Ὁ Παπαδιαμάντης κατὰ τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας

ΚΑΘΕ ἀναφορὰ στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (+1911), τὸν κορυφαῖο λογοτέχνη πεζογράφο τῆς Πατρίδος μας, ἔχει βαρύτητα καὶ σοβαρότητα μεγίστη, καὶ ὡς ἐκ τούτου πρέπει νὰ γίνεται μὲ δέος καὶ εὐσυνειδησία.

Ἡ ἀξία του εἶναι μοναδικὴ καὶ τὸ μήνυμά του διαχρονικὸ καὶ ἀφυπνιστικό. Τὸ ὅτι βίωνε τὴν Πίστι τῶν προγόνων μας μὲ συνέπεια θαυμαστὴ καὶ ἐξυμνοῦσε αὐτὴν περιπαθῶς καὶ ἐγκαρδίως εἶναι κάτι γνωστόν. Τὸ ὅτι θεωροῦσε τὴν Ὀρθοδοξία μας ὡς σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ μας σώματος, ὡς τὸ κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς μας ταυτότητος, εἶναι διαπιστωμένο καὶ παραδεκτό.

Ἐπειδὴ γνώριζε καὶ ἐκτιμοῦσε τὴν Παράδοσί μας, ὡς ἄριστα ἐξοικειωμένος μὲ αὐτήν, γι’ αὐτὸ καὶ πονοῦσε ὑπερβολικὰ τὰ Πάτρια καὶ ἀντιτασσόταν μὲ σθένος σὲ κάθε ἰδέα μεταβολῆς τους, ποὺ πρόθυμα καὶ πρόχειρα ἐξέφραζαν διάφοροι «ἐκσυγχρονιστὲς» στὴν ἐποχή του, κυρίως δυτικόπληκτοι «γραικύλοι». Αὐτοὶ ἦταν, ἀλλὰ καὶ εἶναι, ὅσοι νοσοῦν βαρύτατα ἀπὸ τὸ σύμπτωμα μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως καὶ τῶν δῆθεν περιφήμων καὶ καταπληκτικῶν προόδων της σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, διακρινόμενοι ἀπὸ αἴσθημα προκαταλήψεως κατὰ τοῦ Βυζαντίου, ἀπὸ τραγικὴ ἄγνοια τῆς ἑλληνορθοδόξου θεάσεως τοῦ κόσμου. Ἐπακόλουθο εἶναι νὰ πάσχουν ἀπὸ κρίσι ταυτότητος, ἀπὸ μιμητισμὸ καὶ ξενομανία.

     Ὁ Παπαδιαμάντης, ὡς γνήσιος φορέας τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πνεύματος, γνωρίζει ὅτι κάθε ἀποκοπὴ ἀπὸ τὶς Πάτριες ρίζες, ἕνεκα δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ, σημαίνει θανάσιμο πλῆγμα στὴν ψυχὴ τοῦ Γένους.

     Γνωρίζει καὶ περιγράφει ἄριστα τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν Ὀρθοδόξων προμάχων τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος μας γιὰ τὴν διαφύλαξι τῆς Πίστεως ἀνοθεύτου ἀπὸ τὴν Παπικὴ ἀπολυταρχία καὶ τὸν «λατινικὸν δόλον» καὶ ἀπορεῖ ὑπέρμετρα, πῶς εὑρίσκονται καὶ «ἡμέτεροι τινὲς τόσον ἐκφυλισμένοι», οἱ ὁποῖοι νὰ θαυμάζουν τὰ ἐφευρήματα τῶν Παπιστῶν.

     Καὶ πράγματι, στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος, ὅταν δρᾶ δημιουργικὰ ὁ Παπαδιαμάντης, ὑπῆρχε ἤδη συζήτησις καὶ περὶ τοῦ Ἡμερολογιακοῦ ζητήματος καὶ ἠκούοντο ἀντι-παραδοσιακὲς φωνὲς γιὰ ἀποδοχὴ τοῦ Φραγκικοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου, ἤ κάποιου ἄλλου νέου τελειοτέρου ἐπιστημονικῶς.

     Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν φαίνεται νὰ εἰσέρχεται στὴν συζήτησι εὐθέως, ἀλλὰ -ὅπως συνήθιζε καὶ ἐν σχέσει μὲ ἄλλα θέματα- προβαίνει σὲ μία θὰ λέγαμε ἔμμεση παρέμβασι μὲ τὸν δικό του μοναδικὸ τρόπο, ἀναφερόμενος μάλιστα πρὸς τοῦτο καὶ τὴν ἰσχύουσα δυστυχῶς διαπίστωσι περὶ τῆς «νεοελληνικῆς ραστώνης καὶ ἀταλαιπωρίας».

     Ὁ Συγγραφέας μας βλέπει τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοσι μὲ σεβασμὸ καὶ ἑνοποιημένα, ὄχι ἀποσπασματικά, γνωρίζοντας ὅτι ἡ ἐμμονὴ καὶ προσκόλλησι ἀκόμη καὶ σὲ λεπτομέρειες, τὶς ὁποῖες οἱ σοφοὶ καὶ συζητητὲς τοῦ αἰῶνος τούτου ἀντιμετωπίζουν μὲ περιφρόνησι καὶ διάθεσι «διορθώσεως», συνιστᾶ ἔργο ἱερὸ καὶ θεάρεστο, ἐφ’ ὅσον ἡ νόθευσις ἤ ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ μέρους, ἐπιφέρει ἀναπόφευκτα ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα στὸ ὅλον.


     Πῶς γίνεται αὐτὴ ἡ παρέμβασίς του; Μὲ τρόπο ἀδιόρατο καὶ ἀφανῆ, ὅπως ἦταν ἄλλωστε καὶ ὅλη ἡ ζωή του, καὶ μάλιστα μέσῳ κειμένου τὸ ὁποῖο δὲν προσέχθηκε στὴν ἐποχή του, διότι τελικὰ δὲν δημοσιεύθηκε! Ὅμως, στὴν ἐποχή μας ποὺ προφανῶς εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀκουσθῆ καὶ αὐτὴ ἡ μαρτυρία, ἐρχόμαστε νὰ τονίσουμε τὸ ἐν πολλοῖς ἄγνωστο αὐτὸ στοιχεῖο, γιὰ νὰ προβληθῆ καὶ ἀξιολογηθῆ δεόντως.

     Πρόκειται λοιπὸν γιὰ ἀνέκδοτο μέχρι πρότινος κείμενο τοῦ Συγγραφέως μας, τὸ ὁποῖο εἶχε γραφῆ τὸ 1892 καὶ προοριζόταν γιὰ τὸν «Καζαμίαν* τῆς Ἀκροπόλεως» (τιτλοφορούμενο «Ἄρθρον διὰ τὸν Καζαμίαν») τοῦ 1893, ἀλλὰ ἔμεινε τελικὰ ἀδημοσίευτο. Εἶναι ἕνα αὐτόγραφο 16 σελίδων, ἀνολοκλήρωτο (κολοβό), τὸ ὁποῖο βρέθηκε σὲ φάκελο τοῦ ἀρχείου τοῦ ἐκδότου Βλάση Γαβριηλίδη καὶ πρωτοδημοσιεύθηκε μόλις τὸ 1987. Τὸν Ὀκτώβριο δὲ τοῦ ἔτους ἐκείνου δόθηκε γιὰ συμπερίληψι στὸν πέμπτο τόμο τῶν Ἁπάντων τοῦ Παπαδιαμάντη τῶν ἐκδόσεων «Δόμος», ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 1988 (βλ. Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, τ. Ε΄, κριτικὴ ἔκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, α΄ ἔκδ. 1988, α΄ ἐπανέκδ. 1998, β΄ ἐπανέκδ. 2005, σσ. 302-308).

     Στὸ κείμενο αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης ἀσχολεῖται ἀρχικῶς μὲ προβλήματα ἀπὸ τὰ περιεχόμενα τοῦ λεγομένου «Καζαμία» σχετικὰ μὲ ψευδοπροφητεῖες προρρήσεων γιὰ δῆθεν φοβερὰ γεγονότα, τὶς ὁποῖες ἔγραφαν ἀσυνείδητοι νεαροὶ ἀσχολούμενοι μὲ τὴν δημοσιογραφία, πρὸς ἄγραν ἀγοραστῶν, ποὺ ὅμως πίστευαν αὐτὲς καὶ γέμιζαν μὲ τρόμο, πρὸς γελοιοποίησιν θρησκείας καὶ ἐπιστήμης καὶ ἐκφόβισιν τοῦ πλήθους.

     Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, ὁ Παπαδιαμάντης διεκτραγωδεῖ τὴν κατάστασι τῶν Ἡμερολογίων, τὰ ὁποῖα ἐξεδίδοντο ἐτησίως στὴν ἐποχή του, διακρινόμενα γιὰ «ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιαφορία αὐτόχρημα ρωμέϊκη» (σ. 303), ἐφ’ ὅσον καμμία ἀκρίβεια καὶ τάξις δὲν διέκρινε αὐτά, οὔτε στὴν ἀναγραφὴ τῶν ἑορτῶν –κινητῶν καὶ ἀκινήτων- οὔτε στὴν ὀρθογραφία καὶ ὀρθὴ ἐκφορὰ τῶν ὀνομάτων τῶν Ἁγίων. Δὲν ἠδυνήθη δὲ νὰ ἀποφύγη, ὡς ἐκ τούτου, τὴν σύγκρισι μὲ ὅσα συνέβαιναν στὴν Δύσι τὸν ἴδιο καιρὸ στὸν τομέα αὐτό, μεταξὺ τῶν ἑτεροδόξων καὶ δὴ τῶν Παπικῶν:

     «Τοὺς Φράγκους, ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρήσωμεν ὡς Χριστιανικωτέρους ἡμῶν αὐτῶν, καὶ ὅμως οἱ Φράγκοι ἐκδίδουν ἐν τελειοτάτῃ ἀκριβείᾳ καὶ τάξει τὰ ἡμερολόγιά των, θρησκευτικά τε καὶ ἄλλα» (σ. 304).

     Στὰ παρ’ ἡμῖν, διαπιστώνει ὁ Συγγραφέας μας, ὅπως ὅλα τὰ πράγματα στοὺς νεωτέρους Ἕλληνες διεξάγονται μὲ «ραστώνην καὶ νωχέλειαν» (σ. 304), μὲ τέτοια «ἐπιπολαιότητα καὶ ὀλιγωρίαν συντάσσονται καὶ τὰ ἡμερολόγια» (σ. 304). Ἐνῶ θὰ ἦταν εὔκολο, μὲ τήρησι κάποιων ὀλίγων κανόνων, «καὶ ἡ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια νὰ ἐπιτευχθῇ, καὶ ἡ συντομία νὰ μὴ λείψῃ» (σ. 304), δίδων παραδείγματα ὀρθῆς καὶ συντόμου ἀποδόσεως Ἁγίων κατὰ ἡμέραν.

     Ὅμως, συμπεραίνει μὲ δυσθυμία: «Ἀλλὰ ποῦ τὰ ἀκούει ὁ Ρωμιὸς αὐτά, φίλε μου. Ρωμιὸς εἶσαι καὶ τὰ ἠξεύρεις. Ὅλοι, καὶ πρὸ πάντων σεῖς οἱ ἐπιχειρηματικοὶ ἄνδρες, ζητεῖτε εἰς πάντα τὴν εὐκολίαν, ὄχι τὴν ἀκρίβειαν. Ὁ Ρωμιὸς δὲν τὸ ἔχει διὰ τίποτε ν’ ἀντιγράψῃ τὸ ἐφετινὸν ἡμερολόγιον ἀπὸ τὸ περυσινόν, ἀδιάφορον ἄν αἱ ἡμέραι τοῦ μηνὸς δὲν συμπίπτουν πλέον μὲ τὰς ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος» (σ. 305). Ἐπ’ αὐτοῦ δὲ παρέχει χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἐξ ἰδίας γνώσεως, προξενοῦντα τῶ ὄντι κλαυσιγέλωτα! Ἐν συνεχείᾳ, δίδει χρησιμώτατες ὁδηγίες γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀναφορὰ τῶν Ἑορτῶν στὰ Ἡμερολόγια καὶ μάλιστα τοῦ κινητοῦ Ἑορτολογίου, ὡς καὶ τοῦ Κυριακοδρομίου, διότι τὸ «θρησκευτικὸν ἡμερολόγιον» τοῦ ἔτους χρησιμεύει ἀκριβῶς «ὡς χρήσιμον βοήθημα ὅλου τοῦ θρησκευτικοῦ ἔτους» καὶ ἄρα ὀφείλει νὰ εἶναι «σχετικῶς τέλειον» (σ. 306) ἤ νὰ μὴν ὑπάρχη καθόλου.

     Μάλιστα, ἀφοῦ ἔκανε μνεία τῶν λατινικῶν ἡμερολογίων, προβαίνει σὲ παρουσίασι τῆς μεθοδικότητός τους, συντομίας, τάξεως καὶ ἀκριβείας, ὥστε νὰ καθίστανται ἄξια μιμήσεως.

     Κατόπιν δὲ τούτου, σπεύδει νὰ ἀντιμετωπίση τὴν ἀναμενόμενη αὐτονόητη πρότασι: «Ἴσως τις, μὲ τὴν συνήθη πάλιν νεοελληνικὴν ἀνυπομονησίαν καὶ ἰταμότητα… ἐνταῦθα ἀνακράξῃ: “Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Εὐρωπαῖοι ἔχουν τόσον καλὰ τὸ ἡμερολόγιόν των, καὶ τὸ ἰδικόν μας εὑρίσκεται εἰς τόσον ἀθλίαν κατάστασιν, ἄς παραδεχθῶμεν μία φορὰν διὰ πάντα τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον, διὰ νὰ ἡσυχάσωμεν…”. Βλέπεις; Τί σοῦ ἔλεγα ἐγώ!… Εὐκολίαν ζητεῖ ὁ Ρωμιός, ραστώνην ζητεῖ καὶ ἀνάπαυσιν… Θέλει τὸ λατινικὸν ἡμερολόγιον διὰ νὰ τὸ ἀντιγράφῃ εὐκόλως, νὰ μὴ τὸ ἀντιγράφῃ μάλιστα, νὰ τὸ κρεμνᾶ εἰς τὸν τοῖχον, νὰ τὸ ἔχῃ πρόχειρον, καὶ νὰ μὴ σκοτίζεται… Ἀλλ’ ὦ φίλτατε Ρωμιέ, ἐγὼ δὲν σοῦ εἶπα ὅτι τὸ ἡμερολόγιον τὸ ἰδικόν μας εἶναι ἐσφαλμένον, καὶ ὅτι τὸ φράγκικον εἶναι σωστόν. Ἄπαγε! Τόσον σοφὸς δὲν εἶμαι. Ἀλλὰ σὺ ἐκλαμβάνεις τὴν σκιὰν ὡς πρᾶγμα, κάμνεις δηλαδή, κιπρόκο (λάθος/παραποίησι), ὡς λέγουν οἱ Φράγκοι. Ἐγὼ εἶπα ὅτι αἱ ἡμέραι αἱ τακταί, αἱ ἐκ συνθήκης ἑορταί, αἱ μνῆμαι τῶν Ἁγίων, ὡς ἔχουσι παρ’ αὐτοῖς, ἐσφαλμένως βέβαια, σημειοῦνται ἀκριβῶς ἐπὶ τοῦ χάρτου· ἐνῷ παρ’ ἡμῖν, ἐνῷ ἔχουσιν ὀρθῶς, σημειοῦνται ἀνακριβῶς καὶ συγκεχυμένως, καὶ τοῦτο ἐκ ραστώνης καὶ ἀταλαιπωρίας νεοελληνικῆς» (σ. 307).

     Καὶ συνεχίζει τὶς σκέψεις του ὁ ἐθνικὸς διηγηματογράφος μας: «Ἐνταῦθα ὁ λόγος κυρίως εἶναι περὶ ἡμερολογίων καὶ ὄχι περὶ Ἡμερολογίου, almanachs καὶ ὄχι Calendrier. Τὸ ἐπ’ ἐμοί, φοβοῦμαι μήπως ὄχι μόνον οἱ Δυτικοί, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς ἀκόμη βαίνομεν ἐμπρὸς ὡς πρὸς τὸν ἀκριβῆ χρόνον, ὅταν π.χ. κρυολογῶ τὸν Ἰούνιον ἐν Ἀθήναις, καὶ ὑποπτεύω ὅτι εἶναι ἀκόμη Ἀπρίλιος. Ἀνησυχοῦντες ἄν μετὰ δισχίλια ἔτη ὁ παρ’ ἡμῖν Μάρτιος θὰ εἶναι ὁ Ἰούλιος τῶν Εὐρωπαίων, ἐνῷ οὐδόλως εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ ὑπάρχῃ κόσμος μετὰ δισχίλια ἔτη, ὑπερακοντίζομεν τὸν ἀρχαῖον Σχολαστικόν, ὅστις ἔτρεφε κόρακα διὰ νὰ πεισθῇ ἰδίοις ὄμμασιν ὅτι ὁ ὄρνις οὗτος ζῇ ὑπὲρ τὰ διακόσια ἔτη. Οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία οὐδέποτε θ’ ἀσπασθῇ τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον. Ἀλλὰ καὶ ἄν οἱ εὐρωπαΐζοντες ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἐνεκολποῦντο τὸ Ἡμερολόγιον τοῦτο εἰς τὰς πρὸς ἀλλήλους σχέσεις, ἐν τοῖς ἡμετέροις ἡμερολογίοις οὐδέποτε θ’ ἀναγραφῶσι τὰ Πέντε Τραύματα τοῦ Κυρίου, οὔτε ἡ Ἱερὰ Καρδία τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε τῆς Παναγίας τὰ Δάκρυα, οὔτε οἱ Χαιρετισμοὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ. Ἀδύνατον δὲ νὰ τιμηθῶσι παρ’ ἡμῖν ὁ ἅγ. Λουδοβίκος καὶ ὁ ἅγ. Φραγκίσκος καὶ ὁ Σὰν-Κάρλος, ὅστις, ἄν δὲν ἀπατῶμαι, ἔφαγεν ἐννέα κοφίνια σαλιάγκους – καὶ πάλιν τὰ κοφίνια εὑρέθησαν γεμᾶτα. Τὸ Ἡμερολόγιον ἄρα τὸ ἡμέτερον θὰ διαφέρῃ οὐσιωδῶς τοῦ παρὰ Δυτικοῖς καὶ Διαμαρτυρομένοις ἡμερολογίου, καὶ ἐπειδὴ μόνον περὶ τάξεως μεθόδου πρόκειται, εὐκόλως δύναται μετά τινος προσοχῆς νὰ καταρτίζωνται μεθοδικῶς τὰ ἐνιαύσια θρησκευτικὰ ἡμερολόγια τῇ βοηθείᾳ τῶν οἰκείων βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας» (σ. 307-308).    


     Σὲ αὐτὴ τὴν περιστασιακὴ καὶ σύντομη ἀναφορά, ἐξ ἀφορμῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ πρακτικοῦ θέματος ὀρθοῦ καταρτισμοῦ τῶν κατ’ ἔτος Ἡμερολογίων, ὁ Σκιαθίτης Κοσμοκαλόγερος εἶναι ὄχι μόνον ἀπόλυτος ἤ καυστικὸς καὶ σατυρικός, ἀλλὰ καὶ ὑπερβέβαιος γιὰ τὴν μὴ πιθανότητα εἰσαγωγῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ ἤ Νέου Ἡμερολογίου στὴν Ὀρθοδοξία γιὰ ἐκκλησιαστικὴ χρῆσι, βέβαιος ὤν γιὰ τὴν ὀρθότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου καὶ γιὰ τὸ ἐσφαλμένον τοῦ φραγκικοῦ τοιούτου.

     Ἐν τούτοις, γνωρίζει ὅτι οἱ δυτικότροποι καὶ δυτικόφιλοι τῆς ἄρχουσας τάξης καὶ τῶν κυβερνώντων στρέφονται στὴν Δύσι, ὅπως ἐπίσης φοβεῖται καὶ τὴν ραστώνη καὶ νωχέλεια τοῦ μέσου νεοέλληνος, ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ ἐναγωνίως τὴν διευκόλυνσι καὶ τὴν ἀποφυγὴ εὐθύνης καὶ κόπου.

     Παρὰ λοιπὸν τὸ ὅτι οἱ συνθῆκες δὲν εὐνοοῦσαν τὴν ἐπικράτησι τῆς ἰδικῆς του θεωρήσεως ὡς πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, ἐν τούτοις γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸς ἐξέφραζε τὴν ὄντως ὀρθόδοξη ταυτότητα τοῦ Γένους μας, βασισμένη στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, γι’ αὐτὸ καὶ πίστευε στὸ ἀσύμβατον Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ ἐκδυτικισμοῦ σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο. Ἔχει τὴν ἐλπίδα του στὸν Χριστὸ καὶ στοὺς πραγματικὰ πιστούς Του, παρὰ τὸ ὅτι οἱ «ἐκσυγχρονιστές», ὄχι μόνον πολιτικοί, ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ ἐκκλησιαστικοί, ἐπιθυμοῦν τὴν σύμπλευσι μὲ τὴν Δύσι. Ἄλλωστε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου σὲ αὐτὸ ἀπέβλεπε καὶ τὸ ὅτι εἰσήχθη ἐν μέρει τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο γιὰ τὶς ἀκίνητες καὶ ὄχι γιὰ τὶς κινητὲς ἑορτές, δὲν σημαίνει μὴ ἀποδοχή του, οὔτε σώζει τὴν κατάστασι τὸ ὅτι δὲν υἱοθετήθησαν οἱ ἀναφερόμενες ὡς ἄνω καθαρὰ παπικὲς ἑορτές.

     Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ Παπαδιαμάντης ἀπευθύνη τὶς γνωστὲς προτροπές του γιὰ φύλαξι τῶν Πατρίων, δὲν αἰθεροβατεῖ, παρὰ ἐκφράζει τὸ ὀρθόδοξο βίωμά του, τὸ ὁποῖο φυλάσσει στὰ κατάβαθά της ἡ ἀμόλευτη ὀρθόδοξη ἑλληνικὴ ψυχή, στὴν ὕπαρξι καὶ στὴν δύναμι τῆς ὁποίας προφανῶς πίστευε καὶ ὑπολόγιζε:

     «Νὰ παύσῃ ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους τῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. Ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, ἄν θέλῃ νὰ ἐγκλιματισθῇ ἐδῶ. Νὰ γίνῃ προστάτις τῶν πατρίων, ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθῇ καὶ ἐγκολπωθῇ τὰς ἐθνικὰς παραδόσεις. Νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός. Νὰ μὴ νοθεύωνται τὰ θρησκευτικὰ καὶ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῇ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν Λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν Ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπιστὰς καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. Ἄς σταθμίσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των, οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην» (Στὸ κείμενο τοῦ 1896: Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ Ἱερεῖς τῶν χωρίων, Ἅπαντα, τ. Ε΄, σελ. 198).

     Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι σαφῶς διορατικὸς στὴν θεώρησί του. Δὲν στοχεύει σὲ μία παραδοσιαρχία, ἀλλὰ στὴν εὐλαβικὴ διατήρησι τῶν παραδεδομένων ὡς ζῶσα πηγὴ ἀναβαπτισμοῦ. Ὅπως καὶ στὸ προηγούμενο κείμενό του ἔτσι καὶ ἐδῶ, κρούει οὐσιαστικὰ τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου, ὅτι μὲ τὴν ἀπεμπόλησι τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων καὶ θεσμῶν, ὅπως φυσικὰ καὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου ἐν ὅλῳ ἤ ἐν μέρει, καὶ τὴν στροφὴ πρὸς τὸν φραγκισμό, ἀλλὰ καὶ τὴν «ἐθνικὴ» ραστώνη καὶ νωχέλεια, δὲν θὰ διατηρήσουμε τὴν ψυχὴ καὶ τὴν συνείδησί μας, τὴν ταυτότητα, τὴν ἀποστολὴ καὶ τὸν στόχο μας, ἀλλὰ θὰ συγχυσθοῦμε καὶ θὰ ξεφτίσουμε, καὶ θὰ γίνουμε ἐμεῖς, οἱ ἄλλοτε ἔνδοξοι, ὄνειδος ἐθνῶν!

     Τελικά, αὐτὰ ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι πρόκειται νὰ συμβοῦν (Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισις) καὶ αὐτὰ ποὺ εὐχόταν νὰ συμβοῦν (προσκόλλησις στὴν Παράδοσι καὶ ἄρνησις τοῦ φραγκισμοῦ) φαίνεται νὰ μὴν ἐπαληθεύθηκαν. Ὅ,τι δὲν ἔπρεπε νὰ συμβῆ, συνέβη· καὶ ὅ,τι ἔπρεπε νὰ συμβῆ, δὲν συνέβη!…

     Ὅμως, ἐπειδὴ ὁ Παπαδιαμάντης διασώζει καὶ ἐνσαρκώνει τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ ψυχή, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὀπισθοδρομικὸς ἤ ξενοφοβικός, ἀλλὰ ἦταν καὶ παραμένει ἐπίκαιρος, δυνάμενος νὰ ἀντιταχθῆ κριτικὰ στὶς ἐκ Δυσμῶν προκλήσεις, πιστεύουμε ὅτι οὐσιαστικὰ δὲν διαψεύσθηκε. Ἡ μαγιά, τὸ «λεῖμμα τῆς Χάριτος», οἱ πνευματικοί του ἐπίγονοι ἀντιτάχθηκαν ἐξ ἀρχῆς στὸ κτύπημα κατὰ τῆς Παραδόσεως καὶ Πίστεως τοῦ 1924 καὶ ἑξῆς, γιὰ νὰ διασώσουν τὴν Ἐλπίδα. Ὅσοι ἀπέρριψαν τὴν Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία καὶ συνέχισαν νὰ ἀγωνίζωνται κατὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς τῶν πάντων ἰσοπεδώσεως, διακρατοῦν τὴν ἱερὴ φλόγα ποὺ πυρπολοῦσε καὶ τὰ στήθη τοῦ Παπαδιαμάντη, χάριτι δὲ Θεοῦ δὲν θα προδώσουν τὴν Παρακαταθήκην, ἀλλὰ θὰ ἀγωνισθοῦν μὲ τὶς ὅποιες δυνάμεις τους γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὴν πνευματικὴ ὑπόστασί μας· γιὰ ὅσα ἀξίζει κανεὶς νὰ θυσιάζεται, προκειμένου νὰ μείνη ἀδούλωτος στὸ φρόνημα καὶ πραγματικὰ ἐλεύθερος, μὲ ἀνοικτοὺς τοὺς ὁρίζοντες τῆς θείας ἀπεραντοσύνης!

+Λ.&Π.Κλ.    

      (*) Καζαμίας: ἐτήσιο «προφητικὸ ἡμερολόγιο», τὸ ὁποῖο περιλάμβανε πληροφορίες γιὰ ἀστρονομικά, μετεωρολογικά, γεωργικὰ κ.ἄ. φαινόμενα, ποὺ εἶχε μεγάλη διάδοσι ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος στὴν χώρα μας, ὥστε νὰ θεωρῆται τὸ δημοφιλέστερο λαϊκὸ ἔντυπο.

Scroll to Top