Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλοςἔναντι τῆς εἰδωλολατρικῆς Ἐξουσίας

Ἀναδημοσιεύουμε παλαιότερο κείμενό μας, τὸ ὁποῖο θεωροῦμε ὅτι ἔχει μεγάλη ἐπικαιρότητα στὶς ἡμέρες μας. Βεβαίως οἱ τραγικὲς ἐξελίξεις κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς λεγομένης πανδημίας θὰ ἔδιδαν τὶς ἀφορμὲς γιὰ πληρέστερη ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων, ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι ὁ προσεκτικὸς ἀναγνώστης θὰ λάβει ἐπαρκεῖς βάσεις γιὰ νὰ ἐξάγει πληρέστερα συμπεράσματα μόνος του: 

Α. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ὡς «καινὴ κτίσις»1, ὡς «σῶμα Χριστοῦ»2, πιστὴ στὴν παγκόσμια καὶ αἰώνια ἀποστολή της καὶ στὸν θεανθρώπινο χαρακτῆρα της, διέστειλε ἐξ ἀρχῆς τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὸ ρωμαϊκὸ-κρατικὸ πνεῦμα3. Ἦταν καὶ ἔμεινε μία καθαρὰ πνευματικὴ-θρησκευτικὴ ὀντότης καὶ ὄχι πολιτικὸ κίνημα.

Ὅμως, ὤφειλε στὴν ἱστορικὴ παρουσία της νὰ ἐνσωματώνεται εἰρηνικὰ στὸν κοινωνικό της περίγυρο, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν μεταμορφώση καὶ καθαγιάση. Ἦταν διασκορπισμένη σὲ ἕναν κόσμο, τὸν ὁποῖο ἐκαλεῖτο νὰ «ἐκκλησιοποιήση», ἐντὸς μιᾶς παγκοσμίου Αὐτοκρατορίας. Ἡ κοσμικὴ αὐτὴ Ἐξουσία ἦταν ἔναντί της ἄλλοτε ἀδιάφορη, ἄλλοτε –πρᾶγμα συνηθέστερο- ἐχθρική, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦνται προβλήματα ὡς πρὸς τὴν διαμόρφωσι τῶν σχέσεών της μὲ τὶς ἐξουσιαστικὲς δομὲς καὶ δυνάμεις τοῦ περιβάλλοντος κόσμου.

Ὁ καθορισμὸς τῶν σχέσεων τῶν Μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν εἰδωλολατρικὴ Πολιτεία ἦταν ἕνα λεπτὸ καὶ δύσκολο θέμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔπρεπε νὰ διατυπώσουν, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, κάποιες γενικὲς ἀρχὲς θεωρήσεως καὶ συμπεριφορᾶς.

Οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας δυνάμεθα νὰ εἰποῦμε, ὅτι ἦταν τυπικές, βασισμένες στὸν γνωστὸ ἐπιγραμματικὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο: «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»4. Τί ἐσήμαινε ὁ λόγος αὐτός;

Ὁ Κύριός μας, σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι τοῦ ἀπηύθυναν τὸ ἐρώτημα ἄν πρέπει νὰ καταβάλλουν φόρο στὸν Καίσαρα ἤ ὄχι, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν παγιδεύσουν, ἔδωσε μία ἀποστομωτικὴ ἀπάντησι θείας σοφίας καὶ ἐμπνεύσεως, διαχρονικῆς ἀξίας καὶ σημασίας.

Προέτρεψε σὲ ἀπόδοσι ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους πρὸς τὸν ἑκάστοτε ἐξουσιαστὴ μόνον αὐτοῦ ποὺ τοῦ ἀνήκει, δηλαδὴ στὴν καταβολὴ φόρου καὶ γενικὰ στὴν πιστὴ τήρησι καὶ ἐκπλήρωσι τῶν ὑποχρεώσεων πρὸς τὴν ἑκάστοτε πολιτικὴ ἀρχή, χωρὶς νὰ παραβλάπτεται ἡ εὐσέβεια5· παράλληλα, ἐτόνισε τὴν ὑποχρέωσι προσφορᾶς στὸν Θεὸ ὅσων ἀνήκουν εἰς Αὐτόν, δηλαδὴ ἀπόλυτη πίστι, ὑπακοὴ καὶ λατρεία. Οἱ ὑποχρεώσεις τῶν ὑπηκόων ἔναντι τῆς Πολιτείας δὲν εὑρίσκονται κατ’ ἀνάγκην σὲ ἀντίθεσι πρὸς τὰ λατρευτικὰ καθήκοντά τους ἔναντι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ· οἱ ὑποχρεώσεις πρὸς τὴν Πολιτεία καὶ τὰ καθήκοντα πρὸς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ συνδυάζωνται5, οἱ δὲ δύο αὐτὲς σαφῶς διακεκριμένες μεταξύ τους σφαῖρες, Πολιτεία καὶ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκην ἀσυμβίβαστες. Διότι, ἡ ἐξουσία τοῦ Καίσαρος, χωρὶς νὰ ἐξαγιάζεται, θεωρεῖται ὄχι ἀντίθετη, ἀλλὰ σύμφωνη μὲ τὴν παραχωρηθεῖσα ἀπὸ Θεοῦ τάξι τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων6.

Βεβαίως στὴν πρᾶξι, ὅταν ὑπάρχουν καλοὶ καὶ εὐσυνείδητοι Ἄρχοντες, ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου εὑρίσκει εὔκολη ἐφαρμογή. Ὅταν ὅμως ὑπάρχουν καταχρήσεις ἐξουσίας καὶ ἀνοικτὴ καταφορὰ ἔναντι τοῦ θείου Νόμου ἀπὸ μέρους κακῶν Ἀρχόντων, καὶ γενικὰ ὅταν ἡ κοσμικὴ Ἐξουσία ἀντιστρατεύεται καὶ αὐθαδιάζη ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τότε ἀναπόφευκτα ἐπέρχεται σύγκρουσις, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς Πολιτείας εἴτε ὡς παθητικὴ ἀντίστασις, εἴτε ὡς ἀπροκάλυπτη ἀπείθεια, προκειμένου νὰ μὴ ἀθετηθῆ καὶ καταπατηθῆ ἡ θεία Ἐντολή7.

Δὲν πρέπει νὰ λησμονῆται, ὅτι ὁ Κύριός μας εἶπε ἐπίσης, ὅτι «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»8, τὸ ὁποῖο στὴν περίπτωσί μας σημαίνει, ὅτι ὅταν ἡ Πολιτεία ἀπαιτῆ τὰ ἀνήκοντα στὸν Θεό, τότε δὲν ἐπιτρέπεται ἡ εἰρηνικὴ συμφωνία ὑποταγῆς στὴν παράνομη αὐτὴ ἀξίωσι. Ἡ Πολιτεία δὲν εἶναι θεσμὸς ὁριστικὸς καὶ θεῖος, ὥστε νὰ δύναται νὰ τεθῆ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἐπιπέδου πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι μία πραγματικότητα προσωρινή9, μὲ ἀποστολὴ σχετικὴ καὶ ὄχι ἀπόλυτη, ἐφ’ ὅσον ἀποβλέπει στὴν διαχείρησι τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων τῆς ἐφήμερης αὐτῆς ζωῆς.      


            Β. ΕΧΟΝΤΕΣ ὑπ’ ὄψιν τὰ ἀνωτέρω, δυνάμεθα νὰ παρακολουθήσουμε εὐχερέστερα τὴν λύσι, τὴν ὁποίαν ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ μάλιστα οἱ Πρωτοκορυφαῖοι Πέτρος καὶ Παῦλος, στὸ θέμα τοῦ καθορισμοῦ τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ εἰδωλολατρικῆς Ἐξουσίας, ἀλλὰ καὶ νὰ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὸ νόημά της.

            Πρέπει νὰ σημειώσουμε ἐκ προοιμίου, ὅτι ἡ αὐτοκρατορικὴ καὶ πολυθεϊστικὴ Ρωμαϊκὴ Ἐξουσία ἐπεδείκνυε γενικὰ ἀνοχὴ στὰ διάφορα θρησκεύματα καὶ μία ἰδιότυπη ἀνεξιθρησκεία. Ἐντυπωσίαζε δὲ τοὺς ὑπηκόους της μὲ τὴν ὀργανωτικὴ δομή της καὶ τὴν ἔμφασί της στὴν ἀνάπτυξι τοῦ Δικαίου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐξασφάλισι -διὰ τῆς γνωστῆς Pax Romana, εἰρηνικοῦ καὶ ἀδιατάρακτου βίου στοὺς λαοὺς ὑπὸ τὴν κυριαρχία της. Τοῦτο ἐθεωρεῖτο παράγων σταθερότητος, ἀλλὰ καὶ ἐμπόδιο ἀποκαλύψεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας.

Ὅμως, ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐξουσία ἦταν παράλληλα ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν θρησκεία καὶ ὁ Αὐτοκράτορας ἀξίωνε ἀποδόσεως θεϊκῶν τιμῶν στὸ πρόσωπό του ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του, ἐφ’ ὅσον οἱ Ρωμαῖοι κληρονόμησαν καὶ ἀνέπτυξαν τὸ θεοκρατικὸ πνεῦμα ἀποθεώσεως τῶν Ἐξουσιαστῶν, τὸ ὁποῖον εἶχε ἐπικρατήσει στὴν Ἀνατολή10. Αὐτὸ ἦταν βέβαια ἐντελῶς ἀπαράδεκτο γιὰ τοὺς Χριστιανούς, ὅταν δὲ κατεβάλετο προσπάθεια νὰ ἐπιβληθῆ ἡ αὐτοκρατορικὴ λατρεία καὶ εἰς αὐτούς, τότε προτιμοῦσαν τὸ ἔνδοξο Μαρτύριο.

            Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πολιτικο-θρησκευτικὸ πλαίσιο καὶ κλῖμα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρωμαῖος Πολίτης καὶ γενικὰ εἶχε ἀποκομίσει μία μᾶλλον θετικὴ ἐντύπωσι ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ τῆς ρωμαϊκῆς Ἐξουσίας, ὅταν προσέφευγε σὲ αὐτὴν κατὰ τὸν ἀμείλικτο κατατρεγμό του ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους11, ἤθελε νὰ ἐπιτύχη κάτι σημαντικὸ ὅσον ἀφορᾶ στὸν καθορισμὸ τῆς στάσεως ἔναντι τῆς πολιτικῆς Ἐξουσίας· ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία ἦταν στὰ σπάργανα καὶ πολλοὶ νεοφώτιστοι Χριστιανοὶ ἦταν ἰδιαίτερα ἀντιδραστικοὶ ἔναντι τῆς εἰδωλολατρικῆς Ἐξουσίας, μὲ τάσεις ἐπαναστατικές, ἐξ αἰτίας μάλιστα καὶ τῆς τραγικῆς οἰκονομικο-κοινωνικῆς ἀποτυχίας της, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ἔσπευσε στὴν Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή του νὰ τονίση τὴν θεόθεν προέλευσι τῆς Ἐξουσίας καὶ τὸ καθῆκον ὑποταγῆς σὲ αὐτήν12. Διότι, ἄν ἐγίνετο κάποιο ἐπαναστατικὸ κίνημα μὲ συμμετοχὴ τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον της, τότε οἱ κυρώσεις καὶ οἱ συνέπειες θὰ ἦταν φοβερές12α. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ὁ Ἀπόστολος τονίζει χαρακτηριστικά:   

            «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὗσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν.  Ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν· οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρῖμα λήψονται. Οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν. Θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστι σοι εἰς τὸ ἀγαθόν. Ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν, ἔκδικος εἰς ὀργὴν τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. Διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε· λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες. Ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν»12

            Μέσῳ αὐτοῦ τοῦ χωρίου, κατοχωρύνεται ἡ θεία καταγωγὴ τῆς κοσμικῆς Ἐξουσίας, ἡ ὁποία προέρχεται ἔμμεσα ἀπὸ τὸν Θεό, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι θείας φύσεως, ἀφοῦ ἀνήκει στὴν φυσικὴ τάξι τοῦ κόσμου τούτου13. Ἡ ὕπαρξις Ἀρχῆς καὶ Ἐξουσίας, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη, εἶναι «τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἔργον…, ἵνα μὴ ὁ κόσμος εἰς ἀκοσμίαν ἐμπέσῃ»14. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ὑποτάσσεται εἰς αὐτήν, διότι παραχωρεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὑπάρχει χάριν τῆς τάξεως καὶ τοῦ δικαίου, μὲ προορισμὸ νὰ τιμωρῆ μόνον τοὺς παραβάτες καὶ ὄχι τοὺς τηρητὲς τοῦ νόμου.

            Ὅμως, εἶναι ἄξιο προσοχῆς, ὅτι ἕλκει θεόθεν τὴν ἀρχὴ ὁ ἀπρόσωπος θεσμὸς τῆς Πολιτείας, ὡς ἀπαραίτητος ὀργανισμὸς γιὰ τὴν διατήρησι καὶ συντήρησι τῆς κοινωνίας, καὶ ὄχι προσωπικὰ ὁ Ἄρχων-οἱ Ἄρχοντες: «οὐκ εἶπεν· Οὐ γάρ ἐστιν ἄρχων, εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ, ἀλλὰ περὶ τοῦ πράγματος διαλέγεται λέγων· Οὐ γάρ  ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ», διευκρινίζει διαφωτιστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος15. Διότι, ἄν κάποιος «ἀλιτήριος» (κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσίδωρο) ἀναρριχηθῆ σὲ αὐτὴν μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, δὲν σημαίνει ὅτι καθίσταται/«χειροτονεῖται» ὁ τοιοῦτος ἀπὸ τὸν Θεό14! Ἔργο Θεοῦ λοιπὸν εἶναι ἡ Πολιτεία γενικά, ἐνῶ ἔργο ἀνθρώπινο εἶναι ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ ἐγκατάστασις Ἀρχόντων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἄρχισαν, μετὰ λίγα χρόνια, οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, οἱ πρῶτοι Ἀπολογητὲς καὶ Μάρτυρες τῆς Πίστεως ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ ἐδέχοντο, ὅτι οἱ διῶκτες τους εἶχαν κατασταθῆ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ ἤδη στὴν ἱερὰ Ἀποκάλυψι16 ἡ μὴ πλέον ἀνεκτική, ἀλλὰ ἀνοικτῶς καὶ λυσσωδῶς διωκτικὴ Ρωμαϊκὴ Ἐξουσία, ταυτίζεται μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Ἀντιχρίστου.

            Εἶναι σαφές, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέβεται τὴν Ἐξουσία, μέσα στὸ εὐαγγελικὸ πνεῦμα, τὴν ὁποίαν ὅμως δὲν ἀπολυτοποιεῖ, ἀλλὰ θεωρεῖ στοιχεῖο δευτερεύουσας σημασίας γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, διότι τονίζει ὅτι τὸ ἀληθινὸ πολίτευμά μας εἶναι ἐν τοῖς οὐρανοῖς17, στὴν μέλλουσαν πόλιν18, ἐφ’ ὅσον καθιστάμεθα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «συμπολῖται τῶν Ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ»19.

            Ὁ θεῖος Ἀπόστολος προτρέπει ἀλλοῦ σὲ προσευχὴ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα «ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι»20, διότι ὅταν εὐημεροῦν καὶ εὐδοκιμοῦν οἱ Ἄρχοντες, εὐεργετοῦνται οἱ ὑπήκοοι καὶ ἐπικρατεῖ εἰρήνη καὶ πρόοδος.    

            Πάρα ταῦτα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μὲ ὅσα ὑποστηρίζει, δὲν ἀμνηστεύει τὴν κακὴ καὶ φαύλη Ἐξουσία, ἀπορρίπτων δῆθεν τὴν ἀντίστασι κατ’ αὐτῆς, ὅπως ἴσως νομίζεται.

            Ὁ ἴδιος συνιστᾶ ἀλλοῦ στοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴ προσφεύγουν, γιὰ τὴν ἐπίλυσι τῶν διαφορῶν τους, στὰ δικαστήρια τῆς κοσμικῆς Ἐξουσίας21, καὶ τοῦτο σημαίνει προφανῶς ἀντίστασι κατὰ τοῦ φαύλου Κράτους, τοῦ ὁποίου δὲν ἀναγνωρίζει τὴν δικαστικὴ ἐξουσία22, ἤ πάντως τὴν θεωρεῖ ἀνάξια καὶ ἀναρμόδια γιὰ ἐπίλυσι διαφορῶν μεταξὺ πιστῶν Χριστιανῶν. 

            Ἐπίσης, προτρέπει σὲ ἄλλο σημεῖο τοὺς πιστούς: «μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων»23, δηλαδὴ νὰ μὴ πείθεσθε καὶ ὑπακούετε σὲ προτροπὲς φαύλων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ σᾶς ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου24, ἔστω καὶ ἄν ἡ ἀνυπακοὴ αὐτὴ προκαλέση κυρώσεις.

            Σὲ ἄλλο σημεῖο πάλι, ὁ θεῖος Ἀπόστολος δηλώνει κατηγορηματικά: «εἰ γὰρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἄν ἤμην»25· ὅλα τὰ θυσίαζε γιὰ νὰ εἶναι ἀρεστὸς στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀντιτιθέμενους στὴν θεία διδασκαλία.

            Ἄλλωστε, «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται»26, ἔστω καὶ ἄν ὁποιαδήποτε φαύλη Ἐξουσία ἐπιθυμεῖ τὴν ἀποσιώπησι καὶ ἐξάλειψί του.

            Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος προτρέπει ἀκόμη τὸν μαθητή του Ἀπόστολο Τίτο: «Ὑπομίμνησκε αὐτοὺς [στοὺς πιστοὺς] ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις ὑποτάσσεσθε, πειθαρχεῖν, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἑτοίμους εἶναι»27· ὁ δὲ μακάριος Θεοδώρητος Κύρου ἑρμηνεύει σχετικῶς: «οὐδὲ γὰρ εἰς ἅπαντα δεῖ τοῖς ἄρχουσι πειθαρχεῖν· ἀλλὰ τὸν μὲν δασμὸν καὶ τὸν φόρον εἰσφέρειν, καὶ τὴν προσήκουσαν ἀπονέμειν τιμήν· εἰ δὲ δυσσεβεῖν κελεύσειεν, ἄντικρυς ἀντιλέγειν»28.

            Εἶναι ἐπίσης γνωστά, ὅσα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει στὴν Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ ὡς ἐναργῆ περιγραφὴ τῆς «διὰ Πίστεως» ἀντιστάσεως τῶν ἀπ’ αἰῶνος Δικαίων ἕως μαρτυρίου στὰ δυσσεβῆ προστάγματα τῶν διωκτῶν ἐξουσιαστῶν29. Ἡ δὲ μαρτυρικὴ τελείωσις αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀποστόλου στὴν Ρώμη, ἀποδεικνύει πασιφανέστατα τὴν ἕως θανάτου ἀντίστασί του στὴν ἀντίθεη Ἐξουσία, ἔναντι τῆς ὁποίας οὐδεὶς συμβιβασμὸς καὶ οὐδεμία ὑποχώρησις εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξη.

            Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν εἶναι ὅτι, οἱ ἀσκοῦντες τὴν κοσμικὴ Ἐξουσία εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, μόνον ὅταν ἐκπληρώνουν τὶς ὑποχρεώσεις, οἱ ὁποῖες τοὺς ἀνετέθησαν ἀπὸ Αὐτόν· μόνον ἡ Ἐξουσία, ἡ ὁποία ἐκπληρώνει τὸν προορισμό της, εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθῆ ὡς τεθεῖσα ἀπὸ Θεοῦ· ὅταν ἀντιτίθεται στὸ ἅγιο Θέλημά Του, παραχωρεῖται στὸν Σατανᾶ, ὁ ὁποῖος καυχήθηκε στὸ ὄρος τῶν Πειρασμῶν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅτι σὲ αὐτὸν ἔχει παραδοθῆ ἡ κοσμικὴ Ἐξουσία30. Ἄρα λοιπὸν ἀπαιτεῖται ἡ ἐν συνειδήσει31καὶ ἐλευθερίᾳ κρίσις καὶ ἀπόφασις, περὶ τοῦ κατὰ πόσον ἰσχύει ἤ δὲν ἰσχύει ἡ περὶ ἐκ Θεοῦ προέλευσις τῆς Ἐξουσίας σὲ κάθε δεδομένη κατὰ τόπον περίστασι μέσα στὴν ἱστορία. Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος, μᾶς συνοψίζει ὡραία, ὅτι ὁ Χριστιανὸς πειθαρχεῖ σὲ ἐκεῖνες μόνον τὶς ἀνώτερες Ἐξουσίες, «ἐν αἷς ἄν ἐντολὴ Θεοῦ μὴ ἐμποδίζηται»32.


            Γ. Ο ΕΤΕΡΟΣ Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, ὁ μέγας Πέτρος, προτρέπει στὸ ἴδιο πνεῦμα μὲ τὰ προεκτεθέντα:

            «Ὑποτάγητε οὖν πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει διὰ τὸν Κύριον· εἴτε βασιλεῖ, ὡς ὑπερέχοντι, εἴτε ἡγεμόσιν, ὡς δι’ αὐτοῦ πεμπομένοις εἰς ἐκδίκησιν μὲν κακοποιῶν, ἔπαινον δὲ ἀγαθοποιῶν… Πάντας τιμήσατε, τὴν ἀδελφότητα ἀγαπᾶτε, τὸν Θεὸν φοβεῖσθε, τὸν βασιλέα τιμᾶτε»33

            Εἶναι φανερό, ὅτι ὑπάρχει συμφωνία μὲ ὅσα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει, μόνον ποὺ ἐδῶ οἱ Ἐξουσίες χαρακτηρίζονται ὡς ἀνθρώπινα κατασκευάσματα («ἀνθρωπίνῃ κτίσει»), ἐνῶ ὁ θεῖος Παῦλος τὶς θεωρεῖ ὅτι ἀπορρέουν ἀπὸ Θεοῦ.

            Εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει αὐτὰ ἐν ὅσῳ ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐξουσία εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ διώκη τὴν Χριστιανικὴ Πίστι· ὅμως, ὁ Ἀπόστολος ἐπιθυμοῦσε, παρὰ ταῦτα, νὰ μὴ παρεμποδίζετο τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ ἀπὸ μία ἀρνητικὴ τοποθέτησι ἔναντι τῆς Ἐξουσίας· ἐπίσης δέ, εἶχε πάντοτε ἐνώπιόν του τὸ εὔγλωττο παράδειγμα τοῦ Θείου Διδασκάλου καὶ Σωτῆρος, ὁ Ὁποῖος παραδώθηκε στὸν Σταυρὸ εὐχόμενος καὶ συγχωρῶν34. Ἔπρεπε ἀκόμη νὰ φανῆ, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἦταν ἀνατροπεῖς τοῦ πολιτεύματος, οὔτε ἐπικίνδυνοι, ἀλλὰ πρόθυμοι ὑπήκοοι, εἰρηνικοὶ καὶ φιλήσυχοι.

            Ὅμως, τὸ ἴδιο τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος εἶπε τὸ περίφημο «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»35, ὅταν ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούση στὴν παῦσι τοῦ κηρύγματος, ἔμεινε ἀποφθεγματικὸ γιὰ τὴν στᾶσι ἔναντι κάθε Ἐξουσίας, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὰ ὅριά της καὶ ἀπαιτεῖ τὴν παράβασι καὶ τὴν παρακοὴ στὴν θεία Προσταγή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ περὶ ὑποταγῆς ὑπόδειξις, ἰσχύει μόνον ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐξουσία δὲν ἐπεμβαίνει στὴν θρησκευτικὴ συνείδησι ἑκάστου τῶν πολιτῶν καὶ ὑπηκόων της καὶ δὲν προβαίνει σὲ πράξεις ἤ ἐντολὲς ἀντικείμενες στὴν θεία Διδασκαλία. Κάθε ἔκνομη ἀπαίτησις, πρὸς διαφθορὰ συνειδήσεων καὶ καταπάτησι θείων Ἐντολῶν, ἀντιμετωπίζεται μὲ ἡρωϊκὴ καὶ ἀποφασιστικὴ ἄρνησι καὶ μαρτυρία. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μὲ τὸ ἐπίσης ἔνδοξο Μαρτύριό του, ἀπέδειξε περίτρανα τὴν ἀλήθεια καὶ ἐγκυρότητα τῶν θέσεων αὐτῶν.


            Δ. ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΕΣ, λέγουμε ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ὅταν ἡ κρατικὴ Ἐξουσία μὲ τοὺς νόμους καὶ τὰ μέτρα της εὑρίσκεται σὲ ἁρμονία πρὸς τὴν θεία δικαιοσύνη καὶ βούλησι, τότε ἔχουμε ὑποχρέωσι ὑπακοῆς. Ὅταν ὅμως οἱ νόμοι της εἶναι ἄδικοι καὶ προσκρούουν στὸ φυσικὸ καὶ μάλιστα στὸ θεῖο Δίκαιο, τότε ὀφείλουμε νὰ προβάλλουμε ἄρνησι συμμορφώσεως πρὸς αὐτούς. Ὁ Χριστιανὸς φοβεῖται μόνον τὸν Θεὸν καὶ ὄχι τὸ (κατὰ Τερτυλλιανὸν) «ὑποκατάστατον» Αὐτοῦ, δηλαδὴ τὸν ἀνθρώπινο Ἄρχοντα36.

            Κλείνοντες, θὰ θέλαμε νὰ κάνουμε μία ἀναγωγὴ στὸ παρόν, τονίζοντες ἐπιγραμματικὰ τὰ ἑξῆς·

            Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε, ἀλλὰ εἰδικῶς σήμερα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραμείνη ἀπαθὴς πρὸ τῆς φρικτῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καὶ γενικὰ τοῦ ὑλιστικοῦ καὶ εὐδαιμονιστικοῦ πνεύματος, ποὺ ἐξαθλιώνει τοὺς ἀνθρώπους ὑλικὰ καὶ ἠθικά, σωματικὰ καὶ πνευματικά. Διότι, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθοῦν τὰ συμφέροντα τῶν ὀλίγων καὶ νὰ ἐξαφθοῦν τὰ πάθη, θυσιάζονται χιλιάδες ἀθῶες ὑπάρξεις σὲ μία θλιβερὴ ἐξαθλίωσι καὶ ἀπόγνωσι, καὶ μάλιστα στὴν πατρίδα μας, κοντά μας καὶ δίπλα μας! Ὁ δὲ κίνδυνος τῆς διολισθήσεως σὲ «ἀγανακτισμένες» λύσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως ὁδηγοῦν ἀκόμη καὶ στὸν ἐφιαλτικὸ καὶ παγανιστικὸ ὁλοκληρωτισμὸ-νεοναζισμό, εἶναι ἤδη περισσότερο καὶ ἀπὸ ὑπαρκτός.

Εἶναι ἄμεση ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία, μέσῳ τῶν συνειδητοποιημένων μελῶν της, πέραν ἀπὸ τὴν ἐπιτέλεσι τοῦ ἀναγκαίου φιλανθρωπικοῦ ἔργου, νὰ ἀποβῆ σὲ ἀγῶνα ἐξυγιάνσεως τοῦ ἐξαχρειωμένου πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ βίου, διὰ τῆς μέσῳ δημοκρατικῶν μεθόδων ἐκλογῆς ἀληθινῶν Χριστιανῶν Ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι νὰ ἀσκοῦν τὴν Ἐξουσία ὡς Θεοῦ Διάκονοι, σύμφωνα μὲ τὸ Θέλημά Του37, παρὰ τὶς ἀντίξοες πρὸς τοῦτο συνθῆκες στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς, ὅπως αὐτὸς ἔχει διαμορφωθῆ καὶ λειτουργεῖ. Μέχρι τότε, πρέπει νὰ ἐλέγχωνται οἱ παρανομίες τῶν κακῶν καὶ ἀναξίων Ἀρχόντων, ὄχι διαπομπευτικά, ἀλλὰ καταγγελτικὰ καὶ ἀποτρεπτικά, νὰ διαφωτίζεται δὲ τὸ Πλήρωμα γιὰ προβολὴ ἀντιστάσεως ἔναντι ἁμαρτωλῶν ἀπαιτήσεων τῆς κοσμικῆς Ἐξουσίας, οἱ ὁποῖες ἀθετοῦν πασιφανῶς τὸ θεῖον Θέλημα. Αὐτὸ δὲν συνιστᾶ ἀνεπίτρεπτη ἄσκησι πολιτικῆς καὶ ἀνάμειξι σὲ ἀλλοτρίους χώρους, ἀλλὰ προφητικὴ ἀποστολὴ λυτρωτικῆς σημασίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ ἄν ἐπιφέρη θλίψεις καὶ στενοχωρίες ἤ ἀκόμη καὶ μαρτύριο!

+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ

[Τὸ κείμενο ἀποτελεῖ Εἰσήγησις στὴν Κληρικολαϊκὴ Σύναξι Γ΄ («Ἐκκλησία καὶ Πολιτικὴ») τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς, Ζεφύριον Ἀττικῆς, Πέμπτη 15/28.11.2013].

1. Βλ. Γαλάτ. στ΄ 15, Β΄ Κορ. ε΄ 17.
2. Βλ. Ἐφεσ. α΄ 23, Κολασ. α΄ 18.
3. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία» στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, στὸ Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν κόσμο, ἔκδ. β΄, «Ἀποστολικὴ Διακονία», Ἀθήνα 1999, σελ. 44-45.
4. Ματθ. κβ΄ 21, Μάρκ. ιβ΄ 17, Λουκ. κ΄ 25.
5. «Σὺ δὲ ὅταν ἀκούσῃς, Ἀπόδος τὰ τοῦ Καίσαρος Καίσαρι, ἐκεῖνα γίνωσκε λέγειν αὐτὸν μόνον, τὰ μηδὲν τὴν εὐσέβειαν παραβλάπτοντα» (Ἱ. Χρυσοστόμου, PG τ. 58, στλ. 656/Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία Ο΄, § β΄). Ὀλίγο δὲ ἀνωτέρω, γράφει ὁ Ἱερὸς Πατήρ: «Ἔξεστι γὰρ καὶ ἀνθρώποις τὰ αὐτῶν πληροῦν, καὶ Θεῷ διδόναι τὰ τῷ Θεῷ παρ’ ἡμῶν ὀφειλόμενα» (αὐτόθι).
6. Βλ. Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γ. Κόμπου [κατόπιν μητροπολίτου Σισανίου καὶ Σιατίστης, + 2005], Θρησκευτικὴ καὶ Κοσμικὴ Ἐξουσία κατὰ τὴν Καινὴν Διαθήκην, ἐναίσιμος ἐπὶ διδακτορίᾳ διατριβή, Ἀθῆναι 1969, σελ. 78-81.
7. Αὐτόθι, σελ. 81-82.
8. Ματθ. ι΄ 34.
9. Βλ. Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γ. Κόμπου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 88.
9α. Αὐτόθι, σελ. 105 καὶ 108, μὲ ἀναφορὰ στὴν Β΄ Θεσ. β΄ 3-10.
10. Αὐτόθι, σελ. 97-100.
11. Βλ. διωγμοὺς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ Πάφο, Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Κόρινθο, Ἱεροσόλυμα, Ρώμη κλπ. (Πράξ. ιγ΄ 6 ἑ., ιστ΄ 35-40, ιζ΄ 6 ἑ., ιη΄ 12-17, κβ΄ 25-29, κγ΄ 10, 17-35, κδ΄ 22-23, κε΄ 3-5, 11-12, 16-18, 21, 25-27 καὶ κστ΄ 31-32).
12. Ρωμ. ιγ΄ 1-7.
12α. Βλ. Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γ. Κόμπου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 106-108.
13. Αὐτόθι, σελ. 108, ὑποσημ. 309.
14. PG τ. 78, στλ. 657D-660BC/Ἐπιστολὴ ΣΙΣΤ΄: «Διονυσίῳ» (Ἐπιστολῶν Βιβλίον ΙΙ).
15. PG τ. 60, στλ. 615/Ὁμιλία ΚΓ΄ εἰς τὴν Πρὸς Ῥωμαίους, § α΄.
16. Βλ. ἰδίως Ἀποκαλ. ιγ΄.
17. Φιλιπ. γ΄ 20.
18. Ἑβρ. ιγ΄ 14,
19. Ἐφεσ. β΄ 19.
20. Α΄ Τιμ. β΄ 1.
21. Βλ. Α΄ Κορ. στ΄ 1-6.
22. Βλ. Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γ. Κόμπου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 113-114.
23. Α΄ Κορ. ζ΄ 23.
24. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διευκρινίζει σχετικῶς: «ὁ ἐλεύθερος οὐκ ἔσται ἐλεύθερος ὅταν διακονῆται ἀνθρώποις, καὶ πάντα ποιῇ κατὰ τὸ ἐκείνοις ἀρέσκον» (PG τ. 95, στλ. 625 D-628Α/Εἰς τὴν Ἐπιστολὴν Α΄ Πρὸς Κορινθίους).
25. Γαλάτ. α΄ 10.
26. Β΄ Τιμ. β΄ 8-9.
27. Τίτ. γ΄ 1.
28. PG τ. 82, στλ. 868Α/Ἑρμηνεία τῆς Πρὸς Τίτον Ἐπιστολῆς, Κεφ. Γ΄, § α΄.
29. Βλ. Ἑβρ. ια΄ 35-37, ιβ΄ 3, 25, ιγ΄ 6.
30. Βλ. Λουκ. δ΄ 6.
31. Πρβλ. Ρωμ. ιγ΄ 5.
32. PG τ. 31, στλ. 860Β/Ἀρχὴ τῶν Ἠθικῶν, Ὅρος ΟΘ΄, Κεφ. α΄.
33. Α΄ Πέτρ. β΄ 13-14, 17.
34. Βλ. Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γ. Κόμπου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 120.
35. Πράξ. ε΄ 29.
36. Βλ. Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γ. Κόμπου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 135. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος εἶναι καὶ πάλι ἀποφθεγματικός: «Ἐπιττάτει τῷ ἰδιώτῃ ὁ Βασιλεὺς πονηρόν τι πρᾶγμα, καὶ πλημμελείας γέμον· τί οὖν ὁ χρηστὸς ἰδιώτης καὶ ὑπήκοος; Οὐ μόνον οὐκ εἵξει (δὲν θὰ ὑποχωρήση) οὐδὲ ὑπακούσεται, ἀλλὰ πειράσεται καὶ τὸν ἐπιτάττοντα ἀπαγαγεῖν τοῦ προκειμένου, κἄν ἀποθανεῖν δέῃ» (PG τ. 63, στλ. 762/Λόγος ΚΣΤ΄: «Περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας»).
37. Βλ. Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Γ. Κόμπου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 137.

Scroll to Top