Περὶ Θείας Προνοίας

            Ἐπὶ τῇ ἐπετείῳ τῆς Κοιμήσεως τοῦ ἀειμνήστου Ἐπισκόπου Μαγνησίας Χρυσοστόμου πρὸ 51 ἐτῶν (+13-7-1973 ἐκ.ἡμ.), δημοσιεύουμε ἐνδιαφέρον κείμενό του ἀπὸ τὸν Ἡμεροδείκτη τοῦ 1967, τὸν ὁποῖον εἶχε διανθίσει μὲ σοφὰ ρητά του, εἰς τιμὴν τῆς μακαρίας μνήμης τοῦ ἐξαιρετικοῦ αὐτοῦ Ἀρχιερέως τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι παρμένο ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἐπισκόπου Χρυσοστόμου, 365 Ψυχωφελῆ Σαλπίσματα, ἔκδ. Ἱερᾶς Γυναικείας Μονῆς «Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ», Ἐλευθερούπολις, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 68-74.

            ΓΕΝΙΚΗ πεποίθησις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι ὅτι ὑπάρχει θεία Πρόνοια. Διὰ τοῦτο πᾶσαι αἱ θρησκεῖαι καὶ πάντες οἱ φιλόσοφοι, πλὴν τῶν ἀρχαίων Ἐπικουρείων καὶ τῶν νεωτέρων ὑλιστῶν, ἀλλὰ καὶ πάντες οἱ ἄνθρωποι πάσης ἐποχῆς πιστεύουσιν ἐνδομύχως, ὅτι ὁ Θεὸς περὶ τοῦ κόσμου προνοεῖ. Ἀναγνωρίζουσι θεῖον δάκτυλον εἰς τὰ συμβαίνοντα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ζωὴν καὶ ἀνακαλύπτουσιν αὐτὸν εἰς τὴν φύσιν, διότι ὁ μεταξὺ Πλάστου καὶ πλάσματος δεσμὸς πάντοτε καθίσταται ἐμφανής.

            Ἐν τῇ παγκοσμίῳ ἱστορίᾳ, ἐν τῷ μέσῳ τῶν πολυπλοκωτέρων ἱστορικῶν γεγονότων, διορᾶται ἑνιαῖος σκοπός, ὅστις βραδέως μὲν βαίνει καὶ δι’ ἐλιγμῶν πολλῶν, πάντοτε ὅμως χωρεῖ πρὸς τὸ τέρμα αὐτοῦ ἀπαρεγκλίτως καὶ εὐσταθῶς.

            Εἶναι ἀλήθεια βεβαιωμένη, ὅτι ἐλάχιστα δύναται νὰ κατανοήσῃ τὴν ἱστορίαν ἐκεῖνος, ὅστις περιορίζεται εἰς ἁπλᾶς χρονολογίας καὶ εἰς τὰ μεμονωμένα ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ δὲν εἰσδύει εἰς ἐσωτερικὴν συνάφειαν καὶ ἀλληλουχίαν αὐτῶν καὶ δὲν βλέπει τὴν Ἀνωτάτην ἠθικὴν δύναμιν, ἥτις ἀναφαίνεται πανταχοῦ καὶ διευθύνει τὰ πάντα πρὸς ὅν προωρίσθησαν σκοπόν.

            Ὅλα τὰ ὄντα τοῦ κόσμου, ἀπὸ τοῦ μεγίστου μέρι τοῦ ἐλαχίστου, μαρτυροῦσι λίαν εὐγλώττως, ὅτι ὑπάρχει θεία Πρόνοια, ἀπείρως ἀγαθὴ καὶ σοφὴ μεριμνῶσα περὶ πάντων, συγκρατοῦσα καὶ διοικοῦσα τὰ πάντα ἐν θαυμαστῇ ἁρμονίᾳ.

            Ὁ ἀρνούμενος τὴν ὕπαρξιν θείας Προνοίας εἶναι παράφρων. Εἶναι ὅμοιος πρὸς ἐκεῖνον, ὅστις ἐν πλοίῳ εὑρισκόμενος καὶ τὸν κυβερνήτην διευθύνοντα τὸ πλοῖον [μὴ] βλέπων, ἰσχυρίζεται παραλογιζόμενος, ὅτι μόνον του τὸ πλοῖον εἰς τὸν πρὸν ὅν ὅρον του κατευθύνεται καὶ τῆς ὁρμῆς τῶν κυμάτων ἀνώτερον γίνεται.

            Ὁ ἀρνούμενος τὴν θείαν Πρόνοιαν δὲν εἶναι μόνον μωρός· εἶναι καὶ ἀχάριστος· διότι ἐνῷ ἀπολαμβάνει τὰ δῶρα τῆς θείας Προνοίας, ταύτην καταπολεμεῖ καὶ ἀρνεῖται. Ἀλλ’ ἄν διὰ τοῦτο ὑπὸ τοῦ Θεοῦ δὲν τιμωρεῖται, αἴτιον αὐτὴ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ σπλαγχνιζομένη αὐτὸν καὶ ἐπιδιώκουσα τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ, παρὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ βλασφήμους λόγους του κατ’ Αὐτῆς.

            Ἄν εἶναι ἀνόητον νὰ πιστεύῃ τις, ὅτι ὁ κόσμος ἐγένετο ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἔτι ἀνοητότερον νὰ πιστεύῃ ὅτι ὁ κόσμος δύναται νὰ συντηρῆται ἄνευ κυβερνήτου καὶ προνοητοῦ· διότι καὶ αὐτὰ τὰ ἀνθρώπινα ἔργα εἶναι ἀδύνατον νὰ συντηρῶνται ἄνευ ἐπιβλέψεως ἀνθρωπίνης.

            Ἄν πλοῖον ἄνευ κυβερνήτου οὐδ’ ἐπὶ μικρὸν δύναται νὰ πλέῃ ἀσφαλῶς, ὁ μέγιστος κόσμος, ὁ περιέχων τοσαῦτα σώματα ἐκ διαφόρων στοιχείων συγκείμενα, ἤθελε διαρκέσει ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον, ἄν μὴ ἀνωτάτη δύναμις συνεῖχε, συνεκράτει καὶ διηύθυνεν αὐτόν;

            Καλύβην κατασκευάζει τις ἐν καιρῷ τρυγητοῦ εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ καὶ ἀφοῦ ὁ καρπὸς συναχθῇ καὶ ἐκείνη ἔρημος ἀφεθῇ, πέντε ἤ δέκα ἡμέραι δὲν παρέρχονται καὶ ἡ καλύβη καταπίπτει. Ἔπειτα ἡ καλύβη δὲν δύναται νὰ σταθῇ, ἄν τις περὶ αὐτῆς δὲν προνοῇ, καὶ ὁ μέγας καὶ θαυμάσιος οὗτος κόσμος ἤθελε παραμείνει σῶος ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον, ἄν δύναμις ὑπερτάτη τοῦτον δὲν διηύθυνε καὶ συνεκράτει;

            Ἀλλά, ἡμεῖς, λέγουν πολλοί, βλέπομεν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον πολλὰς ἀνωμαλίας καὶ παράδοξα. Σεισμοὺς καταστρεπτικούς, πλημμύρας, ἐμπρησμούς, διὰ τῶν ὁποίων δεινῶν πολλοὶ ἄνθρωποι ἀφανίζονται. Ποῦ, λοιπόν, λέγουσιν, ἡ θεία Πρόνοια; Καὶ ἡμεῖς ἀπαντῶτες λέγομεν:

            Ποσάκις αἱ ἀνωμαλίαι αὗται καὶ αἱ συγκρούσεις τῶν στοιχέιων δὲν εἶναι φαινομενικαὶ πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀδυνατοῦντας νὰ διΐδωμεν τὸν σύνδεσμον τῶν ὄντων, πολλάκις δὲ καὶ ἀναγκαῖαι πρὸς συντήρησιν τοῦ σύμπαντος; Πόσα ἐξ ἀγνοίας θεωροῦμεν ἄχρηστα καὶ ἐπιβλαβῆ, ἅτινα ἡ ἐπιστήμη σὺν τῷ χρόνῳ ἀποδεικνύει σκόπιμα καὶ ἐπωφελῆ;

            Καὶ πόσα εἰς τὴν συντήρησιν τοῦ σύμπαντος ἀναγκαιότατα, ἅτινα ἐνομίζομεν καταστρεπτικώτατα; Ποσάκις δὲ δι’ αὐτῶν δὲν ἐπιτυγχάνεται εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀνώτερόν τι ἀγαθόν, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτήσαντα ἄνθρωπον παιδεύῃ καὶ σωφρονίζῃ δι’ αὐτῶν καὶ καθιστᾷ ἄξιον τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν;

            Διότι καὶ τὰ στοιχεῖα μετέρχεται πολλάκις ὁ Θεὸς πρὸς τιμωρίαν τῶν ἁμαρτωλῶν, ὡς μετῆλθεν ἐπὶ Νῶε τὸ ὕδωρ πρὸς καταποντισμὸν τῶν ἀσεβῶν καὶ τὸ πῦρ ἐπὶ Ἀβραὰμ πρὸς ἐμπρησμὸν τῶν Σοδομιτῶν.

            Ἄλλοι πάλιν λέγουν· ἀφοῦ ὁ Θεὸς περὶ πάντων προνοεῖ καὶ πατρικῶς ἀγρυπνεῖ, πῶς εἰς ἄλλα μὲν ἐκ τῶν τέκνων του ἄφθονα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ ἔδωσεν, ἄλλα δὲ καὶ αὐτῶν τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων ἐστέρησεν; Ἀλλ’ αὐτὸ τοῦτο, τρανῶς τὴν θείαν Πρόνοιαν μαρτυρεῖ. Διότι διὰ τῆς ἀνίσου διανομῆς τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν τὸν δεσμὸν τῆς κοινωνίας θαυμασίως συνέσφιγξε καὶ τὴν σωτηρίαν πάντων εὐκολωτέραν κατέστησε.

            Διότι ἄν ἦσαν ὅλοι πλούσιοι, ποῖοι θὰ ἠσχολοῦντο εἰς τὰ βαρέα ἐκεῖνα ἔργα τὰ ὁποῖα εἶναι τόσον ἀναγκαῖα; Καὶ πάλιν ἄν ἦσαν ὅλοι πτωχοὶ ποῖος θὰ ἔδιδεν ἐργασίαν εἰς αὐτούς, ποῖοι θὰ ἐνίσχυον τὰς τέχνας καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ ποῖοι θὰ ἤρχοντο τῶν δυστυχῶν βοηθοί;

            Ἄν δὲν ὑπῆρχον πλούσιοι ἀλλ’ ὅλοι ἦσαν πτωχοί, ποῖοι θὰ ἐσώζοντο διὰ τῆς ἀγαθοεργίας; Καὶ ἄν δὲν ὑπῆρχον πτωχοί, ἀλλ’ ὅλοι ἦσαν πλούσιοι, ποῖοι θὰ ἐσώζοντο διὰ τῶν θλίψεων καὶ τῆς ὑπομονῆς; Ὄντως θαυμαστὴ ἡ θεία Πρόνοια πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάντα, εὐτυχίαι καὶ δυστυχίαι, ἐξαρτῶνται ἐξ αὐτῆς.

            Πλούτη, ἐπιστήμη, σοφία, εὐγλωττία, δύναμις, ὑγεία καὶ εἴ τι ἄλλο ἀγαθὸν ἐμπιστευθὲν εἰς ἡμᾶς ὑπὸ τοῦ Πλάστου εἶναι ἱερὰ παρακαταθήκη, εἶναι δῶρα θεῖα, δοθέντα εἰς ἡμᾶς, ἵνα καλῶς διαχειρισθῶμεν αὐτά, καὶ δι’ αὐτῶν ἀποκτήσωμεν τὰ αἰώνια ἀγαθά.

Scroll to Top