ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 2ο)

Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς
2. Η αμαρτωλότητα του ανθρώπινου γένους

Αντανάκλαση της αμαρτωλότητας στην ανθρώπινη ψυχή – στη σφαίρα του νου, των συναισθημάτων και της θέλησης. Τα διαδοχικά στάδια – βαθμίδες αμαρτίας. Τρεις πηγές αμαρτίας.

Όλοι οι χριστιανοί γνωρίζουμε από την Αγία Γραφή και πιστεύουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του. Επομένως, στη δημιουργία, ο άνθρωπος έλαβε μια αναμάρτητη φύση. Αλλά ακόμα και ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, δεν παρέμεινε αναμάρτητος, αφού έχασε την αρχική του αγνότητα στην πρώτη πτώση εκ του παραδείσου. Το δηλητήριο αυτής της αμαρτωλότητας, που έχει μολύνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, προέρχεται από αμαρτωλούς προπάτορες – ακριβώς όπως το δηλητηριασμένο νερό ρέει από μια δηλητηριασμένη πηγή. Και εφόσον κάθε άτομο, εκτός από την κλίση προς την αμαρτία που κληρονόμησε από τους προπάτορες, προσθέτει και την προσωπική του πτώση στην αμαρτία, δεν υπάρχει τίποτα περίεργο στο γεγονός ότι η Αγία Γραφή λέει για τον καθένα μας: «Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα ζήσει μια μέρα, και δεν θα αμαρτήσει…»[1]. Μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι απολύτως καθαρός από κάθε αμαρτία. Ακόμη και οι δίκαιοι, οι άγιοι του Θεού, είχαν αμαρτία μέσα τους και, παρόλο που αγωνίστηκαν εναντίον της με την βοήθεια του Θεού, αναγνώρισαν ταπεινά τους εαυτούς τους ως αμαρτωλούς. Έτσι όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως είναι αμαρτωλοί, μολυσμένοι από την αμαρτία.

Η αμαρτία είναι μια πνευματική λέπρα, μια ασθένεια και ένα έλκος που έχει προσβάλλει ολόκληρη την φύση του ανθρώπου, την ψυχή και το σώμα του. Η αμαρτία έχει βλάψει και τις τρεις βασικές ικανότητες ή δυνάμεις της ψυχής: τον νου, το συναίσθημα (καρδιά) και την θέληση. Ο νους του ανθρώπου έχει θολώσει και έχει γίνει επιρρεπής σε λάθη (οι Ρωμαίοι έλεγαν ένα ρητό: «errara humanum est» – το πλανάσθαι εστιν ανθρώπινον), και ο άνθρωπος κάνει συνεχώς λάθη – τόσο στην επιστήμη, όσο και στην φιλοσοφία και στις πρακτικές του δραστηριότητες. Ίσως η καρδιά του ανθρώπου, το κέντρο των εμπειριών και των συναισθημάτων του, του καλού και του κακού, της λύπης και της χαράς, έχει πληγεί περισσότερο από την αμαρτία. Και βλέπουμε ότι η καρδιά μας έχει καλυφθεί με την λάσπη και τη μούχλα της αμαρτίας, έχει χάσει την ικανότητα να αισθάνεται αγνή, πνευματική και χριστιανική. Αντίθετα, έχει γίνει επιρρεπής στις απολαύσεις του αισθησιασμού και των γήινων προσκολλήσεων, έχει μολυνθεί από ματαιοδοξία και, μερικές φορές, χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη αγάπης και καλοσύνης προς τον πλησίον.

Αλλά, φυσικά, περισσότερο η θέλησή μας, ως η ικανότητα να ενεργούμε και να εκτελούμε τις ανθρώπινες προθέσεις, είναι κατεστραμμένη και δεσμευμένη από την αμαρτία. Συγκεκριμένα, ένα άτομο αποδεικνύεται ανίσχυρο στη θέλησή του όπου είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσει την αληθινή χριστιανική καλοσύνη – ακόμα κι αν ήθελε αυτή την καλοσύνη… Σχετικά με αυτή την θλιβερή ανικανότητα της θέλησης λέει ο Απόστολος Παύλος: «Το καλό που θέλω, δεν το κάνω, αλλά το κακό που δεν θέλω, το κάνω»[2]. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο Χριστός ο Σωτήρας μας είπε για τον αμαρτωλό άνθρωπο: «Καθένας που κάνει αμαρτία είναι δούλος της αμαρτίας»[3], αν και – δυστυχώς! – για τον ίδιο τον αμαρτωλό, το να υπηρετεί την αμαρτία του φαίνεται σαν ελευθερία, ενώ τον αγώνα με τα δελεάσματα της αμαρτίας τον θεωρεί σκλαβιά…

Πώς αναπτύσσεται η αμαρτία στην ανθρώπινη ψυχή; Οι Άγιοι Πατέρες, οι θιασώτες του χριστιανικού ασκητισμού και της ευσέβειας, που γνώριζαν την αμαρτωλή ανθρώπινη ψυχή καλύτερα από όλους τους «επιστήμονες» ψυχιάτρους, διακρίνουν τα παρακάτω στάδια – βαθμίδες της αμαρτίας.

Το πρώτο στάδιο της αμαρτίας βρίσκεται στην προσβολή του λογισμού – όταν κάποιος πειρασμός μόλις εμφανίζεται στη συνείδηση ενός ανθρώπου – με μια αμαρτωλή εντύπωση, μια ακάθαρτη σκέψη κ.λπ. Εάν σε αυτό το αρχικό στάδιο ο άνθρωπος απορρίψει αποφασιστικά και αμέσως την αμαρτία, όχι μόνο δεν αμαρτάνει, αλλά και αποφεύγοντας την αμαρτία ωφελεί και δεν ζημιώνει την ψυχή του. Στην προσβολή αυτή είναι πιο εύκολο να νικήσεις την αμαρτία. Εάν όμως δεν απορριφθεί[4], μετατρέπεται αρχικά σε μια σκοτεινή προθυμία και κατόπιν σε μια συνειδητή και ξεκάθαρη επιθυμία για αμαρτία. Εδώ αυτό το πρόσωπο αρχίζει ήδη να κλίνει προς αυτού του είδους την αμαρτία. Αλλά χωρίς έναν ιδιαίτερα δύσκολο αγώνα, μπορεί τελικά να μην υποκύψει στην ανομία και να μην αμαρτήσει, αν καταφύγει στην βοήθεια του Θεού και την καθαρή φωνή της συνείδησής του.

Το δεύτερο στάδιο είναι αυτό της πράξης, όταν ο άνθρωπος έχει πέσει στην αμαρτία. Οι μομφές της συνείδησης ακούγονται δυνατά και καθαρά, προκαλώντας σε ένα πρόσωπο που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, μόνο μια έντονη αηδία για αυτήν την αμαρτία. Η παλιά αυτοπεποίθηση εξαφανίζεται και ο άνθρωπος ταπεινώνεται (πρβλ. τον Απόστολο Πέτρο πριν και μετά την άρνηση). Αλλά και εδώ η νίκη επί της αμαρτίας δεν είναι τόσο δύσκολη, όπως αποδεικνύεται από πολλά παραδείγματα (του ίδιου του Αποστόλου Πέτρου, του Αγίου Προφητάνακτος Δαβίδ και άλλων μετανοημένων αμαρτωλών).

Είναι πιο δύσκολο να καταπολεμήσεις την αμαρτία στο τρίτο στάδιο όταν δηλαδή η αμαρτία, λόγω της συχνής επανάληψης, γίνεται συνήθεια στον άνθρωπο. Μετά την απόκτηση οποιασδήποτε συνήθειας γενικά, οι συνήθεις ενέργειες εκτελούνται από έναν άνθρωπο πολύ εύκολα, σχεδόν ανεπαίσθητα για αυτόν – αυτόματα. Και επομένως, η καταπολέμηση της αμαρτίας, η οποία έχει γίνει συνήθης για αυτόν, είναι πολύ δύσκολη, γιατί του είναι δύσκολο όχι μόνο να ξεπεράσει τον εαυτό του, αλλά και να παρακολουθήσει, να παρατηρήσει την προσέγγιση της αμαρτίας.

Ένα ακόμη πιο επικίνδυνο στάδιο της αμαρτίας είναι η κακία. Σε αυτήν την περίπτωση, η αμαρτία κυριεύει τόσο έναν άνθρωπο που δεσμεύει τη θέλησή του, σαν μαγνήτης. Σε αυτήν την περίπτωση ο άνθρωπος είναι ήδη σχεδόν ανίσχυρος να πολεμήσει με τον εαυτό του και είναι δούλος της αμαρτίας, αν και έχει επίγνωση της βλαβερότητάς της και σε στιγμές φώτισης, ίσως, την μισεί με όλη του την καρδιά (για παράδειγμα, η κακία της μέθης, ο εθισμός στα ναρκωτικά και τα παρόμοια). Εδώ, χωρίς το ιδιαίτερο έλεος και την βοήθεια του Θεού, το άτομο αυτό δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει τον εαυτό του και χρειάζεται τόσο την προσευχή όσο και την πνευματική υποστήριξη των άλλων. Ταυτόχρονα, πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμη και οποιαδήποτε μικρή αμαρτία, για παράδειγμα, η φλυαρία, η αγάπη για τα ρούχα, οι κενές διασκεδάσεις κ.λπ., μπορεί να γίνουν κακία σε έναν άνθρωπο αν τον κυριαρχήσουν πλήρως και γεμίσει με αυτά την ψυχή του.

Η υψηλότερη βαθμίδα αμαρτίας, στην οποία υποδουλώνεται εντελώς ένας άνθρωπος, είναι το πάθος που χαρακτηρίζει έναν αμαρτωλό τύπο. Σε αυτή την κατάσταση, ένα άτομο δεν μπορεί πλέον να μισεί την αμαρτία του, όπως στην κακία (αυτή είναι η διαφορά μεταξύ τους), αλλά υποτάσσεται στην αμαρτία σε όλες τις εμπειρίες, τις πράξεις και τις διαθέσεις του (βλ. τον Πλιούσκιν από το βιβλίο «Νεκρές ψυχές»[5] ή τον Φίοντορ Καραμάζοφ από το βιβλίο «Αδελφοί Καραμάζοφ»[6], όπως επίσης και τον φιλάργυρο Ιούδα τον Ισκαριώτη). Σε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος αφήνει απευθείας και  κυριολεκτικά (όπως λέγεται για τον Ιούδα στο Ιερό Ευαγγέλιο[7]) τον Σατανά στην καρδιά του, και σε αυτή την κατάσταση, εκτός από την γεμάτη χάρη προσευχή και την επιρροή της Εκκλησίας, τίποτα δεν θα τον βοηθήσει.

Αλλά υπάρχει ένα άλλο ιδιαίτερο, πιο τρομερό και ολέθριο είδος αμαρτίας. Αυτό είναι το αμάρτημα προς θάνατον. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε μια κατάσταση τέτοιας αμαρτίας δεν θα βοηθηθεί ούτε με την προσευχή της Εκκλησίας! Αυτό δηλώνεται ρητά από τον Απόστολο Ιωάννη τον Θεολόγο[8], όταν ενώ μας προτρέπει να προσευχόμαστε για έναν αμαρτωλό αδελφό, επισημαίνει ευθέως τη ματαιότητα της προσευχής για έναν ασυγχώρητο αμαρτωλό[9]

Ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέει ότι αυτή την αμαρτία – η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος – δεν θα αφεθεί, δεν θα συγχωρηθεί στους ανθρώπους ούτε σε αυτή την ζωή ούτε στο μέλλον. Πρόφερε αυτά τα τρομερά λόγια εναντίον των Φαρισαίων, οι οποίοι είδαν καθαρά ότι κάνει τα πάντα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και με τη δύναμη του Θεού – και, ωστόσο, διέστρεψαν παντελώς την αλήθεια, ισχυριζόμενοι συκοφαντικά ότι ενήργησε δήθεν με τη δύναμη ενός κακού, ακάθαρτου πνεύματος. Απωλέσθηκαν στη βλασφημία τους και το παράδειγμά τους είναι διδακτικό και τρομακτικό για όλους εκείνους που αμαρτάνουν με ένα τέτοιο θανάσιμο αμάρτημα – την επίμονη και συνειδητή αντίθεση στην αδιαμφισβήτητη αλήθεια, και επομένως την βλασφημία κατά του Πνεύματος της Αλήθειας – του Αγίου Πνεύματος του Θεού… Σημειωτέον ότι ακόμη και η βλασφημία εναντίον του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού μπορεί να συγχωρεθεί σε έναν άνθρωπο (σύμφωνα με τα λόγια Του), γιατί μπορεί να γίνει από άγνοια ή από προσωρινή τύφλωση. Η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος μπορεί, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου, να συγχωρεθεί μόνον όταν κάποιος την σταματήσει μετανοημένος, αλλά – αλίμονο – αυτό συνήθως δεν συμβαίνει, γιατί η ίδια η φύση της αμαρτίας αυτής είναι τέτοια, που καθιστά σχεδόν αδύνατο για έναν άνθρωπο να επιστρέψει στην αλήθεια. Ένας τυφλός μπορεί να δει και να αγαπήσει την αλήθεια που του έχει αποκαλυφθεί, ένα πρόσωπο που έχει μολυνθεί από κακίες και πάθη μπορεί να πλυθεί με τη μετάνοια και να γίνει ομολογητής της αλήθειας – αλλά ποιός και τί μπορεί να αλλάξει τον βλάσφημο που ενώ είδε και γνώρισε την αλήθεια, την αρνήθηκε και την μίσησε πεισματικά; Αυτή η τρομερή κατάσταση μοιάζει με την κατάσταση του διαβόλου, που παρόλο ότι πιστεύει στον Θεό και τρέμει, κι όμως Τον μισεί, Τον βλασφημεί και Του αντιτίθεται…

Όταν ένας πειρασμός, ο πειρασμός της αμαρτίας, εμφανίζεται ενώπιον ενός ανθρώπου, αυτός ο πειρασμός προέρχεται συνήθως από τρεις πηγές: από τη σάρκα του ανθρώπου, από τον κόσμο και από τον διάβολο.

Όσον αφορά την ανθρώπινη σάρκα, είναι απολύτως βέβαιο ότι από πολλές απόψεις είναι μια φωλιά, μια πηγή ανήθικων διαθέσεων, επιδιώξεων και κλίσεων. Το προπατορικό αμάρτημα είναι η θλιβερή κοινή μας τάση προς την αμαρτία. Η κληρονομιά από τις αμαρτίες των προγόνων μας και οι προσωπικές μας αμαρτωλές πτώσεις – όλα αυτά, συνοψιζόμενα και αλληλοενισχυόμενα, δημιουργούν στη σάρκα μας μια πηγή πειρασμών, αμαρτωλών διαθέσεων και πράξεων.

Ακόμα πιο συχνά, πηγή του πειρασμού για εμάς είναι ο κόσμος γύρω μας, ο οποίος σύμφωνα με τη λόγια του Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[10], και η φιλία με τον οποίο, σύμφωνα με άλλον Απόστολο, είναι έχθρα με τον Θεό[11]. Το περιβάλλον, οι άνθρωποι γύρω μάς αποπλανούν (ιδιαίτερα οι έχοντες σκοπιμότητα, συνειδητοί αποπλανητές και διαφθορείς της νεολαίας, για τους οποίους ο Κύριος είπε «ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης»[12]). Τα εξωτερικά αγαθά, ο πλούτος, η άνεση, οι ανήθικοι χοροί, η βρώμικη λογοτεχνία, τα ξεδιάντροπα «ρούχα» κ.λπ., που είναι δελεαστικά – όλα αυτά, φυσικά, είναι μια ακάθαρτη πηγή αμαρτίας και πειρασμού…

Αλλά η κύρια και ριζική πηγή της αμαρτίας είναι, βέβαια, ο διάβολος – αυτός για τον οποίον ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είπε: «Ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει»[13]. Πολεμώντας τον Θεό και την αλήθεια Του, ο διάβολος αγωνίζεται επίσης και με τους ανθρώπους, πασχίζοντας να καταστρέψει τον καθένα μας. Ιδιαίτερα, προφανώς, με κακότητα και άμεσα/προσωπικά, πολέμησε τους αγίους (τόλμησε να βάλει σε πειρασμό ακόμη και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό), όπως βλέπουμε στο Ευαγγέλιο και στους βίους των αγίων. Ο Κύριος μας προφυλάσσει – ως ασταθείς και αδύναμους – με τη δύναμή Του από εκείνους τους σκληρούς πειρασμούς στους οποίους υποβλήθηκαν οι ισχυροί κατά πνεύμα άγιοι του Θεού από τον διάβολο.

Ωστόσο ο διάβολος, δεν μας αφήνει σε ησυχία, ενεργώντας μέσα από τους πειρασμούς του κόσμου και της σάρκας, κάνοντάς τους πιο δυνατούς και πιο δελεαστικούς, και επίσης δελεάζοντάς μας με κάθε είδους αμαρτωλές σκέψεις. Τα τελευταία χρόνια η κακή επιρροή του, μεταξύ άλλων, είναι ιδιαίτερα εμφανής στην επιδημία διαφόρων ειδών αυτοκτονιών. Εύλογα λοιπόν ο Απόστολος Πέτρος συγκρίνει τον διάβολο με ένα λιοντάρι που βρυχάται και περπατά γύρω μας «ζητῶν τίνα καταπίῃ»[14]… 

(συνεχίζεται)


[1] «Ὅτι οὐκ ἔσται ἄνθρωπος, ὃς οὐχ ἁμαρτήσεται» (Γ΄ Βασ. η΄ 46 και Β΄Παραλ. ϛ΄ 36). «Ὅτι ἄνθρωπος οὐκ ἔστι δίκαιος ἐν τῇ γῇ, ὅς ποιήσει ἀγαθὸν καὶ οὐχ ἁμαρτήσεται» (Εκκλ. ζ΄ 20).

[2] «Οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19).

[3] «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» (Ιω. η΄ 34).

[4] Υπάρξει δηλαδή συγκατάθεση στον λογισμό.

[5] Μυθιστόρημα του Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852), ένα από τα αριστουργήματα της ρωσικής λογοτεχνίας.

[6] Το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Φίοντορ Ντοστογιέφκσι.

[7] «Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην» (Λουκ. κβ΄ 3). 

[8] «Ἐάν τις ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ» (Α’ Ιω. ε΄ 16).

[9] Σ.τ.Μ. Η αμαρτία που δεν συγχωρείται, κατά τους λόγους του Κυρίου μας, είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, εάν βεβαίως δεν υπάρξει μετάνοια. «Ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ΄ 32) και «Ὃς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως» (Μαρκ. γ΄ 29).

[10] Α΄ Ιω. ε΄ 19.

[11] «Ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ιακ. δ΄ 4).

[12] Ματθ. ιη΄ 6.

[13] Α΄ Ιω. γ΄ 8.

[14] Α΄ Πετρ. ε΄ 8.

Scroll to Top