Ὁ προσανατολισµὸς ἐν τῇ Λατρείᾳ

Λανθασμένος προσανατολισμὸς ἐπισκόπου τῆς Καινοτόμου ἐκκλησίας,
ὁ ὁποῖος διαδίδεται ὅλο καὶ περισσότερο στὸν χῶρο τους [σημ.επιμ.κειμ.].

ὑπὸ τοῦ ἀρχιµ. Νικοδήµου Μπαρούση

Τὸ πρόβλημα τῆς θέσεως τοῦ λειτουργοῦ καὶ τῶν πιστῶν κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς θείας Εὐχαριστίας δύναται νὰ εὕρῃ ἱκανοποιητικὴν ἀπάντησιν, ὅταν αὐτὸ τεθῇ ἐντὸς τοῦ γενικωτέρου πλαισίου τῆς λατρευτικῆς τοποθετήσεως τῶν χριστιανῶν.

Ὁ προσανατολισμὸς ἐν τῇ λατρείᾳ εἶναι θρησκευτικὸν γεγονὸς μαρτυρούμενον παγκοσμίως. Ἀναλόγως τῆς κατευθύνσεως τὴν ὁποίαν υἱοθετοῦν οἱ θρησκεῖες, διακρίνονται δύο περιπτώσεις: Εἰς τὴν πρώτην περιλαμβάνονται οἱ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦν ἕνα προσανατολισμὸν «γεωγραφικοῦ» τύπου, ὁ ὁποῖος, κατὰ συνέπειαν, ποικίλλει, ἀναλόγως τῆς θρησκείας: εἰς τὸ Ἰσλάμ, ἡ κατεύθυνσις ὁρίζεται πρὸς τὸν λίθον Κααβὰ τῆς Μέκκας, καὶ εἰς τὸν Ἰουδαϊσμόν, διὰ τοὺς πιστοὺς ὁποὺ εὑρίσκονται ἐκτὸς τοῦ Ναοῦ, ὁρίζεται ἡ στροφὴ πρὸς τὴν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων. Εἰς τὴν δευτέραν περίπτωσιν ἀνήκουν οἱ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, οἱ ὁποῖες δέχονται ἕνα προσανατολισμὸν «ἀστρονομικοῦ» τύπου, δηλαδὴ πρὸς τὸν ἀνατέλλοντα ἥλιον· ἐδῶ ἀνήκει ὁ Χριστιανισμός1.

Ὁ μετασχηματισμὸς τῆς Συναγωγῆς πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν τῶν χριστιανῶν, θέτει προφανῶς τὸ θέμα τῆς συνεχίσεως ἢ τῆς ἀνανεώσεως τῆς «νομικῆς» λατρείας ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπὶ ἀρχιτεκτονικοῦ ἐπιπέδου, οἱ μεταβολές αὐτὲς ἀναφέρονται εἰς τὶς βάσεις πρὸς δημιουργίαν ἑνὸς λειτουργικοῦ χώρου ἀμιγῶς χριστιανικοῦ2. Οἱ κυριώτεροι μετασχηματισμοὶ προέκυψαν ὡς συνέπεια τῆς ἐπιτελέσεως τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἀσφαλῶς, δὲν ἦτο πάντοτε ἐφικτὴ ἡ ἀνταπόκρισις πρὸς ὅλες τὶς λειτουργικὲς ἀπαιτήσεις τῆς Ἐκκλησίας, δι’ αὐτὸ καὶ ἡ διάταξις τῆς Λειτουργίας δὲν ἦτο ἐξ ἀρχῆς ἀπολύτως ἄκαμπτος. Ἐν τούτοις, εἰς ἑκάστην προσαρμογὴν τὸ ἐρώτημα παρέμενεν τὸ αὐτό: τί ἀνταποκρίνεται εἰς τὸ πνεῦμα τῆς Λειτουργίας καὶ τί δὲν μᾶς ἀπομακρύνει ἐξ αὐτοῦ; Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, καθορίζουσα τὴν μορφὴν τῶν λειτουργικῶν χώρων της, κατέστησε κριτήρια, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγνοηθοῦν3.

Ἕνα ἐξ αὐτῶν, τὸ ὁποῖον παραμένει σταθερὸν πάντοτε καὶ φωτίζει τὸ πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς λατρείας, εἶναι ἡ προσευχὴ πρὸς ἀνατολάς. Ἡ παράδοσις αὐτὴ ὑπάρχει ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐκφράζει τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ4, καὶ μάλιστα τῆς θείας Λειτουργίας, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ὁποίας συγκεφαλαιοῦται κόσμος καὶ ἱστορία, παρελθόν, παρὸν καί μέλλον. Ἔτσι, διὰ τῆς ἐν τῇ προσευχῇ στάσεως πρὸς ἀνατολάς, ἐκφράζομε τὴν πιστότητά μας εἰς τὴν ἐνσάρκωσιν τοῦ Λόγου καὶ τὴν προσανατολισμόν μας πρὸς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν ἀντιλαμβάνεται εὐκόλως τὴν σημασίαν τοῦ προσανατολισμοῦ. Διὰ τὸν Ἰουδαϊσμὸν καὶ τὸ Ἰσλὰμ εἶναι ἀκόμη ἀπολύτως ἀποδεκτόν, ὅπως πάντοτε, ἡ κατὰ τὴν προσευχὴν κατεύθυνσις πρὸς τὸν τόπον ὅπου, κατ’ αὐτούς, ἀπεκαλύφθη ὁ Θεός5. Ὅμως, εἰς τὸν εὐρωπαϊκὸν κόσμον ἐπικρατεῖ μία ἀντίληψις, ἡ ὁποία, βεβαίως, ἐν μέρει ὀφείλεται εἰς τὸν Χριστιανισμόν: Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, κατὰ συνέπειαν δὲν ὑπάρχει λόγος προσανατολισμοῦ εἰς συγκεκριμένον τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς!

Ἀσφαλῶς, ἠμποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε ὁπουδήποτε καὶ ὁ Θεὸς εἶναι προσιτὸς πανταχοῦ. Ἡ ἀντίληψις τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι χριστιανικὴ καὶ ἀντιλαμβάνεται τὸν Θεὸν ὡς περιβάλλοντα τόν κόσμον καὶ ἡμᾶς τόσον πραγματικῶς, ὡς νὰ εὑρίσκεται μεθ’ ἡμῶν, περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι ἡμεῖς μετὰ τῆς ὑπάρξεώς μας. Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς ἡμᾶς, διὰ τοῦτο ἡμεῖς γνωρίζομεν Αὐτὸν καὶ δυνάμεθα μετ’ ἐμπιστοσύνης νὰ προσευχώμεθα εἰς Αὐτὸν ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ. Ἡ προσευχὴ ἀπευθύνεται εἰς τὸν προσωπικόν, ἀποκαλυφθέντα Θεόν, καὶ κατά συνέπειαν, ὡς συμβαίνει εἰς ὅλες τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, ὁ πιστός, ὡς ἑνιαία ψυχοσωματικὴ ὕπαρξις, στρέφεται πρὸς τὸν Θεὸν μετὰ τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ, διὰ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μετ’ Αὐτοῦ ὡς πρόσωπον πρὸς πρόσωπον «ἐνώπιος ἐνωπίῳ». Ὁ ἐνσαρκωθεὶς Λόγος, εἰσελθὼν εἰς τὸν χρόνον καὶ τὴν ζωὴν ἡμῶν, κατέστησεν αὐτὴν χριστοκεντρικήν, ἐφ’ ὅσον ἡ δοξολογία μας πρὸς τὸν ἐν Τριάδι Θεὸν τελεῖται διὰ τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου. Ἡ ἀνατολή, τὸ κοσμικὸν σημεῖον τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου, σύμβολον τῆς παγκοσμιότητος τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχοντος ἐπέκεινα παντὸς γεωγραφικοῦ χώρου, διακηρύττει συγχρόνως τὴν καθοριστικῆς σημασίας διαβεβαίωσιν τῆς Ἀποκαλύψεως περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας. Ὁ προσευχόμενος πιστός, στρεφόμενος πρὸς ἀνατολάς, ἐντάσσεται λοιπὸν εἰς τὴν μεγάλην πορείαν τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν ἐρχόμενον Κύριον6.

Ὅμως, τί συμβαίνει μὲ τὴν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας; Κάποιοι ὑπεστήριξαν ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τῆς ἁψίδος τοῦ Βήματος, κατὰ συνέπειαν ὁ ἐπίσκοπος, κατερχόμενος τούτου θὰ ἐτέλει τὴν θείαν Λειτουργίαν κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ἔχων δηλαδὴ προσανατολισμὸν ἀντίθετον ἐκείνου, ὁποὺ εἶχεν ὁ λαός. Περὶ τούτου ὅμως οὐδεμία μαρτυρία ὑπάρχει7. Ἀκόμη καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν κάποιων ναῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ λόγους τοπογραφικοὺς ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ ἔχουν ἀντίθετον προσανατολισμόν, ὁ ἱερεύς, κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς θείας Λειτουργίας, ἐκαλοῦσε τοὺς πιστοὺς νὰ στραφοῦν μετ’ αὐτοῦ πρὸς ἀνατολάς, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἀνατολὴ εὑρίσκετο πρὸς τὸ μέρος τῆς κεντρικῆς εἰσόδου της ἐκκλησίας αὐτῆς8. Ἐκ τῶν ναῶν αὐτῶν, ὁποὺ κατ’ ἀναπόδραστον ἀνάγκην ἀπέκτησαν ἀντίστροφον προσανατολισμόν, ἐλάχιστοι διετηρήθησαν ἕως τῶν ἡμερῶν μας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Πέτρος τῆς Ρώμης. Ἐκεῖ ὅμως, ἤδη ἀπὸ μερικῶν αἰώνων καὶ ἐντεῦθεν, ὁ λειτουργὸς ἔπαυσε νὰ καλῇ τὸν λαόν, ὅπως προσανατολισθῇ μετ’ αὐτοῦ πρὸς τέλεσιν τῆς λειτουργίας· τώρα πλέον, εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον τῆς Ρώμης, ὁ ἱερεὺς λειτουργεῖ ἐστραμμένος πρὸς τὴν Δύσιν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξεν ἡ αἰτία τῆς προπαγάνδας ὑπὲρ τῆς κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας9 κατὰ τὶς δύστηνες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς μας, ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς δῆθεν ἀνταποκρίσεως πρὸς τὸ λειτουργικὸν πνεῦμα καὶ τὴν ἀντίληψιν τῆς Ἐκκλησίας περὶ συμμετοχῆς ὅλων εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν.

Ἡ ἰδέα τῆς τελέσεως τῆς Λειτουργίας κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ προσεπάθησεν ἐπίσης νὰ στηριχθῇ ἐπὶ τῆς τελέσεως τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ὅμως, ὡς λέγουν οἱ εἰδικοί, τὸ ἐπιχείρημα τοῦτο οὐδὲν ἀπολύτως ἔχει ἔρεισμα. Εἶναι ἁπλῶς μία τελείως φανταστικὴ – ἀνυπόστατος ἀντίληψις μιᾶς συνεστιάσεως τῆς ἀρχαιότητος. Ὅμως, εἰς οὐδὲν γεῦμα ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχηγὸς τῆς συνεστιάσεως τῶν συνδαιτημόνων, ἐλάμβανε θέσιν ἀπέναντι τῶν ἄλλων. Τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας μετέπειτα, οἱ συνδαιτημόνες ἐκάθηντο κατὰ μῆκος, ὄπισθεν ἡμικυκλικῆς τραπέζης, τὸ ἐμπρόσθιον μέρος τῆς ὁποίας ἔμενεν ἐλεύθερον. Τὸ χαρακτηριστικόν ἑνὸς γεύματος ἦτο ὅτι ὅλοι οἱ συνδαιτημόνες ἦσαν ἐπὶ τῆς αὐτῆς πλευρᾶς10.

Ἀλλά, καὶ αὐτὸς ὁ παραλληλισμὸς τῆς θείας Λειτουργίας πρὸς τὸ Δεῖπνον χρήζει ἀναλύσεως. Ὁ Κύριος ἐτέλεσε τὸ Μυστικὸν Δεῖπνον ἐντὸς τῶν πλαισίων ἑνὸς ἰουδαϊκοῦ δείπνου, ἀλλὰ ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ ἐπαναλαμβάνωμε τὰ ἰδιαίτερα νέα στοιχεῖα, τῆς μυστηριακῆς εὐλογίας τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ Οἴνου, καὶ ὄχι τὸ γεῦμα τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευσεν ὡς πλαίσιον. Διὰ τοῦτο, ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου τοῦ Δείπνου πολὺ ἐνωρὶς ἀπεσπάσθη τοῦ παλαιοῦ πλαισίου, διὰ νὰ εὕρῃ τὴν ἰδιαιτέραν αὐτῆς μορφήν, καθοριζομένην ὑπὸ τοῦ γεγονότος τῆς Εὐχαριστίας, ἀπευθυνομένην ἀμέσως εἰς τὴν Σταύρωσιν, μεταφερομένην εἰς τὴν νομικὴν θυσίαν τοῦ Ναοῦ ὡς ἐκπλήρωσις τοῦ ὑπ’ ἐκείνης σημειουμένου τύπου, διαμορφωμένην ὡς λειτουργία τοῦ Λόγου. Ἔτσι, ἡ νομικὴ ἰουδαϊκὴ λειτουργία ἀνανεωμένη, βαθυνομένη, πληρουμένη διὰ τῆς χριστιανικῆς προοπτικῆς, γίνεται ἡ Εὐχαριστία, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆς ἐντολῆς Αὐτοῦ: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Εἰς αὐτὴν τὴν ριζικὴν ἀνανέωσιν αὐτῆς καὶ τὴν παγκοσμίων διαστάσεων προοπτικήν της, ἡ Ευχαριστία δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εἶναι ἕνα γεῦμα. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι ὁ ἀρχέτυπος τῶν νομικῶν τελετουργιῶν τοῦ Ναοῦ, ἡ ἐκπλήρωσις τῶν διδαχῶν τῆς Συναγωγῆς, τὸ μυστήριον τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀπέραντον κοσμικὴν καί ἱστορικὴν αὐτοῦ διάστασιν· καὶ ὅλα αὐτὰ ἐκφράζονται ἐναργῶς εἰς τὶς λειτουργικὲς προσευχὲς τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων. Ὁ ὑπερτονισμὸς τῆς Εὐχαριστίας ὡς δείπνου, μετὰ τῆς παραλλήλου μειώσεως τῆς σημασίας αὐτῆς ὡς θυσίας11, ὡδήγησεν εἰς τὴν σύγχρονον ἰδέαν τῆς στροφῆς τοῦ ἱερέως πρὸς τέλεσιν τῆς λειτουργίας κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ12.

Ὑπ’ αὐτὴν τὴν προοπτικήν, βλέπει καθ’ εἷς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ κληρικαλισμοῦ, ἑνὸς τόσον ἐντόνου κληρικαλισμοῦ, ὅμοιος πρὸς τὸν ὁποῖον οὐδέποτε φαίνεται νὰ ὑπῆρξεν εἰς τὸ παρελθόν. Ὁ ἱερεύς, ἐστραμμένος πρὸς τὸν λαόν, δὲν ἐμφανίζεται πλέον ὡς ὁ ἐκπρόσωπος τῆς κοινότητος πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ εἶναι ὁ «ἐμψυχωτὴς τῆς λειτουργίας», ὡς προτιμοῦν κάποιοι νὰ τὸν ὀνομάζουν13, ὡς ἐὰν ἦτο ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ ἢ ὁ μαέστρος τῆς ὀρχήστρας, ἢ μᾶλλον ὁ ἠθοποιός, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ ὑποδυθῇ ἐπὶ τῆς σκηνῆς τὸν ρόλον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ καταστῇ συνεπῶς τὸ πραγματικὸν σημεῖον ἀναφορᾶς τῆς θείας Λειτουργίας. Διὰ τῆς νέας αὐτῆς κληρικαλιστικῆς στάσεως παύει πλέον ὁ λειτουργὸς νὰ εἶναι ὁ ἀνώνυμος ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἐντεταλμένος εἰς τὴν εἰδικὴν διακονίαν τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ προΐσταται κυρίως διὰ τῆς προσωπικότητός του, τῆς χαρισματικῆς ἢ μή, κατὰ τοῦτον ἢ τὸν ἄλλον τρόπον.

Δι’ αὐτῆς τῆς στάσεως τοῦ ἱερέως, ὁ λαὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ βλέπῃ, νὰ παρακολουθῇ ὅλες τὶς κινήσεις, τὶς ἐκφράσεις, τὶς ἀντιδράσεις, τὶς προσωπικὲς αὐτόματες ἐκδηλώσεις τοῦ λειτουργοῦ, ὁ ὁποῖος ἵσταται πλέον ἐνώπιον ὅλων διὰ τοῦ προσωπικοῦ αὐτοῦ ὕφους, τῆς ἀτομικῆς του ἱκανότητος, τῆς προσωπικῆς του «γοητείας» καὶ τῶν ἐν γένει ἰδιαιτέρων αὐτοῦ προσόντων. Καλεῖται λοιπὸν νὰ ἀναπτύξῃ τὴν δημαγωγικήν του ἱκανότητα καὶ ὄχι τὸ χριστοκεντρικὸν ἦθός του, νὰ εἶναι εὐπαρουσίαστος, ἄψογος εἰς τὶς κινήσεις του καί, πρωτίστως, νὰ γνωρίζῃ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν καλῶν τρόπων συμπεριφορᾶς, διότι πλέον τά βλέμματα ὅλων εἶναι ἐστραμμένα πρὸς αὐτόν14. Ὁ Χριστός, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, καθίσταται
ἀπὼν ἐκ τῆς σκηνῆς15, καὶ εἰς τὸ ἑξῆς οἱ πιστοὶ θὰ προσέρχωνται εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν δια νὰ χαροῦν τὴν γοητευτικὴν παρουσίαν αὐτοῦ ἢ τοῦ ἄλλου ἱερέως, ἢ διὰ νὰ αἰσθανθοῦν ὅτι εἶναι ὅλοι μαζί, ὅτι εἶναι μία ὁμάδα ὁποὺ κάμνουν κάτι ἰδικόν τους, καὶ ἔτσι διακρίνονται μέσα εἰς τὸ χάος τῆς παγκοσμιότητος, διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, σχηματίζοντες οἱ ἴδιοι διὰ τὸν ἑαυτόν τους μίαν ἄλλην ταυτότητα, χρήσιμον καὶ ἀναγκαίαν διὰ νὰ ἐπιβιώσουν εἰς αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμον.

Ἡ στροφὴ τοῦ ἱερέως πρὸς τοὺς πιστοὺς μεταβάλλει τὸν προσευχόμενον λαὸν τοῦ Θεοῦ εἰς κοινότητα κλεισμένην αὐτάρκως εἰς τὸν ἑαυτόν της· εἰς μίαν κοινότητα μὴ δυναμένην νὰ ἀνοιχθῇ πρὸς τὸν Οὐρανόν, πρὸς τὴν ἐρχομένην Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως, ἡ πρὸς ἀνατολὰς προσευχή, ἡ πρὸς ἀνατολάς τέλεσις τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι μία νοητὴ ἔξοδος, μία λιτανεία βαίνουσα πρὸς τὸν Κύριον, εἶναι ἡ πορεία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μετά τοῦ ἱερέως ἐπὶ κεφαλῆς αὐτοῦ – ὡς ἄλλου νοητοῦ κριὸς προϊσταμένου τοῦ ποιμνίου, ὡς εἶπεν ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, ὅταν εἶδεν εἰς τὴν Καππαδοκίαν τόν Μέγαν Βασίλειον τελοῦντα τὴν θείαν Λειτουργίαν – βαδίζοντος πρὸς συνάντησιν τοῦ ἐρχομένου Κυρίου16. Ἡ πρὸς ἀνατολὰς τέλεσις τῆς Λειτουργίας φανερώνει, καὶ διὰ τῆς στάσεως αὐτῆς, ὅτι ἡ κοινότης δὲν εἶναι ἐγκλωβισμένη, δὲν ἀποβλέπει ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἐν πασχαλίῳ πορείᾳ λαὸς τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πρὸς ἀνατολὰς στάσις τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ λειτουργοῦ, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας, δὲν εἶναι ἐκδήλωσις συναισθηματικῆς ἐξάρσεως, ρομαντικῆς νοσταλγίας, ἀλλὰ ἔκφρασις τῆς «ἐν ἡμῖν ἐλπίδος»· εἶναι οὐσιαστικὸν καὶ μόνιμον, μὴ μεταβαλλόμενον ἀπὸ ἐποχῆς εἰς ἐποχήν, στοιχεῖον τῆς χριστιανικῆς Λατρείας17. Ὁ κλειστὸς κύκλος εἶναι ἀνίκανος νὰ ἐκφράσῃ τὴν κοινὴν κατεύθυνσιν τῆς προσευχῆς ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ σύγχρονος κόσμος ζῇ ἐγκλωβισμένος ἐντὸς τοῦ κύκλου του, μὲ ὅλες τὶς συνέπειες καὶ τὰ ἀδιέξοδα, ὁποὺ συνεπάγεται τοῦτο. Μόνον ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τὸν ἐξαγάγῃ ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδα αὐτά, καί, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τοῦτο, πρέπει νὰ διακηρύττῃ, ἤτοι νὰ εὐαγγελίζεται, τὴν πεποίθησίν της αὐτὴν καὶ «ἐπὶ σχημάτων», διὰ τῆς στροφῆς τοῦ λαοῦ – μέλος τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ ὁ ἱερεὺς – ἐκτὸς τοῦ κύκλου του, πρὸς τὸν Δημιουργόν του, πρὸς τὸν ἀποσταλέντα εἰς λύτρωσιν τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ18, καὶ πάλιν ἐξ ἀνατολῶν ἐρχόμενον Κύριον, διὰ νὰ ζήσῃ καὶ πάλιν ὁ ἄνθρωπος τὸ δυναμικὸν νόημα τῆς ἐξόδου του πρὸς τὸν Κύριον.


Πρβλ. C. VOGEL, «L’ orientation vers l’ est», L’ Orient Syrien, τ. ΙΧ, 1964, σ. 3-4 || L. BOUYER, Le rite et l’ homme, ἐκδ. «Cerf», 1962, σ. 233-234.

Πρβλ. C. VOGEL, «La croix eschatologique», Lex Orandi 40, Semaine liturgique de l’ institut St. Serge, ἐκδ. «Cerf», 1967, σ. 87-93 || ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, «L’ orientation vers l’ est», σ. 18.

Πρβλ. J. RATZIΝGER, L’ esprit de la liturgie, ἐκδ. «Ad Solem», 2001, σ. 63.

4 Πρβλ. ἐνδεικτικῶς: α΄) Ἡ ∆ιδαχὴ τῶν Ἀποστόλων (β΄-γ΄ αἰ.) ἀναφέρει: «Συμφώνως ἅπαντες ἐξαναστάντες καὶ ἐπ’ ἀνατολὰς κατανοήσαντες (δηλ. στραφέντες) … προσευξάσθωσαν τῳ Θεῷ … κατ’ ἀνατολάς…» (ΒΕΠΕΣ 2, 53), β΄) Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει : «Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων … τὰ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν … οἷον (δηλ. ὡς εἶναι) … τὸ πρὸς ἀνατολὰς τετράφθαι (δηλ. τὸ νὰ στρεφώµεθα πρὸς ἀνατολὰς) κατὰ τὴν προσευχήν…» (ΒΕΠΕΣ 52, 287). Πρβλ. Πηδάλιον, σ. 643 / ἁγίου ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ΄ 12, γ΄) Εἰς τὸν Ὠριγένην διαβάζομε: «…Τίς οὐκ ἂν … ὁμολογῆσαι τὸ πρὸς ἀνατολὴν ἐναργῶς ἐμφαίνειν τὸ δεῖν (δηλ. τὸ ὅτι πρέπει) ἐκεῖ νεύοντας συμβολικῶς (δηλ. πρὸς τὰ ἐκεῖ στρεφόµενοι συµβολικῶς) … ποιεῖσθαι τὰς εὐχὰς … φύσει δὲ τῆς ἀνατολῆς … προκρινομένης … ὃ εὔξασθαι βουλόμενος … προκριτέον τὰς ἀνατολὰς κατὰ τὸ εὔλογον (δηλ. τόσον βαθεία καὶ σταθερὰ ἦτο ἡ πεποίθησις ὅλων τῶν χριστιανῶν νὰ στρέφωνται πρὸς ἀνατολὰς κατὰ τὴν προσευχήν)…» (ΒΕΠΕΣ 8, 265), δ΄) Ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως γράφει: «Τὸ κατὰ ἀνατολὰς εὔχεσθαι παραδεδομένον ἐστιν … (ὑπὸ) τῶν ἁγίων ἀποστόλων· ἐστὶν οὕτως διὰ τὸν ἥλιον τὸν νοητόν … Χριστὸν τὸν Θεὸν … κατὰ τὸν προφήτην τὸν λέγοντα … “Προσκυνήσατε τῷ Κυρίῳ … κατὰ ἀνατολάς”, καὶ “Προσκυνήσωμεν εἰς τὸν τόπον οὗ ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ”· καὶ πάλιν “Στήσονται οἱ πόδες τοῦ Κυρίου … κατ’ ἀνατολήν”. Ταῦτά φασιν (δηλ. λέγουν) οἱ προφῆται, καὶ διὰ τὸ καραδοκεῖν ἡμᾶς (δηλ. ἐπειδὴ ἀναµένοµεν) … τὸν … παράδεισον τὸν κατὰ ἀνατολὴν … καὶ τὴν ἀνατολὴν τῆς φωτοφανείας τῆς δευτέρας τοῦ Χριστοῦ … παρουσίας (PG 98, 392). Ἀλλὰ καὶ ἡ παρακέλευσις τοῦ ἱερέως : «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», τὴν πρὸς ἀνατολὰς στροφήν μας ὑπαινίσσεται, «τὴν … ἄνω Ἱερουσαλὴμ … τὸν παράδεισον τὸν κατὰ ἀνατολὴν» (PG 98, 428) [πρβλ. K. GAMBER, Tournés vers le Seigneur, ἐκδ. «St. Madeleine», 1993, σ. 20 / GABRIEL BUNGE, Vases d’ argile, ἐκδ. «Bellefontaine», 1973, σ. 58-70), ε΄) Πρβλ. Ἁγίου ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ: «Ἱερουσαλὴμ … ἐστὶ τύπος τόπου Θεοῦ…» (Φιλοκαλία, τ. Δ΄, ἐκδ. «Ἀστήρ», σ. 338).

5 Πρβλ. L’ esprit de la liturgie, σ. 64.

Πρβλ. L’ esprit de la liturgie, σ. 64.

7 Μάλιστα οἱ ἀρχαιότερες μαρτυρίες ὁμιλοῦν ἀκριβῶς περὶ τοῦ ἀντιθέτου. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Κλήμης ἐπίσκοπος Ρώμης (†95 μ.Χ.), γράφει: «Ὁ οἶκος (δηλ. ὁ ναὸς) ἔστω (δηλ. νὰ εἶναι) ἐπιμήκης, κατὰ ἀνατολὰς τετραμμένος … ἔχων τὰ παστοφόρια (δηλ. τὰ διακονικά) πρὸς ἀνατολὴν … κείσθω (δηλ. νὰ εἶναι) δὲ μέσος ὁ τοῦ ἐπισκόπου θρόνος … καὶ … συμφώνως ἅπαντες ἐξαναστάντες καὶ ἐπ’ ἀνατολὰς κατανοήσαντες (δηλ. στραφέντες) … προσευξάσθωσαν … κατὰ ἀνατολὰς … ὑπομιμνησκόμενοι … τοῦ κατὰ ἀνατολὰς παραδείσου…» (ΒΕΠΕΣ 2, 52-53).

Πρβλ. «L’ orientation vers l’ est», σ. 9-13.

Πρβλ. Tournés vers le Seigneur, σ. 37-42.

10 Πρβλ. Tournés vers le Seigneur, σ. 21-24.

11 Πρβλ. «Ἡ Λειτουργία, ἐν τῇ αἰωνίῳ αὐτῆς πνευματικῇ πραγματικότητι, εἶναι θυσία ὑπὲρ τῶν ἁµαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητος…» (ἀρχιμ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, Ὀψόµεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστί, ἔκδ. Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ – Ἀγγλίας, 1996, σ. 370).

12 Πρβλ. Entretiens sur la foi, ἐκδ. «Fayard», 1975, σ. 158 || L’ esprit de la liturgie, σ. 66.

13 Πρβλ. L’esprit de la liturgie, σ. 67.

14 Πρβλ. Tournés vers le Seigneur, σ. 49.

15 Πρβλ. «Ἐν τῇ Λειτουργίᾳ … ὁ Χριστὸς – τὸ ἀληθινὸν κέντρον πάσης τῆς κτίσεως – ἀποτελεῖ τὸ κέντρον τῆς προσοχῆς ἡμῶν … Πᾶσα ἡ Λειτουργία ἐν τῷ οὐσιώδει αὐτῆς περιεχομένῳ δὲν εἶναι ἄλλο τι, εἰ μὴ ἀνάμνησις Αὐτοῦ…» (Ὀψόµεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστί, σ. 368-369).

16 Πρβλ. L’ esprit de la liturgie, σ. 68.

17 Πρβλ. L’ esprit de la liturgie, σ. 68.

18 Ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου ἢ ἐπ’ αὐτοῦ, ἐτίθετο ἀνέκαθεν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου (πρβλ. ΑΙΘΕΡΙΑΣ, Ὁδοιπορικόν, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι 2007, σ. 154, 160 || PG 98, 389 / 79, 577), διότι ὁ Σταυρός, πρὸς τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀτενίζῃ κατὰ τὴν λατρείαν τόσον τὸ ἱερατεῖον ὅσον καὶ ὁ λαός, ἀφ’ ἑνὸς μὲν δηλώνει τὴν θυσίαν, ἐξ ἧς ἀπέρρευσεν ἡ λύτρωσις, ἀφ’ ἑτέρου δὲ εἶναι τὸ σημεῖον τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας, τὴν ὁποίαν συμβολικῶς ἀναμένομεν ἐξ ἀνατολῶν.

(Ἱστολόγιο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ, 22/05/2021)

Scroll to Top