Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Τί θέλει νὰ μᾶς διδάξει [ὁ Ἀπόστολος Παῦλος] μὲ τὸ νὰ ὀνομάσει τὸν ἑαυτό του «κλητό»; Ὅτι δὲν προσῆλθε αὐτὸς πρῶτος στὸν Κύριο, ἀλλὰ ὑπάκουσε ὅταν κλήθηκε· ὅτι αὐτὸς δὲν ζήτησε καὶ βρῆκε, ἀλλὰ βρέθηκε καθὼς περιπλανιόταν· ὅτι δὲν κοίταξε αὐτὸς πρῶτος πρὸς τὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ φῶς ἔρριξε τὶς ἀκτίνες του στὰ δικά του μάτια καὶ τυφλώνοντας τὰ ἐξωτερικά του μάτια ἄνοιξε ἔτσι τὰ ἐσωτερικά του. Θέλοντας λοιπὸν νὰ μᾶς διδάξει πὼς ἀπ’ ὅλα τὰ κατορθώματά του δὲν θεωρεῖ κανένα δικό του, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν κάλεσε, ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του κλητό. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ μοῦ ἄνοιξε τὶς πόρτες τοῦ στίβου, λέγει, καὶ τὸ στάδιο, Αὐτὸς γίνεται αἴτιος καὶ γιὰ τὰ στεφάνια· Αὐτὸς ποὺ μοῦ ἔδωσε τὴν ἀρχὴ καὶ φύτεψε τὴν ρίζα, Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε καὶ τὶς ἀφορμὲς γιὰ τοὺς βλαστοὺς ποὺ βλάστησα ἀργότερα.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἀλλοῦ πάλι ἀφοῦ εἶπε, «πλείονα πάντων ἐκοπίασα» [περισσότερο ἀπ’ ὅλου κόπιασα], πρόσθεσε, «οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ’ ἡ χάρις ἡ σὺν ἐμοί» [ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλ’ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μαζί μου] (Α΄ Κορ. 15, 10). Τὸ ὄνομα λοιπὸν «κλητὸς» δὲν ἀποδεικνύει τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ὅτι θεωρεῖ ὁ [Ἀπόστολος] Παῦλος πὼς ἀπὸ τὰ κατορθώματά του δὲν εἶναι κανένα δικό του, ἀλλ’ ὅλα τὰ ἀναθέτει στὸν Δεσπότη Θεό. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστὸς δίδαξε στοὺς Μαθητὲς λέγοντας· «οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς» [δὲν μὲ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς διάλεξα] (Ἰω. 15, 16). Καὶ ὁ Ἀπόστολος τὸ ἴδιο πάλι ὑπονοεῖ στὴν αὐτὴ Ἐπιστολὴ λέγοντας· «τότε δὲ ἐπιγνώσομαι, καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» [τότε ὅμως θὰ τὸν γνωρίσω καλά, ὅπως καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἔχει γνωρίσει] (Α΄ Κορ. 13, 12). Γιατὶ τώρα, λέγει, δὲν τὸν γνώρισα ἐγὼ πρῶτος, ἀλλὰ Αὐτὸς μὲ γνώρισε πρῶτος. Διότι ὅταν τὸν καταδίωκε καὶ πολεμοῦσε τὴν Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς τὸν κάλεσε, λέγοντας· «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις;» [Σαῦλε, Σαῦλε, γιατί μὲ καταδιώκεις;] (Πράξ. 9, 4). Γι’ αὐτὸ ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του «κλητό».
Γιὰ ποιό λόγο ἔγραφε ἔτσι στοὺς Κορινθίους; Ἡ Κόρινθος αὐτὴ εἶναι μητρόπολη τῆς Ἀχαΐας καὶ καυχιόταν γιὰ τὰ πνευματικά της χαρίσματα. Καὶ πολὺ σωστά. Γιατὶ πρώτη ἀπόλαυσε τὴν γλῶσσα τοῦ Παύλου καὶ ὅπως τὸ ἀμπέλι, ποὺ ἔτυχε νὰ τὸ περιποιεῖται κάποιος ἔμπειρος καὶ ἐπιμελὴς γεωργός, βγάζει πλούσιο φύλλωμα καὶ γεμίζει συνέχεια ἀπὸ πολὺ καρπό, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ πόλη ἐκείνη, ἀκούοντας πρῶτα τὴν διδασκαλία τοῦ Παύλου, σὰν κάποιου ἔμπειρου γεωργοῦ, καὶ ἀπολαμβάνοντας γιὰ πολὺ χρόνο τὴν σοφία του, εἶχε ἄφθονα ὅλα τὰ ἀγαθά. Καὶ δὲν ἦταν αὐτὴ πλούσια μόνο στὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ἀλλ’ εἶχε καὶ πολὺ ἄφθονα τὰ ὑλικὰ πλεονεκτήματα. Γιατὶ πραγματικὰ ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὶς ἄλλες πόλεις καὶ στὴν τότε φιλοσοφικὴ σκέψη καὶ στὸν πλοῦτο καὶ στὴν δύναμη. Καὶ αὐτὰ τὴν ὁδήγησαν στὴν ματαιοδοξία καὶ στὴν ἀλαζονεία καὶ μὲ τὴν ἀλαζονεία χωρίσθηκε σὲ πολλὲς μερίδες.
Γιατὶ τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας· σπάει τὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης, ἀποκόπτει τὸν πλησίον καὶ κάνει τὸν ὑπερήφανο νὰ ζεῖ ἀπομονωμένος. Καὶ ὅπως ἕνας τοῖχος ὅταν φουσκώσει γκρεμίζει τὴν οἰκοδομή, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ ψυχὴ ὅταν φουσκώσει ἀπὸ ὑπερηφάνεια δὲν ἀνέχεται τὴν συναναστροφὴ μὲ ἄλλον, πρᾶγμα ποὺ ἔπαθε καὶ ἡ Κόρινθος τότε. Καὶ μεταξύ τους συγκρούονταν καὶ κομμάτιασαν τὴν Ἐκκλησία καὶ ὅρισαν στὸν ἑαυτό τους πάρα πολλοὺς ἄλλους διδασκάλους, καὶ ἀφοῦ χωρίσθηκαν σὲ φατρίες καὶ ὁμάδες, κατέστρεφαν τὸ κῦρος («ἀξίωμα») τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Α΄ Κορ. 1, 10-13). Γιατὶ τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησίας τὸ διατηροῦν οἱ πιστοὶ ὅταν εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους σὰν ἕνα σῶμα.
Πρέπει ὅμως ὅλα αὐτὰ νὰ σᾶς τὰ ἀποδείξω, ὅτι δηλαδὴ οἱ Κορίνθιοι τότε ἀπόλαυσαν πρῶτοι τὴν διδασκαλία τοῦ Παύλου, ὅτι ἦταν γεμᾶτοι πνευματικὰ χαρίσματα, ὅτι ὑπερίσχυαν καὶ σὲ ὑλικὰ πλεονεκτήματα, ὅτι γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ὁδηγήθηκαν σὲ ἀλαζονεία καὶ χωρίσθηκαν μεταξύ τους καὶ ἄλλοι τάχθηκαν μ’ αὐτοὺς καὶ ἄλλοι μ’ ἐκείνους.
Ὅτι λοιπὸν πρῶτοι ἀπόλαυσαν τὴν διδασκαλία τοῦ Παύλου ἄκουσε πῶς αὐτὸ τὸ ὑπαινίχθηκε ὁ Παῦλος. Γιατὶ, λέγει, «ἐὰν γὰρ πολλοὺς παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» [καὶ ἄν ἀκόμα ἔχετε πολλοὺς παιδαγωγοὺς στὴν ζωή σας στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρες. Γιατὶ στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγὼ σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου] (Α΄ Κορ. 4, 15). Διότι ὁ πατέρας εἶναι ποὺ φέρνει πρῶτος στὸ φῶς τὸ παιδί. Καὶ πάλι [λέγει]· «ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισε» [ἐγὼ φύτεψα, ὁ Ἀπολλὼς πότισε] (Α΄ Κορ. 3, 6), δείχνοντας ὅτι πρῶτος ἔσπειρε τὴν διδασκαλία. Καὶ ὅτι καυχιόταν γιὰ τὰ πνευματικά τους χαρίσματα εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ ἑξῆς· «εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου ἐπὶ τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐν παντὶ ἐπλουτίσθητε ἐν αὐτῷ, ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθει ἐν μηδενὶ χαρίσματι» [εὐχαριστῶ τὸν Θεό μου γιὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ σᾶς δόθηκε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτὸς σᾶς πλούτισε μὲ κάθε χάρισμα, ὥστε νὰ μὴ λείπει ἀπὸ σᾶς κανένα χάρισμα] (Α΄ Κορ. 1, 4-5, 7).
Καὶ ὅτι βέβαια ἦταν κάτοχοι τῆς σοφίας τοῦ κόσμου μᾶς τὸ φανέρωσε ἀπὸ τὸ ὅτι ἀπευθύνει πολλοὺς καὶ μακροὺς λόγους ἐναντίον τῆς σοφίας αὐτῆς. Γιατί, ἐνῶ πουθενὰ σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ ἔστω καὶ σύντομα, ἐδῶ χρησιμοποιεῖ καὶ πολλὲς κατηγορίες. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀπὸ ἐδῶ ἔγινε ἡ φλεγμονή, ἐκεῖ ἔκαμε καὶ τὴν ἐγχείρηση, λέγοντας αὐτό· «Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ» [διότι ὁ Χριστὸς δὲν μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω, ἀλλὰ νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς σοφὰ λόγια, ὥστε ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴ χάσει τὸ περιεχόμενό του] (Α΄ Κορ. 1, 17)…
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ὁμιλία: «Ἐπιτίμησις κατὰ τῶν ἀπολειφθέντων», στὸ Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ Ἔργα, ΕΠΕ, τ. 26 [86], Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 467-471)