Ἐγκύκλιος Περὶ Γάμου καὶ Διαζυγίου

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·

ΕΝΑ ἀπὸ τὰ Μυστήρια τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου, τὸ ὁποῖο καλεῖται «Μέγα» (Ἐφ. 5:32). Πρόκειται γιὰ τὴν εὐλογία τοῦ ἑκουσίου καὶ ἰσοβίου δεσμοῦ τῶν συζύγων, ἑνὸς ἀνδρὸς καὶ μιᾶς γυναικός, μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ὁ ἔγγαμος βίος τους νὰ ἐξαγιασθεῖ χάριν ἀλληλοβοήθειας στὴν κοινὴ ζωὴ καὶ χριστιανική τους πορεία, ὅπως καὶ χάριν γεννήσεως νομίμων τέκνων καὶ χριστιανικῆς διαπαιδαγωγήσεώς τους.

Ὁ Γάμος εἶναι ὁδὸς ποὺ ὁ Θεὸς συνέστησε γιὰ ἐπίτευξη τοῦ τελικοῦ καὶ ὕστατου σκοποῦ τῆς δημιουργίας καὶ ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ Ἁγιασμὸς (βλ. Λευϊτ. 20:7, 26, Α’ Πέτρ. 1:16).

Τὸ Μυστήριο περιγράφεται μὲ σαφήνεια στὴν Ἁγία Γραφή: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2:24, Ματθ. 19:5-6, Ἐφ. 5:31). Ἐν τούτοις, ἀποτελεῖ μέσον καὶ ὄχι αὐτοσκοπό, γιὰ τὴν κατόρθωση τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς σωτηρίας του, καὶ ὄχι βέβαια τῆς ἐκτροπῆς καὶ ἀπωλείας του. Ἕνα πολὺ σημαντικὸ μέσον, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπορρέουν σπουδαῖα ἀγαθὰ γιὰ τὴν ζωὴ καὶ εὐλογία τοῦ ἀνθρώπου (τεκνογονία, συντροφικότητα, ἀσφάλεια, προστασία, ἀλληλοσυμπλήρωση, κοινωνία κ.λπ.). Καὶ τοῦτο, ὥστε μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος ὁ βίος τῶν συζύγων μέσα στὴν πνευματικότητα καὶ καθαρότητά του νὰ μοιάζει καὶ νὰ προτυπώνει τὸν πνευματικὸ γάμο τοῦ πιστοῦ, ὅπως καὶ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὴν δημιουργικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Ὑπάρχει ἱεράρχηση στὸν Γάμο, ἡ ὁποία ὅταν δὲν λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν προξενεῖ δυσλειτουργίες καὶ προβλήματα. Ὁ ἄνδρας τίθεται ὡς κεφαλή, καὶ σὰν τὸν Χριστὸ ἀγαπᾶ μέχρι θυσίας τὴν γυναίκα καὶ τὴν οἰκογένειά του, ἐνῶ ἡ γυναίκα ὡς ἰσότιμο μέλος, ποὺ ἔχει κληθεῖ στὴν ἀπόλαυση τῶν αὐτῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ὀφείλει νὰ ἐπιδεικνύει τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν ἄνδρα της. Καὶ ἔτσι ἀποτελοῦν εὐλογημένη συζυγία, μία «κατ’ οἶκον ἐκκλησία», ὅπου βασιλεύει ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅπου τὰ παιδιὰ ποὺ στέλνει ὁ Θεὸς γίνονται ἀποδεκτὰ ὡς τὰ πιὸ πολύτιμα δῶρα Του καὶ οἱ πιὸ ἐμφανεῖς καὶ πολύτιμες ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης τῶν συζύγων.

Ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνδρογύνου, ὡς ἀδιάπτωτη ὁμόνοια ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀποκτᾶ ἐν Χριστῷ πληρότητα καὶ τελειότητα καὶ γίνεται ἀδιάλειπτη καὶ παντοτινή. Μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ τὶς Ἀρετὲς τρέφεται καὶ ζωοποιεῖται, ὥστε οἱ σύζυγοι ὡς μία ψυχὴ καὶ ἕνα σῶμα νὰ συνεργοῦν ἀπὸ κοινοῦ στὴν αὔξηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν καλυτέρευση τῆς κοινωνίας. Ὁ ἀκατάλυτος δεσμός τους ἔχει τόση σημασία καὶ βαρύτητα, ὥστε ὁ Κύριός μας νὰ ἀποκλείει ἐντελῶς τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ χωρισμοῦ καὶ τῆς διασπάσεως: «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19:6, Μάρκ. 10:9). Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι… ἄνδρα γυναίκα μὴ ἀφιέναι» (Α΄ Κορ. 7:10-11).

Γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀνθρώπινη καλὴ θέληση. Γιὰ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς θείας δωρεᾶς γιὰ πρόοδο καὶ ἐπιτυχία, ἀπαιτεῖται μὲν συνεχὴς ἀνθρώπινη προσπάθεια, ἀλλὰ κυρίως ἐπίκληση τῆς θείας ἐνισχύσεως καὶ βοηθείας. Μόνον ἐν Χριστῷ ἕνα ἀληθινὰ ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο ἐπιθυμεῖ τὴν τελειότητα στὴν ἀγάπη, διότι μόνον ἡ Χάρη Του παρέχει τὴν δυνατότητα ἐκπληρώσεως ἑνὸς τόσο ὑψηλοῦ στόχου. Μόνον ὁ Χριστὸς μεταμορφώνει τὶς σχέσεις, ὅπως μετέτρεψε τὸ νερὸ σὲ κρασὶ στὸν Γάμο τῆς Κανᾶ, τὶς ἐμβαθύνει καὶ ἀποκαθαίρει ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ ἐκτραποῦν σὲ ἁμαρτία καὶ βεβήλωση. Μόνον Αὐτὸς λυτρώνει ἀπὸ τοὺς κλυδωνισμοὺς τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι κτυποῦν ἀπὸ διάφορες κατευθύνσεις, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, τὴν πορεία καὶ τὴν σχέση ἀκόμη καὶ τοῦ πιὸ ἀγαπημένου ἀνδρογύνου.


Τὸ ἀδιάλυτον τοῦ Γάμου αἴρεται κατὰ φυσικὸ λόγο μόνον ἀπὸ τὸν θάνατο. Σωματικὰ μόνον ἐπέρχεται χωρισμός, ἀφοῦ τὸ ἕνα μέρος μεταβαίνει στὴν ἄλλη ζωή. Τὸ ἕτερο μέρος ποὺ παραμένει στὴν παροῦσα ζωὴ θὰ πρέπει κανονικὰ νὰ ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ συζυγία δὲν ὑφίσταται μὲν στὴν ἄλλη ζωὴ ὅπως τὴν γνωρίζουμε ἐδῶ, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ κοινωνία τοῦ ζεύγους ἔχει αἰώνια προοπτική, ἀφοῦ ὁλοκληρώνεται στὴν αἰωνιότητα, ὡς κοινωνία ἀληθινῆς ἀγάπης καὶ ἑνότητος. Στὴν ἄρση τῶν Στεφάνων στὴν Ἀκολουθία τοῦ Γάμου παραδίδουμε αὐτοὺς στὸν Θεό, γιὰ νὰ τοὺς «ἀναλάβει» στὴν Βασιλεία Του, δηλώνοντας ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν οὐσιώδη ἀλήθεια.

Ἐν τούτοις, στὴν περίπτωση χηρείας ὅταν συντρέχουν σοβαροὶ λόγοι γιὰ σύναψη ἄλλου Γάμου, τότε αὐτὸς εἶναι ἐπιτρεπτὸς καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεκτός, ἔστω καὶ ἄν δὲν εἶναι κάτι τὸ ὑποχρεωτικὸ καὶ ἐπιβεβλημένο. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτείνει, γιὰ παράδειγμα, οἱ νεώτερες χῆρες καλύτερα νὰ ὑπανδρεύονται, γιὰ ἀποφυγὴ σκανδαλισμῶν καὶ σαρκικῶν ἐκτροπῶν ἀπὸ ἀπρόσεκτη συμπεριφορὰ (Α’ Τιμ. 5:14).


Ὡς πρὸς τὸ Διαζύγιο, γνωρίζουμε ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἐπέτρεπε στὸν ἄνδρα ἄν ἔβρισκε κάτι «ἄσχημον» στὴν γυναίκα του ποὺ δὲν τὸ ὑπέφερε, νὰ τῆς δίδει «βιβλίον ἀποστασίου», δηλαδὴ διαζύγιο (Δευτ. 24:1-4). Ὅμως, ἀκόμη καὶ τότε ἔπρεπε νὰ ἐπικαλεσθεῖ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα, διότι διαφορετικὰ τοῦ ἐπιβαλλόταν πρόστιμο καὶ μὴ δυνατότητα χωρισμοῦ. Τὸ ἤθη ἦταν πολὺ αὐστηρὰ καὶ τὸ διαζύγιο ἐθεωρεῖτο «μισητὸ» ἀπὸ τὸν Θεὸ (Μαλ. 2:13-16). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Νόμος διέτασσε: «οὐ μοιχεύσεις» (Ἐξ. 20:13) καὶ «οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου… οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ» (Δευτ. 5:18, 21).

Ὁ Κύριος στὴν περίοδο τῆς Χάριτος σὲ σχετικὴ ἐρώτηση τῶν Μαθητῶν Του ἐπιβεβαίωσε γιὰ τὸ ἀκατάλυτον τοῦ Γάμου καὶ ὑπενθύμισε ὅτι ἄν εἶχε ἐπιτραπεῖ τὸ διαζύγιο («βιβλίον ἀποστασίου») ἦταν γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ βαρβαρότητά τους, πρὸς ἀποφυγὴν ἀκόμη καὶ φόνων. Μόνον σὲ συζυγικὴ ἀπιστία ἐπιτρέπεται τὸ διαζύγιο [«παρεκτὸς λόγου πορνείας» (Ματθ. 5:32)], ἀλλὰ καὶ πάλι ὄχι ὑποχρεωτικά, διότι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἐπιτρέπει τὸν χωρισμὸ σὲ περίπτωση ποὺ τὸ ἀπατημένο μέρος δὲν δύναται νὰ ὑποφέρει αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ βεβαίως καθόλου δὲν τίθεται ἐδῶ τὸ ἐνδεχόμενο συνάψεως νέου Γάμου. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν τίθεται ἄμεσο θέμα ἀδείας γιὰ σύναψη δευτέρου Γάμου, ἐν ἀναμονῇ μετανοίας τοῦ ὑπαιτίου καὶ πιθανῆς διαλλαγῆς. Καὶ μόνον ἄν τοῦτο δὲν ἐπιτυγχάνεται, τότε ἄδεια γιὰ δεύτερο Γάμο δύναται κανονικὰ νὰ λάβει μόνον τὸ ἀθῶο μέρος καὶ ὄχι τὸ ἔνοχο. Διότι ἐκεῖνο ὀφείλει νὰ θρηνεῖ διὰ βίου γιὰ τὴν πτώση του (Βλ. Σχόλια στὸν 48ο Ἀποστολικὸ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου).

Πάντως, ὅταν τὸ Διαζύγιο κρίνεται ἀναπόφευκτο, ἐκδίδεται ὑπὸ προϋποθέσεις. Ἀπὸ παλαιὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἀναίτιο καὶ ὄχι τὸ ἔνοχο μέρος ὑπέβαλε σχετικὴ αἴτηση στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχή, ὥστε ἡ ὑπόθεση νὰ ἐξετασθεῖ καὶ νὰ καταβληθεῖ προσπάθεια συμφιλιώσεως ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο. Μόνον σὲ ἀποτυχία τούτου ἐξεδίδετο Διαζύγιο. Ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν καὶ κανονικὰ εἶναι ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου ὅπου κανεὶς ἐξωγενὴς παράγοντας δὲν παρενέβαινε καὶ κανονικὰ δὲν παρεμβαίνει.

Ἐν τούτοις, ἡ ἔκδοση ἐκκλησιαστικοῦ Διαζυγίου ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν πράξη ἀποτροπιαστική. Στὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια ὁ δεύτερος Γάμος ἀκόμη μάλιστα καὶ γιὰ τοὺς ἐν χηρείᾳ διατελοῦντας, ἀπεκαλεῖτο «εὐπρεπὴς μοιχεία» (Ἀπολογητοῦ Ἀθηναγόρου, «Πρεσβεία [Ἀπολογία] περὶ Χριστιανῶν», § 33, ΒΕΠΕΣ τ. 4, σελ. 308).

Ὡς πρὸς τὴν ἀπαγόρευση Διαζυγίου χάριν συνάψεως νέου Γάμου, ὁ 48ος Ἀποστολικὸς Κανόνας εἶναι σαφής: «Εἴ τις λαϊκὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἐκβαλών, ἑτέραν λάβοι, ἢ παρὰ ἄλλου ἀπολελυμένην, ἀφοριζέσθω». Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἄν κάποιοι χωρίσουν ὄχι γιὰ ἀπιστία συζυγική, καὶ συνάψουν ἄλλη σχέση, πρέπει νὰ κανονίζονται ὡς μοιχοὶ ἕως ὅτου μετανοήσουν (ἤτοι 7 ἔτη ἀκοινωνησίας κατὰ τὸν 87ο Κανόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 20ὸ τῆς Ἀγκύρας καὶ 77ο τοῦ Μ. Βασιλείου).

Ὁ 113ος Κανόνας τῆς Καρθαγένης λέγει ὅτι τὰ ἀνδρόγυνα ποὺ χωρίζουν ἄνευ πορνείας/μοιχείας, ἢ πρέπει νὰ μένουν πλέον ὡς ἔχουν ἀνύπανδρα, ἢ νὰ διαλλαγοῦν. Τοῦτο βέβαια ἀπηχεῖ τὴν Ἁγιογραφικὴ διδασκαλία, ὅτι ἄν ἡ γυναίκα χωρίζεται ἀπὸ τὸν ἄνδρα της νὰ μείνει ἄγαμη. Ἄν δὲν μπορεῖ, τότε νὰ συμφιλιώνεται μὲ τὸν ἄνδρα της. Καὶ ὁ ἄνδρας νὰ μὴν ἀφήνει τὴν γυναῖκα του (Α’ Κορ. 7:10-11).

Αὐτὸς ποὺ θὰ χωρίσει τὴν γυναίκα του ὄχι γιὰ συζυγικὴ ἀπιστία γίνεται αἴτιος, ὡς ἠθικὸς αὐτουργός, νὰ θεωρεῖται ἐκείνη μοιχαλίδα ἄν ὑπανδρευθεῖ ἄλλον (Ματθ. 5:31-32). Ὅπως καὶ αὐτὴ ποὺ θὰ ἀφήσει τὸν ἄνδρα της γιὰ νὰ πάρει ἄλλον (Μάρκ. 10:12).

Ὁ Κυριακὸς λόγος εἶναι ἀπολύτως αὐστηρός: «Πᾶς ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμῶν ἑτέραν μοιχεύει, καὶ πᾶς ὁ ἀπολελυμένην ἀπὸ ἀνδρὸς γαμῶν μοιχεύει» [Καθένας ποὺ χωρίζει τὴν γυναῖκα του καὶ νυμφεύεται ἄλλη, διαπράττει μοιχεία, καὶ καθένας ποὺ νυμφεύεται διαζευγμένη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, διαπράττει μοιχεία] (Λουκ. 16:18). Τὸ σαφέστατο συμπέρασμα εἶναι ὅτι οἱ διαζευγμένοι ποὺ ξαναπαντρεύονται (ἐκτὸς τῆς προαναφερθείσης περιπτώσεως συζυγικῆς ἀπιστίας) λογίζονται κανονικὰ ὡς μοιχοί.

Στὴν ἀπαγόρευση Διαζυγίου συντείνει ἰδιαιτέρως καὶ ὁ σημαντικὸς λόγος ὑπάρξεως τέκνων, καὶ μάλιστα ἀνηλίκων· τοῦτο ἰσχύει ἀκόμη καὶ γιὰ ὅσους ἢ ὅσες ἐπιθυμοῦν τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Γάμου «προφάσει ἀσκήσεως».

Στὰ σοβαρὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ὑφίστανται στοὺς Γάμους καὶ κάποτε τοὺς κλονίζουν συθέμελα, ἡ σύσταση τῆς Ἐκκλησίας στὰ ζεύγη καὶ μάλιστα στὶς γυναῖκες εἶναι αὐτὴ τῆς Ὑπομονῆς (βλ. 9ο Κανόνα Μ. Βασιλείου) ὅ,τι καὶ ἄν ὑποφέρει τὸ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀκόμη καὶ δαρμοὺς καὶ ἀδικίες καὶ κατασπατάληση περιουσίας/προίκας, ἕως καὶ αὐτὴ τὴν περίπτωση τοῦ δαιμονισμοῦ!

Ἐξαίρεση γίνεται μόνον σὲ ἰδιαίτερα ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅταν γιὰ παράδειγμα ἔχουμε ἀποδεδειγμένα ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς, ἤτοι ἀπόπειρα φονεύσεως ἑνὸς μέρους ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἢ κάποιον ἄλλο λόγο ποὺ ἀπαντᾶται στὴν Κανονιστικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (αἵρεση, συγγένεια σαρκικὴ ἢ πνευματική, μοναχικὴ ἀφιέρωση ἐκ συμφώνου, «ἀφάνεια» μακρᾶς διαρκείας, ἐγκατάλειψη συζυγικῆς ἑστίας, αἰχμαλωσία, προαγωγὴ σὲ μοιχεία, ἐπιβουλὴ σωφροσύνης παρὰ φύσιν, ψευδὴς κατηγορία γιὰ δῆθεν διάπραξη μοιχείας, συγκατοίκηση μὲ παλλακίδα, ἄμβλωση παρὰ τὴν ἀντίθεση τοῦ ἄλλου μέρους).

Λόγῳ λοιπὸν ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ ἀδυναμίας τελεῖται σὲ κάποιες περιπτώσεις δεύτερος Γάμος καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ ζήτημα αὐτὸ ἐπεδείκνυε μὲν σχετικὴ συγκατάβαση καὶ ἐλαστικότητα, στὸ πνεῦμα τῆς Οἰκονομίας, χωρὶς βεβαίως καὶ νὰ καταστρατηγεῖ τὶς βασικὲς Ἁγιογραφικὲς καὶ Κανονικὲς ἀρχὲς γιὰ τὸ εὐαίσθητο αὐτὸ ζήτημα.

Ὅμως, ὁ δεύτερος Γάμος καὶ στὶς λίγες ἐκεῖνες περιπτώσεις ποὺ εἶναι ἐπιτρεπτός, ἐκλαμβάνεται ὡς τελούμενος «κατὰ συγχώρησιν», χωρὶς νὰ εἶναι κατὰ πάντα εὔλογος καὶ ἀκατηγόρητος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅποιος τελέσει ἀκόμη καὶ δικαιολογημένα δεύτερο Γάμο δέχεται τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας ἐπὶ ἕνα ἤ δύο ἔτη (4ος Κανόνας Μ. Βασιλείου). Ἐπίσης, ὁ δίγαμος κανονικὰ δὲν στεφανώνεται (2ος Κανόνας Ἁγίου Νικηφόρου Κων/λεως), ἄν καὶ στὰ ἐν χρήσει Εὐχολόγια προβλέπεται στέψη ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, οὔτε καὶ ὁ Πρεσβύτερος ποὺ εὐλογεῖ τὸν Γάμο αὐτὸ παρακάθεται ἐν συνεχείᾳ στὸ γαμήλιο δεῖπνο (7ος Κανόνας Νεοκαισαρείας), διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγχαίρει σὲ κάτι τὸ ὁποῖο ἐπιτιμᾶται.

Στὴν συνάφεια αὐτὴ εἶναι σκόπιμο νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους στὸν Θεὸ Μοναχοὺς καὶ Μοναχὲς ὁ Γάμος ἀπογορεύεται ἐντελῶς, ἀκόμη καὶ ἄν αὐτοὶ ἀποβάλλουν τὸ σχῆμα τῆς Μετανοίας (6ος Μ. Βασιλείου καὶ 16ος τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), οἱ δὲ ἔγγαμοι Ἱερεῖς καὶ Διάκονοι δὲν δύνανται νὰ συνάψουν δεύτερο Γάμο ἀκόμη καὶ σὲ περίπτωση χηρείας ἤ καὶ καθαιρέσεως ἀπὸ τὴν Ἱερωσύνη (26ος Ἀποστολικός, 6ος καὶ 44ος Κανόνες Μ. Βασιλείου καὶ 6ος τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Ὁ δὲ τρίτος Γάμος, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμη καὶ αὐτός, θεωρεῖται «παρανομία» κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ἤ «πορνεία κεκολασμένη» κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο («συνεσταλμένη» τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης). Ὁ τρίγαμος λαμβάνει ἐπιτίμιο 5 ἐτῶν ἀκοινωνησίας (3ος Κανόνας Νεοκαισαρείας, 4ος Μ. Βασιλείου) καὶ κατόπιν ἐπιτρέπεται νὰ κοινωνεῖ τρεῖς μόνον φορὲς ἐτησίως.


Ὅλα αὐτὰ ὑπενθυμίζονται στὸν Κλῆρο καὶ τὸν Λαὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄχι γιὰ νὰ προξενήσουν κάποιον φόβο ἤ δυσφορία νομικῆς καὶ σχολαστικῆς φύσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακηρυχθεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδό μας ἡ σωστικὴ Εὐαγγελικὴ καὶ Κανονικὴ ἀκρίβεια ὡς πρὸς τὰ σοβαρὰ θέματα τοῦ Γάμου καὶ τοῦ Διαζυγίου, διότι ὑπάρχει ἐν πολλοῖς ἄγνοια σὲ βασικὰ πράγματα τῆς Πίστεώς μας, ὅπως ἐπίσης καὶ προσπάθεια κάποτε παρακάμψεως ὅσων ἰσχύουν μὲ κριτήρια κοσμικὰ καὶ ἐξω-εκκλησιαστικά.

Στὴν ἐποχή μας γνωρίζουμε ὅτι ἡ σαρκολατρία κατακυριεύει ἐν πολλοῖς ἐγγάμους καὶ ἀγάμους καὶ αὐτὸ προβάλλεται μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσον στὴν σύγχρονη πραγματικότητα ὡς φυσικὸ καὶ ἀποδεκτὸ ἤ ἀκόμη καὶ ὡς ἀναγκαῖο (!), οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς Πίστεως καὶ Ἤθους κλονίζονται συθέμελα, οἱ σχέσεις δοκιμάζονται, ἡ οἰκογένεια πλήττεται μὲ κάθε τρόπο ὡς πρὸς τὴν ἑνότητα καὶ συνοχή της. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη ἐμμονῆς στὰ παραδεδομένα πάσῃ θυσίᾳ καὶ προφυλάξεως ἀπὸ τὴν πτώση στὰ ἀπογορευμένα.

Οἱ ἀνεπίτρεπτες οἰκονομίες, συγκαταβάσεις καὶ παραβάσεις μπορεῖ νὰ φαίνονται ὅτι «ἀναπαύουν» τοὺς συγχρόνους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι συνήθως καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ θελήματά τους ἐπιθυμοῦν νὰ ἱκανοποιοῦν, καὶ τὰ πάθη τους νὰ ἀμνηστεύουν, ἀλλὰ καὶ τὸν καθησυχασμὸ τῆς συνειδήσεώς τους νὰ λαμβάνουν, δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ ἔχουν τὴν θεία ἔγκριση καὶ εὐλογία, οὔτε βεβαίως νὰ παρέχουν τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἐξασφαλίσεως αἰωνίου σωτηρίας.

Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ τραγικότητα τοῦ «αὐτομάτου» καὶ τοῦ «συναινετικοῦ» διαζυγίου. Ἡ Πολιτεία μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες λύει πλέον πάρα πολὺ εὔκολα καὶ γρήγορα ἀπὸ νομικῆς πλευρᾶς τοὺς Γάμους, ἀκόμη καὶ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι τελέσθηκαν κανονικῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ οἱ θεωρούμενοι ὡς πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπώλεσαν ἐν πολλοῖς τὸ «μέτρο» καὶ «κριτήριο» τῶν ἐπιλογῶν τους. Ἀντὶ γιὰ τὸν αἰώνιο Θεὸ καὶ τὸν ἀκατάλυτο Λόγο καὶ Νόμο Του, ὑπερισχύουν οἱ θελήσεις καὶ τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀνυπονησία, ἡ διάθεση καταβάσεως ἀπὸ τὸν σταυρό, ἡ ἐγκατάλειψη τῶν εὐθυνῶν, ἡ διασάλευση τῶν ἰσορροπιῶν, ἡ ἐπικράτηση αὐτοῦ ποὺ ἱκανοποιεῖ καὶ ὄχι αὐτοῦ ποὺ πρέπει.

Ἡ εὔκολη προσφυγὴ εἶναι στὰ δικαστήρια, στὶς κοσμικὲς ἀρχὲς γιὰ «λύση» τοῦ Γάμου, ὥστε μετὰ οἱ ἐκκλησιαστικὲς Ἀρχὲς νὰ ἀναγκασθοῦν, μὲ εἰσαγγελικὴ μάλιστα παραγγελία καὶ πρὸ τετελεσμένου εὑρισκόμενες, νὰ «ἐπικυρώσουν» καὶ πνευματικὰ αὐτὸ ποὺ «ἐπιτεύχθηκε» κοσμικά! Οἱ ὅροι ἔχουν δυστυχῶς ἀντιστραφεῖ. Πρῶτα ἔπρεπε, ὅπως γινόταν πάντοτε, νὰ καταβληθεῖ προσπάθεια ἐκκλησιαστικὴ γιὰ ἀποσόβηση τοῦ μοιραίου, καὶ μόνον ἄν τοῦτο ἀποτύγχανε ἐπανειλημμένα, μόνον τότε θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ ἔναρξη διαδικασίας λύσεως τοῦ Γάμου. Ἄν ἡ περαιτέρω συμβίωση τοῦ ζεύγους κριθεῖ ἀπὸ τοὺς Πνευματικοὺς πατέρες τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς μὴ δυνατὴ καὶ ὁ χωρισμὸς ἀναπόφευκτος, τότε μὲ συνοχὴ καρδίας καὶ ὀδύνη βαθύτατη ἐκδίδεται ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους Ἀρχιερεῖς ἐκκλησιαστικὸ Διαζευκτήριο.

Ὡς πρὸς τὴν δυνατότητα τελέσεως δευτέρου Γάμου, εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνεται προσεκτικὴ ἔρευνα γιὰ τὸ ἐπιτρεπτὸν ἤ μὴ τούτου κατὰ περίπτωσιν, καὶ ἄν συντρέχει πράγματι ἀνάγκη -γιὰ τὴν πρόληψη τῶν χειροτέρων- νὰ δίδεται τέτοια ἄδεια, τότε αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀποτελεῖ ὄντως ποιμαντικὴ οἰκονομία καὶ ὄχι προφανῆ παρανομία, ἡ ὁποία μόνον ἐπιβάρυνση ἐπιφέρει καὶ ὄχι ἀνάπαυση καὶ εὐλογία Ἁγιοπνευματικὴ στοὺς ἐμπλεκομένους.


Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·

Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ φροντίσουμε νὰ καταρτισθοῦμε, Κλῆρος καὶ Λαός, στὴν ὀρθὴ ἐπίγνωση τόσο τῶν εὐλογιῶν, ὅσο καὶ τῶν ὑποχρεώσεων ποὺ ἐπιφέρει τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου σὲ ὅσους τὸ ἐπιλέγουν, ὥστε νὰ διαφυλάσσεται πάσῃ θυσίᾳ ἡ ἱερότητά του καὶ τὸ ἀνεπίτρεπτον τῆς διασπάσεώς του, ἀφοῦ δόθηκε παρὰ Θεοῦ ὡς ὁδὸς σωτηρίας, ἔστω καὶ δύσκολης καὶ μαρτυρικῆς, καὶ ὄχι ἀπωλείας. Ἡ ἄρνηση αὐτῆς τῆς ὁδοῦ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέλος, παρὰ πιθανὸν τὴν θέληση τοῦ ἑτέρου, ἴσως διότι δὲν συνέβη ἡ ἀπαραίτητη μετάβαση ἀπὸ τὸ «ἐγὼ» στὸ «ἐμεῖς», συνιστᾶ μία τραγωδία ἤ καὶ προδοσία μὲ πάρα πολὺ σοβαρὲς συνέπειες καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴν μέλλουσα.

Ὅσο δύσκολες καὶ φαινομενικὰ διάφορες καὶ ἄν εἶναι οἱ σύγχρονες συνθῆκες ζωῆς, ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων δὲν ἀλλάζει, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀλλοιώνονται οὔτε προσαρμόζονται σὲ σχέση μὲ τὶς ἐφάμαρτες συνήθειες καὶ παραβάσεις τῶν ἀνθρώπων· διότι αὐτὸ ποὺ δεικνύουν καὶ προστατεύουν εἶναι ἡ ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θεοείδεια καὶ αἰώνια σωτηρία του, καὶ ὄχι ἡ συγκατάβαση στὴν ἔκπτωση καὶ ἀπείθειά του, παρὰ τὴν φιλάνθρωπη Οἰκονομία ποὺ ἐφαρμόζεται κατὰ περίπτωση γιὰ τὴν διαφύλαξη καὶ ἀνόρθωση τοῦ πεσμένου καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἀποδοχὴ καὶ «νομιμοποίηση» τοῦ μὴ ἐπιτρεπτοῦ.

Εἴθε ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωση τοῦ θείου θελήματος στὴν ζωή μας καὶ στὴν συνεπῆ ἐπιτέλεσή του, πρὸς σωτηρίαν αἰώνιον. Ἀμήν!

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
† Ὁ Ἀθηνῶν Καλλίνικος
καὶ τὰ Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος

Ἐν Ἀθήναις, 24-10/06-11-2019

Scroll to Top