Δέηση ἐξομολογήσεως

Ἱεροῦ Αὐγουστίνου

Κύριε, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγνοεῖς αὐτὰ πού σοῦ λέω ἢ νὰ βλέπεις μόνο γιὰ ὁρισμένο χρόνο αὐτὰ πού γίνονται στὸ χρόνο;

Τότε γιατί σοῦ τὰ διηγοῦμαι ὅλα τόσο ἐξαντλητικά; Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τὰ μάθεις ἀπὸ μένα, ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνω τὴν καρδιά μου καὶ τὴν καρδιὰ αὐτῶν ποὺ μὲ διαβάζουν νὰ ξυπνήσει καὶ νὰ νιώσει λαχτάρα, καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ ποῦμε: «μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα»!

Τὸ εἶπα καὶ τὸ λέω ξανά: τὰ διηγοῦμαι αὐτὰ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀγάπη σου. Γιατί καὶ ὅταν προσευχόμαστε, ἡ ἀλήθεια λέει: «ὁ πατέρας σας γνωρίζει αὐτὸ ποὺ χρειάζεστε πρὶν τοῦ τὸ ζητήσετε». Ὅταν παραδεχόμαστε ἐνώπιόν σου τὴν ἄθλια ὕπαρξή μας μὲ τὴν ἐξομολόγηση, ὅταν σὲ εὐγνωμονοῦμε γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ μᾶς ἔδειξες, σοῦ ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας γιὰ νὰ ὁλοκληρώσεις μέσα μας τὸ ἔργο σου καὶ νὰ μᾶς λυτρώσεις. Τὸ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴ δυστυχία καὶ νὰ βροῦμε σὲ σένα τὴν εὐτυχία. Γιατί ἐσὺ μᾶς κάλεσες νὰ γίνουμε «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», νὰ γίνουμε πρᾶοι, νὰ κλαῖμε, νὰ πεινᾶμε καὶ νὰ διψᾶμε γιὰ δικαιοσύνη, καὶ νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες, ἁγνοὶ καὶ εἰρηνικοί.

Νὰ λοιπὸν πού σοῦ διηγήθηκα πολλά· τόσα μπόρεσα, καὶ τὸ θέλησα γιατί ἐσὺ πρῶτος τὸ θέλησες, κι ὁ σκοπός μου ἦταν ἕνας: νὰ σοῦ ἐξομολογηθῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου, «ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ».

Ἄραγε θὰ καταφέρω «μὲ τὴ γλώσσα τῆς γραφίδος μου» νὰ ἀπαριθμήσω ὅλες τὶς φορὲς ποὺ ἔνιωσα τὶς παραινέσεις σου, τὸ δέος σου, τὴν παραμυθία σου καὶ τὶς ὁδηγίες πού μοῦ ἔδωσες γιὰ νὰ κηρύξω τὸν λόγο σου καὶ νὰ γίνω χορηγὸς τῶν μυστηρίων σου στὸν λαό σου; Κι ἂν ἀκόμη ἔβρισκα τὴ δύναμη νὰ τὰ ἀπαριθμήσω ὅλα ἕνα πρὸς ἕνα, θὰ ’πρεπε νὰ διαθέσω καὶ τὴν πιὸ παραμικρὴ σταγόνα τοῦ λιγοστοῦ χρόνου μου.

Εἶναι πολὺς καιρὸς ποὺ μὲ καίει ἡ φλόγα νὰ μελετήσω τὸ νόμο σου, καὶ νὰ σοῦ ἐξομολογηθῶ τὴ γνώση καὶ τὴν ἄγνοιά μου, τὶς πρῶτες λάμψεις τῆς φώτισης, ποὺ τὶς χρωστῶ σ’ ἐσένα, κι ὅσα σκοτάδια ἀπόμειναν, ποὺ ὀφείλονται σὲ μένα, ὅσο ἡ δύναμη δὲν θὰ ἔχει ἀπορροφήσει τὴν ἀδυναμία. Σ’ αὐτὸ καὶ μόνο θέλω νὰ κυλήσουν οἱ ὧρες μου, ὅσες μοῦ ἀφήνει ἐλεύθερες ἡ ἀνάγκη τοῦ κορμιοῦ γιὰ ἀνάπαυση, ἡ πνευματικὴ ἐργασία καὶ οἱ ὑπηρεσίες πρὸς τοὺς συνανθρώπους, ποὺ εἶναι χρέος μας ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν τὶς ὀφείλουμε.

Κύριε καὶ Θεέ μου, «πρόσχες τῇ προσευχῇ μου». Εἴθε τὸ ἔλεός σου νὰ εἰσακούσει τὸν πόθο μου, ποὺ δὲν ἀνάβει μόνο γιὰ τὸ δικό μου καλό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἀδελφικὴ ἀγάπη. Ἐσὺ βλέπεις μέσα στὴν καρδιά μου ὅτι ἔτσι εἶναι. Ἄφησέ μὲ νὰ σοῦ προσφέρω θυσία τὴ σκέψη μου, κᾶνε νὰ σὲ ὑπηρετήσει ἡ γλώσσα μου, καὶ δῶσε μου ὅσα θέλω νὰ σοῦ προσφέρω, γιατί «πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ ἐγώ», κι ἐσὺ «πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους σε».

Ἐξάγνισε ἀπὸ κάθε θράσος καὶ ψεῦδος τὰ χείλη μου, ἀπὸ μέσα κι ἀπ’ ἔξω. Κᾶνε νὰ γίνουν οἱ Γραφὲς γιὰ μένα μία ἁγνὴ ἀπόλαυση καὶ νὰ μὴ χάσω μέσα τους τὸν δρόμο, κι οὔτε νὰ χαθοῦν καὶ ἄλλοι ἐξαιτίας μου μὲ ὅσα θὰ πῶ, προσπαθώντας νὰ τὶς ἑρμηνεύσω. Κύριε, εἰσάκουσέ με καὶ ἐλέησέ με. Κύριε καὶ Θεέ μου, ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ φῶς τῶν τυφλῶν καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν ἀδυνάτων, καὶ συνάμα τὸ φῶς τῶν ὁρώντων καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν ἰσχυρῶν, πρόσεξε τὴν ψυχή μου καὶ ἄκουσέ την ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἀβύσσου. Γιατί ἂν τὰ αὐτιά σου δὲν μᾶς ἀκοῦν ἀκόμη καὶ στὴν ἄβυσσο, ποῦ θὰ πᾶμε; Σὲ ποιὸν θὰ φωνάξουμε;

Ἐσὺ εἶσαι ἡ μέρα κι ἐσὺ εἶσαι ἡ νύχτα. Μὲ ἕνα σου νεῦμα οἱ στιγμὲς πετοῦν. Δῶσε μας τὸν ἀναγκαῖο χρόνο γιὰ νὰ μελετήσουμε τὰ μυστικὰ τοῦ νόμου σου καὶ μὴν κλείσεις τὴ θύρα του σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν κρούουν. Ὄχι, δὲν γίνεται νὰ θέλησες νὰ γραφτοῦν ἄσκοπα τόσες σελίδες μὲ βαθὺ μυστήριο. Δὲν εἶναι τάχα σὰν τὰ βαθιὰ ἐκεῖνα δάση, ὅπου ἐλάφια κρύβονται καὶ ἀναπαύονται καὶ μηρυκάζουν;

Ὢ Κύριε, «κατάρτισαι τὰ διαβήματά μου» καὶ ἀποκάλυψέ μου ὅσα κρύβουν αὐτὲς οἱ σελίδες. Ἡ φωνή σου εἶναι ἡ χαρά μου. Ναί, ἡ φωνή σου εἶναι χαρὰ ὑπέρτερη καὶ ἀπὸ τὴν πιὸ μεγάλη ἡδονή. Δῶσε μου ὅ,τι ἀγαπῶ. Δῶσε το, γιατί τὸ ἀγαπῶ, γιατὶ καὶ τὸ νὰ ἀγαπῶ ἀκόμη ἐσύ μου τὸ ἔδωσες. Μὴν ἐγκαταλείπεις τὶς δικές σου δωρεές, μὴν καταφρονέσεις τὸ διψασμένο δέντρο σου. Θέλω νὰ σοῦ ἐξομολογηθῶ ὅ,τι βρῆκα στὰ βιβλία σου.

Κύριε, δῶσε μου τὴν χάρη νὰ ἀκούσω «φωνὴν αἰνέσεως», νὰ μεθύσω ἀπὸ σένα, νὰ δῶ «τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου», ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα ποὺ ἔκτισες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ. Κᾶνε νὰ φτάσω ὡς τὴ βασιλεία τῆς ἅγιας πολιτείας σου, τὴν συναιώνιά σου.

(Ἁγίου Αὐγουστίνου, «Ἐξομολογήσεις», Ἐκδόσεις Πατάκη, Ἀθήνα 2007)

Scroll to Top