. 22,13· 1,8).

            Ἡ πρώτη, λοιπόν, γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνο ἄχρονη καὶ αἰώνια, εἶναι καὶ ἀΐδια. Ἡ λέξη αἰώνιος χαρακτηρίζει αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ἄλλα ἔχει ἀρχή· αἰώνιοι εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἡ λέξη ἀΐδιος χαρακτηρίζει αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος· ἀΐδιος εἶναι μόνο ὁ Θεός. Γιὰ τὴν ἀΐδιο γέννηση τοῦ Χριστοῦ μαρτυρεῖ μία καταπληκτικὴ περικοπὴ στὸ θεόπνευστο βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, μὲ τὴν ὁποία ἀσχολήθηκε καὶ ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Στὴν περικοπὴ αὐτή ἡ ἐνυπόστατη Σοφία, ὁ Θεὸς Λόγος, ἀποκαλύπτει ὅτι δὲν γεννήθηκε κάποτε, ἔστω στὴν ἀρχή, ἀλλὰ γεννιέται συνεχῶς ἀπὸ τὸ Πατέρα. «Ὁ Κύριος μὲ εἶχε στὶς ἐνέργειές Του δημιουργὸ τῶν ἔργων Του. Μὲ εἶχε θεμέλιο πρὶν ἀπὸ τὸ χρόνο, στὴν ἀρχή, πρὶν κάνει τὴ γῆ καὶ πρὶν κάνει τὶς ἀβύσσους, πρὶν ἀναβλύσουν οἱ πηγὲς τῶν ὑδάτων, πρὶν θεμελιωθοῦν τὰ βουνά, καὶ μὲ γεννᾶ πρὶν ἀπ’ ὅλα τὰ ψηλώματα. Ὁ Κύριος ἔκανε τὴ γῆ ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, τὰ χωράφια, τὶς ἐρήμους καὶ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ὅταν ἑτοίμαζε τὸν οὐρανό, ἤμουν μαζί του καὶ ὅταν ξεχώριζε τὸ χρόνο Του πάνω στοὺς ἀνέμους. Ὅταν σταθεροποιοῦσε τὰ σύννεφα ἐπάνω καὶ ἀσφάλιζε τὶς πηγὲς τῆς γῆς κάτω καὶ στερέωνε τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμουν μαζί Του καὶ συναρμολογοῦσα. Μ’ ἐμένα χαιρόταν καὶ ἐγὼ εὐφραινόμουν κάθε μέρα, σὲ κάθε ὥρα στὴ συντροφιά Του· εὐφραινόμουν στὴ συντροφιά Του, ὅταν εὐφραινόταν ποὺ τελείωσε τὴν οἰκουμένη καὶ ὅταν εὐφραινόταν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους» (Παροιμ 8,22-31). Αὐτὸ εἶναι ἀκόμη ἕνα σημεῖο, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν βρίσκουμε παράλληλο στὶς ἀνθρώπινες συγγένειες, ὅπου τὸ παιδὶ γεννιέται ἅπαξ καὶ σὺν τῷ χρόνῳ ξεκόβεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ πατέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του. Ἡ γέννηση τοῦ προαιώνιου Λόγου εἶναι ἀΐδια, συμβαίνει πάντοτε, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ σωστότερος χρόνος γιὰ νὰ τὴν περιγράψουμε, εἶναι ὁ ἐνεστώτας.

Στὸν ψαλμὸ 2, ἐπίσης, ὁ Κύριος λέει· «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε». Μέσα στὴν ἔκφραση «σήμερον γεγέννηκά σε» περιλαμβάνεται καὶ τὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν, καὶ τονίζεται ἀφ’ ἑνὸς μὲ τὸν παρακείμενο ἡ προαιώνια γέννησή Του καὶ ἀφ’ ἑτέρου μὲ τὸ «σήμερον» ἡ ἀΐδια γέννησή Του σὲ κάθε παροῦσα στιγμὴ τοῦ χρόνου. Τὸ σήμερον, ποὺ τόσο μπερδεύει τοὺς ἑρμηνευτές, σημαίνει ἁπλῶς τὴν ἀπειρία τῶν αἰώνων, μέσα στὴν ὁποία ὁ Υἱὸς γεννιέται ἀϊδίως καὶ ἀκαταπαύστως ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἂν κάποια στιγμὴ ὁ Υἱὸς ἔπαυε νὰ γεννιέται, τότε καὶ ὁ Πατέρας θὰ ἔπαυε νὰ ἦταν γεννήτορας καὶ Πατέρας· ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι ἄτοπο γιὰ τὴ Θεία φύση καὶ ἀπαράδεκτο γιὰ τὸ ἀναλλοίωτο τοῦ Θεοῦ.

Θὰ μπορούσαμε ἀσφαλῶς νὰ θεολογήσουμε περισσότερο γύρω ἀπὸ τὴν ἄχρονη καὶ ἀΐδια γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶναι μᾶλλον σκόπιμο νὰ ἐπιμείνουμε σὲ ἕνα θέμα ποὺ δὲν κατανοεῖται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. «Οὐ φέρει τὸ μυστήριον ἔρευναν»· μόνο μὲ τὴν πίστη μπορεῖ κανεὶς νὰ πλησιάσει αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ θέματα τῆς θεογνωσίας. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ πιάσουμε τὸ ἠλεκτρισμένο σῶμα χωρὶς μονωτικό, οὔτε τὰ ἀναμμένα κάρβουνα χωρὶς λαβίδα, ἔτσι δὲν μποροῦμε ν’ ἀγγίξουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ μὲ γυμνὴ τὴ σκέψη· χρειάζεται ἡ πίστη στὴ Θεία ἀποκάλυψη. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ εἶναι γέννηση ποὺ ἔγινε ἀρρήτως, δὲν λέγεται, δὲν ἐξηγεῖται. «Παραπληκτήσωμεν γὰρ εἰς τὰ τοῦ Θεοῦ μυστήρια ἐρευνῶντες», λέει ὁ θεολόγος ἅγιος Γρηγόριος. Ἡ μόνη ἀσφαλὴς διέξοδος, ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες καὶ τελευταία ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, εἶναι νὰ πλησιάζουμε τὸ μυστήριο τῆς ἉγίαςΤριάδος μὲ τὴ φώτιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὸ Θεῖο λόγο καὶ μὲ μυστηριακὴ ζωή.

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Στεργίου Σάκκου, Ὁ Θεὸς στὴν γῆ μας, Θεσ/κη 2005, σ. 107-113,
Ἱστότοπος Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα).

Scroll to Top