Για την μετά θάνατον ζωή

Αρχιεπίσκοπος Ναθαναήλ [Ρωσικής Διασποράς, +1986]

Πιστεύουμε ότι η επαφή του ανθρώπου με τον Θεό δε διακόπτεται μετά το θάνατο. Μετά το κατώφλι του θανάτου η ψυχή, που αγαπάει και είναι πιστή στον Θεό, θα ζει μέσα στη μεγάλη χαρά και την ευτυχία της επικοινωνίας με τον Θεό. Και πιστεύουμε ότι όλες οι χαρές, όλη η ευτυχία για το ανθρώπινο ον βρίσκεται, σε απόλυτο βαθμό, στην επικοινωνία με τον Θεό.

Τότε, μήπως έχουν δίκιο εκείνοι που λένε ότι η χριστιανική πίστη είναι ιδιοτελής και ότι πιστεύουμε στον Θεό και Τον υπηρετούμε εξαιτίας του φόβου του θανάτου και των δεινών; Ότι τρέφουμε μια ιδιοτελή ελπίδα ότι θα αμειφθούμε με μακαριότητα, την οποία θα μας δώσει ο Θεός, μετά το θάνατο, επειδή Τον υπηρετούσαμε εν ζωή; Βεβαίως, δεν είναι έτσι.

Όλοι οι χριστιανοί διδάσκαλοι που έθιξαν αυτό το ζήτημα, λένε ότι το να υπηρετούμε τον Θεό λόγω του φόβου του άδη ή εξαιτίας της δίψας για ανταμοιβή, δεν αξίζει σε έναν χριστιανό. Ο Αββάς Δωρόθεος, ο πολύ τιμώμενος καθοδηγητής των μοναχών, λέει ότι το να υπηρετείς τον Θεό από φόβο είναι κατάσταση δούλου, το να Τον υπηρετείς, επειδή θέλεις να πάρεις μισθό είναι κατάσταση μισθωτού. Μόνο το να υπηρετείς τον Θεό χάρη στον Ίδιον, από αγάπη προ Αυτόν, είναι αληθινά χριστιανική υιική κατάσταση. Είναι η μοναδική κατάσταση που αξίζει σε τέκνο του Θεού.

Αν η χριστιανοσύνη βασιζόταν στο φόβο του άδη και στην προσμονή ως ανταμοιβή του παραδείσου, τότε και στη διδασκαλία του Χριστού, και στο κήρυγμα των Αποστόλων θα είχαν αναφερθεί πολύ περισσότερο και το ένα και το άλλο.

Όμως, και τα Ευαγγέλια, και οι Επιστολές αναφέρονται σε αυτά με εξαιρετικά λίγα λόγια. Ο Κύριος πολύ σύντομα αναφέρεται και στα αιώνια βάσανα που περιμένουν το διάβολο και τους αγγέλους του, όπως και τους αμετανόητους αμαρτωλούς, και στην αιώνια χαρούμενη ζωή που περιμένει τους δικαίους, χωρίς να δίνει λεπτομερή περιγραφή για τις χαρές του παραδείσου. Ο Απόστολος δε, όταν μιλάει για αυτό, επαναλαμβάνει εν συντομία τα λόγια του παλαιοδιαθηκικού προφήτη: «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. 2: 9).

Βεβαίως, αυτή η συντομία του Κυρίου και των Αποστόλων Του στην περιγραφή της ζωής στον Παράδεισο δεν οφείλεται στο ότι φοβούνταν κατηγορίες περί ιδιοτέλειας του κηρύγματός τους, αλλά στο ότι δεν είναι δυνατόν, με τη δική μας ανθρώπινη γλώσσα να περιγράψουμε και με τη δική μας τρισδιάστατη αντίληψη, να καταλάβουμε τις συνθήκες της άλλης, εξωσωματικής ύπαρξης. Όμως, αυτή η συντομία, η αποσιώπηση σχεδόν του Ευαγγελίου αναφορικά με τις λεπτομέρειες του παραδεισένιου βίου, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν είναι αυτό, στο οποίο βασίζεται το κάλεσμα του χριστιανισμού.

Η βασική υπόσχεση του Κυρίου για όλους όσοι Τον πιστεύουν και Τον αγαπούν, είναι τα λόγια Του: «καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἦτε» (Ιω. 14: 3). Βεβαίως, την αναμονή μιας τέτοιας ανταμοιβής δεν μπορείς να την θεωρήσεις κατάσταση του μισθωτού. Αυτό είναι εκδήλωση αγάπης. Αφού μόνο για όποιον αγαπάει είναι πολύτιμο να είναι μαζί με αυτόν που αγαπάει. Και αν ο χριστιανός υπηρετεί τον Θεό για να είναι μαζί Του στην αιωνιότητα, τότε δεν είναι μισθωτός, αλλά τέκνο του Θεού.

Ωστόσο, η ιερή Ιστορία έχει παραδείγματα ακόμα μεγαλύτερης εξύψωσης στην υπηρεσία του Θεού. Είναι τότε που οι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν απεριόριστα αφοσιωμένοι στον Κύριο και Τον αγαπούσαν απέραντα, ήταν έτοιμοι να αρνηθούν την ευτυχία του να είναι μαζί Του και να ρίξουν τους εαυτούς τους στα βάσανα της απομάκρυνσης από Αυτόν, με σκοπό την πραγματοποίηση των σκοπών Του. Έτσι, ο άγιος Προφήτης Μωυσής, όταν ζητούσε από τον Θεό συγχώρεση για το λαό του, έκραζε: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας». Έτσι, ο Απόστολος Παύλος λέει: «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα» (Ρωμ. 9: 3). Έτσι, ένας άνθρωπος που αγαπάει απέραντα μπορεί να αρνηθεί την ευτυχία επικοινωνίας με τον αγαπημένο, πράγμα που το εκτιμάει πιο πολύ από όλα, αν αυτό σημαίνει όφελος για τον αγαπημένο. Εδώ βρίσκεται το ύψος της αυταπάρνησης.

Όμως, μην μπερδεύουμε την αγιότατη αυταπάρνηση του δικαίου Μωυσή και του Αποστόλου Παύλου με την ετοιμότητα που έχει ένας αμαρτωλός να θυσιάζει τη σωτηρία του, δηλαδή, τη μελλοντική επικοινωνία με τον Θεό, για χάρη κάποιων αμαρτωλών πειρασμών. Στην πρώτη περίπτωση ξεχειλίζουν η αγάπη προς τον Θεό και η αφοσίωση στο έργο Του, ενώ στην άλλη έχουμε την αδιαφορία για τον Θεό και για την ιδία την ψυχή του. Έτσι, δεν πρέπει να μπερδεύουμε την περίπτωση της στοργικής μητέρας που αρνείται την ευτυχία να είναι δίπλα στο αγαπημένο της παιδί, όταν κάτι τέτοιο απαιτεί το καλό του παιδιού της, με τους άσπλαχνους γονείς που εγκληματικά αμελούν τα παιδιά τους που δεν τα αγαπούν.

Λοιπόν, ο χριστιανός δεν υπηρετεί τον Κύριο, επειδή φοβάται τον άδη, ούτε επειδή θέλει να κερδίσει τη μακαριότητα στους ουρανούς. Όμως, όταν Τον υπηρετεί από αγάπη προς Αυτόν, ο χριστιανός ξέρει ότι και ο Κύριος, απαντώντας με απέραντη αγάπη στην αγάπη του, δε θα αφήσει την ψυχή που είναι πιστή σε Αυτόν, σε ελεεινή κατάσταση, αλλά θα τον προσελκύσει προς στον Εαυτό Του, σύμφωνα με τα λόγια Του: «ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἦτε» (Ιω. 14: 3)»

Το ίδιο ακριβώς, δεν είναι καλή η νύφη που δεν παντρεύεται από αγάπη προς τον γαμπρό, αλλά που παντρεύεται με σκοπό να αποκτήσει από αυτόν ηδονές και πλούτη. Όμως, αν θέλει τον γαμπρό της από αγάπη και ταυτόχρονα γνωρίζει ότι είναι αγαπητικός και πλούσιος, και έτσι είναι σίγουρη για τη μελλοντική της ευτυχία, τότε είναι φυσικό και καλό. Έτσι πρέπει να είναι, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η σχέση του αληθινού χριστιανού προς τον Κύριό του.

Όμως, δεν πρέπει να θεωρούμε ότι τα λόγια του Χριστού για την αιώνια μακαριότητα και για τα αιώνια βάσανα δεν έχουν ουσιαστική σημασία στον χριστιανισμό. Όπως και κάθε λόγος του Κυρίου, έχουν και αυτά τα λόγια μεγάλη σημασία, αλλά περιφερειακά της Εκκλησίας, εκεί όπου ο φόβος μπροστά στα βάσανα μπορεί να αναχαιτίσει μια ψυχή που είναι έτοιμη για το κακό, ή εκεί όπου η δίψα της αιώνιας μακαριότητας μπορεί να αναγκάσει την κοιμισμένη ψυχή ενός ράθυμου χριστιανού να συνέλθει και να τον ωθήσει στο να κάνει το καθήκον της ζωής του.

Στην καθοδήγηση των ανθρώπινων ψυχών η Εκκλησία προσπαθεί ώστε τα τέκνα της να μην έχουν ως σκοπό μόνο τη σωτηρία από τα βάσανα ή την κατάκτηση της μακαριότητας, αλλά, πρωτίστως, να έχουν ως μέλημα την αγάπη του Θεού, ώστε η χριστιανή ψυχή να προστρέχει προς τον Θεό, για χάρη του Ίδιου μονάχα και όχι για κάτι άλλο, γνωρίζοντας ότι εκεί όπου είναι Αυτός, εκεί είναι και η παραδεισένια ζωή, αφού εκεί είναι και η πληρότητα της αγάπης.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιεπισκόπου Ναθαναήλ [Λβοβ] «Κλειδί για Θησαυροφυλάκιο», που εκδόθηκε το 2006, από την Ιερά Μονή Σρέτενσκιϊ).

Pravoslavie.ru

Scroll to Top