Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης κατὰ τῶν θρησκευτικῶν διωγμῶν

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ [1], ἐπιστολὴ τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου πρὸς τὸν Μητροπολίτη τῆς Ἐφέσου Θεόφιλο, κάπου μεταξὺ τῶν ἐτῶν 821 καὶ 826 [2], παρουσιάζει περιεκτικῶς καὶ συνοπτικῶς τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς προοπτικῆς τῆς ποινικῆς θανατώσεως αἱρετικῶν, μὲ ἀφορμὴ τὴ δίωξη τῶν Παυλικιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐδῶ ὀνομάζονται Μανιχαῖοι, στὶς ἀρχὲς τοῦ θ΄ αἰῶνος, ἐπὶ τῶν Αὐτοκρατόρων Μιχαὴλ Α΄ Ραγκαβὲ (811-813) καὶ Λέοντος Ε΄ τοῦ Ἀρμενίου (813-820)[3].

Στὸ κείμενο αὐτὸ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τίς ἑξῆς σαφεῖς καὶ τεκμηριωμένες στὴ Γραφὴ καὶ τὴν ἱερὰ Παράδοση θέσεις τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς κοινωνιολογίας: (α) ἀπαγορεύεται στὴν Ἐκκλησία νὰ διώκει καὶ πολὺ περισσότερο νὰ θανατώνει αἱρετικούς, ποὺ εἶναι μάλιστα καὶ ἀρχὴ ἀμοιβαίων αἱματοχυσιῶν, (β) περαιτέρω ἀπαγορεύεται ἀκόμη καὶ τὸ νὰ προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν -πράξη ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κόλαση ὡς τεκμήριο μνησικακίας- ἀντιθέτως πρέπει νὰ προσεύχεται ὑπὲρ αὐτῶν κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, (γ) κατὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπιτρέπεται νὰ μισεῖ  ὁ Χριστιανὸς αὐτοὺς ποὺ μισοῦν τὸ Θεὸ ἐκ προθέσεως, ἀλλὰ ὄχι νὰ τοὺς καταδιώκει ἢ φονεύει, (δ) ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιὰ τὴ νικηφόρα ἔκβαση τοῦ πολέμου ἐκείνου ποὺ γίνεται γιὰ τὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὶς βιαιοπραγίες τῶν ἐπιτιθεμένων ξένων ἐθνῶν καὶ τὸν ἐπαινεῖ, (ε) ἡ Ἐκκλησία -συμφώνως πρὸς τὴν Ἁγία Γραφή- ἀναγνωρίζει στὴν πολιτεία τὸ δικαίωμα τῆς θανατικῆς ποινῆς (καὶ τῶν αἱρετικῶν) ἂν ἔχουν διαπράξει σημαντικὰ ποινικὰ ἐγκλήματα, ἀλλὰ (στ) ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὰ πνευματικὰ παραπτώματα (ὅπως εἶναι καὶ ἡ αἵρεση) ἐφαρμόζει πνευματικὰ ἐπιτίμια καὶ ὄχι σωματικὲς τιμωρίες μέσῳ τῆς πολιτείας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου, ποὺ ἐπικαλοῦνται καὶ ἀντικατοπτρίζουν ὅλη τὴ σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, μὲ ἀρκετὲς παραπομπὲς σὲ ἄλλους Ἁγίους, καταδεικνύουν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴ διαφορὰ τῆς ὀρθοδόξου ἀντιμετωπίσως της ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας ἔναντι τῆς εὐαγγελικῆς προσκλήσεως ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ· δὲν ὑπάρχει ἐδῶ καμμιὰ ἱερο-ἐξεταστικὴ δίωξη τῶν ἀντιφρονούντων, κυνῆγι μαγισσῶν, «νύκτα τοῦ ἁγίου Βαρθολομαίου» ἢ σταυροφοριακὴ «ἁγιοπρόβλητη» ἐκστρατεία ἐκκαθαρίσεως «ἀπίστων»· δὲν ὑπάρχουν βεβαίως οὔτε ἑκατόμβες ἑκατομμυρίων θυμάτων, ἀντιρρησιῶν θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὅπως ἀπὸ τὸ εἰδωλολατρικὸ ἱερατεῖο τοὺς πρώτους αἰῶνες μ.Χ. ἐναντίον τῶν νομοταγῶν Χριστιανῶν καὶ βέβαια πολὺ περισσότερο, πέραν τῶν πράξεων, δὲν ὑπῆρξε οὔτε θὰ ὑπάρξει στὴν ἀληθῆ Ὀρθοδοξία νομιμοποίηση καὶ θεσμοποίηση τῆς χρήσεως βίας γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους· τὰ κυριακὰ λόγια «εἴ τις θέλει ὀπίσω μοῦ ἐλθεῖν»[4] καὶ «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[5] ἀποτελοῦν σαφεῖς ἐν προκειμένῳ ὁδοδεῖκτες τῆς Ἐκκλησίας.

Παρατρέχοντας ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία περιοριζόμαστε στὴ διαπίστωση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος ἐν προκειμένῳ ἑρμηνεύει τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων ὡς πρὸς τὴ θεληματικὴ προσέλευση στὴν Ὀρθοδοξία: «Καὶ κατάλαβε ἐκ τούτου, ὅτι καὶ οἱ αἱρετικοί, καὶ οἱ Λατῖνοι, προσερχόμενοι τῇ ὀρθοδόξῳ ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, αὐτοὶ ἀπὸ λόγου των πρέπει νὰ ζητοῦν τὸ νὰ βαπτισθοῦν, καὶ ὄχι νὰ παρακινοῦνται εἰς τοῦτο ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους»[6].

Πρὸς τὸν Θεόφιλο τῆς Ἐφέσου

Πῆρα στὰ χέρια μου τὸ γράμμα ποὺ ἀπέστειλε ἡ ἱερά σου κεφαλὴ στὸν ἀδελφό μας τὸν Ἀθανάσιο, καὶ διαβάζοντάς το λυπήθηκα πολύ, πάτερ μου ἱερώτατε, πρῶτον μὲν διότι σὲ μᾶς τοὺς ἴδιους ποὺ ὀρθοτομοῦμε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, ἐνῶ τώρα λυσσάει ἡ αἵρεση τῶν εἰκονομάχων, γίνονται διαφωνίες καὶ προστίθενται ἀναφυόμενα σχίσματα· δεύτερον δέ, διότι ἀναγκάζομαι ὁ ἐλάχιστος νὰ πραγματολογήσω κατ’ ἀντιπαράθεση – ἀλλ’ ἄς μὲ συγχωρήσει ἡ μεγαλειότης σου. Διότι ὁ λόγος γίνεται περὶ τῆς ἀληθείας, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει τίποτε προτιμότερο ἤ πιὸ ἀξιοσέβαστο.

Τί, λοιπόν, εἶναι αὐτὸ ποὺ περιέχεται στὸ γράμμα, γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ λυπηθήκαμε; «Ἐμεῖς», λέγει, «δὲν συμβουλεύσαμε οὔτε νὰ θανατώνονται οἱ Μανιχαῖοι, οὔτε νὰ μὴ θανατώνονται. Ἀλλ’ ἂν τὸ εἴχαμε ἐπιτρέψει, θὰ κάναμε τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ καλύτερα». Τί λέγεις, Θεοφιλέστατε; Ὁ Κύριος τὸ ἀπαγόρευσε αὐτὸ στὰ Εὐαγγέλια, ὅταν εἶπε: «ὄχι, μήπως συλλέγοντας τὰ ζιζάνια, ξερριζώσετε μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸ σιτάρι· ἀφῆστε τα νὰ ἀναπτύσσονται μαζὶ μέχρι τὸ θερισμό»[7]. Καὶ σὺ λέγεις ὅτι εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ καλύτερα τὸ νὰ ἐπιτραπεῖ ἡ ἐκρίζωση; Καὶ γιὰ τὸ ὅτι μὲ τὰ ζιζάνια ὑπονοοῦσε τοὺς αἱρετικούς, τοὺς τότε δηλαδὴ καὶ τοὺς μεταγενεστέρους, δηλαδὴ πάντες, ἂς ἀκούσουμε τὸν Χρυσόστομο ποὺ ἑρμηνεύει ἀκριβῶς αὐτὸ μὲ τὰ ἑξῆς:

«Γιατί, λοιπόν, ὁ Δεσπότης ἀπαγορεύει, λέγοντας, μήπως ξερριζώσετε μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸ σιτάρι; Τὸ ἔλεγε αὐτὸ ἀπαγορεύοντας πολέμους καὶ αἵματα καὶ σφαγές· δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ σκοτώνει κανεὶς αἱρετικούς, διότι ἐπρόκειτο νὰ ἀρχίσει στὴν οἰκουμένη πόλεμος ἄσπονδος»[8]· καὶ μετὰ ἀπὸ μερικὰ ἄλλα: «Τί ἄλλο ἐννοοῦσε, ὅταν ἔλεγε “μήπως ξερριζώσετε μαζὶ μὲ αὐτὰ τὸ σιτάρι” παρὰ αὐτό, ὅτι “ἂν πρόκειται νὰ σηκώσετε ὅπλα καὶ νὰ κατασφάξετε αἱρετικούς, ἀναπόφευκτα  καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους θὰ σκοτωθοῦν μαζί”»[9], πρᾶγμα ποὺ ἔγινε στὰ χρόνια μας· διότι πράγματι καὶ αἵματα καὶ σφαγὲς γέμισαν τὴν οἰκουμένη μας καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴ ζωὴ μαζί τους· καὶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν διαψεύσθηκε, καθὼς ἔχει γίνει παραδεκτὸ ἀπὸ πολλούς.

Ἀλλὰ τί λέμε ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σκοτώνουμε αἱρετικούς; Οὔτε βέβαια νὰ προσευχόμαστε ἐναντίον τους μᾶς ἔχει ἐπιτραπεῖ [10]· ἂς ἀκούσουμε πάλι τὸν Κύριο νὰ λέγει πρὸς τὸν ἅγιο Κάρπο, ὅπως μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴ φωνὴ τοῦ πανσόφου Διονυσίου: «Χτύπα ἐμένα, λοιπόν· διότι εἶμαι ἕτοιμος καὶ πάλι νὰ ὑποστῶ πάθος γιὰ ἀνθρώπους ποὺ προσπαθοῦν νὰ σωθοῦν, καὶ θὰ μοῦ ἦταν αὐτὸ ἀγαπητό, ἂν δὲν ἐπρόκειτο ἔτσι νὰ ἁμαρτήσουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ὡστόσο, πρόσεξε ἂν σὲ συμφέρει νὰ ἀνταλλάξεις τὴν παραμονὴ  κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ φιλανθρώπους ἀγγέλους μὲ τὴν παραμονὴ στὸ λάκκο μαζὶ μὲ τὰ φίδια»[11]. Βλέπεις, θεοσύνετε Πάτερ, τὴν θεία ἀγανάκτηση, ἐπειδὴ προσευχόταν κατὰ τῶν αἱρετικῶν νὰ πεθάνουν, καὶ ὅτι ἂν ἐπρόκειτο νὰ παραμείνει μὲ τέτοια διάθεση, θὰ ἔμελλε ὁ ἅγιος νὰ καταδικασθεῖ;  Νὰ μὴ προσευχόμαστε, λοιπόν, ἐναντίον τους καθόλου, ὡς ἀπέδειξεν ἡ ἀλήθεια, ἀλλ’ ἀντιθέτως νὰ προσευχόμαστε ὑπὲρ αὐτῶν, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ὑπέδειξε στὸν καιρὸ τοῦ Πάθους, λέγοντας πρὸς τὸν Πατέρα Του «Πάτερ, συγχώρησέ τους τὴν ἁμαρτία αὐτή, διότι δὲν γνωρίζουν τί κάνουν»[12].

Ὡς πρὸς δὸ τὸ ὅτι ἡ ἁγιωσύνη σου ἔχει, ὅπως λέγει, σύμφωνους στὸ πρόβλημα αὐτὸ τοὺς ἁγίους αὐτούς, συγχώρησόν με, Πάτερ, ἀλλὰ δὲν κατανοοῦμε καλῶς τὰ λόγια τῶν Πατέρων καὶ ἐξ αἰτίας τούτου, βρισκόμαστε νὰ εἰσάγουμε πατρομαχία ἢ μᾶλλον θεομαχία. Διότι ὁ θεῖος Κύριλλος σὲ ὅσα γράφει κατὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ[13], προσήγαγε τὴν φράση σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχε νομοθετηθεῖ παλιά, ἀλλὰ χωρὶς νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν παλιὰ ὡς ἐφάμιλλη μὲ τὴ νέα (μὴ γένοιτο!)· διότι δὲν ἀγνοεῖ οὔτε ὅτι ὅσα λέγει ὁ Νόμος τὰ λέγει γιὰ ὅσους ὑπόκεινται στὸ Νόμο [14], οὔτε τὴ σύγκριση ποὺ κάνει ὁ Σωτήρ, στὴν ὁποία λέγει: «λέχθηκε στοὺς ἀρχαίους τοῦτο, ἀλλ’ ἐγὼ σᾶς λέγω ἐκεῖνο»[15]. Ὥστε λοιπόν, καθὼς λέγει ὁ θεοφάντωρ Διονύσιος πρὸς κάποιο Δημόφιλο: «δὲν θὰ ἀποδεχθοῦμε τὶς μὴ ζηλευτὲς παρορμήσεις σου, ἀκόμη κι ἂν μύριες φορὲς ἐπικαλεσθεῖς τὸν Φινεὲς καὶ τὸν Ἠλία· στοὺς μαθητές, ποὺ ἦταν ἀμέτοχοι τοῦ πραέος καὶ ἀγαθοῦ Πνεύματος, δὲν ἄρεσε ποὺ ὁ Ἰησοῦς ὑπήκουε σ’ αὐτά. Καὶ ὁ θειότατος ἱεροθέτης μᾶς λέγει ὅτι πρέπει μὲ πραότητα νὰ διδάσκουμε αὐτοὺς ποὺ ἀντιτίθενται στὴ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ [16]· διότι πρέπει ὅσοι εἶναι σὲ ἄγνοια νὰ διδάσκονται καὶ ὄχι νὰ τιμωροῦνται»[17]. Ἀκούσαμε, λοιπόν, ἀγαπητέ, αὐτὰ ποὺ ἔχει πεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Παῦλος[18], ὁ ἥλιος τῆς ὑφηλίου. Λέγει συνεπῶς καὶ ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος: «Αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ μισοῦν τὸν Θεὸν πρέπει νὰ τοὺς μισοῦμε καὶ νὰ λειώνουμε κατὰ τῶν ἐχθρῶν Του, ὄχι ὅμως νὰ τοὺς καταδιώκουμε ἢ νὰ βιαιοπραγοῦμε, ὅπως τὰ ἔθνη ποὺ δὲν γνωρίζουν το Θεό»[19]. Ἄν ὅμως δὲν πρέπει νὰ βιαιοπραγοῦμε, πολὺ περισσότερο βέβαια ἀπαγορεύεται νὰ τοὺς σκοτώνουμε.

Ἐπειδὴ ἀκόμη καὶ τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Θαυμαστορείτη συμπαρέλαβες, δέσποτα, στὴ συνηγορία σου, μὴ νομίζεις, ἱερέ, ὅτι ἐκεῖνος μάχεται κατὰ τοῦ Χριστοῦ ἢ κατὰ τῶν ἀνωτέρων του διδασκάλων· ἀλλὰ τότε τί; Ὁ λόγος ποὺ τότε παρακάλεσε τὸν Βασιλέα, ἦταν ὅτι ἕνα ἔθνος τραυμάτιζε τὸ χριστιανικὸ γένος, δηλαδὴ γιὰ νὰ μὴ νικῶνται ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες οἱ Χριστιανοί [20]. Καὶ τοῦτο καλῶς ἔχει, καὶ τώρα δὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο παρακαλοῦμε, δηλαδὴ τοὺς Σκῦθες καὶ τοὺς Ἄραβες ποὺ θανατώνουν το λαὸ τοῦ Θεοῦ, οἱ Βασιλεῖς νὰ τοὺς πολεμοῦν καὶ νὰ μὴ τοὺς λυποῦνται [21]. Ἄλλο αὐτό, καὶ ἄλλο ἐκεῖνο· τὸ ἕνα ἀφορᾷ στοὺς ἐχθρούς, τὸ ἄλλο στοὺς αἱρετικοὺς ὑπηκόους.

Καὶ ἐκεῖνο βέβαια περὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δὲν μοῦ φαίνεται ἀληθές, ὅτι δηλαδὴ ἐπέτρεψε οἱ γητευτὲς νὰ ἀνασκολοπισθοῦν, ἀλλὰ τὸ παρεχώρησε· διότι κι ἐκεῖνοι φονεῖς εἶναι, καὶ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἐμποδίζει τοὺς κυβερνῆτες νὰ ἐνεργοῦν αὐτὰ ποὺ προβλέπουν οἱ ρωμαϊκοὶ νόμοι γι’ αὐτούς, ἐφ’ ὅσον, ὡς λέγει, δὲν φοροῦν χωρὶς λόγο τὸ ξῖφος, ἀλλὰ εἶναι τιμωροὶ ἐκείνου ποὺ πράττει τὸ κακό [22]. Ὅμως γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀπαγόρευσε ὁ Κύριος, δὲν πρέπει κάποιος νὰ τὸ ἐπιτρέπει. Δηλαδὴ ἐπιτρέπεται οἱ ἄρχοντες τῶν σωμάτων, ἐκείνους ποὺ συνελήφθησαν σὲ σωματικὰ παραπτώματα, νὰ τοὺς τιμωροῦν, ὄχι ὅμως ἐκείνους ποὺ διέπραξαν ψυχικὸ παράπτωμα· αὐτὸ ἀνήκει στοὺς ἄρχοντες τῶν ψυχῶν, τῶν ὁποίων τὰ μέσα τῆς τιμωρίας εἶναι οἱ ἀφορισμοὶ καὶ τὰ λοιπὰ ἐπιτίμια.

Ἔτσι λοιπόν, δέσποτα, νομίζουμε ἐμεῖς οἱ εὐτελεῖς· καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ μιλήσω ὡς ἄφρων, καὶ μὲ θάρρος εἴπαμε καὶ στὸν Μακαριώτατό μας Πατριάρχη ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀγωνίζεται μὲ τὸ ξῖφος» (καὶ συμφώνησε), ἀλλὰ καὶ στοὺς Βασιλεῖς [23] ποὺ διέπραξαν τὴ σφαγή, στὸν μὲν πρῶτο εἴπαμε ὅτι «τοῦ Θεοῦ δὲν τοῦ ἄρεσε αὐτὴ ἡ θανάτωση», στὸν δὲ δεύτερο, ποὺ ἀπαιτοῦσε τὴ συνηγορία γιὰ τὴ θανάτωση, εἴπαμε «πρῶτα θὰ κοπεῖ τὸ κεφάλι μου παρὰ θὰ συμφωνήσω μὲ αὐτό». Αὐτὰ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς· ἐσεῖς δέ, ἁγιώτατοι, ἂν διαβάσατε ἄλλο Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε, ἂς εἶναι εὐλογημένο· ἂν ὅμως ὄχι, προσέξτε τί ἀποφαίνεται ὁ Ἀπόστολος.

Παραπομπὲς

1. Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου πρὸς τὸν Θεόφιλο Ἐφέσου ἐκδίδεται ὑπὸ τὸν ἀριθμὸ Ἐπιστολῶν Βιβλίον β΄, ρνε΄ (47) ἢ [χλθ΄] στὴν PG 99, 1481-1485 καὶ ὑπὸ τὸν ἀριθμὸ 455 στὴν ἔκδοση Φατούρου  ἐν Theodori Studitae Epistulae, τόμ.2, rec. Georgios Fatouros, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 31/2, ser. Berolinensis, ed. De Gruyter, Berolini-Novi Eboraci  1992, σελ. 644-647.

2. Κατὰ τὸν Γ. Φατοῦρο, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. 1, rec. Georgios Fatouros, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 31/1, ser. Berolinensis, ed. De Gruyter, Berolini-Novi Eboraci  1992, σελ. 421.

3. Περὶ τούτου βλ. τὶς λεπτομερεῖς μελέτες, τὴν δική μας Γνωστικοὶ-Γνωστικισμός, μέρος Ε΄, Μεσαιωνικὸς Γνωστικισμός, 5.2 Παυλικιανοί, 5.2.α Ἱστορικά,  http://www.impantokratoros.gr/paulikianoi.el.aspx  καὶ  τοῦ Papyrus 52, Οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι, μέρος Β΄, Η Προτεσταντική υποκρισία και απαντήσεις σχετικά με τη θρησκεία, το κράτος και τις αιρέσεις στο Βυζάντιο, § 11, http://www.oodegr.com/oode/protestant/sykofanties/pavlikianoi_2.htm#11.

4. Ματθ. 16, 24, Μάρκ. 8, 34, Λουκ. 9, 23.

5. Ἰω. 6, 66-67.

6. Ἑρμηνεία στὸν 95ο Κανόνα  τῆς ΣΤ΄ Οἱκουμενικῆς Συνόδου, ὑποσημ. 4 ἐν: Πηδάλιον τῆς νοητῆς Νηός, τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1886/4 , σελ. 250. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἄφηνε ἐλεύθερο τὸ θέμα τῆς ἐπιλογῆς μεταξὺ ἀποδοχῆς στὴν Ὀρθοδοξία διὰ Χρίσματος ἢ Βαπτίσματος, ἐφ’ ὅσον τὸ βάπτισμα τῶν Λατίνων εἶναι, κατὰ τὸν Ἅγιον Νικόδημον, «μίασμα»· ἁπλῶς, δεδομένου ὅτι ὁ μόνος ὀρθὸς τρόπος ἀποδοχῆς εἶναι τὸ Βάπτισμα, διευκρινίζει ὁ Ἅγιος, ὅτι δὲν πρέπει νὰ πιέζεται κανεὶς νὰ γίνει Ὀρθόδοξος, ἂν ἀφ’  ἑαυτοῦ δὲν ἀναγνωρίσει τὴν ἀνωτερότητα καὶ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.

7. Ματθ. 13, 29-30.

8. Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον 46, 1· PG 58, 477.

9. Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον 46, 2· PG 58, 477. Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος παρακάτω, ἀφοῦ ἐπισημάνει ὅτι ἡ ἀνοχὴ ἔναντι τῶν αἱρετικῶν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει καὶ στὴ μεταστροφή τους,  ἐπεξηγεῖ γενικῶς τὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι αὐτῶν: «Ἂν τοίνυν προλαβόντες αὐτοὺς ἐκριζώσητε, λυμαίνεσθε τῷ μέλλοντι γίνεσθαι σίτῳ, οὓς ἐγχωρεῖ μεταβαλέσθαι καὶ γενέσθαι βελτίους ἀναιροῦντες. Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικούς, καὶ ἐπιστομίζειν, καὶ ἐκκόπτειν αὐτῶν τὴν παρρησίαν, καὶ τὰς συνόδους καὶ τὰς σπονδὰς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καὶ κατασφάττειν».

10. Πρβλ. Ρωμ. 12, 14· «εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε».

11.  Ἐπιστολὴ (η΄) Δημοφίλῳ θεραπευτῇ· περὶ ἰδιοπραγίας καὶ χρηστότητος  6, PG 3, 1100CD.

12. Λουκ. 23, 34.

13. Ἐννοεῖ τὸ ἀναιρετικὸ τῆς προπαγάνδας τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου σύγγραμμα ποὺ συνέταξε ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας μεταξὺ 433 καὶ 441 καὶ ἀφιέρωσε στὸν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ὅπου στὴν εἰσαγωγὴ ἐπαναλαμβάνει πρὸς τὸ Βασιλέα τὸ παλαιοδιαθηκικὸ χωρίο «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς Σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς Σου ἐξετηκόμην; Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι» (Ψαλμ. 138, 21). Στὴ συνάφεια αὐτὴ ὁ Ἅγιος Κύριλλος λέγει ὅτι καθὼς τεκμήριο τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Βασιλέα εἶναι ἡ ἀντίθεση πρὸς αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ἀγαποῦν, ἔτσι καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστὸ εἶναι ἡ κατάρριψη τῶν κατ’ Αὐτοῦ συκοφαντιῶν· Προσφώνημα πρὸς τὸν εὐσεβέστατον καὶ φιλόχριστον Βασιλέα Θεοδόσιον PG 76, 505BC· «Ὥσπερ γάρ τις τῆς εἰς ἡμᾶς εὐνοίας ἐναργῆ  ποιεῖται τὴν ἔνδειξιν τῷ ἀντιτετάχθαι φιλεῖν τοῖς οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐκ πολλῆς ἄγαν ἐμβροντησίας οὐκ ἀγαπᾷν ἑλομένοις· οὕτω τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης τὸ γνήσιον ἐκφήνειεν ἂν τὸ τοῖς τὰ αὐτοῦ διαβεβληκόσιν ἀντιφέρεσθαι νεανικῶς». 

14.  Ρωμ. 3, 19.

15. Ματθ. 5, 21-48.

16.  Β΄ Τιμ. 2, 24.25. Πρβλ. καὶ Ἑβρ. 5, 2.

17.  Ἐπιστολὴ (η΄) Δημοφίλῳ θεραπευτῇ· περὶ ἰδιοπραγίας καὶ χρηστότητος  5, PG 3, 1096C. Μάλιστα ἡ σχετικὴ φράση καταλήγει ὡς ἑξῆς· «διδάσκεσθαι γάρ, οὐ τιμωρεῖσθαι χρὴ τοὺς ἀγνοοῦντας, ὥσπερ καὶ τυφλοὺς οὐ κολάζομεν, ἀλλὰ καὶ χειραγωγοῦμεν».

18. Ἐννοεῖ τὸ ρητὸ τῆς παραπάνω σημειώσεως 16.

19. Πρὸς Φιλαδελφεῖς 3, PG 5, 821B (ἐκ τῆς ἀμφιβαλλομένης, θεωρουμένης παρέμβλητης [interpolata] ἐκδόσεως [version] τῶν ἐπιστολῶν, ποὺ ὅμως ὁ Ἅγιος Θεόδωρος χρησιμοποιοῦσε πάντοτε ὡς γνήσια) καὶ καταλήγει ὁ συγγραφεὺς τῆς Πρὸς Φιλαδελφεῖς: «… καθὼς τὰ ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα τὸν Κύριον καὶ Θεόν· ἀλλ’ ἐχθροὺς μὲν ἡγεῖσθαι καὶ χωρίζεσθαι ἀπ’ αὐτῶν· νουθετεῖν δὲ αὐτούς, καὶ ἐπὶ μετάνοιαν παρακαλεῖν, ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐὰν ἄρα ἐνδῶσι. Φιλάνθρωπος γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».

20. Τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου, τοῦ εἰς τὸ Θαυμαστὸν Ὄρος, ἐπιστολὴ πέμπτη πρὸς τὸν Βασιλέα Ἰουστῖνον τὸν Νέον, PG 86b, 3216-3220.

21. Ἐννοοῦνται προφανῶς οἱ αἰτήσεις τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱ. Ἀκολουθίες ὑπὲρ τῆς νίκης τοῦ Στρατοῦ, ὅπως σήμερα «ὑπὲρ εὐοδώσεως καὶ ἐνισχύσεως τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ» κ.τ.σ.

22. Ρωμ. 13, 1-4·  «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω […] ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ  τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν […] οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν […] ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι».

23. Προφανῶς ἐννοοῦνται οἱ λίγο πρότερον κρατοῦντες Αὐτοκράτορες Μιχαὴλ Α΄Ραγκαβὲ (811-813) καὶ ὁ Λέων Ε΄ ὁ Ἀρμένιος (813-820).

(Κείμενον Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)

Scroll to Top